Δύο χρόνια μετά το Αεροδρόμιο, η Ελίζα Παναγιωτάτου επιστρέφει λογοτεχνικά, αυτή τη φορά μ' ένα μυθιστόρημα και πάλι στις εκδόσεις Αντίποδες. Θέτω εξ αρχής το ειδολογικό ανήκειν γιατί η ως τώρα πορεία της ανήκε στη μικρή φόρμα, και τη χαρακτήριζε μια γραφή αρκετά προσωπική και εν πολλοίς θραυσματική και αφαιρετική. Το Διακοπές στην Αβησσυνία είναι ένα βήμα πιο φιλόδοξο.
Πρωταγωνίστρια είναι η Τέσση, ένα εν δυνάμει ή αυθαίρετα άλτερ έγκο της συγγραφέως, γεννημένη στα μέσα της δεκαετίας του '80, που δουλεύει σε ένα τηλεφωνικό κέντρο εξυπηρέτησης πελατών, παλεύοντας να επιβιώσει στην καθημερινότητα τόσο πρακτικά όσο και συναισθηματικά. Της αρέσουν κυρίως οι γυναίκες, αλλά όχι αποκλειστικά. Ο θάνατος του πατέρα της, ξαφνικός και άμεσος, εκτός της απώλειας την φορτώνει και με το βάρος της γραφειοκρατίας καθώς είναι αποφασισμένη, αντίθετα με τον αδερφό και τη μητέρα της, να τολμήσει το ρίσκο της αποδοχής μιας κληρονομιάς μπλεγμένης και χρεωμένης. Σκαλίζοντας τα διάφορα χαρτιά και γυρεύοντας το κλειδί μιας τραπεζικής θυρίδας, που ίσως να κρύβει κάποια έκπληξη, ανακαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του, τον γνωρίζει λίγο καλύτερα, τα κομμάτια ενός ακατανόητου παζλ μπαίνουν σιγά σιγά στη θέση τους. Η ιστορία διαδραματίζεται τα τελευταία χρόνια, όταν σ' όλα τα δεινά προστίθεται και ο κορωνοϊός, οι απαγορεύσεις και ο φόβος.
Στο πρώτο μέρος, ένας παντογνώστης αφηγητής ακολουθεί την Τέσση στις διαδρομές της στην Αθήνα, με την Παναγιωτάτου να καταφεύγει σε διαρκή μπρος πίσω στην ιστορία με βασικό άξονα το πριν και το μετά του θανάτου του πατέρα της. Στο δεύτερο μέρος, στις «διακοπές στην Αβησσυνία», ο παντογνώστης αφηγητής μένει πίσω και η Τέσση αναλαμβάνει η ίδια σε πρώτο πρόσωπο την αφήγηση της εκεί περιπέτειάς της. Η συγγραφέας με διάφορα αφηγηματικά μέσα –διαλόγους, μηνύματα, αποκόμματα εφημερίδων και αλληλογραφίας– περιστοιχίζει λειτουργικά το κυρίως αφηγηματικό όχημα. Η πρόζα είναι αρκετά σφιχτοδεμένη, το νήμα της αφήγησης είναι ορατό και γερό, ούτε θραυσματικό, ούτε αφαιρετικό. Η Παναγιωτάτου τα καταφέρνει πολύ καλά, χωρίς να καταφεύγει σε τεχνάσματα και ακροβασίες στείρου εντυπωσιασμού.
Η Τέσση είναι ένας χαρακτήρας αληθοφανής και ζωντανός, μια κοπέλα με την οποία ο αναγνώστης έχει ταξιδέψει στον ίδιο συρμό. Τα συναισθήματα και τα προβλήματα της καθημερινότητας είναι οικεία και γνώριμα. Ο τόπος, η Αθήνα και η Αβησσυνία, έχει επίσης καθοριστική λειτουργία στο μυθιστόρημα. Και αν η Αθήνα, αποτυπωμένη με την αληθοφάνεια κάποιου που την περπατά, αναμενόμενα δεν προσιδιάζει σε εκείνη των τουριστικών οδηγών, η Αβησσυνία, με τη σκιά του Ρεμπό διακριτή, παρουσιάζεται επίσης ως αυτό που είναι, το σκηνικό της δράσης δηλαδή, χωρίς να τη βαραίνει η εξωτικότητα μιας άγνωστης και μακρινής γης. Η αλλαγή τοπίου, ακόμα και τόσο αντιθετική, δεν μεταμορφώνει την Τέσση σε ένα άλλο πρόσωπο, και αυτό αποδεικνύεται καθοριστικό για τη γενικότερη πρόσληψη του μυθιστορήματος.
Η Παναγιωτάτου δεν διστάζει να γράψει για το σήμερα, όχι με όρους επικαιρότητας, αλλά συγχρονίας. Πετυχαίνει να αποδώσει το κοινωνικό βαρομετρικό, τις ριπές του ανέμου και την αισθητή θερμοκρασία που επικρατεί, με ακρίβεια στην παρατήρηση και την καταγραφή, να μιλήσει για τη γενιά των σημερινών νεαρών μεσήλικων. Οι πτυχές τής αγωνίας της Τέσσης δεν είναι επίπλαστες και κενές υπόβαθρου χάριν εντυπωσιασμού και (θεματικής) συμπερίληψης. Το γυναικείο ζήτημα, η σεξουαλικότητα, η ερωτική αναζήτηση, η καταφυγή στο παρελθόν, οι εργασιακές προοπτικές, οι οικογενειακές σχέσεις, η φιλία, η ψηφιακή πραγματικότητα, η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση, οι παρενέργειες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ανάμεσα σε άλλα, αποτελούν βασικούς πυλώνες της καθημερινής διαδρομής. Καθίσταται σαφές εξ αρχής πως οι αγωνίες και οι επιθυμίες της Τέσσης είναι προσωπικές και δεν τοποθετούνται σε μια βιτρίνα προς πώληση. Θέλω να πω με αυτό πως η Παναγιωτάτου δεν επιζητά τη συναισθηματική καθοδήγηση του αναγνώστη, ούτε σε επίπεδο ενσυναίσθησης, ούτε ταύτισης. Αυτό είναι κάτι που προκύπτει, αν προκύπτει, αβίαστα.
Το Διακοπές στην Αβησσυνία, χαμηλόφωνο και σύγχρονο, ανήκει στο σώμα μιας διακριτής ελληνόφωνης γυναικείας λογοτεχνίας, γεγονός που το καθιστά, εκτός από αναγνωστικά απολαυστικό, αναγκαίο, έτσι όπως αποτυπώνει τον χωροχρόνο και τις κινήσεις των (θηλυκών) υποκειμένων εντός του. Η Παναγιωτάτου, με το μυθιστόρημα αυτό, παγιώνει τη θέση της ανάμεσα στις ενδιαφέρουσες φωνές της εποχής μας.
υγ. Για το Αεροδρόμιο περισσότερα εδώ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Εκδόσεις Αντίποδες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου