Τρία χρόνια πριν με το καλοκαίρι στο έμπα, στη βοτσαλωτή παραλία, διάβασα το Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα, το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Ηλία Μπιστολά. Για κάποιο λόγο, τη θυμάμαι τη μέρα εκείνη, την αίσθηση της κάλμας, μια ασυνήθιστη νηνεμία, μια θάλασσα εντυπωσιακά γαλήνια, ένα σκηνικό απόκοσμο, καρέ από κάποια βόρεια θάλασσα, τρεις γλάροι να οργιάζουν, οι τουρίστες ακόμα δεν είχαν φανεί, οι ντόπιοι λουόμενοι ακόμα κρύωναν, και αν η επικράτηση του φυσικού μοιάζει, και είναι, συντριπτική, στην ανάμνηση αυτή, στο κάδρο βρίσκεται και το βιβλίο, η ανάγνωσή του, αυτό το γλυκόπικρο της γραφής, η χαμηλόφωνη αφήγηση απανωτών εκρήξεων, υπόκωφων μα συντριπτικών θραυσμάτων. Εκείνη τη μέρα, ή μια άλλη, έγραφα στο σημειωματάριο μου: για τον θόρυβο εκτός πόλης υπεύθυνη είναι η φύση, εντός του αστικού ιστού ο άνθρωπος. Κάπως διαισθητικά αυτή η σημείωση έχει να κάνει και με το βιβλίο εκείνο, την ανάγνωσή του κυρίως.
Το περίμενα το δεύτερο βήμα του Μπιστολά, κάπως απογοητεύτηκα που δεν θα ήταν μυθιστόρημα αλλά μία συλλογή διηγημάτων, καθένας με τις ορέξεις του, όμως. Στη χώρα μας, με τα τόσα στραβά, από λογοτεχνική παραγωγή, συγγραφή ή μετάφραση, πάμε καλά, ζούμε πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας, όσοι γκρινιάζουν το έχουν στη φύση τους. Τι και αν η αναλογία ανάγνωσης είναι συντριπτικά υπέρ της μεταφρασμένης λογοτεχνίας, λογικό και αναμενόμενο το θεωρώ, το αίσθημα ανάγνωσης χωρίς γλωσσική διαμεσολάβηση είναι κάτι το ιδιαίτερο, ειδικά όταν, προσωπική άποψη, οι χρονικές συντεταγμένες, γραφής και ανάγνωσης, συγκλίνουν, όταν πρόκειται για συγχρονισμένο ντουέτο, τότε και ο τόπος, οι ιδιαιτερότητες, οι αναφορές, οι διασυνδέσεις, τα πρόσωπα, επίσης, εμφανίζονται γνώριμα επί σκηνής. Και αν αναφέρθηκα στη θετική πλευρά μιας τέτοιας αναγνωστικής σχέσης, θα έπρεπε επίσης να αναφέρω και τη δυσκολία να απολαύσεις/εκτιμήσεις κάτι για το οποίο πιστεύεις πως ξέρεις πολλά, όταν η απόσταση δεν είναι πανίσχυρη ώστε να καλύψει τις όποιες λακκούβες πίσω από ένα πέπλο συχνά εξωτικό.
Οκτώ διηγήματα, μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, συνθέτουν το Η κορυφή του κόσμου. Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για μια σειρά από διηγήματα, εκτός και αν αποφασίσεις να τα κοιτάξεις ένα ένα, να αναφερθείς στην πλοκή, να διακρίνεις χαρακτηριστικά, που εν συνεχεία ίσως γίνουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα, και έτσι να φτάσεις ως την τελική απόφανση. Η περίληψη, από τα σχολικά χρόνια, με έκανε να βαριέμαι, η ιστορία είναι εκεί, τα παράγωγα της ανάγνωσης είναι εκείνα που ζητούν ή τους ζητείται να φανερωθούν, εκείνος ο χώρος ανάμεσα στη γραφή και την ανάγνωση, εκεί, ίσως, να βρίσκεται η συζήτηση περί λογοτεχνίας, γιατί κάποιες ιστορίες ξεφεύγουν από τα όρια τους και καθίστανται λογοτεχνικό έργο. Θεωρητική πολυλογία, αλέρτ.
Ας ξεκινήσω αλλιώς, επιστρέφοντας στην αρχική απογοήτευση. Έφτασα στα μισά της ανάγνωσης για να πάψω να διερευνώ το ερώτημα: γιατί ο συγγραφέας δεν δούλεψε περαιτέρω, ώστε να βγει ένα μυθιστόρημα από αυτά τα διηγήματα, τα υλικά έμοιαζαν να είναι εκεί, οι δυνατότητες επίσης. Και κάπου εκεί ένιωσα πως μοιράζομαι ένα κοινό εμβαδό με κάτι που συνείχε τα διηγήματα, πότε λιγότερο και πότε περισσότερο ορατό, σκεφτόμουν εμένα, την περαιτέρω απόλαυση που η μεγάλη φόρμα θα υποσχόταν και ίσως να ικανοποιούσε, δεν σκεφτόμουν τον συγγραφέα, δεν σκεφτόμουν τις ίδιες τις ιστορίες, είναι ίσως ένα σημείο των καιρών, αυτών που επικρατούν στη συλλογή αυτή σίγουρα, η ιδιωτεία, η αναγωγή του χαοτικού σύμπαντος σε εγωκεντρικό, η παρελκόμενη φαιδρότητα που η ομφαλοσκόπηση επισυνάπτει. Όταν έπαψα να αναρωτιέμαι, ίσως από βαρεμάρα, ίσως γιατί σταδιακά και υποσυνείδητα την έπαιρνα την απάντησή μου, είδα μπροστά μου την αρετή της γραφής του Μπιστολά. Η αρετή αυτή έχει να κάνει ακριβώς με την απάντηση στο ερώτημα: γιατί δεν τα δούλεψες παραπάνω ώστε να τα αναπτύξεις; Η απάντηση είναι: τα δούλεψε παραπάνω απ' όσο ήταν απαραίτητο, τα δούλεψε με όρους μεγάλης φόρμας, πειθάρχησε στο γεγονός πως οι ιστορίες αυτές λειτουργούσαν καλύτερα στη μικρότερη φόρμα, κάθε ιστορία, άλλωστε, σε οδηγεί με τον τρόπο της.
Το αναρωτιόμουν, κατάλαβα αργότερα, γιατί αυτό που διάβαζα με ικανοποιούσε και επειδή με ικανοποιούσε ήθελα να κρατήσει παραπάνω· παιδικό συναίσθημα, ναι. Το αναρωτιόμουν γιατί τα υλικά και οι προϋποθέσεις ήταν εκεί. Το αναρωτιόμουν γιατί δεν είμαι συγγραφέας, γιατί δεν έχω δοκιμάσει να απαντήσω στην πράξη και απέναντι στον εαυτό μου σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Όταν έπαψα να αναρωτιέμαι, όλα έμοιαζαν καλώς καμωμένα ή ίσως επειδή όλα έμοιαζαν καλώς καμωμένα, έπαψα να αναρωτιέμαι. Το συναίσθημα, ωστόσο, εκείνου που ο Χέμινγουεϊ έλεγε φαινόμενο του παγόβουνου, ήταν διαρκώς παρόν, το εμβαδό κάθε ιστορίας εκτεινόταν πολλά τετραγωνικά γύρω και κάτω από την ορατή, τυπωμένη επικράτειά της. Ο Μπιστολάς είχε απαντήσει σε πολλά ερωτήματα, είχε γράψει πολλές παραπάνω σελίδες, εκεί δίνονταν οι λεπτομέρειες, το γενεαλογικό δέντρο, τα βιώματα, οι συνθήκες, τα ρούχα των προσώπων στην κλειστή ντουλάπα. Ύστερα αφαίρεσε το περιττό, ο,τι περίσσευε ή ο,τι δεν εξυπηρετούσε. Λένε πως το δύσκολο είναι να σβήσεις και ο Μπιστολάς μοιάζει να έσβησε πολύ.
Η έμπνευση ποτέ δεν είναι αρκετή, η πρωτότυπη ιδέα, οι ανατροπές και τα ευρήματα, επίσης, πόσο μάλλον το ταλέντο ή η δουλειά. Και τα διηγήματα, ως είδος, πάσχουν από την ψευδαίσθηση πως κάτι από όλα τα παραπάνω μπορεί να είναι αρκετό. Η σύνθεση των παραπάνω, ιδιαιτέρως ορατή και αναγνωρίσιμη, είναι που συνέχει τη συλλογή, που καθιστά στην προκειμένη εκδοχή τον Μπιστολά διηγηματογράφο, πως αυτά δεν είναι τα υπολείμματα από μυθιστορηματικές απόπειρες, είδατε;, πάλι στα ίδια επιστρέφω. Πλοκή, χαρακτήρες, εμφανής άξονας περιστροφής, ανταπόκριση στις απαιτήσεις της φόρμας. Θα ξεχώριζα δύο διηγήματα, όχι για να αναδειχτεί κάποια ανισότητα, αλλά γιατί θεωρώ πως αυτά τα δύο μπορούν να δώσουν με ευκρίνεια κάποια από τα χαρακτηριστικά της συλλογής, του τρόπου με τον οποίο ο Μπιστολάς προσεγγίζει τη μικρή φόρμα, την τόσο παρεξηγημένη, με τόση αφέλεια διαδεδομένη.
Στέκομαι πρώτα στο διήγημα Ο κουμπάρος. Στέκομαι εδώ γιατί θεωρώ πως το διήγημα αυτό αναδεικνύει κάτι που και στο μυθιστόρημα ήταν ορατό και διάχυτο, με πάσα επιφύλαξη υποστηρίζω πως αποτυπώνει τη γενικότερη ματιά του Μπιστολά στα πράγματα, λογοτεχνικά ή εξωλογοτεχνικά, και αυτό έχει να κάνει με το γλυκόπικρο, το κωμικοτραγικό, πως τα πράγματα ταυτόχρονα μπορούν να είναι και το ένα και το άλλο, πως το γέλιο διαδέχεται τη φρίκη, πως το γέλιο είναι σύμπτωμα της φρίκης, εκεί μετριέται το όριο της ύπαρξης, της ανοχής στη φρίκη, η ματαιότητα και η επιμονή, τι ντούετο ε;, η φάρσα ως όχημα περιφοράς της διάχυτης κακίας, της ανθρώπινης κακίας, αλλά δεν δίνεται μονόμπαντα ως τέτοια, ως κακία, δεν είναι εδώ μια αρένα που ο συγγραφέας εμφανίζει τα πρόσωπα ανίκανα τοποθετημένα στο κέντρο της ώστε το πλήθος να τα γιουχάρει ή να τα πετροβολήσει, τα πλησιάζει για να τα παρατηρήσει, κάτι από τον ίδιο έχουν και εκείνα, δεν είναι ακατανόητη η συμπεριφορά τους εν τέλει, οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις μας είμαστε, άλλωστε και ο Μπιστολάς ενώ τα σιμώνει δεν τα σκεπάζει, δεν τον ενδιαφέρει ούτε το πείραμα, δεν βάφει τους τοίχους με αυτό το ζαχαρί χρώμα των εργαστηρίων, δεν προσπαθεί να αποδείξει ή να επιβεβαιώσει, η σύμβαση του συγγραφέα δεν καταπατείται.
Και αυτό, η σύμβαση του συγγραφέα δεν καταπατείται, με οδηγεί στο δεύτερο διήγημα για το οποίο θέλω κάτι παραπάνω να πω, το Οι θεαματικές κινήσεις του Κατς. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ένα πιθανό άλτερ έγκο του συγγραφέα, δεν καταπατεί τη σύμβαση του συγγραφέα, τον διαχωρισμό των δύο προσώπων, του συγγραφέα που γράφει και του συγγραφέα που πρωταγωνιστεί. Ο συγγραφέας-πρόσωπο, ο επίδοξος συγγραφέας τέλος πάντων, επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει κάτι από τον τρόπο με τον οποίο ο Μπιστολάς εργάζεται: παρότι η ιστορία, η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, απαιτεί τη φανέρωση, την αυτοαφήγηση, το προσωπικό στο επίκεντρο, δεν καταλαμβάνει τον κρίσιμο χώρο, εκείνον που εξαρχής έχει στηθεί ώστε να φιλοξενήσει την ιστορία του Κατς. Ο αφηγητής της ιστορίας κάνει στην άκρη, τι και αν ακούμε τη φωνή του διαρκώς. Αυτό το διήγημα, το πιο μυθιστορηματικό, ε ρε κόλλημα ο αναγνώστης, φανερώνει και επιπλέον αρετές του συγγραφέα, όπως αυτές διακρίνονται από την εγκιβωτισμένη ιστορία, τα μπρος πίσω στον χρόνο, τους διαλόγους σε ευθύ και πλάγιο λόγο, αλλά και, επιστρέφοντας πάλι στα παραπάνω, την αίσθηση πως ο συγγραφέας ξέρει πολλά πράγματα, έχει σκεφτεί και αποφασίσει, έχει επιλέξει τελικά να μην τα χρησιμοποιήσει αλλά με τρόπο που αυτά, έστω και στο σκοτάδι κάτω από την επιφάνεια, είναι παρόντα με τρόπο καθοριστικό στην αναγνωστική πρόσληψη.
Εκτός από τα παραπάνω παρόντα αν και αφανή συστατικά, διαβάζοντας τα διηγήματα της συλλογής, αναδύθηκαν και άλλα, κυρίως αυτό που έχει να κάνει με το γεγονός πως ο Μπιστολάς μοιάζει να είναι ένας συνεπής αναγνώστης, θα μπορούσαμε να συζητάμε για ώρα πιθανές αναφορές, δάνεια και φορτία εκτίμησης, αλλά πέρα του παιχνιδιού αυτού, του πάντα ενδιαφέροντος, η αναγνωστική συνήθεια, η όχι και τόσο συνήθης πρακτική, οι συγγραφείς που διαβάζουν δεν είναι η πλειοψηφία, η σχέση του Μπιστολά με την ανάγνωση εδώ περισσότερο έχει να κάνει με την αίσθηση πως η αναγνωστική τριβή του προσφέρει ένα μέτρο εαυτού, του επιτρέπει, θέλω να πω, να έχει μια αυτεπίγνωση, όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατόν για έναν δημιουργό που παλεύει με τις λέξεις, και ο Μπιστολάς, για να περάσω στο δεύτερο αναδυόμενο χαρακτηριστικό, μοιάζει να είναι ένα επίμονο και εργατικό μυρμήγκι της γραφής, φαντάζομαι δεκάδες, αν όχι περισσότερα, ντραφτ, ιδέες και σημειώσεις, απόπειρες γραφής εν γένει με τις οποίες οι σκληροί δίσκοι ολοένα γεμίζουν, ενίοτε και τα καλαθάκια απορριμάτων.
Τη μέρα που διάβαζα το μυθιστόρημά του, ή μια άλλη, έγραφα στο σημειωματάριο μου: για τον θόρυβο εκτός πόλης υπεύθυνη είναι η φύση, εντός του αστικού ιστού ο άνθρωπος· το τελευταίο διήγημα, Κάτω από το σέλας, ήρθε, τρία χρόνια μετά, να ενισχύσει τον δεσμό εκείνο. Σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζομαι πως Η κορυφή του κόσμου αναπροσάρμοσε τις αναγνωστικές μου προτιμήσεις, λέω απλώς πως δεν θα απογοητευόμουν αν και το επόμενο βιβλίο τού Μπιστολά ήταν μια συλλογή διηγημάτων.
Εκδόσεις Τόπος

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου