Αυτή η έκδοση ήταν μια ευχάριστη έκπληξη καθώς δεν είχα ακούσει τίποτα σχετικά. Το 2016 είχα διαβάσει Το ναυπηγείο, αν και μάλλον θα προτιμούσα Το καρνάγιο ως απόδοση, ψιλά γράμματα, ίσως και όχι. Αυτή ήταν η μοναδική επαφή μου με το έργο του περίφημου Ουρουγουανού συγγραφέα Χουάν Κάρλος Ονέτι, που, παρότι υπήρξε σύγχρονος του λατινοαμερικάνικου μπουμ, κινήθηκε αρκετά μακριά τόσο από τον μαγικό ρεαλισμό όσο και από τον αμιγή και με τον τρόπο του στρατευμένο κοινωνικοπολιτικό αντίστοιχό του, επιλέγοντας έναν δρόμο πιο μοναχικό, πιο συγγενή με το ρεύμα του υπαρξισμού, ίσως ο Σάμπατο να είναι μια αντίστοιχη περίπτωση συγγραφέα τώρα που το σκέφτομαι, λογοτεχνικό και φιλοσοφικό ρεύμα που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην ευρωπαϊκή και όχι μόνο λογοτεχνία, αποτυπώνοντας τη μετάβαση του κόσμου στα μισά του περασμένου αιώνα και ενώ ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν προ των πυλών.
Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να το φανταστώ, ότι στα σαράντα μου θα ήμουν έτσι, μόνος και μες στη βρόμα, κλεισμένος μέσα σ' ένα δωμάτιο. Όμως η σκέψη αυτή δεν μ' έκανε να νιώσω μελαγχολία – μονάχα μια αίσθηση περιέργειας για το τι είναι ζωή και μια μικρή δόση θαυμασμού για την ικανότητά της να μας εκπλήσσει μονίμως. Και δεν έχω πάνω μου καπνό. Δεν έχω καπνό, δεν έχω καπνό. Αυτά που γράφω εδώ είναι οι αναμνήσεις μου. Διότι κάθε άνθρωπος οφείλει να καθίσει να γράψει την ιστορία της ζωής του μόλις πιάσει τα σαράντα, ειδικά αν του έχουν συμβεί ενδιαφέροντα πράγματα. Κάπου το έχω διαβάσει αυτό, μα δεν θυμάμαι πού.
Μια νύχτα, πάντα είναι νύχτα, την παραμονή των τεσσαρακοστών γενεθλίων του, ο Ελάδιο Λινασέρο, νιώθει την επιθυμία, ή μήπως την υποχρέωση;, να γράψει τις αναμνήσεις του, σε αυτό το στενό και άθλιο δωμάτιο που μοιράζεται με τον Λάσαρο, πολιτικά ταγμένο στην Αριστερά, βέβαιο για το αναπόφευκτο της επανάστασης, ανίκανο να διακρίνει και να αντιμετωπίσει κριτικά όσα φτάνουν από τη σταλινική Σοβιετική Ένωση. Αυτή η δυσδιάκριτη, ανάμεσα στην επιθυμία και την υποχρέωση, γραμμή εκκίνησης διακρίνει το κείμενο αυτό από άκρη σε άκρη, μια πυρετική και όχι λουστραρισμένη, στη μορφή και το περιεχόμενο, αφήγηση, που πρώτα και κύρια έχει τον ίδιο τον Ελάδιο ως πομπό και δέκτη ταυτόχρονα, η περιέργεια να αποτυπώσει το μονοπάτι που τον έφερε στο θλιβερό αυτό δωμάτιο, παραμονή της εισόδου στη μέση ηλικία, όταν η αισιόδοξη και ανοιχτή σε εκπλήξεις νιότη περνά στο παρελθόν, άπαξ και δια παντός.
Το πηγάδι, αυτή η σύντομη νουβέλα, προπομπός του επερχόμενου έργου τού Ονέτι, κυκλοφόρησε το 1939, τρία χρόνια πριν από τον Ξένο, το χαρακτηριστικότερο ίσως λογοτεχνικό δείγμα του υπαρξισμού. Και έχει αξία να σημειωθεί αυτό, όχι για μια στείρα και περιορισμένων δυνατοτήτων σύγκριση μεταξύ των δύο αυτών έργων, αλλά για την υπενθύμιση πως η λογοτεχνία γεννιέται και γράφεται υπό την επήρεια του κόσμου τριγύρω. Η σπουδαία λογοτεχνία, δε, πετυχαίνει να αποτυπώσει με λέξεις και να δώσει όνομα στη ρευστή και υπό διαμόρφωση πραγματικότητα, τη συνθήκη της ύπαρξης, με τις ευαίσθητες και οξυδερκείς κεραίες της, όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τη μορφή. Έτσι, ο υπαρξισμός υπήρχε και πριν τους υπαρξιστές, το καφκικό πριν από τον Κάφκα και τα λοιπά και τα λοιπά. Μένουν τα ονόματα αυτών των δημιουργών στην ιστορία γιατί διέκριναν την πρώτη ύλη του κόσμου όταν εκείνη ακόμα κόχλαζε στο καζάνι και οι αναθυμιάσεις της προσέδιδαν κάτι το ανοίκειο στη ίδια την πράξη της ζωής, μια άβολη και ακατανόητη συνθήκη της πλέον φυσικής και ταυτόχρονα σύνθετης ανθρώπινης λειτουργίας.
Ο Ελάδιο Λισανέρο είναι ένας ενοχλητικός τύπος, βυθισμένος στην ανθρωπινότητά του, χωρίς κάποια στέρεη ιδεολογία, χωρίς ιδανικά και ανθρωπιστικά προτερήματα, που όσο και αν θέλει δεν καταφέρνει ούτε στον έρωτα να βρει την απαραίτητη αισιοδοξία για όσα το μέλλον ίσως να φέρει, διόλου ποιητής δεν νιώθει δηλαδή, με σημερινούς όρους θα ήταν ένας λευκός φαλλοκράτης, που αντιμετωπίζει τις γυναίκες με τρόπο εξουσιαστικό και χρηστικό, ως σκεύη προσωρινής απαλλαγής από το βάρος της μάταιης και χωρίς ιδιαίτερου νοήματος ύπαρξης. Ενοχλητικός γιατί υπενθυμίζει την ανθρώπινη ατέλεια και τον μη εξιδανικευμένο κόσμο εντός του οποίου παλεύουμε, με όποιον τρόπο παλεύουμε, και χωρίς αυτή η πάλη, η όποια πάλη, να έχει κάποιο ιδανικό κλέος, μια αναστροφή της πλατωνικής σπηλιάς σε κάθετο άξονα είναι το πηγάδι στο μέσο του δωματίου, εκεί που το φως και η σκιά παίζουν τα παιχνίδια τους στον πάτο με τα λιμνάζοντα ύδατα και το όποιο βλέμμα προς τα ψηλά τίποτα δεν προσφέρει, μήτε χαρίζει άλλο, παρά το μέτρο και τη δυσοσμία της ύπαρξης.
Και αν κάποιος ίσως διέκρινε, για να ικανοποιήσει προσωπικές ελπίδες, μια κάποια ειλικρίνεια στα λόγια τού Ελάδιο, που θα προσέδιδε κάτι το ανθρωπιστικό στην αφήγηση των πεπραγμένων του, η ειλικρίνεια άλλωστε στέκει στη θετική πλευρά των χαρακτηριστικών και της στάσης απέναντι στα πράγματα, παρότι ενοχλητική και απομαγευτική, εκείνος, ο Ελάδιο δηλαδή, διόλου δεν θα ασχολείτο νομίζω με μια τέτοια οπτική, απομακρυσμένος όπως είναι από το όποιο αξιοσημείωτο ανθρώπινο γνώρισμα, ίσως απλώς να ανασήκωνε τους ώμους, ίσως απλώς να έλεγε: έστω. Η χρονική απόσταση που χωρίζει το σήμερα της ανάγνωσης με το τότε της γραφής φαίνεται. Όχι γιατί τα πράγματα έχουν αλλάξει στον πυρήνα τους, όχι γιατί δεν υπάρχουν άλλοι Ελάδιο, όχι γιατί η απομάγευση έχει υποχωρήσει από τον ουρανό, αλλά γιατί πια υπάρχει μια (αυτο)λογοκρισία, μια ανάγκη, ή ίσως υποχρέωση, για μια λογοτεχνία είτε ως μηχανισμό καταγγελίας, με αναπόσπαστο κομμάτι την ελπίδα για αλλαγή προς ένα καλύτερο αύριο, είτε ως φορέα υψηλότερων ιδανικών ενός κόσμου που απέχει από τον υπάρχοντα και μοναδικά διαθέσιμο, που λειτουργεί, ή αποπειράται να λειτουργήσει ως βαλβίδα εκτόνωσης, ως η απαραίτητη δόση μαγείας σε έναν κατακερματισμένο και αγχωτικά πολύβουο κόσμο, ολοένα και πιο σύνθετο, όλο και περισσότερο έρμαιο της ατομικότητας.
Ο μεταφραστής, Λευτέρης Μακεδόνας, υπογράφει και ένα λειτουργικό και διαφωτιστικό επίμετρο εντάσσοντας τον συγγραφέα και το έργο του στην εποχή του, όχι για να κάνει νιανιά το περιεχόμενο του βιβλίου προσδίδοντας του αρετές και χαρακτηριστικά που ο αναγνώστης πιθανώς να μην διακρίνει λόγω κάποια ανεπάρκειας, κάτι που τα επίμετρα συχνά δοκιμάζουν να κάνουν, φέρνοντας τον υπογράφοντα σε ένα θρόνο ψηλότερο του μέσου αναγνώστη, αλλά, αντίθετα εδώ, το επίμετρο λειτουργεί συμπληρωματικά της νουβέλας, προσθέτοντας επιπλέον αξία στη συγκεκριμένη έκδοση, που είναι ιδανική ως πύλη αναγνωστικής εισόδου για έναν παραγνωρισμένο στα μέρη μας δημιουργό, όπως είναι ο Ονέτι.
υγ. Για Το ναυπηγείο, οχτώ χρόνια πριν, έγραφα αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου