Η συντριβή του Τρίτου Ράιχ σε πολιτικό επίπεδο δεν σήμανε και τον πλήρη αφανισμό των φασιστικών ιδεών· δεν θα μπορούσε άλλωστε. Οι ιδέες έχουν υψηλή ικανότητα επιβίωσης, μια αντοχή απέναντι στις εξωτερικές συνθήκες, ανάλογη του μυαλού που τις φιλοξενεί, ακόμα και αν απαιτηθεί να μετατραπούν σε αντικείμενο απολογίας ή απάρνησης, οι ιδέες φωλιάζουν, λουφάζουν και καρτερικά προσμένουν την -έστω και ελάχιστα- κατάλληλη στιγμή.
Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ και ο Καρλ Σμιτ υπήρξαν οι δυο κορυφαίοι στοχαστές του Τρίτου Ράιχ, τα Μαύρα Τετράδια και το Glossarium αντίστοιχα τα ημερολόγια τους, στα οποία αποτυπώνεται η ήττα του φασισμού, η προσωρινή του ήττα κατ' εκείνους, αλλά και η συνεχιζόμενη και αμετανόητη πίστη στις ιδέες τους. Και οι δύο επιδίωξαν και διασφάλισαν τη μετά θάνατο κυκλοφορία των ημερολογίων τους. Και αυτό έχει τεράστια σημασία, καθώς δεν πρόκειται για το προσωπικό ημερολόγιο κάποιου που βρέθηκε και εκδόθηκε παρά τη θέλησή του, αλλά για ένα έργο δουλεμένο και επεξεργασμένο με συνειδητό στόχο την κυκλοφορία του, εν είδει διαθήκης. Και σε ένα περιβάλλον εχθρικό προς τις ζοφερές τους ιδέες, σε μια κοινωνικοπολιτική συγκυρία ευαίσθητη απέναντι στη φασιστική ιδεολογία υπήρξε έξυπνη και αναμενόμενη η επιλογή τους για την κυκλοφορία των δύο έργων μετά τον θάνατό τους, όταν πια θα μπορούσαν χωρίς τον φόβο κάποιου τιμήματος να διαλαλήσουν αμετανόητοι τις φασιστικές τους ιδέες, που για χρόνια τις έκρυβαν και τις καλλιεργούσαν εκεί που οι ιδέες τους νιώθουν οικεία: στο σκοτάδι.
Προφανώς και δεν μπορεί κανείς να κατατάξει το σύνολο του έργου και της σκέψης των δύο φιλοσόφων συλλήβδην στον φασιστικό λόγο. Άλλωστε αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε και οι δύο θα είχαν παρέλθει σε καθεστώς λήθης και απαξίωσης εδώ και χρόνια. Και υποθέτω πως σε αυτό οφείλεται η έλξη -και η ταυτόχρονη απώθηση- που ένιωσε ο Σινιόσογλου διαβάζοντας τα πλέον προσωπικά κείμενα των δύο, τα ημερολόγια τους. Γιατί απέναντι σε ένα δυνατό μυαλό συνηθίζουμε να είμαστε πιο αυστηροί, πιο απαιτητικοί, δικαιολογούμε δυσκολότερα, αρνούμαστε, κατά κάποιον τρόπο, να παραδεχτούμε πως ένα τέτοιο μυαλό γεννάει τέτοιες σκέψεις. Και αυτή είναι η πρόκληση της αναμέτρησης με τέτοια κείμενα, η αποδόμηση των οποίων δεν είναι κάτι το απλό, και ίσως δεν είναι το ζητούμενο.
Τίθεται και απαντάται άμεσα το ηθικό ερώτημα για τη σχέση ανάμεσα στο έργο και τον δημιουργό. Ερώτημα το οποίο προσωπικά έχω συνδυάσει με τον Σελίν· το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας το θεωρώ αριστούργημα. Ο Σινιόσογλου δεν στέκεται σχεδόν καθόλου σε αυτό, ως δεδομένο στον στοχασμό του το παραμερίζει και προχωρά σε άλλα ερωτήματα πιο θελκτικά για εκείνον: τι συμβαίνει στις ιδέες μετά τη φαινομενική τους συντριβή; πώς παρασιτεί το κακό στην εξομολόγηση ενός ανθρώπου;
Οι Μαύρες Διαθήκες χωρίζονται σε τρία μέρη. Τα δύο πρώτα είναι αφιερωμένα στα αντίστοιχα έργα του Σμιτ και του Χάιντεγκερ. Εδώ ο Σινιόσογλου με τον γνώριμο συνδυαστικό του τρόπο, γνώριμο από τον Αλλόκοτο Ελληνισμό, πλοηγείται ανάμεσα στις σελίδες των ημερολογίων, κινούμενος πότε ως ερευνητής σε βιβλιοθήκη και πότε ως δάσκαλος σε αμφιθέατρο, μην παραμελώντας ποτέ τη λογοτεχνική διάσταση της δοκιμιακής γραφής, διάσταση η οποία τον βοηθάει να αποτυπώσει στο χαρτί αυτό το ταυτόχρονα αντιθετικό συναίσθημα της έλξης και της απώθησης απέναντι στα ημερολόγια των δύο, χωρίς όμως να τον απομακρύνει από τον θεματικό του πυρήνα. Ως ερευνητής επιμένει να αναζητά κρυφές γωνιές και αδιευκρίνιστα σημεία στα δύο κείμενα, κάνοντας τις απαραίτητες διακειμενικές συνδέσεις, ενώ ως δάσκαλος επιχειρεί να καταστήσει κατανοητή τη σημασία της διερεύνησης των ορίων της ημερολογιακής γραφής.
Το τρίτο μέρος είναι το προσωπικό ημερολόγιο του Σινιόσογλου κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Σιγκαπούρη, όπου βρέθηκε καλεσμένος ομιλητής με θέμα τα Μαύρα Τετράδια του Χάιντεγκερ. Εδώ η λογοτεχνία κρατάει τα σκήπτρα. Ο Σινιόσογλου πετάει για τη Σιγκαπούρη χωρίς να γνωρίζει τίποτα γι' αυτό το υβριδικό κράτος, χωρίς να έχει αφιερώσει ούτε τον ελάχιστο χρόνο στην προετοιμασία του ταξιδιού, ξέροντας πως ακόμα μια φορά θα εμπιστευτεί τα πόδια του, εκείνα είναι που θα τον οδηγήσουν στο ταξίδι, εκείνα είναι που θα υπακούσουν στην περιέργεια του βλέμματος του φλανέρ. Φλανάροντας -θα έρθει η εποχή που ο διορθωτής δεν θα κοκκινίζει στη θέα τόσο του ουσιαστικού όσο και του ρήματος- στη Σιγκαπούρη, μια πόλη ακατάλληλη για άσκοπη περιδιάβαση, με τον Χάιντεγκερ στο μυαλό, ο Σινιόσογλου στοχάζεται, παρατηρεί και καταγράφει όσα προκαλούν την προσοχή του, σε έναν ιδιότυπο και εναλλακτικό ταξιδιωτικό οδηγό ενός φλανέρ που δοκιμάζει τα όρια της επιθυμίας του να νιώσει μοναξιά, να νιώσει μακριά από κάθε τι οικείο σε ένα περιβάλλον ιδανικό για κάτι τέτοιο, έχοντας στην τσάντα του τα Μαύρα Τετράδια του Χάιντεγκερ που φωνάζουν για δικαίωση.
Εκδόσεις Κίχλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου