Εναλλακτικά: Απομαγνητοφώνηση μιας παρουσίασης εμπλουτισμένη με όσα το άγχος στέρησε σε πρώτο χρόνο.
Αν αυτή ήταν μια τυπική παρουσίαση τότε θα ξεκινούσα με την αφηγηματικότητα της ποίησης της ΜΚΧ, για τις ιστορίες και τα στιγμιότυπα που απομονώνει από τον ζόφο και τη μαγεία της καθημερινότητας. Το κάθε ποίημα, τι και αν συνήθως άτιτλο, γίνεται το κάδρο μέσα στο οποίο μια μικρή πλοκή λαμβάνει χώρα, μια ιστορία από το λεωφορείο, τον δρόμο αργά τη νύχτα, το σχόλασμα από τη δουλειά, τις φίλες και τους συντρόφους, το mansplaining στη λαϊκή, την οπλισμένη με κλειδιά γροθιά, το μάλλον άχρηστο τηλέφωνο ανά χείρας. Οι εικόνες που γεννά δεν είναι αφηρημένες, δεν είναι ασύνδετες μεταξύ τους, δεν γίνονται εν απουσία του ποιητικού υποκειμένου θυσία σε μια απόμακρη και ιδιότροπη μούσα.
Αν αυτή ήταν μια τυπική παρουσίαση τότε θα σας μιλούσα επίσης για την πολιτική διάσταση της ποίησης αυτής, που ανήκει στο σώμα της κουήρ, φεμινιστικής και ταξικής λογοτεχνίας. Θα έλεγα επίσης για την επιδέξια ακροβασία στο όριο της στρατευμένης λογοτεχνίας, σπεύδοντας, με κάποιο άγχος, να υπεραμυνθώ της λογοτεχνικής αξίας των ποιημάτων, την απουσία της συνήθως ξύλινης γλώσσας και των αφόρητων κλισέ, θα αναφερόμουν στον εσωτερικό ρυθμό του κάθε ποιήματος και στον συνολικό συντονισμό της συλλογής. Θα έκανα ειδική αναφορά στις λέξεις που η ΜΚΧ χρησιμοποιεί για να συνθέσει τα ποιήματά της. Λέξεις καθημερινές, φρέσκες, ζωντανές. Λέξεις από το εδώ και το τώρα της γλώσσας, μακριά από τα προπύργια του αναχωρητισμού σε μια χωροχρονική συντεταγμένη κατά την οποία, όσο ποτέ άλλοτε, η ποίηση μπερδεύεται με την ποιητικότητα και η επιτήδευση με το βάρος.
Αν αυτή ήταν μια τυπική παρουσίαση θα έψαχνα στη φαρέτρα των ταπεινών περί ποίησης γνώσεών μου να εντοπίσω σχήματα λόγου και διακειμενικές αναφορές, θα τόνιζα με περισπούδαστο ύφος την ηθελημένη απουσία ρίμας και τον χαρακτήρα πεζοποιήματος, την έντονη προφορικότητα και τους κοφτούς στίχους. Θα έκλεινα ίσως με θετικές παρατηρήσεις γύρω από την καλαίσθητη έκδοση, το όμορφο εξώφυλλο και διάφορα άλλα κενά νοήματος αντίστοιχα σχόλια, μην ξεχνώντας να επισημάνω την αγωνία για το επόμενο βήμα, για το πάντοτε δύσκολο δεύτερο βήμα, φροντίζοντας ταυτόχρονα, ως λάτρης του πεζού λόγου, να προτρέψω τη ΜΚΧ να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στη μικρή φόρμα.
Όμως αυτή δεν είναι μια τυπική παρουσίαση όπως θα έχετε σίγουρα καταλάβει. Και δεν είναι μια τυπική παρουσίαση γιατί το υποκείμενο της ανάγνωσης φέρει προνόμια που το εξαιρούν από το κοινό στο οποίο αυτή η ποίηση πρώτιστα και κύρια απευθύνεται. Τα προνόμια αυτά, άλλωστε, με κράτησαν μακριά από την πρώτη παρουσίαση της συλλογής. Τα προνόμια αυτά ωστόσο με φέρνουν σε αυτή τη δεύτερη παρουσίαση με την ευκαιρία της δεύτερης έκδοσης της συλλογής. Τι μεσολάβησε αυτό το διάστημα, θα αναρωτηθείτε και θα έχετε δίκιο. Ας είμαι ειλικρινής. Ήθελα να έχω συμμετάσχει, αυτό σκεφτόμουν οδηγώντας σπίτι μετά την πρώτη παρουσίαση, ήθελα να είμαι στο πάλκο, εγώ που θεωρώ εαυτόν αγοραφοβικό, ήθελα να έχω πάρει λίγη από τη σκληρή ομορφιά της Ποπ βουκαμβίλιας, να αποτελέσω πιο ενεργό μέρος της γιορτής εκείνης που στήθηκε με μεράκι στα γρασίδια ενός πάρκου. Το είχα κιόλας μετανιώσει. Όχι, όμως, για τους πραγματικούς λόγους.
Ήταν τα προνόμιά μου που ένιωθα πως με κρατούσαν μακριά. Σαφέστατα μπορούσα να αντιληφθώ και να απολαύσω τις αρετές της ποίησης της ΜΚΧ, εκ του μακρόθεν ωστόσο και όχι με έναν τρόπο βιωματικό, χωρίς να νιώθω το συναίσθημα, συχνά ψευδές μα τόσο αναγκαίο στην ανάγνωση, πως οι στίχοι με περιλαμβάνουν στην από δω και όχι στην αποκεί πλευρά των προσώπων και της καθημερινότητας. Διάβαζα κάπου πρόσφατα πως μπορεί κανείς να αντιληφθεί πραγματικά τα προνομία του μόνο όταν συναντήσει κάποιον που με λιγότερα προνόμια κατάφερε να πετύχει περισσότερα, και νομίζω πως αυτή η διατύπωση αναφέρεται ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο στέκομαι απέναντι στα προνόμιά μου. Και αυτά τα προνόμια με έφεραν σήμερα να μιλήσω για τη συλλογή αυτή. Μοιάζει οξύμωρο, το ξέρω.
Διατηρώ λοιπόν το προνόμιο της εκ του ασφαλούς πρόσληψης. Τη δυνατότητα
να μιλάω για σχήματα λόγου και ομορφιά, λυρισμό και συγχρονία, επιδεικνύοντας την αναγνωστική μου επάρκεια αλλά και την ποικιλομορφία των αναγνωσμάτων μου. Την
απόσταση εκείνη που θα με κάνει καλύτερο άνθρωπο επιτρέποντας μου να
λυπάμαι την κακή τύχη του να είσαι γυναίκα, απλώνοντας εμπρός μου ένα
πεδίο δόξης λαμπρό ώστε να ξετυλίξω τη γαματοσύνη του εαυτού, τη
μεγαθυμία μου αλλά ταυτόχρονα να κρατώ και τις επιφυλάξεις μου, να μπορώ
να σκέφτομαι πως υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής αλλά και της
εκμετάλλευσης της γυναικείας ιδιότητας, να ενοχλούμαι που η ποίηση της
ΜΚΧ διεκδικεί και δεν αρκείται στη μοιρολατρεία που συχνά διακρίνει την
κουήρ ή φεμινιστική γραφή, νιώθοντας άβολα, ίσως και θυμωμένα, που δεν ζητά απλώς και μόνο
την παρηγοριά στην οποία με χαρά και έμφαση θα προσερχόμουν να δώσω,
συνοδεύοντας τα λόγια με ένα γλυκό ταπ ταπ στην πλάτη.
Ας προσθέσουμε και αυτό γυρίζοντας στον πολιτικό χαρακτήρα της ποίησης της ΜΚΧ, τη διεύρυνση του τρόπου με τον οποίο αντανακλαστικά σκεφτόμαστε απέναντι στη βιωματική λογοτεχνία των λιγότερο προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, σε μια εποχή που κάποιοι ισχυρίζονται πως οι από κάτω έχουν καταλάβει τη λογοτεχνική αρένα στερώντας από εμάς τους λευκούς, στρέητ, χριστιανούς, δυτικούς άντρες την πρόσβαση που τόσους αιώνες απολαμβάναμε, έχοντας ντύσει τον κόσμο με τις δικές μας λέξεις, έχοντας εγκαθιδρύσει τον δικό μας κανόνα. Για μένα, η λογοτεχνία όπως αυτή που η ΜΚΧ παράγει, λειτουργεί διασταλτικά, οξύνοντας το βλέμμα μου καθώς σε κάθε ένσταση περί υπερβολικού μια φωνή μέσα μου αντηχεί: σκάσε τώρα και διάβαζε· ενώ, ταυτόχρονα, με κάνει να χαμηλώσω το βλέμμα. Δεν μπορώ και δεν θα μπορέσω ποτέ να νιώσω πώς είναι να είσαι γυναίκα σε ένα λεωφορείο ή αργά το βράδυ κατεβαίνοντας τη Συγγρού. Και αν ισχυριστώ κάτι τέτοιο θα είναι ψέμα, αν πω: ξέρω πώς νιώθεις.
Και είναι μια μάχη συνεχής, μια μάχη αποτελούμενη από διαρκείς και επαναλαμβανόμενες ήττες, ένα εκκωφαντικό τσαλάκωμα της γαματοσύνης, της μη εξαίρεσης του εαυτού από τον κανόνα του συνόλου που ανήκει. Γιατί ακόμα και τώρα που διαλαλώ τη συνείδηση με την οποία προσέρχομαι για να μιλήσω για την ποίηση της ΜΚΧ χρειάστηκε η παρέμβαση της Ε. για να μου υποδείξει πως μιλώντας για προνόμια ίσως να έπρεπε να διαλέξω το ποίημα της σελίδας εβδομήντα και όχι εκείνο της σελίδας δεκαοχτώ που αρχικά είχα επιλέξει. Θα σας διαβάσω και τα δύο για να καταλάβετε πόσο ακόμα δρόμο έχω να διανύσω:
(σελ. 18)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου