Διάβαζα ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα και είχα κάπως βαλτώσει, οι σελίδες κολλούσαν και εγώ χρειαζόμουν επειγόντως μια ανάγνωση υψηλής έντασης. Είχα μπροστά μου ένα ανέφελο τετράωρο. Τράβηξα από τη στοίβα το Ζήσε γρήγορα, ένιωθα πως κάτι που –ανέμενα πως– θα έμοιαζε με το επίσης πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά Love me tender (Constance Debré, εκδόσεις Πόλις) θα ήταν ό,τι χρειαζόμουν, μια ανάγνωση μια και έξω. Νεύρο και ένταση στην αφήγηση, αυτό ανέμενα, ο τίτλος και το εξώφυλλο συνηγορούσαν, το βραβείο Goncourt περισσότερο όξυνε την περιέργεια παρά συμμετείχε στις σχηματισμένες ήδη προσδοκίες. Έτσι μπήκα στην ανάγνωση αυτή.
Λίγες σελίδες αργότερα, ο αναγνωστικός ορίζοντας είχε τεθεί υπό έντονη αμφισβήτηση, η ολική κατάρρευσή του έμοιαζε πιθανή. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, κινούμενη στα όρια της αυτομυθοπλασίας, δεν διέθετε νεύρο και ένταση, αλλά ένα τραύμα από απόσταση χρόνων, μια απώλεια στα τελευταία της στάδια. Συνέχιζε ωστόσο να 'ναι μια αφήγηση που υπηρετούσε την ανάγκη μου για μια ανάγνωση υψηλής έντασης. Η αφήγηση της Ζιρό ξεκινά είκοσι χρόνια μετά το μοιραίο ατύχημα του Κλοντ, συζύγου και πατέρα του παιδιού της, όταν, ύστερα από αρκετή πίεση, θα δεχτεί να υπογράψει τα απαραίτητα έγγραφα για την πώληση του σπιτιού. Το συμβολικό αυτό συμβάν, η πώληση του σπιτιού που αγόρασαν μαζί και στο οποίο εκείνος δεν πρόλαβε να ζήσει, δημιουργεί ένα εμβαδόν πρόσφορο για την ανάληψη του παρελθόντος. Ωστόσο, παρότι ένα ικανό διάστημα ίασης από το τραύμα έχει μεσολαβήσει, οι τόκοι του πένθους ζητούν ακόμα την αποπληρωμή τους. Ένα γαϊτανάκι από αν ξεδιπλώνεται μπροστά της, ένα γαϊτανάκι που εδώ και χρόνια τριγυρνά στο μυαλό της.
Το κεντρικό αφηγηματικό εύρημα, όλα αυτά τα αν που αν είχαν συμβεί αλλιώς τότε ο Κλοντ θα ήταν ακόμα ζωντανός, δεν είναι τόσο τεχνικό όσο συναισθηματικό, ένας τόπος κοινός στον οποίο συνηθίζουμε να προσφεύγουμε, μια χαραμάδα ανορθολογική, μια ψευδαίσθηση ελέγχου και κατανόησης. Το παρελθόν, όσο σκληρό και αν αποδείχθηκε κάποτε, προσφέρει μια αίσθηση σταθερότητας, ένα μέρος στο οποίο εκ του ασφαλούς θα μπορούσαμε να αλλάξουμε μια και μόνη συνθήκη και να πιστεύουμε πως όλα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, μια σίγουρα απλοϊκή, μα αναπόφευκτη μάλλον δοκιμασία, ιδιαίτερα εν μέσω πένθους. Η Ζιρό κινείται πέριξ του σημείου αυτού, αναμοχλεύει τα μικρογεγονότα που θεωρεί πως επηρέασαν την κρίσιμη στιγμή τη ζωή του Κλοντ, φροντίζοντας να δώσει μια εικόνα της ζωής τους μέχρι εκείνη τη μέρα. Δεν αναλώνεται σε ένα φαντασιακό κοινό μέλλον, που και αυτό ανήκει πια στο παρελθόν, διστάζει να αφεθεί σε όσα θα είχαν συμβεί αν εκείνη τη μέρα ο Κλοντ δεν είχε φύγει από τη ζωή της, αρκεί να ερευνήσει πώς θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί το μοιραίο ατύχημα, αυτό της είναι αρκετό. Η χρονική απόσταση της επιτρέπει να διατηρήσει μια ορθολογική αυτοκυριαρχία, να αντιμετωπίσει, μέσω της γραφής, τα φαντάσματα των διαφορετικών διαδρομών που για χρόνια την επισκέπτονται, έχοντας επίγνωση της αφέλειας τέτοιων διαδρομών παρατηρούμενων απέξω.
Αυτή η ιδιότυπη αποστασιοποίηση, που η συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει σε λέξεις, αποτελεί, τεχνικά μιλώντας, ένα μεγάλο αβαντάζ του βιβλίου αυτού, που του επιτρέπει μια ασφαλή πορεία μακριά από τα επικίνδυνα νερά της εκβίασης του συναισθήματος του αναγνώστη, που το απελευθερώνει από το βάρος της ίδιας του της αλήθειας. Η συγγραφέας-αφηγήτρια δεν ζητά την επιδοκιμασία ή τη λύπηση, ο σχετικός χρόνος έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αναμετράται κυρίως με τον εαυτό της, αναγνωρίζει όλα εκείνα τα βαλτώδη ύδατα από τα οποία με τεράστια προσπάθεια διήλθε, τις πρώτες στιγμές, όταν το οριστικό τέλος του κόσμου έμοιαζε μια ευοίωνη εξέλιξη, αλλά και τις μετέπειτα δυσκολίες στις οποίες καθόλου δεν αναφέρεται. Δεν υποδύεται τον ρόλο της χαροκαμένης συζύγου που έμεινε μόνη με ένα μικρό παιδί, δεν ζητά χειροκρότημα επειδή, με τον τρόπο της, τα κατάφερε. Αυτό ουδόλως δεν σημαίνει πως δεν διαπραγματεύεται το πένθος της, πως στέκεται απλή παρατηρήτρια του παρελθόντος της, μια τέτοια απάτη δύσκολα θα λειτουργούσε. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το υλικό της επιτρέπει σε αυτό να φύγει από το επίκεντρο της πραγματικής ιστορίας και να κινηθεί σε μέρη πιο μυθοπλαστικά, πιο δυνητικά, ακολουθώντας το βασικό εύρημα, όλα εκείνα τα αν.
Το Ζήσε γρήγορα δεν είναι ένα ωραίο βιβλίο για την αλήθεια που φέρει, παρότι η αλήθεια συνδράμει στη συγγραφή και σίγουρα παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή, αλλά το μυθιστόρημα δεν αναλώνεται στο βίωμα και αυτό αποδεικνύεται καθοριστικό στην ανάγνωση και την πρόσληψή του. Μια πραγματική ιστορία ποτέ δεν είναι αρκετή για να προσφέρει μια αναγνωστική απόλαυση, παρά μόνο να γεμίσει με ενοχές το υποκείμενο της ανάγνωσης, να υποκύψει στον εκβιασμό και να αναφωνήσει: κοίτα την καημένη τι δύσκολα που πέρασε. Το μυθιστόρημα αυτό διαθέτει εμφανείς λογοτεχνικές αρετές, δεν περιορίζεται ούτε στη λογοτεχνία του τραύματος, ούτε στην υποκατηγορία της αυτομυθοπλασίας. Είναι το πρώτο βιβλίο της που διαβάζω και δεν μπορώ να έχω την απαραίτητη επάρκεια, όμως μπορώ σίγουρα να πω πως στο συγκεκριμένο η επιρροή της Ερνώ είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.
Παρότι διαφορετικό από εκείνο που ανέμενα, το Ζήσε γρήγορα αποδείχτηκε το βιβλίο που είχα ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Προσδοκίες και με το παραπάνω καλυμμένες. Ένα καλό μυθιστόρημα, μια ενδιαφέρουσα πρώτη γνωριμία με τη Ζιρό, που τα κατάφερε περίφημα σε μια δύσκολη πίστα.
υγ. Για το Love me tender περισσότερα εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου