Θα ξεκινήσω κάπως απότομα το κείμενό μου σχετικά με το τελευταίο μυθιστόρημα του Νίκου Μάντη. Θεωρείται δεδομένος, και όμως καθόλου συνήθης δεν είναι, και για τον λόγο αυτό πρέπει να επισημαίνεται όταν συναντάται, ο ρεαλισμός στην περιγραφή καταστάσεων και τόπων, η αίσθηση που αφήνει η ανάγνωση, πως ο συγγραφέας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, έχει περπατήσει τους δρόμους και έχει παρατηρήσει από κοντά το αστικό, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περιβάλλον. Ο Νίκος Μάντης κινείται στην Αθήνα, γνωρίζει την Αθήνα και ιδιαίτερα το κέντρο της. Αυτό, σε συνδυασμό με την αφηγηματική του ικανότητα, του επιτρέπει να παρουσιάζει μυθιστορήματα που όντως λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα, στην Αθήνα όπως -καλώς ή κακώς- είναι, και όχι σε μία πόλη αποκύημα της φαντασίας, της εξ αποστάσεως πληροφόρησης και δοσμένης με τρόπο που να εξυπηρετεί την αφήγηση. Κουράζουν οι δημιουργοί εκείνοι οι οποίοι μιλούν για πράγματα που δεν γνωρίζουν, κουράζουν γενικότερα εκείνοι που μιλούν για πράγματα που δεν γνωρίζουν, διαθέτοντας επιπλέον το ύφος εκείνου που τα ξέρει όλα. Είναι ένα φαινόμενο που όλο και διογκώνεται και περιλαμβάνει κάθε πιθανή πλευρά της καθημερινότητας. Με τον Μάντη μπορεί κανείς να διαφωνήσει για τη γωνία παρατήρησης που επιλέγει αλλά δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τον κατηγορήσει πως δεν ήταν εκεί.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Μάντη, Οι Τυφλοί, αποτελεί ένα στοίχημα για τον συγγραφέα -αλλά και για τον εκδοτικό οίκο. Μυθιστόρημα πολυσέλιδο και με διάθεση πειραματισμού, με επίκεντρο την Αθήνα και το καλοκαίρι των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, με πολυεπίπεδη αφήγηση και έντονο το στοιχείο του φανταστικού -ή συνομωσιολογικού-, με την ιστορική έρευνα να παντρεύεται με διάφορες θεωρίες, την υπέργεια Αθήνα να συναντά την υπόγεια -κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ήταν η εποχή των διαδηλώσεων. Καλοκαίρι του 2011. Περπατούσαν για ώρες, για ώρες περπατούσαν, μέχρι που τα πόδια τους πληγιάζανε απ' το περπάτημα και την ορθοστασία, απ' την ορθοστασία και το περπάτημα, εναλλάξ, και κάποτε η εναλλαγή ορθοστασίας και περπατήματος διακοπτόταν κι από ένα άλλο είδος ταλαιπωρίας του σώματος και των ποδιών, εκείνης του τρεξίματος, κι ύστερα ακόμα κι από την ακραία καταπόνηση των συμπλοκών, έτσι που όλα γίνονταν κουβάρι μες στο σώμα και πια δεν άντεχαν, αλλά με κάποιον ανεξιχνίαστο τρόπο άντεχαν, γιατί δεν τους είχανε πάρει τα χρόνια, ο μεγαλύτερος ίσως να είχε πατήσει τα τριάντα δύο, όσο για τον μικρότερο, ε, αυτό το μέγεθος, ή μάλλον το μη μέγεθος, χανόταν στα απροσδιόριστα χωράφια της κρυψίνοιας και της αοριστίας, γιατί κανείς δεν ήθελε να είναι ο Βενιαμίν, ο αναμφισβήτητα χλωρός και αθώος, αν όμως έπρεπε κάπως, πάση θυσία να διαπιστωθεί το ληξιαρχικό τετελεσμένο της νεαρότερης ζωής ανάμεσά τους, εκείνη ίσως να προσδιοριζόταν χρονικά κάπου ανάμεσα στο δέκατο ένατο και το εικοστό έτος [...]
Η ιστορία ξεκινά το καλοκαίρι του 2011, ο Ισίδωρος, οικονομικά απόκληρος από την οικογένειά του, λόγω της επιλογής του να ασχοληθεί με την υποκριτική, παλεύει να επιζήσει στην Αθήνα. Συναντά τη Σοφία και την ερωτεύεται ακαριαία. Εκείνη δέχεται να τον φιλοξενήσει για ένα διάστημα, όμως λίγες μέρες αργότερα θα εξαφανιστεί. Εκείνος θα μείνει στο άδειο, από την παρουσία της, σπίτι και θα γυρίζει στους δρόμους μήπως και τη συναντήσει. Μάταια όμως. Καθώς ψάχνει, θα γνωρίσει τον Κλεάνθη, έναν παράξενο ηλικιωμένο, ερασιτέχνη συλλέκτη στοιχείων, ο οποίος πιστεύει ότι μπορεί να βοηθήσει τον Ισίδωρο στην αναζήτησή του.
Συμπέρασμα πρώτο: ο Μάντης έχει κατακτήσει ένα υψηλού επιπέδου αφηγηματικό στυλ, έντονα μακροπερίοδο στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το οποίο δεν κουράζει και δεν χάνει τον βηματισμό του. Επιπλέον, καταφέρνει να παρουσιάσει ένα τόσο εκτενές κείμενο με αξιομνημόνευτη συνοχή.
Συμπέρασμα δεύτερο: έρευνα και γνώση συνδυάζονται με την προαναφερθείσα αφηγηματική ικανότητα.
Συμπέρασμα τρίτο: διαθέτει όραμα. Όραμα προσωπικό, για το οποίο δεν δίστασε να αφιερώσει χρόνο και κόπο, και το τελικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Δεν καταφεύγει σε καμία σχεδόν ευκολία -ακόμα και το κλείσιμο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ως επιλογή. Διαλέγει τον δύσκολο τρόπο, αρνείται να σκεφτεί με όρους αποδοχής, και επιμένει να διερευνήσει τα όρια της ιστορίας του, να βάλει δύσκολα στον εαυτό του, να φέρει στα άκρα τη δυνατότητα για συνοχή, να παρασυρθεί από την ίδια του τη φαντασία και να διασπάσει τον χρόνο και τον τόπο.
Εκείνο το οποίο με προβλημάτισε, μέχρι και το τέλος της ανάγνωσης, είναι η πολιτική άποψη του συγγραφέα, παρασυρμένος ίσως από την ιδιαιτερότητα της εποχής, κατά την οποία κάθε τι οφείλει να παίρνει τη θέση του στην πολιτική αρένα. Ίσως να μην έχει κανένα νόημα ή ίσως αυτή η σύγχυση να αποτελεί κεντρική επιδίωξη του συγγραφέα, να αποτυπώσει αυτή τη σύγχυση που επικρατεί, το θόλωμα και την αμηχανία, κυρίως στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς και της αναρχίας. Ίσως ο προβληματισμός μου εντάθηκε εξαιτίας της ικανότητας του Μάντη, στην οποία, πριν από οτιδήποτε άλλο, αναφέρθηκα, να αποτυπώνει ανάγλυφα την κατάσταση που επικρατεί στο κέντρο αυτής της πόλης.
Στοίχημα κερδισμένο. Ο Μάντης επιτυγχάνει αποτυπώνοντας τη σημερινή εποχή -χωρίς να αμελεί το εγγύς παρελθόν-, επιλογή που δεκάδες άλλοι συγγραφείς επιχείρησαν να υλοποιήσουν με αποτελέσματα τουλάχιστον αμήχανα. Οι Τυφλοί είναι ένα μυθιστόρημα που αποτυπώνει με υψηλή ευκρίνεια το κέντρο της Αθήνας, αφήνοντας όμως χώρο να αναδειχθούν η οργιαστική φαντασία και η αφηγηματική δεινότητα, το όραμα και ο μόχθος του Μάντη. Τέτοια μυθιστορήματα, ακόμα και αν σε κάποιον δεν αρέσουν, είναι σημαντικό να εκδίδονται και να διαβάζονται, καθώς φέρουν κάτι νέο και φρέσκο στην εγχώρια παραγωγή.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
υγ. Εδώ μπορείτε να βρείτε τις αναρτήσεις για τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Μάντη: Άγρια Ακρόπολη και Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου