Για πολλούς λόγους είχα την ανάγκη/επιθυμία να διαβάσω κάτι σύγχρονο, τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς τη μορφή. Η Ανοιχτή θάλασσα, το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Νέλσον, έμοιαζε να είναι το κατάλληλο βιβλίο. Έμενε να αποδειχτεί.
Αυτή είναι η ιστορία μιας αγάπης, μιας σχέσης που δεν άντεξε, ακόμα μια ιστορία αγάπης, μιας σχέσης που δεν άντεξε. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ένας νεαρός μαύρος που ασχολείται με τη φωτογραφία, στοιχεία ταυτότητας που δημιουργούν υπόνοιες συσχετισμού με τον ίδιο τον συγγραφέα, λέει την ιστορία του απευθυνόμενος σε δεύτερο πρόσωπο στον ίδιο του τον εαυτό. Βγαίνει από το σώμα του για να πάρει απόσταση, για να μπορέσει να πει την ιστορία αυτή. Όταν γνωρίστηκαν, εκείνη ήταν σύντροφος ενός φίλου του, εκείνος ήταν που ανέλαβε να τους συστήσει ένα βράδυ ανάμεσα σε ποτά και νότες. Πρώτα ήρθε η φιλία, μέσα της κρύφτηκε και άνθισε ο έρωτας, το τέλος του παρέσυρε τα πάντα στο διάβα του. Η αφήγηση ξεκινάει in medias res, σ' ένα κουρείο, όπου εκείνη μπαίνει αποφασισμένη να απαλλαγεί από το μακρύ της μαλλί, ζητώντας από τον κουρέα να της τα πάρει όλα. Ο κουρέας αντιλαμβάνεται το συναίσθημα που αιωρείται ανάμεσα στους δύο νεαρούς, το σχολιάζει, κάτι όμορφο υπάρχει εδώ, λέει. Ύστερα, ο αφηγητής θα πιάσει το νήμα από την αρχή, από το βράδυ εκείνο που γνωρίστηκαν.
Ο αφηγητής ξεδιπλώνει το ρολό από την καταγραφή στο μαύρο κουτί της σχέσης, εκείνα που προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν, εκείνα που έκαναν τη φιλία έρωτα, εκείνα που υποχώρησαν και άφησαν πίσω τους ένα κενό, όλα τα μικρά, καλά κρυμμένα, συστατικά αυτής της αντίδρασης, την έλξη και την αποκόλληση, εκείνον να αφηγείται την ιστορία αυτή. Το τέλος μιας σχέσης αναδύεται ως ενδεχόμενο μόνο εξαιτίας της δημιουργίας της ίδιας της σχέσης, χωρίς τη σχέση δεν υπάρχει χωρισμός. Κοινοτοπίες, θα πείτε, ίσως και να έχετε δίκιο, θα πω, κοινοτοπίες που ωστόσο ακόμα γεμίζουν με γράμματα άδειες σελίδες. Μεγάλο μέρος των όσων καταφέρνει ο Νέλσον σχετίζεται με το αφηγηματικό εύρημα, με τον τρόπο που κρύβει το εγώ στο εσύ, παρότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, εύρημα άκρως λειτουργικό, απαλλαγμένο από προθέσεις στείρου εντυπωσιασμού, που ταυτόχρονα απλώνει μια σκιά στην οποία στέκεται εκείνη, που με τον τρόπο αυτό τονίζεται η απουσία της από τη ζωή του αφηγητή. Τώρα, εκείνος αποτελεί τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα με τον οποίο μοιράζεται την επιθυμία για αναπόληση, για ανασύσταση μιας ιστορίας που ανήκει πια στο παρελθόν. Η επιτακτικότητα της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης διαθέτει μια έντονη δυναμική, ικανή να εμπλέξει τον αναγνώστη στην ιστορία αυτή, να προσφέρει απλόχερα ένα εμβαδό ταύτισης, πετυχαίνοντας να διατηρήσει την ένταση του συναισθήματος καθ' όλη τη διάρκεια της αφηγηματικής πορείας. Μια εις εαυτόν ανάκληση των περασμένων, μια απόπειρα επισήμανσης όλων εκείνων των λεπτομερειών που την ώρα της καύσης πέρασαν ίσως απαρατήρητες, περί αυτού πρόκειται η Ανοιχτή θάλασσα.
Η ιστορία, παρά τα όποια ιδιαίτερα πραγματολογικά στοιχεία, δεν διαθέτει πρωτοτυπία, είπαμε: ακόμα μία ιστορία αγάπης, ακόμα μια σχέση που δεν άντεξε. Αλλά, όπως κάθε ιστορία αγάπης, διαθέτει μια μοναδικότητα, όχι μόνο για εκείνους που την έζησαν, αλλά και για μας που τη διαβάζουμε, αυτή τη μοναδικότητα φροντίζει να εκφράσει ο Νέλσον, τις λεπτές της αποχρώσεις που κάτι οικείο μας θυμίζουν, που κάτι δικό μας έχουν. Και αυτό το διαρκές εσύ στην απεύθυνση διατηρεί τον αναγνώστη σε συναισθηματική εγρήγορση, τουλάχιστον τον αναγνώστη που θέλησε να διαβάσει μια ακόμα ιστορία αγάπης, τον αναγνώστη που δεν θα πει: και τι με νοιάζει εμένα. Και ο συγγραφέας, αφού βρήκε το κατάλληλο αφηγηματικό όχημα, σχεδίασε τις λεπτομέρειες της σχέσης με λελογισμένη χρήση της ποιητικότητας και της λυρικότητας, διατηρώντας, όσο μπορούσε, το βλέμμα στον σκληρό και επώδυνο ρεαλισμό μιας κατάστασης μεταφυσικής όπως αυτή μιας ερωτικής ιστορίας που έληξε. Πέρα από τα δύο πρόσωπα της ιστορίας, υπάρχουν και συμπρωταγωνιστές, το Λονδίνο, η μαύρη πραγματικότητα, η μουσική και η λογοτεχνία. Συμπρωταγωνιστές που ωστόσο δεν βαραίνουν άνισα την ιστορία, αλλά αποτελούν το απαραίτητο περιτύλιγμα, το σκηνικό εντός του οποίου τοποθετείται η δράση, επιτυγχάνοντας τη συγχρονία, χωρίς κάτι τέτοιο να αποτελεί αυτοσκοπό.
Τα όσα γνώριζα για το βιβλίο αυτό, πριν το πιάσω στα χέρια μου ένα πρωί και το τελειώσω χωρίς να σηκωθώ από τον καναπέ, εκτός από προσδοκίες συγχρονίας, είχαν εγείρει μέσα μου και επιφυλάξεις. Επιφυλάξεις που δεν είχαν τόσο να κάνουν με το πρωτόλειο ενός νεαρού συγγραφέα και την πιθανή όσμωση στο σωλήνα των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής και επιμέλειας, εκεί που οι γωνίες λειαίνονται και η συγχρονία επιβάλλεται, σε μια διαδικασία παραγωγής κειμένων φασόν, όσο με το γεγονός μιας πιθανής συγγένειας με το έργο συγγραφέων όπως ο Λουί ή ο Βουόνγκ, ανάμεσα σε άλλους, ο φόβος για μια απόπειρα αντιγραφής μιας επιτυχημένης συνταγής. Επιφύλαξη η οποία με κρότο έπεσε στο πάτωμα. Γιατί ναι, υπάρχει συγγένεια, αλλά ο Νέλσον καταφέρνει να καταστήσει τη δική του φωνή διακριτή, όχι μόνο εξαιτίας του ευρήματος της αφήγησης, αλλά και γιατί κατάφερε να μπολιάσει με την απαραίτητη συναισθηματική πειστικότητα την ιστορία του, να της προσδώσει έναν χαρακτήρα κατεπείγοντος.
Ένα ωραίο βιβλίο.
υγ. Περισσότερα για το βιβλίο του Βουόνγκ μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για το έργο του Λουί εδώ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου