Αν ήταν όροφος σε ουρανοξύστη ή σειρά καθισμάτων σε αεροπλάνο, θα είχε παραλειφθεί, τα πλέον αξιοθαύμαστα παραδείγματα του ανθρώπινου πολιτισμού, εν είδει παράδοσης, πάντοτε με επίκληση αυτής, φτύνουν τον κόρφο τους. Ωστόσο, σε αυτή την απειροελάχιστη γωνιά του ψηφιακού κόσμου, ο ορθολογισμός, παρά τα όποια πλήγματα κατά καιρούς δέχεται, κρατάει τα σκήπτρα ή, έστω, προσποιείται πειστικά πως το κάνει, και δεν χάνει ευκαιρία να προσθέσει ένα ακόμα κεράκι στη σειρά με τα σβησμένα, εκ των οποίων κάποια ακόμα καπνίζουν και όχι απαραίτητα τα πλέον πρόσφατα. Χρόνοι δεκατρείς, λοιπόν.
Κάθε χρόνο, ίδιες μέρες, μια παρόμοια ερώτηση με τη μορφή εσωτερικής φωνής διατυπώνεται: πώς περνούν τα χρόνια; Ανάλογα με τη συγκυρία ένα διάολε ακολουθεί ή ένα τα γαμημένα προηγείται, πότε πότε συμβαίνουν και τα δύο. Φέτος δεν είναι μια τέτοια συγκυρία και ίσως η επανεκκίνηση στη ζωή του συντάκτη να ευθύνεται σε ικανό βαθμό γι' αυτό. Κάθε χρόνο, πριν ξεκινήσω να γράφω αυτό το επετειακό κείμενο, διαβάζω ξανά τα αντίστοιχα ως τώρα, κάπως έτσι εποπτεύω επιτροχάδην τον περασμένο χρόνο, την εξέλιξη, την παγίωση και την ευγνωμοσύνη που νιώθω, έτσι αναδεικνύεται η διαφορά ανάμεσα σε εκείνα που θεωρώ δεδομένα και στα άλλα, τα σημαντικότερα, τα κεκτημένα, όλα εκείνα που δεν ήταν πάντοτε απλά και εύκολα, εκείνα που λειτουργούσαν ανασχετικά και λογοκριτικά, εκείνα που από το ίδιο τους το βάρος έπεσαν κάνοντας μικρότερο ή μεγαλύτερο κρότο.
Τα πρώτα γενέθλια του ιστολογίου, που ένα ποίημα του Λειβαδίτη έθεσε σε κίνηση, δεν τα γιόρτασα ποτέ· κάθε χρόνο μου κάνει εντύπωση αυτή η παράλειψη. Ίσως τότε να μην ανέμενα την μακροημέρευση του μπλογκ, ίσως δεν είχε καταλάβει ακόμα χώρο αρκετό στην καθημερινότητά μου, ίσως η ίδια η ζωή να μην άφηνε χώρο ούτε για μια αφορμή γιορτής, ίσως απλώς να έτυχε. Κάθε χρόνος που περνάει, η νοηματοδότηση γίνεται ακόμα λίγο πιο περίπλοκη καθώς η ματαιότητα και η μισανθρωπία ολοένα και επελαύνουν. Ας μη γελιόμαστε, όλα στη ζωή σε αυτή τη διαρκώς παρούσα διαδικασία βασίζονται. Ανά περιόδους, όχι απαραίτητα επετειακές, αναγκάζομαι να επανατοποθετώ τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου απέναντι στις σκέψεις διακοπής του εγχειρήματος αυτού. Πρώτα έρχεται να παίξει άμυνα η λογική· συντάσσει τη λίστα της: η ολοκλήρωση της ανάγνωσης, το ημερολόγιο εξέλιξης, η διαφύλαξη ενός χώρου αμιγώς προσωπικού, το μπούνκερ που κρατά σε απόσταση την ασφυκτική πραγματικότητα, ο διαχρονικά επίκαιρος χαρακτήρας του κανείς για μένα. Ύστερα ακολουθεί το συναίσθημα με σκέψεις που δύσκολα γίνονται λόγια. Κάπως έτσι συνεχίζω.
Θεωρώ πως το πλέον δύσκολο στη νοηματοδότηση είναι το δευτερεύον παρεπόμενο του ιστολογείν, η παρουσία στα διάφορα δίκτυα, η ψηφιακή εγγύτητα, όπως μου αρέσει να την αποκαλώ. Συζητώντας με την Ε. τις προάλλες για τις διάφορες παθογένειες του κόσμου της γραφής και της ανάγνωσης, μου ήρθε η εξής σκέψη, μάλλον προφανής, αλλά με τον τρόπο της σωτήρια για το πώς στέκομαι απέναντι στη δυσωδία που συχνά πυκνά καλύπτει εκείνα που αγαπώ: οι αναγνώστες, της είπα, είμαστε από τη φύση μας υπάρξεις μοναχικές, που η μετάβαση στο ψηφιακό περιβάλλον μας βρήκε παντελώς απροετοίμαστους, έτσι όπως ανά πάσα ώρα και στιγμή έχουν τη δυνατότητα να κρυφοκοιτούν, να διατυπώνουμε κρίση και να νιώθουμε αυτοπεποίθηση, την ώρα που η όχληση της κοινωνικότητας μας δοκιμάζει απαρατήρητη, είμαστε σαν ένα μωρό, συνέχισα, που κλαίει χωρίς να ξέρει γιατί. Η απομάγευση κυριαρχεί. Γνωρίζουμε πια με σχετική ευκολία πολλά σχετικά με τα άλλοτε αόρατα πρόσωπα, πρώτα και κύρια των συγγραφέων. Έτσι, η ανάγνωση αποκτάει περισσότερες διαστάσεις, έρχεται στο εδώ και το τώρα, απεκδύεται τον μανδύα μυστηρίου και σεβασμού που άλλοτε έφερε.
Το μέσο, ωστόσο, δεν είναι σχεδόν ποτέ το πρόβλημα, η χρήση του είναι που το καθιστά προβληματικό. Και να μη θες να ξέρεις, μαθαίνεις. Αυτή είναι η συνθήκη πια. Τα πάσης φύσεως δίκτυα ελάχιστα απέχουν από τις ροζ σελίδες των περιοδικών κουτσομπολιού. Και όμως, ταυτόχρονα, η εξωστρέφεια αυτή σε καθιστά προνομιούχο, σε γλιτώνει από τη μοναξιά καθώς συναντάς αξιόλογους ανθρώπους εκεί έξω, δυνατότητα που σχεδόν αποκλειστικά οφείλεται σε όλα αυτά τα τρισκατάρατα δίκτυα του σατανά. Συχνά παρομοιάζω τα κοινωνικά δίκτυα με τα αστικά λεωφορεία. Μπαίνεις σε ένα γεμάτο από κόσμο λεωφορείο, πιστεύεις πως θα συναντούσες παραπάνω από ένα ενδιαφέρον άτομο, άξιο να αφιερώσεις χρόνο και κόπο ώστε να το καταστήσεις μέρος της δικής σου ζωής, αποδέκτη των σκέψεων και των προβληματισμών σου, να τον αποκαλέσεις σύντροφο; Πάω στοίχημα πως όχι. Ένα θα είναι και μάλιστα αν είσαι τυχερός, πολύ τυχερός. Έτσι και στο ψηφιακό χωριό, πολύ σαβούρα και διαμάντια λίγα. Ωστόσο, παρότι λίγα, υπάρχουν και λάμπουν.
Δεν είναι η πρώτη, ούτε φαντάζομαι η τελευταία, φορά που έστω και έμμεσα το γενέθλιο κείμενο αφιερώνεται σε όλα εκείνα τα υπέροχα πλάσματα που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά, ακόμα πιο έμμεσα, αν και κύρια, σε όλα εκείνα τα πλάσματα που λειτούργησαν ως φάροι αποφυγής, τα γνωστά και ως αντιπαραδείγματα πλεύσης. Πολλά απ' όσα αυτό το μπλογκ είναι οφείλονται σε αυτούς. Οι δυο λίστες ανανεώθηκαν, το ταμείο εξακολουθεί να είναι μείον, αλλά και τι να κάνεις. Ένας ακόμα χρόνος πέρασε.
υγ. Εκείνο το ποίημα του Λειβαδίτη με το οποίο ξεκίνησαν όλα το βρίσκετε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου