Κάθε οικογένεια έχει ένα μυστικό, τουλάχιστον ένα, που κληροδοτείται από τους γονείς στα παιδιά, όσο εκείνοι είναι εν ζωή και τα παιδιά ακόμα εύπλαστα και ευάλωτα, πριν το δέρμα σκληρύνει, όσο ακόμα παίζουν στην αυλή και μαζεύονται γύρω από το τραπέζι, όσο χρειάζεται να σηκώσουν το κεφάλι, όσο η σιωπή τρομάζει. Κάτι για το οποίο κανείς δεν μιλάει ευθέως, κάτι το οποίο κανείς δεν αντιμετωπίζει μετωπικά. Άπαξ και διατάχθηκε η σιωπή, άπαντες συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει, σαν να μη συνέβη ποτέ, σαν η λήθη να αποτελεί προϊόν ενεργητικής βούλησης, θαρρείς. Και ο καιρός αναπόφευκτα περνά. Μοιάζει κάτι τέτοιο να αποτελεί απαραίτητο δομικό συστατικό σε κάθε οικογένεια παρά τη διαβρωτική του φύση, μια παράδοση από γενιά σε γενιά, μια ποσότητα πυρίτιδας τοποθετημένη άτσαλα και βιαστικά στα θεμέλια, ένα αναγκαίο κακό που συχνά πρέπει να επινοηθεί ώστε στα σκαλιά του ιδιότυπου αυτού βωμού να συγκεντρώνεται το σύνολο των αποτυχιών, όλα να πηγάζουν από κει και όλα να επιστρέφουν εκεί. Γύρω από το μυστικό αυτό απλώνει τις ρίζες του ο οικογενειακός αλλά και ο ατομικός μύθος, φαντάσματα και τέρατα τρομακτικά τον ενοικούν. Καρπίζουν εκεί βεβαιότητες που στις γωνιές του σπιτιού σιγοκαίνε ανείπωτες. Η πρόσληψη διαφέρει, η διαχείριση ποικίλει, το βάρος δεν επιμερίζεται, ωστόσο, η σκιά δεν αδυνατίζει και καθώς είναι κάτι που δεν υπόκειται σε μηχανισμούς αποδόμησης, απομένει έρμαιο κάθε απώλειας, αναδύεται στην επιφάνεια κάθε κρίσιμη στιγμή.
Η Αγγελική ήταν εφτά χρονών όταν ο πατέρας τους δολοφόνησε τον Αχιλλέα. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από εκείνη τη μέρα. Όλα συνέβησαν μετά την κηδεία της γιαγιάς τους. Έπαιζε κυνηγητό με τον Πέτρο στην ίδια αυλή στην οποία κάθονταν σήμερα, ανάμεσα σε μεθυσμένους καλεσμένους οι οποίοι είχαν ξεχάσει για ποιο λόγο είχαν μαζευτεί, όταν, τρέχοντας να ξεφύγει από τον δίδυμο αδερφό της, βρέθηκε στο μικρό αίθριο που υπήρχε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Παραξενεύτηκε που είδε φως στο υπόγειο και με τον Πέτρο κρυφοκοίταξαν από το παράθυρο. Η Αγγελική έβγαλε ένα ουρλιαχτό.
Ο πατέρας τους δολοφόνησε τον από χρόνια στενό συνεργάτη του, Αχιλλέα, στο υπόγειο του σπιτιού τους. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση, η μητέρα διέταξε τα τέσσερα παιδιά να μην αναφερθούν ξανά σε εκείνον, να μην τον επισκεφτούν, να μην επικοινωνήσουν, να τον ξεχάσουν. Σαν να μην υπήρξε ποτέ, δεν υπήρξε ποτέ. Τα χρόνια περνούσαν, το κάθε παιδί ακολούθησε, όπως μπορούσε, τον δικό του δρόμο, η ζωή προχωρά άλλωστε, έτσι λένε και έτσι συμβαίνει τελικά. Η αφήγηση του Μπιστολά ξεκινάει τη στιγμή που σ' έναν αγώνα ταχύτητας στην ορεινή Κορινθία, ο Πέτρος, ο δίδυμος της Αγγελικής, στην τελευταία επικίνδυνη στροφή της διαδρομής, θα χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου, θα βγει από τον δρόμο και θα προσκρούσει πλαγιομετωπικά σε μια συστάδα δέντρων, ένα κλαδί θα προκαλέσει θανάσιμο πλήγμα στον συνοδηγό, το αγόρι της Αγγελικής. Η δυσοσμία από το υπόγειο αναδίδεται ξανά. Το παρελθόν χτυπάει την πόρτα ξανά.
Το Χώμα στο στόμα, στα αυτιά, στο στόμα είναι μια οικογενειακή σάγκα, που πηγάζει από εκείνο το απόγευμα, όταν το πάτωμα του υπογείου γέμισε από το αίμα του Αχιλλέα, όταν η μάνα διέταξε λήθη κληροδοτώντας το μυστικό. Ο Μπιστολάς παίρνει μια κομβική απόφαση που εν πολλοίς καθορίζει την αναγνωστική πρόσληψη και που έχει να κάνει με το μέγεθος του μυθιστορήματός του επιλέγοντας την αφηγηματική πύκνωση. Με την απόφαση αυτή, που έρχεται ως ένα βαθμό σε σύγκρουση με ένα βασικό ειδολογικό χαρακτηριστικό της οικογενειακής σάγκας με τα πολυσέλιδα τέκνα, ο συγγραφέας πετυχαίνει να αποτυπώσει τον αποσπασματικό χαρακτήρα κάθε οικογενειακής ιστορίας, εν μέρει αινιγματικό ή και κρυπτικό ακόμα και για τα ίδια τα μέλη της, μην επιτρέποντας στον παντογνώστη αφηγητή να πρωταγωνιστήσει εξηγώντας τα πάντα και τοποθετώντας ένα-ένα όλα τα κομμάτια του παζλ. Άλλωστε η απόκρυψη χαρακτηρίζει δομικά τη συγκεκριμένη οικογένεια. Η ανάγνωση του μυθιστορήματος καταδεικνύει πως αυτό αποτελεί συγγραφική επιλογή και όχι αδυναμία.
Ο συγγραφέας χωρίζει το μυθιστόρημά του σε τρία κεφάλαια. Η επιλογή αυτή αποδεικνύεται λειτουργική και υποστηρικτική ως προς τον συνειδητά αποσπασματικό χαρακτήρα της αφήγησης, καθώς επιτρέπει και δικαιολογεί τη συνύπαρξη τριών διαφορετικών επεισοδίων, τριών καρέ από το οικογενειακό άλμπουμ, ικανών ωστόσο να φανερώσουν ιστούς σύνδεσης και επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ενώ, σε μια περαιτέρω άγρα συγγραφικών προθέσεων και επιδιώξεων, συνεισφέρουν στην αναγνώριση οικείων συστατικών της οικογενειακής ζωής, ακριβώς εξαιτίας της αποσπασματικότητας, γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη να νιώσει πως πατάει σε έδαφος κοινό, πως μοιράζεται βιώματα και καταστάσεις αναλογικά γνώριμες. Ο Μπιστολάς μοιάζει να υποσκάπτει διαρκώς το ρεαλιστικό υπόστρωμα της ιστορίας αυτής, αφήνοντας την αίσθηση μιας παραβολής να πλανάται, σαν όλα να λειτουργούν την ίδια στιγμή και σε συμβολικό επίπεδο, σαν διόλου να μην τον ενδιαφέρει η πιστή αποτύπωση, αλλά ο εφιάλτης, εκεί που όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, χωρίς να υπακούν σε σχέσεις αιτίου και αιτιατού ή στη γραμμικότητα του χρόνου, εφιάλτης από τον οποίο ωστόσο το ξύπνημα δεν σε απαλλάσσει.
Τα γεγονότα εναλλάσσονται χωρίς να παρεμβάλλεται η οποιαδήποτε προσφορά κατανόησης, απλώς συμβαίνουν όπως τα γεγονότα είθισται να κάνουν, χωρίς να κομίζουν εξηγήσεις, αφήνοντας συνέπειες στο διάβα τους και πρόσωπα να αναζητούν να συγκεντρώσουν τα κομμάτια τους, αφού πρώτα τα αναγνωρίσουν ως δικά τους μέσα στον χαμό. Ο συγγραφέας αποφεύγει τις στενωπούς της ηθογραφίας, του σωστού και του καλού, και έτσι το μυθιστόρημα ανασαίνει έστω και με την αναπόφευκτη δυσκολία του περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται. Αποφεύγεται επίσης η φρικώδης συναισθηματική καθοδήγηση, ο αναγνώστης αφήνεται αβοήθητος στην αρένα, αντιμέτωπος σταδιακά με τους δικούς του οικογενειακούς και όχι μόνο δαίμονες, χωρίς υποβολείο, τα πρόσωπα του δράματος είναι πειστικά δοσμένα, γεμάτα ελαττώματα και αδυναμίες, κατεξοχήν ανθρώπινα δηλαδή.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να κάνει λέξεις μια έκρηξη χρησιμοποιώντας τα ίδια της τα θραύσματα. Το Χωμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα παρότι πραγματεύεται ζητήματα πολλάκις ειπωμένα διαθέτει έναν τρόπο διακριτό, χωρίς ωστόσο να ξεχνά από πού έρχεται και έχοντας επίγνωση του τι θέλει να πετύχει, μην επιτρέποντας στην τυχαιότητα να παρεισφρήσει. Ο Μπιστολάς, στο πρώτο του μυθιστόρημα, αναλαμβάνει το ρίσκο των επιλογών του και τις ακολουθεί μέχρι τέλους· να σημειωθεί αυτό, γιατί ολοένα και σπανίζει.
Εκδόσεις Τόπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου