Στην ανασκόπηση των δέκα καλύτερων βιβλίων που δεν διάβασα το '23 συμπεριέλαβα την τριλογία Βερνόν Σουμπουτέξ της Βιρτζινί Ντεπάντ. Ανάμεσα σε άλλα, έγραφα: «Το πρώτο μέρος κυκλοφόρησε το 2019, το δεύτερο το 2022, το τρίτο τον περασμένο Νοέμβριο. Ενδιάμεσα έγινε και τηλεοπτική σειρά. Αντιστάθηκα στις σειρήνες ποντάροντας σε μια ενιαία αναγνωστική απόλαυση που δεν θα έπεφτε θύμα της λήθης. Χίλιες τριακόσιες περίπου σελίδες με περιμένουν, ίσως να είναι το πρώτο από τα δέκα που θα πιάσω στα χέρια μου, ίσως και να είναι το πρώτο βιβλίο της χρονιάς, ναι, τέτοιες είναι οι προσδοκίες που έχω!».
Προσδοκίες που δεν στηρίζονταν κάπου παρά σ' ένα ένστικτο. Κάποια σκόρπια θετικά σχόλια, κυρίως για το πρώτο μέρος, και ένα όμορφο εξώφυλλο, αυτά είχα στα χέρια μου· το υπολειπόμενο μέρος για τη δημιουργία αναγνωστικής επιθυμίας το κατέλαβε η διαίσθηση. Συμβαίνει συχνά. Η διευκρίνηση σχετικά με την προέλευση του ονόματος Βερνόν Σουμπουτέξ, ο συνδυασμός, δηλαδή, του ονόματος του Αμερικανού συγγραφέα που επινόησε ο πολυσχιδής Μπορίς Βιάν και της εμπορικής ονομασίας ενός υποκατάστατου της ηρωίνης, προσέθεσε κάποιες επιπλέον γραμμές στον υποκειμενικά και αυθαίρετα σκιαγραφημένο ορίζοντα προσδοκιών, λίγο πριν το γύρισμα της πρώτης σελίδας. Έτσι μπήκα στην ανάγνωση αυτή.
Ο Βερνόν Σουμπουτέξ, που κάποτε διατηρούσε ένα δισκοπωλείο, βρίσκεται στον δρόμο από τη μια στιγμή στην άλλη, αποτέλεσμα ενός σταδιακού οικονομικού ξεπεσμού. Η κρίση και η ψηφιακή εποχή της μουσικής επέφεραν το καθοριστικό πλήγμα στο μαγαζί, ακολούθησε η εκποίηση του εμπορεύματος πριν από το οριστικό λουκέτο. Η έξωση από το σπίτι που νοικιάζει συμβαίνει με συνοπτικές διαδικασίες. Πιστεύοντας πως πρόκειται για μια προσωρινή αναποδιά, ο Βερνόν μαζεύει λίγα από τα υπάρχοντά του και γυρεύει καταφυγή σε κάποιο φιλικό σπίτι. Ωστόσο σύντομα θα βρεθεί να μένει στον δρόμο, ένας ακόμα κλοσάρ στους παρισινούς δρόμους, που εξαρτάται από τη φιλανθρωπία των περαστικών και τα τερτίπια του καιρού. Ανάμεσα στα πράγματα που πήρε από το σπίτι του είναι και οι βιντεοκασέτες ενός νεκρού εδώ και λίγο καιρό ροκ σταρ, οι οποίες, κατά ισχυρισμό του, αποτελούν μια άτυπη αυτοβιογραφική διαθήκη. Το κύκλωμα νεκρολογιών τίθεται σε εγρήγορση, υποψήφιοι συγγραφείς-βιογράφοι εμφανίζονται, αλλά δεν είναι οι μόνοι, κάποιοι ακόμα γυρεύουν να πάρουν στα χέρια τους το υλικό, θεωρώντας πως κινδυνεύουν από τις αποκαλύψεις που πιθανόν να περιλαμβάνονται σ' αυτό. Η μυστηριώδης αυτοκτονία (;) μιας πρώην ιερόδουλης περιπλέκει περαιτέρω τα πράγματα. Σύντομα, γύρω από τον Βερνόν θα δημιουργηθεί μια ετερόκλητη ομάδα ατόμων, καθένα από τα οποία έχει τους δικούς του λόγους και βλέψεις, τη δική του ιστορία. Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η κεντρική υπόθεση της τριλογίας αυτής, χωρίς περαιτέρω σπόιλερ.
Η Ντεπάντ, εφορμώντας από την έξωση και μετοίκηση στον δρόμο του Βερνόν, στήνει ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, δίνοντας τον ρόλο του ξεναγού σ' έναν παντογνώστη αφηγητή. Η δράση λαμβάνει χώρα κυρίως στο Παρίσι, λίγα μόλις χρόνια πριν, σε μια εποχή που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίζουν καθοριστικό ρόλο, καθοριστικότερο απ' όσο οι χρήστες τους μπορούν να φανταστούν. Ο ρεαλισμός που αντανακλά την πραγματικότητα, παρότι πρόσωπα και καταστάσεις μοιάζουν να είναι επινοημένα, είναι το σημαντικότερο προτέρημα του μυθιστορήματος, η καταστατική συγγραφική επιδίωξη, η οξυδερκής και λοξή συγγραφική ματιά στα πράγματα. Η Ντεπάντ, με μια χειμαρρώδη αφήγηση, μεταφέρει τον αναγνώστη στο ελάχιστα γοητευτικό εκ του σύνεγγυς Παρίσι, τη ζοφερή συνθήκη των δρόμων του, τη μοναξιά και τις κοινωνικές αντιφάσεις, την άνοδο της ακροδεξιάς ρητορικής, το τέλος της αισιοδοξίας και της προσμονής για καλύτερες μέρες, χωρίς ωστόσο να υποτάσσεται στην ολοκληρωτική ήττα. Καθοριστική αποδεικνύεται η αποφυγή της όποιας αγιοποίησης, θυματοποίησης ή ηρωοποίησης προσώπων και καταστάσεων εκ μέρους του αφηγητή, ο οποίος διατηρεί την απαραίτητη συναισθηματική απόσταση από τα πρόσωπα της πλοκής.
Η πρόκληση είναι μια σημαντική συνισταμένη εδώ. Πρόκληση στο όριο της πρόκλησης για την πρόκληση. Η Ντεπάντ διαρκώς φλερτάρει με την υπέρβαση της λεπτής αυτής διαχωριστικής γραμμής. Πρόκληση που ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας τη μετέρχεται φέρνει στο μυαλό του αναγνώστη κάτι από το σύμπαν του Ουελμπέκ, εκκινώντας ωστόσο κατά κανόνα από πιο προοδευτικές θέσεις και κινούμενη σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα, με την πλειοψηφία των προσώπων να βρίσκεται στο κάτω τμήμα της μεσαίας τάξης, που τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται αρκετά. Έχει ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό, να σταθεί κανείς απέναντι στους δύο συγγραφείς, να επιχειρήσει να διακρίνει το ενδοκειμενικό από το εξωκειμενικό, τι περιλαμβάνουν τα βιβλία τους και τι φωτίζεται με βάση εκείνα που γνωρίζουμε για το ποιόν της Ντεπάντ και του Ουελμπέκ, πόσο διαφορετική είναι η ανάγνωση και η πρόσληψη όταν πίσω από το διφορούμενο βρίσκεται μια γυναίκα συγγραφέας, και μάλιστα φεμινίστρια, και όχι ένας λευκός, άντρας συγγραφέας, με το προνόμιο του ξεκάθαρο. Ο σκοπός μοιάζει να είναι κοινός, η πρόκληση, η ενόχληση, το ξεβόλεμα, η διάρρηξη του φαντασιακού υμένα, ο ωμός ρεαλισμός, η σκληρή πραγματικότητα, η απομάγευση, η αλλεργία μιας αναχωρητικής λογοτεχνίας· τι συμβαίνει ωστόσο με την αναγνωστική πρόσληψη αλλά και τη λογοτεχνική αξιολόγηση;
Νιώθω πως η απόφασή μου να περιμένω την ολοκλήρωση της τριλογίας πριν από την ανάγνωση δικαιώθηκε πλήρως. Η Ντεπάντ κατασκευάζει έναν αμφίθυμης υφής και σύστασης σύμπαν στο οποίο ο αναγνώστης, καθώς οι σελίδες γυρνούν, ολοένα και βυθίζεται, αποκτώντας συμπάθειες και αντιπάθειες για τα πρόσωπα της πλοκής όπως αυτά εναλλάσσονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο· ο κόσμος τους γίνεται και δικός του κόσμος. Σε μια ανάγνωση σπαστή, με την παρέλευση ικανού χρόνου στο μεταξύ, αυτή η αίσθηση δεν θα ήταν μάλλον δυνατόν να υπάρξει. Ίσως εξαιτίας αυτού κάποιοι αναγνώστες να απογοητεύτηκαν από το δεύτερο ή το τρίτο μέρος, αφού τα μέρη δεν είναι αυτοτελή αλλά συνέχεια της ίδιας ιστορίας που, παρά την ταχύτητα στην αφήγηση, διαθέτει κάτι το βραδύκαυστο, έτσι όπως οι συνθήκες μεταβάλλονται. Η εμπειρία των τηλεοπτικών σειρών συνηγορεί στην επιβεβαίωση μιας τέτοιας υπόθεσης, το μπες βγες, ανάμεσα στους διαφορετικούς κύκλους, δεν βοηθάει στην απρόσκοπτη και συνεχή πρόσληψη του έργου, πόσο μάλλον τη διατήρηση της ατμόσφαιρας και του μικροκλίματος.
Αναπόφευκτα, το μυθιστόρημα δεν είναι σφιχτοδεμένο ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο δεν αποτελεί το κυρίως χαρακτηριστικό του, πολυπρόσωπο και με αρκετές υποϊστορίες να διασταυρώνονται και να το συνθέτουν λογικό είναι να έχει κομμάτια πιο αδύναμα, ανάλογα και με το αναγνωστικό γούστο. Εκείνο ωστόσο που λειτουργεί εξισορροπιστικά είναι το έντονο αφηγηματικό νεύρο που το διατρέχει, κάτι το οποίο πιστώνεται στη συγγραφέα και καθορίζει εν πολλοίς την αναγνωστική εμπειρία, νεύρο ανατροφοδοτούμενο με τη μουσική που είναι διαρκώς παρούσα. Μιλώντας παραπάνω για την απομαγευμένη πραγματικότητα, νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω πως το Βερνόν Σουμπουτέξ δεν πάσχει από παρελθοντολαγνεία, η συγχρονία δίνεται με όρους ανεξάρτητους και όχι συγκριτικούς με μια περασμένη εποχή κατά την οποία όλα ήταν καλώς καμωμένα. Η Ντεπάντ στέκεται απέναντι στην παροντική συνθήκη και την διαχειρίζεται χωρίς μελοδραματισμό, κάτι το οποίο εντείνει τη ρεαλιστική συνθήκη, ενώ ο επίλογος με τον οποίο κλείνει την αφήγηση είναι ανατρεπτικός και αρκούντως λειτουργικός.
Είχα ανάγκη από μια μεγάλη αφήγηση, από μια παράλληλη πραγματικότητα, να βυθιστώ στις σελίδες και να παρακολουθήσω την ιστορία αυτή. Κάποια στιγμή θα επιδιώξω να δω και τη σειρά, όχι όμως ακόμα, με την ανάγνωση νωπή. Και κάτι τελευταίο: η ανάγνωση δεν μου δημιούργησε την αίσθηση πως το βιβλίο γράφτηκε με άμεσο στόχο την τηλεοπτική του μεταφορά, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο αποτελεί σχεδόν τον κανόνα, αλλά πως αυτό ήταν κάτι δευτερογενές. Προσδοκίες δικαιωμένες.
υγ. Θυμήθηκα, λόγω του νεύρου στην αφήγηση, δύο ακόμα γαλλικά βιβλία: το Ζήσε γρήγορα της Brigitte Giraud (περισσότερα εδώ) και το Love me tender της Constance Debré (περισσότερα εδώ). Για τα βιβλία του Ουελμπέκ, ένα πρώτο νήμα εδώ. Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23 τα βρίσκετε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου