Μου αρέσουν τα λογοτεχνικά παιχνίδια, με ιντριγκάρουν. Ιδιαίτερα εκείνα που προκύπτουν από τη συνεργασία δύο ή περισσότερων συγγραφέων. Τότε το γράψιμο, μια διεργασία εκ φύσεως μοναχική, μετατρέπεται σε διάλογο, η συνδιαμόρφωση απαιτεί υποχωρήσεις και γεφύρωμα των διαφωνιών σε βαθμό μεγαλύτερο από εκείνο που απαιτεί η ισορροπία μεταξύ συγγραφέα και επιμελητή, όταν υπάρχει επιμελητής και όχι απλώς ένας κακοπληρωμένος διορθωτής δηλαδή. Κατά την ανάγνωση το παιχνίδι συνεχίζεται, υποθέσεις σχετικά με το ποιος κρύβεται πίσω από κάποια ιδέα ή αν το τουίστ που οδήγησε στην κύρια ανατροπή ήταν αποτέλεσμα ανταγωνισμού μεταξύ των συγγραφέων. Επιχειρώ διαρκώς να διακρίνω τις ραφές ανάμεσα στα δύο πληκτρολόγια, πού σταματάνε οι λέξεις του ενός και πού αρχίζουν του άλλου, προσπαθώ να φανταστώ τους κανόνες που έθεσαν, τις υποχωρήσεις που έγιναν, τις στιγμές που μια ιδέα εμφανίστηκε, τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούσαν κατά τη διάρκεια του εγχειρήματος, έγραφαν, για παράδειγμα, στο ίδιο δωμάτιο κάποιες φορές ή δεν συναντήθηκαν ποτέ από κοντά· τέτοια πράγματα σκέφτομαι. Αλλά κάποιες φορές το αποτέλεσμα απογοητεύει, το παιχνίδι δεν λειτουργεί σε λογοτεχνικό επίπεδο.
Το Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις κυκλοφόρησε το 2020· άργησα αλλά το διάβασα.
Η ιστορία του βιβλίου αυτού ξεκινάει το καλοκαίρι του 2019, όταν ο Μισέλ Φάις ζήτησε από τον Καλφόπουλο ένα αστυνομικό διήγημα 800 λέξεων για την Εφημερίδα των Συντακτών. Παρά τη δυσκολία του περιορισμού των λέξεων, ο Καλφόπουλος παρέδωσε το διήγημα Η κίτρινη εσάρπα. Ακολούθως, αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα. Εκεί το διάβασε ο Πετάλας. Λίγες μέρες αργότερα έστειλε ένα μέηλ στον Καλφόπουλο επισυνάπτοντας μια πιθανή συνέχεια της ιστορίας. Κάπως έτσι γεννήθηκε το βιβλίο αυτό, που πήρε τον τίτλο του από το τραγούδι «Quando arriverá» ένα χιτ της δεκαετίας του '60, δεκαετία κατά την οποία διαδραματίζεται το διήγημα, και τραγουδούσε ο Τόνυ Πινέλλι στην ταινία Μοντέρνα Σταχτοπούτα (1965). Στο βιβλίο περιλαμβάνεται η αρχική εκδοχή του διηγήματος. Για τις ανάγκες της έκδοσης Η κίτρινη εσάρπα μεγάλωσε, παίρνοντας τη μορφή ολοκληρωμένου διηγήματος, πάνω στο οποίο πάτησε τελικά το όλο εγχείρημα.
Το καλοκαίρι του 1968, ο αφηγητής, μαθητής λυκείου που έμεινε μετεξεταστέος στα λατινικά, ακολουθεί τους γονείς του στις καλοκαιρινές διακοπές στο διαμέρισμα που νοικιάζουν χρόνια στη Βούλα. Διακοπές συντομότερες του συνηθισμένου εξαιτίας της οικτρής αποτυχίας του που επιβάλλει την επιστροφή εν όψει της τελικής κρίσης. Τη στιγμή που η Ελλάδα είναι στον γύψο, διάφορα γεγονότα συνταράσσουν τον κόσμο: η δολοφονία του Κέννεντυ, η Άνοιξη της Πράγας και οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Μεξικό, μεταξύ άλλων, γεγονότα που ωστόσο τον νεαρό αφηγητή τον αφήνουν αδιάφορο, όπως κάθε τι έξω και μακριά από τον μικρόκοσμό του, δηλαδή, χαρακτηριστικό γνώρισμα της εφηβείας, συχνά δε όχι μόνο αυτής. Για καλή του τύχη, οι γονικοί περιορισμοί, απότοκοι της αποτυχίας του, δεν περιλαμβάνουν τα κιάλια με τα οποία ξεχνιέται χαζεύοντας τα αεροπλάνα να απογειώνονται και να προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Μια μέρα, το υποβοηθούμενο βλέμμα του θα πέσει στο απέναντι σπίτι, εκεί όπου μια γυναίκα εκθαμβωτικής ομορφιάς, τυλιγμένη μόνο με μια κίτρινη εσάρπα, περιφέρεται τραγουδώντας στα δωμάτια. Την επόμενη μέρα θα επιστρέψουν πίσω στην Αθήνα. Η εικόνα της γυναίκας θα χαραχτεί βαθιά στη μνήμη του άβγαλτου εφήβου και για χρόνια θα αναρωτιέται τι πραγματικά έγινε εκείνο το βράδυ όταν η κραυγή ακούστηκε και τα φώτα έσβησαν. Είκοσι χρόνια μετά, ο κατ' όνομα ανιψιός του αφηγητή, φιλοξενούμενός του στη Βούλα, θα βοηθήσει στη λύση του μυστηρίου.
Η αστυνομική υπόθεση αποτελεί, ως είθισται δηλαδή να συμβαίνει, την αφορμή. Ο Καλφόπουλος και ο Πετάλας, που θα μπορούσαν να είναι ο θείος και ο ανιψιός της ιστορίας, που τους χωρίζουν είκοσι χρόνια, μια περίοδος καθοριστική για την εμφάνιση του χάσματος, στήνουν μια ιστορία απομάγευσης της παιδικής ηλικίας ή μια ιστορία ενηλικίωσης αν προτιμάτε. Τα καλοκαίρια είναι η εποχή της νεότητας, όσο απομακρύνεται κανείς από αυτή τόσο απολύουν τη δύναμή τους. Εκεί, στα καλοκαίρια εκείνα, φωλιάζει η πρώτη ύλη, οι αναμνήσεις, τα πάθη, οι απογοητεύσεις, η βαρεμάρα του μεσημεριού και η μυρωδιά της θάλασσας. Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις τίποτα δεν θα είναι όπως πριν, η αλήθεια θα αποδειχτεί υποδεέστερη της φαντασίας, η απομάγευση θα κατακλύσει τον χώρο. Κάπως έτσι είναι κάθε ιστορία ενηλικίωσης, ο μύθος καταρρέει και τα τρικ του ταχυδακτυλουργού αποκαλύπτονται ένα ένα.
Σε εγχειρήματα όπως αυτό, είναι κρίσιμο το τελικό αποτέλεσμα να είναι λειτουργικό και να μην αποδειχτεί απλώς ένα τζαμάρισμα. Οι δύο συγγραφείς σε αυτό τα καταφέρνουν μια χαρά καθώς το οικοδόμημα, παρά την ιδιαιτερότητά του, στέκει στέρεο ξεπερνώντας τους ειδολογικούς περιορισμούς και τον πειραματικό χαρακτήρα του. Χρησιμοποιούν δε το μεταμοντέρνο καλούπι με τρόπο χρηστικό, ώστε, μεταξύ άλλων, να συμπεριλάβουν και το πολιτικό στοιχείο στην ιστορία, καθώς η επιλογή του καλοκαιριού του '68 δεν θα μπορούσε να είναι τυχαία, ή ακόμα και αν αρχικά ήταν, δύσκολα θα έμενε ανεκμετάλλευτη. Το πολιτικό αυτό στοιχείο δίνει περαιτέρω διαστάσεις στη νουβέλα αυτή, που έχουν να κάνουν με τη σύγχρονη πρόσληψη της πραγματικότητας, την ατομική και συλλογική πρόσληψη και αξιολόγηση, την υποκειμενική κανονικότητα και τον στενό μικρόκοσμο, όλα όσα η μελέτη εν μέσω χούντας σημειολογικά φέρει. Η νουβέλα ξεχωρίζει επίσης και για τη χρήση πραγματολογικών στοιχείων, τα συστατικά της ποπ κουλτούρας και μυθολογίας της κάθε γενιάς, με τρόπο νοσταλγικά κριτικό. Η απόσταση, για παράδειγμα, ανάμεσα στον ακροατή των Beatles και εκείνο των Joy Division και όσα αυτή η απόσταση φανερώνει για την κάθε εποχή. Οι συγγραφείς, στο πλαίσιο της παιγνιώδους διαδικασίας, χρησιμοποιούν αρκετά και το προσωπικό στοιχείο, λιγότερο ή περισσότερο εμφανές, αλλά και τη διακειμενικότητα με το πρότερο έργο τους, όπως η εμφάνιση του κυρίου Δ* ή η αγάπη για τα φλίπερ.
Το Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις δεν εξαντλείται στο ενδιαφέρον του πειράματος της συνεργατικής γραφής, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της, αλλά διαθέτει ξεκάθαρη λογοτεχνική αξία και λειτουργεί αναγνωστικά. Είναι μια αστυνομική νουβέλα στην οποία η πολυπόθητη και ζητούμενη λύση του μυστηρίου δεν επενεργεί με τον συνηθισμένο τρόπο, ούτε στον αφηγητή ούτε στον αναγνώστη, και αυτή η υπονόμευση του είδους επιτείνει την ιδιαιτερότητά της.
Εσύ, θα ήθελες να βρεθείς στο εργαστήριο του ταχυδακτυλουργού;
υγ. Για το απολαυστικό Η δύναμη του Κύριου Δ* περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για το νοσταλγικό Φλίπερ εδώ.
Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας