Πριν από πέντε χρόνια, όταν ο κυβερνήτης αποφάσισε να εκτοπίσει τον Λάρσεν (τον επονομαζόμενο Χουντακαδάβερες) από την επαρχία, κάποιος προφήτεψε, χωρατεύοντας και κατά κάποιο τρόπο στην τύχη, ότι θα επέστρεφε και ότι θα παρατεινόταν το βασίλειο των εκατό ημερών, αυτή η πολυσυζητημένη και συναρπαστική σελίδα της ιστορίας της πόλης μας, μολονότι έχει πια σχεδόν ξεχαστεί. Λίγοι του έδωσαν τότε σημασία, και είναι βέβαιο ότι ο ίδιος ο Λάρσεν, εξαντλημένος τον καιρό εκείνο λόγω της ήττας του, περικυκλωμένος καθώς ήταν από την αστυνομία, ξέχασε αμέσως την προφητική εκείνη φράση και παραιτήθηκε από κάθε ελπίδα που σχετιζόταν με την επιστροφή του σ' εμάς.
Πέντε χρονιά μετά ο Λάρσεν επέστρεψε στη Σάντα Μαρία, ένα πρωί, λίγο αφότου σταμάτησε η βροχή, με μια βαλίτσα στο χέρι, βάδισε αργά μέχρι το μπαρ του Μπέρνι και πήρε το απεριτίφ του. Αργότερα θα συναντηθεί με τον Χερεμίας Πέτρους, ιδιοκτήτη του ναυπηγείου. Θα αναλάβει τη διεύθυνση της επιχείρησης. Ο Πέτρους δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ για να τον πείσει για το μέλλον της επιχείρησης, είναι τέτοια η ανάγκη του Λάρσεν να πειστεί, να ελπίσει σε κάτι, που η εγκατάλειψη του τόπου δεν είναι ικανή να τον προσγειώσει, να τον συνεφέρει. Περιφέρεται στον ερημωμένο τόπο, μελετάει παλιούς φακέλους, συνεργάζεται με τους δύο μοναδικούς υπαλλήλους, διευθυντές τμημάτων και εκείνοι, παρίσταται στη σταδιακή, μυστική εκποίηση των εγκαταστάσεων, σιδερικό το σιδερικό. Ζει μακριά από τη Σάντα Μαρία, κοντά στο ναυπηγείο. Φλερτάρει την κόρη του αφεντικού του. Όλα γύρω καταρρέουν.
Θα ήταν κωμικό, αν δεν ήταν τραγικό. Κάποιος που πιάνεται από μια ελάχιστη ελπίδα, από το τίποτα. Αναλογίζομαι εκείνους που διασκεδάζουν με τα διάφορα βιντεοσκοπημένα ατυχήματα τυχαίων ανθρώπων, που πατάνε μπανανόφλουδες στον δρόμο, γλιστράνε στον πάγο, πέφτουν από το ποδήλατο. Για εκείνους η λογοτεχνία του Ονέτι σίγουρα θα έχει κάτι το κωμικό. Ένας ανόητος άνθρωπος που το παίζει διευθυντής, που αναλώνεται σε γεροντοέρωτες, που βαδίζει στα χαμένα. Ένας αποτυχημένος. Εγώ θέλω να εκφράσω μονάχα την περιπέτεια του ανθρώπου, έτσι συνόψισε ο Ονέτι το σύνολο του έργου του.
Η Σάντα Μαρία του Ονέτι και η Κομάλα του Χουάν Ρούλφο, δύο τόποι επινοημένοι, μα τόσο διαβολεμένα οικείοι, και αν εδώ λείπει ο μαγικός ρεαλισμός, ξεχειλίζει ο υπαρξισμός, με το βάρος του και τη ματαιότητά του. Αυτή η αίσθηση τρόμου, η αίσθηση κατάβασης.
Ο αφηγητής της ιστορίας μοιάζει παντογνώστης, γνωρίζει όχι μόνο τις πράξεις αλλά και τις πλέον ενδόμυχες σκέψεις των χαρακτήρων, τις φοβίες και τις ελπίδες τους, τα συναισθήματά τους. Και όμως, ο Ονέτι ραγίζει την παντογνωσία του ίδιου του του αφηγητή, η λογική και οι μαρτυρίες δεν έχουν πια σημασία, έστω ότι τα πράγματα έγιναν κατ' αυτόν τον τρόπο, αυτή εδώ είναι μια ιστορία, μια από τις πολλές ανθρώπινες ιστορίες, εδώ πρέπει να χωρέσουν όλες οι ανθρώπινες ιστορίες, καθώς ο ολοκληρωμένος κόσμος του ναυπηγείου δεν αποκλείει την ύπαρξη και άλλων κόσμων, εξίσου ολοκληρωμένων.
Υπάρχουν βιβλία, που κατά την ανάγνωση νιώθεις τη σπουδαιότητά τους μέσα στη μεγάλη πορεία των βιβλίων, τη χοντρή τελεία στη γραμμή, που σηματοδοτεί την κεφαλαιοποίηση των περασμένων, την ισορροπία και το ίχνος του επόμενου βήματος. Τέτοιο βιβλίο Το ναυπηγείο, για την λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία και όχι μόνο.
Μετάφραση Αγγελική Αλεξοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου