Δευτέρα 29 Απριλίου 2013
Η τελευταία σκάλα του Τραμπ Στήμερ - Álvaro Mutis
"Οι άνθρωποι - σκέφτηκα - αλλάζουν τόσο λίγο, συνεχίζουν να είναι τόσο πολύ οι ίδιοι, που υπάρχει μία και μόνο ιστορία του έρωτα από αμνημονεύτων χρόνων, η οποία επαναλαμβάνεται επ' άπειρον, δίχως να χάνει τη φοβερή απλότητά της, την αγιάτρευτη κακοτυχία της. Κοιμήθηκα βαθιά και, αντίθετα προς τη συνήθειά μου, εκείνη τη φορά δεν είδα κανένα όνειρο."
Ο αφηγητής αποφασίζει να καταγράψει αυτή την ιστορία, αν και δεν έχει εμπιστοσύνη στις ικανότητές του. Θα προτιμούσε να την έχει διηγηθεί στον AG.G.M., αυθεντία στο να διηγείται πράγματα που συμβαίνουν σε άλλους. Όμως δεν τα κατάφερε, η φασαρία της ζωής δεν το επέτρεψε. Τέσσερις φορές θα διασταυρωθεί η πορεία του Αλκυών με εκείνη του αφηγητή. Ήδη από την πρώτη φορά, καταμεσής του παγωμένου φινλανδικού χειμώνα, θα γεννηθεί μια παράξενη έλξη προς εκείνο το γερασμένο μα επίμονο σκαρί. Το Αλκυών είναι ένα Τράμπ Στήμερ, ένα αδρομολόγητο φορτηγό ατμόπλοιο που σαν αλήτης περιπλανώμενος ταξιδεύει όπου βρει εμπόρευμα για μεταφορά.
Κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει το πεπρωμένο, νήματα που πλησιάζουν, διασταυρώνονται για λίγο, πριν χαθούν ξανά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, πλέκοντας έτσι έναν πυκνό ιστό. Η σποραδική εμφάνιση του άγνωστου αυτού πλοίου προκαλεί τη φαντασία του αφηγητή. Τα θολά και βρώμικα τζάμια βοηθούν το Αλκυών να κρύψει καλά το μυστικό του, που, παραδόξως, δε σχετίζεται με την ύποπτη φύση του εμπορεύματος που μεταφέρει. Μυστικό που έμελλε να αποκαλυφθεί, μακριά από τα κύματα της ανοιχτής θάλασσας, στο κατάστρωμα ενός ποταμόπλοιου κάτω από τον έναστρο ουρανό. Το ποτάμι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του σκηνικού στο σύμπαν του Μούτις. Η ροή του, από την εποχή του Ηράκλειτου, έχει ταυτιστεί με το οριστικό και αμετάκλητο πέρασμα του χρόνου. Εδώ, το ποτάμι λειτουργεί και ως αντίθεση στη θάλασσα. Η μοναδική ποταμίσια διαδρομή, ξεκάθαρα οριοθετημένη από τις όχθες, η αίσθηση ασφάλειας των σταθμών, η απουσία πυξίδας. Ένα υδάτινο τρένο θαρρείς. Η συνεχής μετακίνηση του αφηγητή δημιουργεί, από τις πρώτες γραμμές της ιστορίας, το αίσθημα του προσωρινού και του ευμετάβλητου, καθώς αποκαλύπτεται η τραγικότητα ενός αδιέξοδου έρωτα. Ένα ιδιαίτερο carpe diem, μια ωδή στη μαγεία του να ζεις δίχως αύριο, γνωρίζοντας πως η μονιμότητα αποτελεί συχνά παράγοντα φθοροποιό.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα λιμάνια και ο μικρόκοσμός τους όπως αποτυπώνονται στο μυθιστόρημα. Περιοχές αποσυμπίεσης για τους ναυτικούς λίγο πριν επιστρέψουν στη θαλάσσια πραγματικότητα. Τα λιμάνια (και κυρίως αυτό της πατρίδας) συγκεντρώνουν μεγάλο μέρος της σκέψης του πληρώματος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά στην απόσταση και τις δυσκολίες της θάλασσας επέρχεται αναγκαστικά η ωραιοποίηση του στέρεου κόσμου, εικόνα που γρήγορα καταρρέει εκ του σύνεγγυς. Σημείο στο οποίο συναντούνται δύο αντικρουόμενες επιθυμίες, από τη μία ο στεριανός που επιθυμεί να ταξιδέψει και να γνωρίσει νέους τόπους και από την άλλη ο ναυτικός που αναπολεί τη ζωή στη στεριά. Δύο κόσμοι διαφορετικοί που μόνο στην ουδέτερη ζώνη του λιμανιού δύναται να συνυπάρξουν.
Ένα μικρό ρόλο κρατάει ο Γκαβιέρο, πρωταγωνιστής στο Χιόνι του Αλμιράντε που υπήρξε το βιβλίο γνωριμίας με τον σπουδαίο αυτό Κολομβιανό συγγραφέα. Η τελευταία σκάλα του Τραμπ Στήμερ αποτελεί μια καλή απόδειξη πως πάντα θα υπάρχει χώρος για ακόμα μία ιστορία αγάπης.
Μετάφραση Μανώλης Παπαδολαμπάκης
Εκδόσεις Άγρα
Παρασκευή 26 Απριλίου 2013
Πασχαλινές αναγνώσεις
Αναπολώντας τα βιβλία εκείνα, που μου κράτησαν συντροφιά στη γόνιμη επαρχιακή και οικογενειακή - ένεκα των Μεγάλων Ημερών - απομόνωση , διακρίνω ομοιότητες και συγγένειες ικανές να σχηματίσουν μια κατηγορία σχεδόν αυτόνομη υπό τον τίτλο: Πασχαλινές Αναγνώσεις.
Το Πάσχα εκείνο που αφιέρωσα στα λογοτεχνικά έργα του Σάμουελ Μπέκετ, ξεκινώντας από την τριλογία Μολλόυ, ο Μαλόν πεθαίνει και ο Ακατονόμαστος για να φτάσω, λίγες ώρες πριν την Ανάσταση, να διαβάζω το, δίχως σημεία στίξης, Πώς είναι. Εμπειρία αυστηρώς προσωπική, αδύνατο να την επικοινωνήσω, με επηρέασε βαθιά. Ένιωσα τότε, πρώτη μου φορά, πως είναι δυνατόν να αγαπάς και να μισείς κάποιον ταυτόχρονα και με την ίδια ένταση. Με το βρωμερό του νύχι σκάλιζε μέσα μου, δεν έπαψε στιγμή να μου επιδεικνύει τις ακαθαρσίες μου, μπαλάκι σιχαμερό σχημάτιζε πριν το σκαμπιλίσει μακριά. Έπρεπε να κοιτάξω τη βρωμιά κατάματα, όσο και αν φώναζε το εγώ μου.
Μεγάλη Εβδομάδα ήταν όταν διάβασα πρώτη φορά Τόμας Μπέρνχαρντ. Αγορασμένο ύστερα από υπόδειξη αγαπημένης φίλης, αφημένο στην άκρη για καιρό, ήταν από τα τελευταία πράγματα που έριξα στον βιαστικά καμωμένο σάκκο. Όποιος έχει διαβάσει Μπέρνχαρντ μπορεί να καταλάβει.
Νομίζω πως με το Άουστερλιτς του W.G. Sebald υπήρξε η πρώτη φορά που υποσυνείδητα έγινε η επιλογή του βιβλίου εξαιτίας της κινητής αυτής εορταστικής περιόδου. Πλέον είναι ξεκάθαρο γιατί επέλεξα να διαβάσω ένα βιβλίο του Sebald· ο μακροπερίοδος λόγος, η πραγματεία γύρω από τη μνήμη και το χρόνο, η βρετανική εξοχή. Σπουδαίος συγγραφέας που έφυγε πρόωρα.
Το πλέον χαρακτηριστικό όμως πασχαλινό ανάγνωσμα υπήρξε το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν. Η ανάβαση και τελικά η παραμονή στο σανατόριο, οι περίπατοι με διάθεση για φιλοσοφικές συζητήσεις, η αγωνία για τα αποτελέσματα των εξετάσεων, η καθημερινότητα στο ίδρυμα και η σταδιακή αποκοπή από τον έξω κόσμο. Μετά το κυριακάτικο γλέντι, τα κομμάτια του παζλ κόλλησαν μέσα μου για να μου φανερώσουν το μέγεθος του βιβλίου αυτού.
Αναγνώσματα που διακρίνονται για την απαιτητικότητά τους, ψυχαγωγικά μα ελαχίστως διασκεδαστικά, σε μια ιδιότυπη πνευματική νηστεία, εμπειρία - παρά τον πλούτο - ασκητική. Γραφή εσωτερική, στα όρια πνεύματος και σώματος, με ελάχιστη εξωτερική δράση. Μορφή σπείρας, ένας συνεχής κύκλος γύρω από ένα σημείο σταθερό, κάθε στροφή φέρνει στην επιφάνεια κάποια λεπτομέρεια ακόμα. Η ποθητή κάθαρση αργεί, μα έρχεται.
Είναι η πρώτη φορά φέτος που η απόφαση θα είναι συνειδητή, ήδη έχω ξεχωρίσει κάποια βιβλία από την κυρίως στοίβα. Ακόμα όμως δεν έχω αποφασίσει ποιο θα είναι εκείνο.
Τετάρτη 24 Απριλίου 2013
Hamlet Νεκροθάφτες @Beton7
(Πήγαμε παρέα με τη Χ. στην παράσταση, της ζήτησα να γράψει κάτι, δέχτηκε. Την ευχαριστώ)
(γράφει η anadysi)
Ξέρεις πως έχω μια μανία με την αρχή των πραγμάτων τόσο μεγάλη που, όταν διηγούμαι μια ιστορία, αρχίζω σχεδόν πάντα από το τέλος:
Ρωτάει ο Άμλετ δηλαδή τον πρώτο νεκροθάφτη:
Μέσα σ’ αυτό τον τάφο ποιος πρόκειται να μπει;
Ξαναδιαβάζω την τραγωδία μετά από καιρό, μετά από την παράσταση ψάχνω να βρω τη σύνδεση: Υπήρξε μία σκηνή, συνθετική και απορρυθμιστική που εδώ θα παραθέσω αντί για όλες:
Πριν μπει λοιπόν ο Άμλετ στη σκηνή, τα δυο κοράκια συζητούν, με αφορμή το θάνατο, για την πολιτική∙ κι ο πρώτος νεκροθάφτης, καθισμένος ‘εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως’, κάνει μια αναδρομή στις πιο τρανές και φοβερές επαναστάσεις, σαν να τανε το πρώτο ραντεβού με την κοπέλα του, το πρώτο τους φιλί, η πρώτη εκδρομή, η πρώτη ερωτική συνομιλία και η πρώτη με το σώμα επαφή. Καθώς προχωράει αυτή τη διπλή εξιστόρηση, κυλιέται εκστασιασμένος στο γρασίδι, δίπλα σε τάφους ανοιχτούς∙ αχνίζει ακόμα αίμα , κι είναι το χώμα μούσκεμα απ’ τα δάκρυα.
Σύνδεση καταρχήν εφηβική, και καταρχάς, σύνδεση τω παιδιών των λουλουδιών, και της δεκαετίας του εξήντα. Επαναστατική κραυγή και έρωτας. Έπειτα, στη δεκαετία του εβδομήντα, έρωτας και πολιτική. Σχεδόν μισός αιώνας έχει περάσει, κι η σύνδεση δε λέει να ξεθωριάσει. Σ’ ένα πανί προβάλλονται πανσέδες και ανθρωπόμορφες σκιές . Θυμίζει η ατμόσφαιρα κάτι από Tim Burton, λουλούδια λειτουργούνε σαν νομίσματα κι ο έρωτας, η μόνη αυταπόδεικτη αξία. Ο θάνατος; Κατεξοχήν μονάδα μέτρησης του χρόνου ακριβείας.
THE DEATH CARD (FROM THE LOVER'S PATH TAROT) |
Η σύνδεση ωστόσο καταξιώνεται αμέσως παρακάτω, και με την είσοδο του Άμλετ στη σκηνή. Γιατί καθώς επί σκηνής παίζεται γκολφ με τα κρανία των νεκρών, υπάρχει κι ένα λεκτικό πιγκ πογκ που από-συνδέει ό,τι μετράει στη ζωή κι ό,τι μετράει στο θάνατο: Το πένθος είναι τελικά ένα γερό μεθύσι που μ’ έφερε αντιμέτωπη με ένθεο εκείνη τη στιγμή ηθοποιό, που καβαλούσε πόδια και καθίσματα και ώμους και με μια φράση κάρφωνε στα μάτια όλους τους κοινούς θνητούς - και για το λόγο τούτο εκλεκτούς- (θεατές;): ‘ΜΗ ΜΕ ΞΕΧΑΣΕΙΣ’. Όποιος ποτέ δε γλέντησε, δε μέθυσε, δε γιόρτασε μετά από του δικού του ανθρώπου το θανατικό ταξίδι, σ’ αυτή τη φράση αναρίγησε από δέος. Οι υπόλοιποι κοιταχτήκαμε συνωμοτικά. Εγώ ζάρωσα δίπλα σου, να μη με αγγίξει ο Χάρος, κι εκείνος πιάστηκε γερά απ’ τον ώμο μου και διάλεξε μιαν άλλη: ΠΟΙΑ;
-Ο Άμλετ παίρνει τώρα απάντηση, σαφή-:
‘Κάποια που ήτανε γυναίκα, άρχοντά μου,
που όμως τώρα -την ψυχή της ν’ αναπαύσει- είναι νεκρή’.
Ο χορός του τέλους γίνεται πίσω απ’ το πανί, και μπροστά κείται η μορφή της Οφηλίας σχηματισμένη από χώμα. Πεθαμένη ή –απλά- θνητή.
Η επανάσταση είναι τελικά ένα γερό μεθύσι, σαν τον έρωτα, λέω καθώς παρατηρώ και πάλι την ταμπέλα όπως φεύγουμε απ’ το θέατρο. Πάμε για το μετρό Κεραμεικού, και το μάτι μου πέφτει στην Οδό Περσεφόνης. Έξι μήνες πάνω στη γη, έξι μήνες κάτω, στον Άδη. Να μοιράσεις το χρόνο ακριβοδίκαια, αυτή είναι η επανάσταση. Γιατί όσο πιστεύεις ότι η ζωή κρατάει λίγο και ο θάνατος αιώνια, θα θέλεις να ερωτεύεσαι για πάντα και θα επιμένεις να μη σκοτωθείς ποτέ.
info: Η Ομάδα Θέατρο του Πανικού (theatrotoupanikou.gr) παρουσιάζει την παράσταση Άμλετ-Νεκροθάφτες στο Θέατρο Beton7 (Πύδνας 7, Κεραμεικός) για ακόμα δύο παραστάσεις, Τετάρτη 24/4 στις 22:00 και Πέμπτη 25/4 στις 20:00.
Δευτέρα 22 Απριλίου 2013
Το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών - Jean Teulé
Η τελευταία ανάρτηση ήταν αφιερωμένη στον σκηνοθέτη Πατρίς Λεκόντ. Αφορμή στάθηκε η έξοδος στους κινηματογράφους της τελευταίας του ταινίας με τίτλο Μπουτίκ για Αυτόχειρες. Την Πέμπτη το βράδυ πήγαινα να πάρω το μετρό από τον Κεραμεικό, δίπλα στους γνωστούς πάγκους με τα κοσμήματα υπήρχε και ένα λευκό πανί πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένα κάποια βιβλία. Η περιέργεια νίκησε τη βιασύνη και έτσι κοντοστάθηκα να κοιτάξω, το μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα βιβλίο κάπου στη μέση της επιφάνειας, ο πωλητής αμέσως κατάλαβε ποιο αποτέλεσε το αντικείμενο της προσοχής μου και μου έτεινε το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών, βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η κινηματογραφική μεταφορά του Λεκόντ. Το εξέλαβα ως σημάδι και το αγόρασα. Ο συγγραφέας δε μου ήταν άγνωστος, μετά από σχετική έρευνα στη βιβλιοθήκη ανακάλυψα ακόμα ένα δικό του βιβλίο, το Ουράνιο Τόξο για τον Ρεμπώ (εκδ. Απόπειρα), που μου κράτησε συντροφιά κατά τη διάρκεια μιας σκοπιάς υπό καταρρακτώδη βροχή, αρκετά χρόνια πριν...
Αποφάσισα να το διαβάσω πριν πάω (αν τελικά τα καταφέρω) στον κινηματογράφο.
"Αποτύχατε στη ζωή σας; Με εμάς θα έχετε έναν πετυχημένο θάνατο!"
Αυτό είναι το σλόγκαν της μικρής επιχείρησης με την επωνυμία Το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών! Όπως μαρτυρά και το όνομα αποτελεί το κατάλληλο μέρος για κάθε επίδοξο αυτόχειρα, καθώς μπορεί να βρει τα απαραίτητα σύνεργα για να καταφέρει την αυτοκτονία που επιθυμεί. Θηλιές, δηλητήρια, σφαίρες, τσιμεντόλιθοι για σίγουρο πνιγμό, καραμέλες με δηλητήριο... Το μαγαζί δε δέχεται πίστωση για ευνόητους λόγους.
Εδώ και δεκαετίες η επιχείρηση ανήκει στην οικογένεια Τιβάς και περνά από πατέρα σε γιο, μία παράδοση χρόνων που κινδυνεύει να σπάσει εξαιτίας του μικρού Άλαν. Η μελαγχολία και η κατάθλιψη χαρακτηρίζουν όλους τους Τιβάς, ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν αυτοκτονούν είναι το καθήκον που νιώθουν απέναντι στους υπόλοιπους αυτόχειρες. Πάνω απ' όλα το καθήκον! Ο Άλαν όμως δε μοιάζει καθόλου με τα αδέρφια του, είναι χαμογελαστός και αισιόδοξος, ανακαλύπτει πάντα την καλή πλευρά ακόμα και στο πλέον δυσάρεστο γεγονός. Η παρουσία του στο κατάστημα είναι καταστροφική για το μέλλον της επιχείρησης αφού δε διστάζει να παρηγορήσει τους υποψήφιους αυτόχειρες και να τους ζητήσει να σκεφτούν ξανά την απόφασή τους.
Ο Ζαν Τελέ στηρίζεται σε μια αρκετά πρωτότυπη ιδέα και γύρω της χτίζει τη νουβέλα του. Το αποτέλεσμα είναι αρκετά αστείο, ο συγγραφέας υποστηρίζει την κεντρική ιδέα με αρκετά ευρήματα που ανανεώνουν συνεχώς το ενδιαφέρον. Ομολογώ πως είχα καιρό να γελάσω τόσο διαβάζοντας ένα βιβλίο. Χιούμορ μαύρο που θυμίζει αρκετά την Οικογένεια Άνταμς αλλά και τις ταινίες του Μπάρτον. Η πρόζα λειτουργεί κάποιες φορές ως κάλυμμα στον προβληματισμό, ο συγγραφέας επιχειρεί να θίξει ζητήματα μέσα από το χιούμορ και τη σάτιρα, τα τοποθετεί εκεί για όποιον θέλει να τα δει δίχως στιγμή να θυσιάζει το κωμικό στο βωμό της σοβαροφάνειας. Σε ένα τέτοιο ζήτημα θα ήθελα να σταθώ για λίγο. Ένα από τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών είναι η βεβαιότητα της κατάληξης, τα ποσοστά των αποτυχημένων αυτοκτονιών είναι αρκετά υψηλά. Το ευτυχώς στο προηγούμενο στατιστικό είναι η μία όψη του νομίσματος, υπάρχει όμως (όπως πάντα) και η άλλη, εκείνη που βαραίνει τον παρολίγον αυτόχειρα απέναντι στον περίγυρό του που μαθαίνει για την αποτρόπαια - στα μάτια των άλλων - επιθυμία του.
Κάπου μετά τη μέση η νουβέλα κάνει μια κοιλιά, το χιούμορ κάπως ατονεί και διακρίνεται μια βεβιασμένη προσπάθεια του συγγραφέα να ολοκληρώσει. Είναι κάτι που δημιουργεί την αίσθηση του άνισου αλλά εμένα μου ενέτεινε την περιέργεια να δω την κινηματογραφική εκδοχή στην οποία, σύμφωνα με συνέντευξη του σκηνοθέτη, το τέλος είναι διαφορετικό. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για ένα πολύ ευχάριστο βιβλίο, διαβάζεται σε έναν καφέ και προσφέρει αρκετές στιγμές γέλιου. Το Μαγαζάκι των Αυτοκτονιών μάλλον κερδίζει και τον τίτλο της πλέον βραχύβιας παραμονής στη λίστα με τα προσεχώς!
Μετάφραση Εύη Βαγγελάτου
Εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί
Παρασκευή 19 Απριλίου 2013
Πατρίς Λεκόντ, ένας ιδιαίτερος δημιουργός
Οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν πως η Αμελί αποτελεί την ταινία ορόσημο για το σύγχρονο γαλλικό
σινεμά. Μια ταινία που αγαπήθηκε όσο λίγες και σημείωσε τεράστια εισπρακτική
επιτυχία σε όλον τον κόσμο, δείχνοντας ικανή να στρέψει ξανά τα βλέμματα των
θεατών προς τη Γαλλία ταράζοντας τα λιμνάζοντα ύδατα του Νέου Κύματος. Όμως η ιδιαίτερη
και, ως ένα σημείο, πρωτότυπη αισθητική της αναπαράχθηκε κατά κόρον στα χρόνια
που ακολούθησαν με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής παραγωγής
να εγκλωβιστεί, μοιάζοντας με ένα αντίγραφο, συχνά κακό, του πρωτότυπου.
Χώρα με τεράστια παράδοση στο σινεμά, με δημιουργούς των
οποίων οι ταινίες διδάσκονται καρέ καρέ στις σχολές κινηματογράφου δείχνει τα
τελευταία χρόνια ικανή για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Και μπορεί ο
Γκοντάρ να παραμένει δημιουργικός παρά την ηλικία του, όμως πέραν αυτού
ελάχιστες είναι οι ταινίες οι οποίες είναι συνδεδεμένες άμεσα με τον σκηνοθέτη,
πράγμα θλιβερό για μια σχολή που ταυτίστηκε με το σινεμά των δημιουργών.
Ο Πατρίς Λεκόντ αποτελεί μία από τις εξαιρέσεις. Με το
πέρασμα των χρόνων, κατάφερε να καθιερωθεί στη συνείδηση του κοινού ως ένας
δημιουργός με το δικό του, προσωπικό κινηματογραφικό σύμπαν.
Γεννήθηκε το 1947 στο Παρίσι. Παράλληλα με τις
κινηματογραφικές του σπουδές δούλεψε ως σχεδιαστής κινουμένων σχεδίων για το
περιοδικό Pilote. Σκηνοθετεί
την πρώτη του ταινία το 1976 (Les Vécés étaient fermés de l’interieur). Την ταινία εκείνη διαδέχονται αρκετές ακόμα, κωμωδίες
ανάλαφρες, οι οποίες κερδίζουν κάποια επιτυχία εντός των τειχών. Καταλυτική
χρονολογία το 1989, συμμετοχή στο Φεστιβάλ Καννών εκείνης της χρονιάς με την
ταινία του Monsieur Hire. Παρότι
μέχρι τότε έχει σκηνοθετήσει αρκετές ταινίες, πολλοί κριτικοί τον υποδέχονται
ως πρωτοεμφανιζόμενο. Την επόμενη χρονιά ακολουθεί ο Εραστής της κομμώτριας,
ένα μικρό διαμάντι, απόδειξη πως με τα
πιο απλά υλικά στη διάθεσή του, ένας ικανός σκηνοθέτης, δύναται να γυρίσει μια
όμορφη ταινία.
Συνεχίζει να σκηνοθετεί ταινίες κάθε δύο χρόνια κατά μέσο
όρο. Είναι αναμενόμενο σε μια εργογραφία τόσο πλούσια να συναντούνται και
κάποιες αδύναμες στιγμές. Τα τελευταία χρόνια η φήμη του έχει φτάσει και στην
Αμερική. Τέσσερις είναι οι ταινίες του
που βγαίνουν στις αίθουσες (Κορίτσι στη γέφυρα, ο Άνθρωπος του τρένου,
Εξομολογήσεις πολύ προσωπικές, Ο καλύτερός μου φίλος), χαρίζοντας φήμη στον
Λεκόντ, παράσημο αναμφισβήτητα από ένα κοινό επιφυλακτικό απέναντι στο μη
αμερικανικό σινεμά. Βέβαια στο Χόλυγουντ δύσκολα εγκαταλείπουν τη συνήθεια της
διασκευής με αποτέλεσμα τρεις ταινίες (ο Άνθρωπος του τρένου, Εξομολογήσεις
πολύ προσωπικές, ο Καλύτερός μου φίλος) να γυριστούν ξανά με την ελπίδα πως
λόγω γλώσσας θα γνωρίσουν μεγαλύτερη επιτυχία.
Προσωπικά θα τον χαρακτήριζα ως τον Μάικ Λι της Γαλλίας αν
και λόγω γλώσσας φέρνει στο νου και τους Αδερφούς Νταρντέν, αγαπημένα παιδιά
του φεστιβάλ των Καννών. Σινεμά αφήγησης, κοινωνικό, στο επίκεντρο οι
ανθρώπινες σχέσεις, όχι μόνο οι ερωτικές, με στιγμές σκοτεινές και καλές
ερμηνείες που υπηρετούν το όραμα του σκηνοθέτη. Επίγνωση των μέσων και σωστή
χρήση αυτών κάτι που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ταλέντου ενός δημιουργού. Παραγωγές
που βγάζουν τα έξοδά τους βρίσκοντας διανομή σε αρκετές χώρες και φεστιβάλ
χωρίς να θυσιάζεται η ποιότητα.
Πέντε ταινίες που ξεχωρίζουν από τη φιλμογραφία του είναι οι
εξής:
Α) Ο εραστής της κομμώτριας ( Le Mari de la coiffeuse, 1990). Ο έρωτας του νεαρού
Αντουάν για μια μεγαλύτερη γυναίκα. Εκείνη είναι κομμώτρια και εκείνος την
επισκέπτεται συχνά. Πενηντάρης πια, θα ερωτευτεί και θα δημιουργήσει σχέση με
μια άλλη κομμώτρια. Η παράλληλη εξιστόρηση του τότε και του τώρα μπλέκει
υπέροχα το όνειρο με την πραγματικότητα. Μία ταινία στον πυρήνα της οποίας
συναντάμε την εφηβική σεξουαλικότητα και την επιρροή της στη διαμόρφωση του
ενήλικου χαρακτήρα.
Β) Το κορίτσι της γέφυρας ( La Fille sur le pont 1999). Μια νεαρή κοπέλα κλαίει
στις όχθες του Σηκουάνα. Ένας άντρας θα ενδιαφερθεί για εκείνη. Η δουλεία του
είναι να πετάει μαχαίρια καθώς ο ανθρώπινος στόχος γυρίζει στον τροχό. Θα
γίνουν συνεργάτες και θα ταξιδέψουν παρέα. Ύστερα οι δρόμοι τους θα χωρίσουν,
εκείνος στην Τουρκία και εκείνη, με κάποιο νεαρό, στην ηλιόλουστη, καλοκαιρινή
Ελλάδα. Υπέροχη η ασπρόμαυρη φωτογραφία σε μια ταινία ποιητική με αναφορές στον
ιταλικό νεορεαλισμό.
Γ) Φέλιξ και Λόλα ( Félix et Lola, 2001). Ένα λούνα παρκ σε περιοδεία. Ο
Φέλιξ δουλεύει στα συγκρουόμενα. Ερωτεύεται τη Λόλα. Αν και το σενάριο θα
αρκούσε για μια ταινία μικρού μήκους, ο Λεκόντ παραμερίζει την αφήγηση και μας
θυμίζει πως ο κινηματογράφος είναι εικόνες και ατμόσφαιρα. Από τις πιο μαύρες ταινίες του. Ιδιαίτερης ομορφιάς οι λήψεις ανάμεσα στα
παιχνίδια του λούνα παρκ.
Δ) Ο άνθρωπος του τρένου ( L'Homme du train, 2002). Ένας άγνωστος άντρας φτάνει
με το τρένο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Εκεί θα γνωριστεί με έναν ποιητή,
συνταξιούχο καθηγητή φιλολογίας. Δύο άκρα συναντούνται και η κάμερα καταγράφει
την εξέλιξη της σχέσης τους καθώς και οι δύο αρχίζουν να αναρωτιούνται πως θα
ήταν η ζωή τους αν ο ένας είχε ακολουθήσει τα βήματα του άλλου. Τα υπαρξιακά
εάν και το μέτρο που χρειάζεται στη ζωή. Ένα σύγχρονο γουέστερν στο οποίο ο
κακός φτάνει όχι με άλογο μα με τρένο.
(Έφτασε η στιγμή ο Πατρίς Λεκόντ να επιστρέψει στο κινούμενο σχέδιο! Η καινούρια του ταινία, Μπουτίκ για Αυτόχειρες, προβάλλεται από 18/4 στους κινηματογράφους)
Τετάρτη 17 Απριλίου 2013
Ιστορίες του Χαλ - Γιώργος Μητάς
Τρεις ιστορίες μοναξιάς με κοινό τόπο το Χαλ της Αγγλίας. Ελάχιστοι, ακόμα και εντός Νησιού, είναι εκείνοι που αναφέρονται στην πόλη με το πλήρες όνομά της, Kingston upon Hull, σημάδι απώλειας της αλλοτινής αίγλης που της χάριζε η στρατηγική θέση της ως λιμάνι της Βόρειας Θάλασσας. Η συρρίκνωση της αλιείας και η αποβιομηχανοποίηση προκάλεσαν την αύξηση της ανεργίας και την οικονομική υποβάθμιση της περιοχής.
Η πόλη, χωρίς ιδιαίτερο τουριστικό ενδιαφέρον, οφείλει την παρουσία επισκεπτών από άλλες χώρες σχεδόν αποκλειστικά στο πανεπιστήμιο της. Εκατοντάδες νέοι φοιτητές καταφθάνουν κάθε Σεπτέμβριο για να παρακολουθήσουν κάποιο από τα προσφερόμενα προγράμματα σπουδών. Ο Μητάς, πρώην μεταπτυχιακός φοιτητής στο Χαλ, τοποθετεί το πανεπιστήμιο στον πυρήνα των ιστοριών του ως συνδετικό κρίκο των φοιτητών με την τοπική κοινωνία, δίχως όμως αυτό να κατατάσσει τις Ιστορίες του Χαλ στην κατηγορία του campus novel.
Είναι η μοναξιά που ορίζει τις ζωές των ηρώων, μοναξιά που εντείνεται εξαιτίας των καιρικών φαινομένων. Η ανθρώπινη επαφή αποτελεί το μοναδικό αντίδοτο. Ο Μητάς χτίζει την κάθε ιστορία γύρω από ένα ζεύγος χαρακτήρων αποτελούμενο από ένα ντόπιο και ένα Μεσόγειο φοιτητή, υπενθυμίζοντας, δίχως τυμπανοκρουσίες, πως η συντροφικότητα δε γνωρίζει σύνορα. Η κυρία Ρότζερς θα συναντήσει τον Λουίς, ο τυφλός φοιτητής Ντόναλντ τον νεαρό Έλληνα και ο Στηβ τον Τούρκο φοιτητή Ασίζ.
Οι ιστορίες του Μητά αποπνέουν μια έντονη μελαγχολία, οι ρυθμοί είναι αργοί και η καθημερινή ρουτίνα διαρκώς παρούσα να στερεί την πιθανότητα της έκπληξης. Υπάρχει ένα κοινό σταυροδρόμι, ένα και μόνο καρέ στο οποίο τέμνονται τα τρία διηγήματα σε μια στιγμιαία αίσθηση σπονδυλωτού μυθιστορήματος, πιθανός σπόρος στο μυαλό του συγγραφέα που δεν άνθισε περαιτέρω. Το Χαλ ταυτίζεται με τη μοναξιά στα μάτια του αναγνώστη που δεν το επισκέφτηκε ποτέ, και όχι άδικα αφού ο συγγραφέας μοιάζει να επιδιώκει αυτή την αίσθηση, ξεκινώντας από τον τίτλο της συλλογής και συνεχίζοντας με τις συνεχείς περιγραφές της μουντής πολιτείας, στοιχείο αναπόσπαστο της πλοκής.
Δεν είναι όμως μόνο οι αναμνήσεις από την παραμονή του συγγραφέα στην Αγγλία αλλά και οι λογοτεχνικές επιρροές με έντονο αγγλοσαξονικό άρωμα που αρμονικά ενσωματώνονται στην αφήγηση. Λόγος μετρημένος, χαρακτήρες στέρεοι, περιγραφή που δημιουργεί έντονες στατικές εικόνες με κυρίαρχο το υγρό στοιχείο· η βροχή, το ποτάμι, η Βόρεια Θάλασσα. Στοιχεία της βρετανικής καθημερινότητας όπως το τσάι, η pub, το fish´n´chips, λειτουργούν αβίαστα και όχι ως απλά στερεότυπα.
Στην τρίτη ιστορία ( Ένα ποτήρι μπίρα), ο Μητάς φλερτάρει στενά με την υποβολή. Το μυστήριο γύρω από την ιστορία του Στηβ, του ασπρομάλλη γίγαντα με τον οποίο συγκατοικεί ο Τούρκος φοιτητής, καθηλώνει και αναδεικνύει την ικανότητα του συγγραφέα στη δημιουργία ατμόσφαιρας. Από τη μία έχουμε τη φανερή ακαδημαϊκή ζωή του Ασίζ και από την άλλη τη σκοτεινή και γεμάτη μυστήριο του Στηβ. Επιβεβαιώνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η τεχνική αρτιότητα και ωριμότητα της γραφής του Μητά σε σχέση με τα πρώτα δύο διηγήματα, εκεί που τα όρια του θέματος είναι αρκετά πιο δεδομένα και η έκβαση της ιστορίας, έως ένα βαθμό, αναμενόμενη. Η σύνδεση των τριών διηγημάτων, τόσο θεματικά όσο και χωρικά, απαλύνει οποιαδήποτε ανισότητα μεταξύ των εκδοχών μοναξιάς στην πόλη του Χαλ· η μια ιστορία βυθίζεται μέσα στην άλλη, οι δρόμοι που περπατούν οι ήρωες είναι κοινοί, όπως κοινή είναι η αγωνία και η μοναξιά.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο ντεμπούτο για τον γεννημένο το 1966 στη Λιβαδειά, Γιώργο Μητά. Η αναμενόμενη κυκλοφορία του πρώτου του μυθιστορήματος, θα δώσει σαφέστερες συντεταγμένες πλεύσης και θα επιβεβαιώσει ή όχι τις προσδοκίες που γεννήθηκαν από το πρωτόλειό του. Για τις Ιστορίες του Χαλ έλαβε το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα για το 2012 από το περιοδικό Διαβάζω.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στο mixtape.gr)
Εκδόσεις Κίχλη
Δευτέρα 15 Απριλίου 2013
Beltenebros - Antonio Muñoz Molina
" Ήρθα στη Μαδρίτη για να σκοτώσω έναν άντρα που δεν είχα δει ποτέ."
Ο Ντάρμαν φτάνει στη Μαδρίτη. Έχει την εντολή να σκοτώσει τον, κατηγορούμενο για υψίστη προδοσία απέναντι στην οργάνωση, Αντράδε. Λίγες μέρες νωρίτερα, στη Φλωρεντία, ενημερώνεται για τη νέα του αποστολή και του παραδίδεται ένας πλήρης φάκελος του "προδότη" με φωτογραφίες, τα δεκάδες ονόματα που έχει κατά καιρούς χρησιμοποιήσει και την τωρινή του κρυψώνα. Ο Ντάρμαν διαμένει μόνιμα στην Αγγλία, είναι ιδιοκτήτης καταστήματος με αντίκες και διάγει βίο οικογενειακό και ήρεμο, φροντίζοντας να αποκρύπτει την πραγματική του ταυτότητα. Το επάγγελμά του του επιτρέπει να ταξιδεύει συχνά, δίχως να γεννά υποψίες στις αρχές, και να λειτουργεί ως αγγελιοφόρος μεταξύ των συνδέσμων της οργάνωσης. Γραμμές διακεκομμένες που συνδέουν τις πόλεις στο χάρτη, δημιουργώντας ένα πυκνό σύνολο από μικρότερες και μεγαλύτερες κουκκίδες, περιλαμβάνουν κέντρα αποφάσεων, στρατηγεία, κρυψώνες σε μια χωρική αποτύπωση της οργάνωσης.
Είναι η δεύτερη φορά που επισκέπτεται την ισπανική πρωτεύουσα για να εκπληρώσει ένα συμβόλαιο θανάτου. Η επιστροφή, δεκαετίες μετά, του ξυπνά αναμνήσεις. Οι ομοιότητες ανάμεσα στις δύο υποθέσεις δημιουργούν ένα σύνολο αντικατοπτρισμών, συχνά παραμορφωτικών, έδαφος πρόσφορο για την πάντα παιχνιδιάρικη μνήμη. Η Νοσταλγία αποτελεί μία εκ των παρατάξεων του παρελθοντικού στρατεύματος, με οπλισμό συχνά ελαφρύτερο σε σχέση με την Υπόθεση και την Ενοχή, τμήματα που διακρίνονται για την επιθετικότητα και την τάση τους στην αυτοκαταστροφή. Η αθώα αναπόληση παραδίδει τη σκυτάλη σε ερωτήματα σκοτεινά.
Υπνοβάτης που περιδιαβαίνει μια Μαδρίτη ονειρική, ο Ντάρμαν, προσπαθεί να ισορροπήσει σε συνθήκες έντονου κοντράστ. Σέρνει την κόπωση χρόνων, τη ματαιότητα των πεπραγμένων. Θα είναι η τελευταία φορά σκέφτεται, σε μια απόπειρα να οπλιστεί με κίνητρο και αποφασιστικότητα. Σκεπτικισμός και διάθεση αμφισβήτησης απέναντι στις εντολές, συναισθήματα πρωτόγνωρα για έναν διεκπεραιωτή, δύσκολα διαχειρίσιμα. Η εμπιστοσύνη όταν παύει να είναι τυφλή κλυδωνίζεται και σχεδόν πάντα αίρεται.
H διάκριση ανάμεσα σε καλούς και κακούς δε βρίσκει εφαρμογή στους ήρωες του Μολίνα. Οι λιγότερο κακοί εξ αυτών καταβάλλουν προσπάθειες αλλά ως εκεί. Εγκλωβισμένοι στην ατελή τους φύση, γυρεύουν ελαφρυντικά για να καταλαγιάσουν εντός τους το άγχος της ύπαρξης. Νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια στο σκοτάδι παρά στο φως, στο παρελθόν παρά στο παρόν.
Νουάρ μυθιστόρημα, φτιαγμένο με τα καλύτερα υλικά από ένα μαιτρ του είδους, τον Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα. Διαρκής χρήση παρομοιώσεων που επιτείνει το παιχνίδι αντικατοπτρισμών προσθέτοντας διαρκώς νέες εικόνες και μια διάθεση ποιητική. Λόγος μακροπερίοδος που θυμίζει ένα μοναχικό σόλο τρομπέτας, δουλεμένος στη λεπτομέρεια (και υπέροχα δοσμένος στη μετάφραση) με υποδειγματική χρήση των σημείων στίξης. Ανάσα κοφτή μα όχι ασφυκτική.
Ο Μολίνα είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας, το Beltenebros είναι το τρίτο του βιβλίο που διαβάζω, προηγήθηκαν ο Χειμώνας στη Λισσαβώνα και τα Μυστήρια της Μαδρίτης.
Μετάφραση Βιβή Φωτοπούλου
Εκδόσεις Σέλας
Παρασκευή 12 Απριλίου 2013
Η Συζυγική Ζωή - Sergio Pitol
Από τον καταιγισμό ονομάτων, με τον οποίο συνηθίζει να κατακλύζει ο Βίλα-Μάτας τον αναγνώστη, προέκυψε η επιθυμία να ανασύρω το μυθιστόρημα του Πιτόλ, παρά το γεγονός πως η θέση του στην προς ανάγνωση λίστα ήταν αρκετά χαμηλά. Η αναφορά στον Μεξικανό αποτέλεσε το ένα σκέλος της απόφασης, το έτερο αυτής προέκυψε από τη διάθεση να συνεχίσω ισπανόφωνα.
Η Ζακλίν, γόνος φτωχής οικογένειας, γνωρίζει-ερωτεύεται-παντρεύεται τον Νικολάς Λομπάτο, ευκατάστατο νέο με επιχειρηματικό δαιμόνιο που του επιβάλλει να παίρνει διαρκώς νέα ρίσκα αποσκοπώντας στο μεγαλύτερο κέρδος. Η ζωή της Ζακλίν αλλάζει ριζικά, αφήνει πίσω της τη μιζέρια που χαρακτήριζε - και συνεχίζει να χαρακτηρίζει - την οικογένειά της και ιδιαίτερα τις αδερφές της. Νιώθει πως πλέον μπορεί να αφιερωθεί στο μεγάλο πάθος της: την πνευματική καλλιέργεια.
"Όλα άλλαξαν μέσα σε μια στιγμή, όταν, σπάζοντας με τα χέρια της μια δαγκάνα καβουριού και ακούγοντας τον κρότο μιας φιάλης σαμπάνιας που άνοιγε πίσω από την πλάτη της, άφησε να την κυριεύσει μια ιδέα που θα την επισκεπτόταν περιοδικά, μετατρέποντάς την, οριστικά πια, σε μια γυναίκα με πολύ άσχημες σκέψεις." Το συμβάν έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της δεξίωσης που παρέθεσε το ζευγάρι για τον εορτασμό της έβδομης επετείου του γάμου του. Η σκέψη να σκοτώσει τον άντρα της δεν αργεί να μετατραπεί σε εμμονή. Μετά από κάθε αποτυχημένη απόπειρα καταλαγιάζει εντός της για να ξυπνήσει πάλι με την εμφάνιση ενός καινούριου εραστή, παρέα με τον οποίο επιχειρούν να σχεδιάσουν εκ νέου τη δολοφονία του πλούσιου συζύγου ώστε να καρπωθούν την περιουσία του. Ταυτόχρονα, ο Νικολάς Λομπάτο επιδίδεται σε σεξουαλικές απιστίες που ο ίδιος τις θεωρεί κομμάτι του έγγαμου βίου, χωρίς να σταματά στιγμή να προσφέρει στη Ζακλίν την απαραίτητη υλική ευμάρεια.
Για χρόνια, η εισαγόμενη στην Ελλάδα σαπουνόπερα είχε ως χώρα παραγωγής το Μεξικό. Δεκάδες τηλενουβέλες γοήτευσαν και καθήλωσαν το τηλεοπτικό κοινό. Αυτά συνέβαιναν κάποτε, τώρα στη θέση τους ευδοκιμούν τα τούρκικα σήριαλ αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Η αίσθηση που μου άφησε το μυθιστόρημα του Πιτόλ ήταν πως επρόκειτο για παρωδία μεξικάνικης σαπουνόπερας. Ως προς αυτό μάλλον δεν τα καταφέρνει άσχημα αν και οι παρωδίες δεν υπήρξαν ποτέ η αδυναμία μου. Φαίνεται πως ο συγγραφέας αρκέστηκε σε αυτό, ίσως πάλι η παρωδία να αποτέλεσε το μοναδικό στόχο του. Δεκτό.
Στο επίκεντρο της κριτικής του Πιτόλ βρίσκονται ο γάμος και η γρήγορη κοινωνική ανέλιξη μέσω του ξαφνικού πλουτισμού. Κριτική που όμως παραμένει στην επιφάνεια, στοιχειοθετημένη από στερεότυπα, υπερβολές και επαναλήψεις. Ο συγγραφέας παραθέτει καρικατούρες χαρακτήρων, με τους οποίους ο αναγνώστης δύσκολα θα ταυτιστεί, αν και θα μπορέσει να διακρίνει γνώριμα στοιχεία δύσκαμπτων αντρικών και γυναικείων προτύπων. Υπάρχουν κάποια σημεία στο κείμενο που στιγμιαία δίνουν την αίσθηση πως ο συγγραφέας επιτέλους θα κάνει ένα βήμα προς τα μέσα, θα θελήσει να φύγει για λίγο από την επιφάνεια της παρωδίας για να φυτέψει ένα σπόρο, να κοιτάξει τους χαρακτήρες του από κοντά. Όμως όχι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το θέμα της σεξουαλικότητας των ηρώων, θέμα, πάνω στο οποίο ο συγγραφέας, πέφτει συνεχώς αλλά επιμένει να αποφεύγει, αφήνοντας έτσι να αιωρείται το πιο ενδιαφέρον ίσως κομμάτι της ιστορίας του.
Η Ζακλίν θυμίζει τη, συμπαθή πλην όμως αφελή, Νανά του Ζολά. Διάσπαρτες στο έργο οι επιρροές της γαλλικής λογοτεχνίας, αποτέλεσμα ίσως της παραμονής του συγγραφέα στο Παρίσι. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος χρήσης της σκηνής με το καβούρι και τη σαμπάνια ως καθοδηγητικό μοτίβο (Leitmotiv). Αρκετές συγγραφικές αρετές που όμως αδικούνται από το θέμα. Πρόθεση για μαύρο χιούμορ - η πρόθεση όμως ποτέ δεν υπήρξε αρκετή. Ανάγνωση βλοσυρή και κάπως κουραστική παρά το ολιγοσέλιδο του μεγέθους και το ελαφρύ του περιεχομένου.
Μετάφραση Κατερίνα Τζωρίδου
Εκδόσεις Καστανιώτη
Τετάρτη 10 Απριλίου 2013
Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα - Άντζελα Δημητρακάκη
Η Κατίνα Μελά, γόνος ελληνοαμερικανικής οικογένειας, εγκαταλείπει το Σικάγο για την Αθήνα. Επιθυμεί μια καινούρια αρχή αλλά στερείται ακόμα του απαραίτητου τσαγανού, ικανού να την οδηγήσει στο ολοκληρωτικά ανοικείο και αυθεντικά νέο, μακριά από πρόσωπα και αναμνήσεις του παρελθόντος. Η απόφασή της να εγκατασταθεί στην Αθήνα εμπεριέχει το συστατικό της νοσταλγίας και του αισθήματος ασφάλειας που αυτή προσφέρει.
Η Δημητρακάκη παραδίδει το πληκτρολόγιο στην ηρωίδα της μαζί και την ελευθερία να αποδώσει γραπτώς την εμπειρία της παραμονής στην Αθήνα, από το Σεπτέμβριο του 2006 έως τον Ιούλιο του 2007. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο, μέσα από μια σειρά επιστολών –μερικές από τις οποίες δε βρήκε ποτέ το κουράγιο να στείλει – η Κατίνα επικοινωνεί τα νέα, τις ελπίδες, τους φόβους, τις φιλοδοξίες και τα σχέδια της με διάφορους αποδέκτες, κυρίως της “αμερικανικής” της ζωής. Με το πέρας των επιστολών τα κομμάτια του παζλ συμπληρώνονται, το παρελθόν της Κατίνας αναδύεται δίπλα στις αθηναϊκές της περιπέτειες. Ο πρόωρος χαμός της μητέρας της, ο χωρισμός της από την Ταμάρα, η πολεμική σχέση με τον πατέρα της και η διατριβή της σχετικά με την ποιήτρια Θαλασσία Ύλη αποτελούν τους κεντρικούς πυλώνες της απόφασης για φυγή.
Νοικιάζει σπίτι κοντά στην οδό Ευριπίδου, στην κακή πλευρά του κέντρου· οι μυρωδιές από τα μπαχάρια κυριαρχούν στη γύρω περιοχή όμως αδυνατούν να καλύψουν τους καβγάδες που φτάνουν στο διαμέρισμά της από το φωταγωγό. Βρίσκει δουλειά σε μια μπουτίκ με μοναδικό προσόν τη νεοϋορκέζικη προφορά – και ας γεννήθηκε στο Σικάγο, απλή λεπτομέρεια για τις πλούσιες πελάτισσες. Αγοράζει μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, πραγματοποιεί την πρώτη της εκδρομή στο Σούνιο όπου διαβάζει τις τελευταίες σελίδες από την Αστροφεγγιά του Παναγιωτόπουλου και με θλίψη συνειδητοποιεί πως ποτέ δε θα καταφέρει να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο, εγκλωβισμένη καθώς είναι στον κόσμο του Μπρετ Ίστον Έλις. Αγανακτεί με τις εταιρείες παροχής ίντερνετ, πηγαίνει σε πάρτυ, κυκλοφορεί στο κέντρο, απολαμβάνει τον καλό καιρό, δοκιμάζει να μιλήσει σε κόσμο και να δικτυωθεί στη λεσβιακή κοινότητα.
Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος αποτελείται από τις σελίδες ημερολογίου. Σκέψεις ενδόμυχες, λιγότερο λογοκριμένες, εν βρασμώ. Φωτίζονται έτσι αρκετές σκοτεινές πλευρές της ιστορίας. Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με την επιστημονική ανακοίνωση που παρουσιάζει η Κατίνα σε ένα συνέδριο στους Δελφούς, αποτελώντας ουσιαστικά τη λύση του μυστηρίου.
Η Δημητρακάκη πειραματίζεται και δικαιώνεται· διηγείται μια ιστορία με πλοκή σύνθετη και δυναμική, που σκοπό έχει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, με έναν τρόπο στατικό, χρησιμοποιώντας ένα αρκετά μεγάλο πεδίο λόγων – επιστολές, ημερολόγιο, ποίηση, συνεντεύξεις, επιστημονική εργασία. Την αμεσότητα των επιστολών και του ημερολογίου διαδέχεται ο αφαιρετικός λόγος της ποίησης ενώ η λύση δίνεται μέσω της αποστασιοποίησης που προσφέρει ο επιστημονικός λόγος.
Οι ήρωες των μυθιστορημάτων της Δημητρακάκη ανήκουν σε μια γενιά που μπορεί να μη γνώρισε κακουχίες ιστορικές αλλά φέρει ακέραιο το βάρος της ύπαρξης· αναζητούν καταφύγιο στη φυγή σε μια προσπάθεια να αυτοπροσδιοριστούν νιώθοντας άβολα στο επίπλαστο σκηνικό ευμάρειας που τους περιβάλει. Τα αισιόδοξα νούμερα της οικονομίας δεν προσφέρουν καμία ανακούφιση στις φοβίες τους ενώ οι οικογενειακές σχέσεις μάλλον περιπλέκουν την κατάσταση. Η Κατίνα διαθέτει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, στα οποία προστίθεται το γεγονός πως είναι λεσβία. Η απουσία της ομοφυλόφιλης γυναίκας από την ελληνική λογοτεχνία εκκωφαντική, η Δημητρακάκη καλύπτει το κενό αυτό και εντάσσει τη σεξουαλικότητα στην αναζήτηση της κοινωνικής διαφοράς. Μια ελληνοαμερικανίδα λεσβία στη “φιλόξενη” Αθήνα.
Και αν η ομοφυλόφιλη ηρωίδα αποτελεί τη μία όψη της έμπνευσης, τότε η άλλη μάλλον προέκυψε τη στιγμή κατά την οποία η Δημητρακάκη οραματίστηκε τη διεθνούς φήμης ποιήτρια, Θαλασσία Ύλη. Χαρακτήρας ολοκληρωμένος, με αρκετά βιογραφικά στοιχεία, συνεντεύξεις αλλά και μέρος του ποιητικού της έργου να παρατίθεται.
Πυκνότητα λόγου και διακειμενικές αναφορές που όμως δεν ανακόπτουν την ορμητική ροή του κειμένου. Η Δημητρακάκη σε κάθε βιβλίο εξελίσσεται δίχως να χάνει τις εμμονές εκείνες που καθιστούν το συγγραφικό της σύμπαν προσωπικό και ιδιαίτερο. Αξίζει γι’ αυτό, να πιάσει κανείς το νήμα από την αρχή και να ακολουθήσει χρονικά τα βήματά της μέχρι το Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα, μυθιστόρημα που μοιάζει να ολοκληρώνει μια τετραλογία αφιερωμένη στη δεκαετία του ’90.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στο bookstand.gr)
υ.γ Με την ανάγνωση του παρόντος βιβλίου ολοκληρώθηκε ένα υπέροχο ταξίδι στα μυθιστορήματα της Δημητρακάκη (απομένει η συλλογή διηγημάτων). Συνιστώ προς κάθε ενδιαφερόμενο να πιάσει το μυθιστορηματικό νήμα από την αρχή, αν είναι δυνατόν. Εδώ παραθέτω τις αναρτήσεις για τα υπόλοιπα μυθιστορήματά της: Ανταρκτική, Αντιθάλασσα, Το Μανιφέστο της Ήττας.
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Δευτέρα 8 Απριλίου 2013
Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ - Enrique Vila-Matas
Τη διετία 1974-1976 ο Βίλα-Μάτας έζησε στο Παρίσι και η εμπειρία αυτή έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη του. Ήταν τότε που έκανε τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία και είχε την τύχη να βρίσκεται στην πλέον λογοτεχνική πόλη. Χρόνια μετά, με αφορμή μια διάλεξη περί ειρωνείας, διάρκεια τριών ημερών, θα αναφερθεί σε εκείνη την περίοδο, θα μιλήσει για το Παρίσι που δεν τελειώνει ποτέ. Τα όρια ανάμεσα στο βιογραφικό ρεαλισμό και τη μυθοπλασία είναι δυσδιάκριτα και συχνά μπερδεύονται. Μια αναμέτρηση με τη μνήμη.
Το είδωλο του νεαρού συγγραφέα, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, δήλωνε σχετικά με την παραμονή του στο Παρίσι "πολύ φτωχός αλλά και πολύ ευτυχής", κάτι το οποίο ίσχυε μόνο κατά το ήμισυ για τον Βίλα-Μάτας. Καταφέρνει να πείσει την Μαργκερίτ Ντυράς να του νοικιάσει τη σοφίτα της, αναγκάζεται να απαρνηθεί τον Χέμινγουεϊ και να τοποθετήσει τη Ντυράς στην τριάδα των αγαπημένων του, στο πλευρό του Λόρκα και του Θερνούδα, από φόβο μήπως δεν του νοικιάσει το σπίτι. Με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, απόρροια του μηνιαίου πατρικού εμβάσματος, τριγυρίζει στο Παρίσι, συχνάζει σε μπαρ, εμπλέκεται με τους καταστασιακούς, βρίσκεται με Ισπανούς συζητώντας με τις ώρες σχετικά με τον Φράνκο. Γνωρίζει δεκάδες γνωστούς και σπουδαίους των γραμμάτων, συναντά ακόμα περισσότερους. Δεν ξεχνά στιγμή τον Χέμινγουεϊ.
Πρωταρχικός στόχος του, κατά την παραμονή του στο Παρίσι, να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα. Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ είναι ο ορισμός του μυθιστορήματος μαθητείας. Εκεί θα γνωρίσει το έργο του Μπόρχες, θα δεχτεί συμβουλές από τη Ντυράς, θα παραστεί σε δεκάδες λογοτεχνικές συζητήσεις αλλά, πάνω απ' όλα, η ζωή στο Παρίσι θα αποτελέσει μια εμπειρία τόσο δυνατή που θα του προσφέρει το λογοτεχνικό βάπτισμα του πυρός. Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ για τον συγγραφέα, πάντα θα επιστρέφει για να περπατήσει στα ίδια βουλεβάρτα. Καμία σχέση δεν έχει το Παρίσι, σύμφωνα με τον Βίλα-Μάτας, με την τουριστική μεταολυμπιακή Βαρκελώνη. Αναπνέει καλύτερα δίχως τους δεκάδες καθεδρικούς και τα αρχιτεκτονικά καπρίτσια του Γκαουντί. Αναφέρεται συχνά στον Πέρεκ και ιδιαίτερα στο έργο του Χoρείες χώρων.
Δεκάδες τα ονόματα που παρελαύνουν από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Όπως πάντα, τα βιβλία του Καταλανού συγγραφέα αποπνέουν πρώτα και κύρια αγάπη για τη λογοτεχνία, τη συγγραφή και την ανάγνωση. Βιβλιοφιλική λογοτεχνία. Απαραίτητες οι σημειώσεις σε έργα και συγγραφείς, δεκάδες νήματα ανεμίζουν και προσμένουν με υπομονή να σε οδηγήσουν στο επόμενο. Είναι γνωστό καταφύγιο τα μυθιστορήματα του Βίλα-Μάτας, ικανά να ξυπνήσουν μέσα σου το πάθος για τη λογοτεχνία. Είναι αναμενόμενο η ανάγνωση να φέρει στο νου, έμμεσα ή άμεσα, προηγούμενα αναγνώσματα αλλά και να δημιουργήσει τα επόμενα. Στο Παρίσι βρέθηκε και ο Χαβιέρ Μαρίας, σε ηλικία 17 ετών, για να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα, τα Λημέρια του Λύκου. Στη γαλλική πρωτεύουσα κατέφυγε και ο αφηγητής του μυθιστορήματος του Νίτσον, Η χρονιά του έρωτα. Η ύστατη προσευχή του Χέμινγουεϊ αποτελεί κεντρικό πυλώνα στο σπουδαίο μυθιστόρημα του Θέρκας, η Ταχύτητα του φωτός. Και είναι μόνο μερικές από τις δεκάδες συνδέσεις.
Και όσο για το επόμενο; Πιτόλ. Το όνομά του μου τράβηξε την προσοχή και θυμήθηκα πως στη ντάνα με τα αδιάβαστα έχω τη Συζυγική ζωή, δανεική. Καιρός να το επιστρέψω λοιπόν!
(και για να προσθέσω μερικούς ακόμα συνδέσμους) Οι αναρτήσεις για κάποια ακόμα βιβλία του Βίλα-Μάτας που έχω διαβάσει: Δουβλινιάδα, Δόκτωρ Πασαβέντο, Μπαρτλεμπυ & Σία.
Μετάφραση Ναννά Παπανικολάου
Εκδόσεις Καστανιώτη
Πέμπτη 4 Απριλίου 2013
Ο κλέφτης της νοσταλγίας - Hervé Le Tellier
Ένα χρονογράφημα, στη γαστρονομική σελίδα γαλλικού περιοδικού, θα πυροδοτήσει μία σειρά από απρόβλεπτα γεγονότα. Ο συντάκτης της στήλης επινοεί ένα χαρακτήρα και ντύνει τις συνταγές για ζυμαρικά με αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια του ήρωα στην Ιταλία, όταν η μητέρα του τον άφηνε στη Σουζάνα για να τον προσέχει και εκείνος δίπλα της γνώρισε τη μαγεία της επιλογής του κατάλληλου ζυμαρικού και της παρασκευής της σάλτσας. Υπογράφει ως Τζιοβάνι ντ' Αρέτσο. Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία της πρώτης συνταγής, λαμβάνει στη διεύθυνση της εφημερίδας ένα γράμμα από τη Φλωρεντία, με υπογραφή Τζιοβάνι ντ' Αρέτσο. Το δεύτερο χρονογράφημα θα ακολουθήσει μια δεύτερη επιστολή. Ο συντάκτης της στήλης επιθυμεί διακαώς να απαντήσει, οι επιστολές όμως δε φέρουν τη διεύθυνση του αποστολέα και έτσι θα αναγκαστεί να αναζητήσει τον Τζιοβάνι ντ' Αρέτσο στον τηλεφωνικό κατάλογο της Φλωρεντίας. Η αναζήτηση θα δείξει τρεις καταχωρήσεις με το όνομα αυτό. Θα στείλει το ίδιο γράμμα και στους τρεις ελπίζοντας ανάμεσά τους να βρίσκεται και ο ιδιόρρυθμος αναγνώστης της στήλης του.
Άπαξ και ο Λε Τελιέ εντόπισε το αφηγηματικό εύρημα η συνέχεια υπάκουσε πειθήνια στη φαντασία του. Άνθρωποι που δε γνωρίζονται αλληλογραφούν και μοιράζονται μυστικά και αναμνήσεις, οι ζωές τους πλησιάζουν και σε κάποια σημεία αλληλοκαθορίζονται. Η περιέργεια οδηγεί σε μονοπάτια σκοτεινά. Τα ζυμαρικά παραμένουν σταθερά ως βάση του πιάτου, η σάλτσα είναι αυτή που διαφέρει. Ο επιστολικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος εξυπηρετεί την ιδέα του συγγραφέα και δημιουργεί την απαραίτητη ένταση στον αναγνώστη καθώς οι επιστολογράφοι εναλλάσσονται.Τίποτα δεν είναι απλό και δεδομένο στο σύμπαν του Γάλλου συγγραφέα, εκτός από τη δέσμευσή του σε κάποιες αρχές, κυρίως ως προς τη δομή. Είναι η προσωπική δέσμευση που αναδεικνύει τη φαντασία.
Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα του Λε Τελιέ (είχε προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων, Sonates de bar) που κυκλοφόρησε το 1992 χρονιά κατά την οποία έγινε μέλος του OULIPO (Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας), ομάδας που ιδρύθηκε το 1960 από τον Raymond Queneau και τον Francois Le Lionnais. Ντεμπούτο χαρακτηριστικό της μετέπειτα εξέλιξης του συγγραφέα. Η αλήθεια είναι πως δε μπόρεσα να εντοπίσω το μαθηματικό μοντέλο (αν όντως υπάρχει) πάνω στο οποίο πατά το μυθιστόρημα, τα μαθηματικά άλλωστε δεν ήταν ποτέ το δυνατό μου σημείο. Η προφανής παρουσία μαθηματικών εντοπίζεται στην έρευνα γύρω από τον πίνακα, ο Γάμος της Κανά, ο οποίος εικάζεται πως περιέχει κωδικοποιημένο μήνυμα σχετικά με κάποιον κρυμμένο θησαυρό. Ναι, ξέχασα να σας πω παραπάνω πως ανάμεσα σε όλα εκείνα που αφειδώς γέννησε η φαντασία του Λε Τελιέ υπάρχει και ένα μεσαιωνικό μυστήριο!
Ο Κλέφτης της Νοσταλγίας είναι ένα υπέροχο βιβλίο!
Το Λε Τελιέ τον γνώρισα μέσα από το μυθιστόρημά του Αρκετά μιλήσαμε γι' αγάπη.
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Opera
Δευτέρα 1 Απριλίου 2013
Το Ομότιμο Μανιφέστο - Βασίλης Κωστάκης
«Γιατί είναι πολύ πιθανότερο κάποιος να (συν)δημιουργήσει το μέλλον παρά να το προβλέψει.»
Κατηφορίζοντας προς το Free Thinking Zone για την παρουσίαση του βιβλίου, Το Ομότιμο Μανιφέστο, πραγματικά δεν ήξερα τι να περιμένω. Από τη μία χαιρόμουν που δε θα έδινα το παρόν σε μία ακόμα παρουσίαση, με την παγιωμένη στο πέρασμα του χρόνου μορφή, ενώ από την άλλη φοβόμουν μια πιθανή διάλεξη με όρους σύνθετους και έννοιες δυσνόητες. Αποδείχτηκε τελικώς πως γνώριζα πολλά περισσότερα γύρω από την ομότιμη δημιουργία απ’ όσα προηγουμένως πίστευα.
Τι είναι όμως ομότιμη δημιουργία;
Η αρχή βρίσκεται στην ομότιμη (peer-to-peer) σύνδεση δύο ή περισσοτέρων υπολογιστών σε δίκτυο που τους επιτρέπει να μοιράζονται τους πόρους τους ισοδύναμα. Ξεκινώντας από τα ομότιμα δίκτυα υπολογιστών, η παραγωγή μέσα από ομότιμες πρακτικές επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς της οικονομίας της πληροφορίας.
Υπάρχουν ευρέως γνωστά παραδείγματα ομότιμης δημιουργίας;
Πολλά και διάσημα με πλέον γνωστή την εγκυκλοπαίδεια Wikipedia αλλά και δεκάδες άλλα προϊόντα Ελεύθερου Λογισμικού/ Λογισμικού Ανοιχτού Κώδικα. Οι πλατφόρμες πολιτισμού Internet Archive και Librivox. Οι άδειες Κοινών Δημιουργημάτων (Creative Commons). κ.α. Προσπάθειες που γεννήθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται χάρη στην ενεργή συμμετοχή των χρηστών και ανήκουν στον καθένα ξεχωριστά σε μία ταυτόχρονη συνύπαρξη του ατομικού ως μέρος του συλλογικού και αντίστροφα.
Αντικείμενο της ομότιμης δημιουργίας αποτελεί η πληροφορία, δηλαδή η μη υλική παραγωγή, ή αλλιώς, η παραγωγή της πληροφορίας: παραγωγή γνώσης, δεδομένων, σχεδίων και πολιτισμού. Αρκεί μια αρχική ιδέα για να εμπνεύσει ανθρώπους από όλο τον κόσμο να συνεισφέρουν τις προσωπικές τους γνώσεις, ιδέες ή δεξιότητες στην υλοποίησή της. Μια ψηφιακή κολεκτίβα με ανεπτυγμένο τον αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετώπισε η κοινότητα των ομότιμων (συν) δημιουργών υπήρξε η ανάγκη για προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα του «προϊόντος». Πολλοί υπήρξαν εκείνοι (ονόματα δε λέμε…) που κατάφεραν να οικειοποιηθούν το αποτέλεσμα μιας ομότιμης δημιουργίας. Μπροστά σε αυτό το κίνδυνο δημιουργήθηκαν τα κατάλληλα νομικά εργαλεία κατοχύρωσης και διάθεσης πνευματικών δημιουργημάτων, τα οποία προασπίζουν την κλίμακα αξιών των δημιουργών (Creative Commons, General Public Licenses).
Το Ομότιμο Μανιφέστο κυκλοφορεί από τις Βορειοδυτικές Εκδόσεις που με έδρα τα Γιάννενα επιχειρούν κάτι που εκ πρώτης φαντάζει επιχειρηματικά τρελό, δίνοντας τη δυνατότητα σε όποιον το επιθυμεί να κατεβάσει δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή όλα τα βιβλία των εκδόσεων. Με τον τρόπο όμως αυτό αποδεικνύουν στην πράξη την στάση τους απέναντι στα πνευματικά δικαιώματα που περιορίζουν και δημιουργούν φραγμούς στη διάδοση του εκάστοτε έργου. Προασπίζουν το δικαίωμα του δημιουργού αλλά ταυτόχρονα δεν αντιστέκονται στη φυσική κατάσταση για αφθονία. Χρησιμοποιώντας την άδεια Creative Common 3.0 δίνουν στον αναγνώστη πλήρη ελευθερία απέναντι στο έργο υπό τρεις βασικές αρχές: Αναφορά προέλευσης – Μη εμπορική χρήση – Παρόμοια διανομή.
Με το Ομότιμο Μανιφέστο, ο οικονομολόγος Βασίλης Κωστάκης επιχειρεί να συντάξει, όπως άλλωστε εύστοχα μαρτυρά ο τίτλος του βιβλίου, ένα μανιφέστο με τις αρχές του ομότιμου κινήματος. Αν και ο ίδιος στον επίλογο του βιβλίου αποποιείται τον όρο επιστημονικό ως χαρακτηρισμό, εντούτοις, και λόγω των σπουδών του συγγραφέα στον τομέα της πολιτικής οικονομίας, το βιβλίο έρχεται να επεκτείνει την ελληνική βιβλιογραφία και να προκαλέσει τη βάση για προβληματισμό και αφύπνιση όπως θα όφειλε να είναι η βασική επιδίωξη κάθε επιστήμονα.
Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε στο voreiodytikes.blogspot.gr και στο kostakis.org.