Είναι η φιλοδοξία που με έλκει στο σύμπαν του Νίκου Μάντη, όπως αυτή αρθρώθηκε αρχής γενομένης στους Τυφλούς, το πρώτο πολυσέλιδο και γεμάτο φιλοδοξία βιβλίο του δηλαδή, του οποίου η ιστορία του Εύζωνα σίγουρα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι στο πάνθεον της ελληνικής γραμματείας, κατασκευή που παρά τον όποιο βερμπαλισμό της λειτουργεί σύμφωνα με τις συγγραφικές επιδιώξεις. Η βραβευμένη Άγρια Ακρόπολη, έργο επιστημονικής φαντασίας, πρώτο μέρος μιας τριλογίας που έμεινε προς το παρόν ανολοκλήρωτη, αλλά και το σπονδυλωτό μυθιστόρημα Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί, ειδικά το κομμάτι με την αστική περιήγηση ενός τοξικομανή στο κέντρο της καθ' ημάς μητρόπολης, είχαν προλειάνει κατάλληλα το έδαφος. Ο πήχης τίθεται ψηλά και αυτό είναι κάτι γοητευτικό ακόμα και αν ο άλτης τελικά τον ρίξει με την άκρη του κορμού του. Η φιλοδοξία είναι κάτι που απουσιάζει από την εγχώρια παραγωγή πρόζας και το συναπάντημα μαζί της είναι πάντοτε γοητευτικό.
Στον Κιθαιρώνα, το βουνό που σκιάζει την πόλη της Θήβας, ο Μάντης θα εμπνευστεί από τις Βάκχες και θα ανασυστήσει τον μύθο τους, το πώς δηλαδή ο Διόνυσος κατάφερε να εισχωρήσει, εκδιώχνοντας την Εστία, στην κλίκα του δωδεκάθεου ολύμπιου συμβουλίου, αφήνοντας πίσω του την ανθρώπινη φύση του. Δεν είναι η πρώτη φορά που στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία συναντάται η διακειμενική συσχέτιση με το έργο του Ευριπίδη. Αναφέρομαι, όπως ίσως θα καταλάβατε, στα δύο βιβλία του Μισέλ Φάις [Πορφυρά γέλια, Caput mortuum (1392)]. Μια πρώτη διαφορά, από μια σειρά τέτοιων, είναι το γεγονός πως τα έργα του Φάις διαθέτουν έντονο το προσωπικό ύφος που με τα χρόνια ο συγγραφέας έχει καλλιεργήσει και έχει καταστήσει οικείο, με αποτέλεσμα κάθε βιβλίο του να αναγνωρίζεται αβίαστα ως δικό του, άσχετα με την πρώτη ύλη που χρησιμοποιεί. Ο Μάντης μοιάζει να θέλει να κάνει κάτι διαφορετικό. Εδώ εμφανίζεται μια δεύτερη συγγένεια, με τα πολυδιαβασμένα βιβλία της Αμερικανίδας ακαδημαϊκού, Μάντλιν Μίλερ, την Κίρκη και Το τραγούδι του Αχιλλέα, στα οποία η μυθοπλαστική ανασύσταση του μύθου λειτουργεί ως μια γέφυρα διαχρονικότητας με τη φεμινιστική και κουήρ λογοτεχνία αντίστοιχα.
Μια τέτοια αντιστοιχία φαίνεται ξεκάθαρα και στο βιβλίο του Μάντη. Οι μαινάδες, γυναίκες που εγκατέλειψαν τον ανδροκρατούμενο κόσμο της Αρχαίας Θήβας και βρήκαν καταφύγιο ελευθερίας στο βουνό, αλλά και ο ίδιος ο Διόνυσος με τη δυαδική ανατομία φύλου, που τον καταδίκασε για χρόνια στην απομόνωση ως τέρας, επιτρέπουν στον αναγνώστη να διακρίνει την επιθυμία του συγγραφέα να χρησιμοποιήσει τον μύθο με όρους συγχρονίας, την ώρα που η λογοτεχνία των μη προνομιούχων ομάδων διεκδικεί τον χώρο που μέχρι πρότινος ανήκε αποκλειστικά και μόνο σε εκείνους που επί χρόνια αντιπροσώπευαν μια αυστηρά επιβεβλημένη κανονικότητα. Ο Διόνυσος φαντάζει ταιριαστός στο συγγραφικό σύμπαν του Μάντη, το παιχνίδισμα, η έλλειψη σοβαροφάνειας, η άτακτη και αντισυμβατική φύση του, μεταξύ άλλων. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο συγγραφέας δοκιμάζει να τοποθετήσει ένα κομμάτι τυρί σε μια καλοφτιαγμένη παγίδα. Εξηγούμαι: Στους Τυφλους, στο επίκεντρο ήταν οι Αγανακτισμένοι που διεκδίκησαν ένα άλλο πολιτικό αύριο, στο Σφάλμα Συστήματος, μια αριστερή κυβέρνηση, εδώ οι υποσχέσεις του Διονύσου στις γυναίκες.
Αν έπρεπε να χρησιμοποιήσω ένα επίθετο για τη γραφή του Μάντη, τότε θα επέλεγα, μάλλον, το μειλίχια. Διαβάζοντας τα βιβλία του, ειδικά τα τελευταία τρία, νιώθω διαρκώς ένα χαμόγελο αποδοχής από μεριάς του, κάποιος που λέει, έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε. Η αφηγηματική του ικανότητα, η ευκολία με την οποία οι λέξεις παίρνουν τη θέση τους στο χαρτί, η άνεση στην προώθηση της πλοκής αλλά και το θέμα, που ανάλογα με το ποιος είσαι, σε εγκλωβίζει με τρόπο διαφορετικό, είναι κομμάτια της τροφής στον μηχανισμό παγίδευσης. Εδώ εμφανίζεται η διαφορά. Ο Μάντης δεν γράφει για να επιβεβαιώσει τον αναγνώστη του, πόσο μάλλον να τον καλοπιάσει, και αυτό είναι κάτι που του το υπενθυμίζει διαρκώς, αν και εκείνος επιμένει να εθελοτυφλεί στον λαϊκισμό με τον οποίο το έργο τον τρέφει μέχρι να τον οδηγήσει στην αίθουσα ανάνηψης, όταν ο πόνος, ύστερα από τη μέθη, επιστρέφει με το σκληρό του προσωπείο, όταν η αφέλεια συγκρούεται με την πραγματικότητα. Οι παραπάνω ικανότητες και αρετές της γραφής ήταν που με κράτησαν στην ανάγνωση παρότι το θέμα και το περιεχόμενο διόλου του αναγνωστικού μου γούστου δεν είναι, γι' αυτό άλλωστε άργησα τόσο να διαβάσω το μυθιστόρημα αυτό. Και αν στα προηγούμενα βιβλία το τέλος ήταν ακόμα ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες και αναγνώσεις, εδώ, στον Κιθαιρώνα, το τέλος είναι γνώριμο από πριν και από καιρό χωνεμένο, ο Διόνυσος πέτυχε τον στόχο του, οι γυναίκες δεν χρειάζεται νομίζω να σας πω.
Φιλοδοξία παρούσης στο πλευρό των λοιπών αρετών, ο Κιθαιρώνας ήταν ένα αρκετά παράξενο βιβλίο, με τον τρόπο του δύστροπο και ενοχλητικό, ταυτόχρονα, ωστόσο, βατό στην ανάγνωση. Το ψαχνό, η ιστορία δηλαδή, δεν ήταν του γούστου μου και αυτό στάθηκε αρκετό για να αφαιρέσει ένα τεράστιο κομμάτι απόλαυσης, δυστυχώς, το ανοίκειο με κατέβαλε αφήνοντας με απέξω. Σε καμία περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κακό βιβλίο, κάθε άλλο. Η αίσθηση που μου άφησε είναι πως ο Μάντης υλοποίησε τα περισσότερα από εκείνα που είχε κατά νου, ενώ και οι αναλογίες με τη συγχρονία, όπως τουλάχιστον εγώ τις διέκρινα, ήταν εκεί. Η μη απόλαυση και η λογοτεχνική επάρκεια συνυπάρχουν συχνά, ούσες δύο διαφορετικές μεταβλητές που δυστυχώς συχνά συγχέονται σε μια απόπειρα αντικειμενικοποίησης του υποκειμενικού κριτηρίου, της μετατροπής του σε ακλόνητη, ίδιον των θετικών επιστημών, θεωρία. Ο Μάντης εξακολουθεί να είναι ένας συγγραφέας που με προσδοκίες περιμένω το κάθε επόμενο βήμα του, μια ιδιαίτερη περίπτωση γραφιά.
υγ. Για τα προηγούμενα έργα του Μάντη: Άγρια ακρόπολη (εδώ), Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί (εδώ), Οι τυφλοί (εδώ), Σφάλμα Συστήματος (εδώ). Για το βιβλίο του Μισέλ Φάις (εδώ). Για τα βιβλία της Μίλερ: Κίρκη (εδώ) και Το τραγούδι του Αχιλλέα (εδώ).
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου