Θα σου πω αύριο, της είπα όταν με ρώτησε πώς μου φάνηκε το μυθιστόρημα της Άλι Σμιθ, δεν ξέρω ακόμα, συμπλήρωσα. Και έλεγα την αλήθεια. Υπάρχουν βιβλία που σηκώνουν σκόνη κατά την ανάγνωση, πότε ενοχλητική και πότε με το φως παιχνιδιάρικη, αλλά σκόνη. Αν δεν κατακάτσει πρώτα, είναι δύσκολο να εκφέρεις μια γνώμη τελική, οι κόκκοι ακόμα αιωρούνται. Δεν έχει να κάνει με το δυσνόητο του κειμένου ή το μέγεθος αυτού, σκόνη δύναται να σηκώσει και το πιο αθώο στιχάκι - αν υποθέσουμε πως υπάρχει.
Πέρασαν μέρες τελικά, αν και συνήθως ένα βράδυ αρκεί. Με απασχολούσε η ανάμνησή του, στο νου μου στριφογυρνούσαν σκηνές και αποσπάσματα, κυρίως αποσπάσματα, τέτοια είναι άλλωστε η φύση της γραφής της Σμιθ, αποσπασματική.
Γιουουουουουουου-
χουουουου τι πτώση τι πτήση τι άλμα τι φούντο στο φως στο σκοτάδι τι βουτιά τι γδούπος τι γλίστρα γδούπος πάταγος τι φόρα κατηφόρα τι φούρια τι τρομάρα τι τρελή πνιχτή κραυγή τι τσάκισμα και σμπαράλιασμα θρύψαλα και κομμάτιασμα τι η καρδιά στο στόμα τι τέλος.
Τι ζωή.
Τι χρόνια.
Τι ένιωσα. Τότε. Πάει.
Ορίστε η ιστορία μου· αρχίζει από το τέλος.
Το φάντασμα της Σάρα Γουίλμπυ διηγείται την ιστορία της αρχίζοντας από το τέλος, σε χρόνο αόριστο, καθώς οι μνήμες από το πριν ξεθυμαίνουν, οι αισθήσεις αδυνατίζουν, οι λέξεις ξεφεύγουν, η ανυπαρξία οριστικοποιείται. Δεύτερη μέρα που δούλευε στο ξενοδοχείο, ένα παιχνίδι θάρρους με ένα συνάδελφό της, ένα τέλος τραγικό.
Ένα ξενοδοχείο είναι το σκηνικό, μέρος στο οποίο διασταυρώνονται καθημερινά οι ζωές τυχαίων επισκεπτών και σταθερών υπαλλήλων, η διανυκτέρευση προσδίδει την απαραίτητη βαρύτητα στο πέρασμα, μέρος που συνδυάζει μοναδικά την εστία με τον απρόσωπο χώρο. Οι νεκροί μοιάζουν κατά κάποιον τρόπο με ξενοδοχεία. Από τη μία, δεκάδες απλοί επισκέπτες, γνωστοί και τυχαίοι περαστικοί, ανώδυνες διασταυρώσεις στο δρόμο και την αγορά, άνθρωποι που απλώς αγγίχτηκαν για μια μικρή στιγμή. Από την άλλη, οι σταθεροί πελάτες και οι υπάλληλοι, η οικογένεια και οι φίλοι, μετρημένοι και λίγοι, το βάρος της απώλειας εκείνους βαραίνει, πώς αλλιώς;
Τα τελευταία ίχνη του νεκρού βρίσκονται στη μνήμη των ζωντανών, από την κυρία που διαβάζει αδιαλείπτως τις νεκρολογίες στην εφημερίδα και μουρμουρίζει, κρίμα, ήταν νέο παιδί, μέχρι το πλέον κοντινό και αγαπημένο πρόσωπο. Όσο είναι ακόμα καιρός, οι ιστορίες των ζωντανών πρέπει να ειπωθούν, για να διατηρηθεί ο νεκρός στη μνήμη. Και η Άλι Σμιθ δε νιώθει άνετα με τη λήθη.
Πειραματισμός στη μορφή, αλλαγές ύφους και αφηγηματικού προσώπου, κεφάλαια χωρισμένα με βάση τους χρόνους της γραμματικής, η αύρα της Γουλφ παρούσα μα η ανάγκη για πρωτοπορία και ανανέωση μεγαλύτερη, συνοχή αυξομειούμενης έντασης και σκόνη στο πέρασμα των σελίδων, αίσθηση επαφής με κάτι σημαντικό και ταυτόχρονη αμφιβολία.
Η σύγκρουση του αντικειμενικού με το υποκειμενικό, ίσως αποτελεί μία από τις διαφορές του μελετητή και του απλού αναγνώστη. Ψυχρά και ακαδημαϊκά - πόσο γίνεται αυτό, δεν ξέρω - διακρίνω τη σπουδαιότητα του μυθιστορήματος, μάλιστα θραύσματα αυτής της σπουδαιότητας με καθήλωσαν και με γοήτευσαν, με άγγιξαν κατευθείαν στο συναίσθημα, δε στάθηκαν όμως αρκετά. Τα όρια του ζεύγους "μου άρεσε - δε μου άρεσε" ασφυκτικά και μάλλον άχρηστα. Το βήμα που επιχειρεί να πραγματοποιήσει η Σμιθ υποσχόταν πολλά, παρά τις όποιες σπασμωδικές μικροκινήσεις, η ελπίδα εξακολουθούσε να παραμένει ορατή, το ταλέντο της αδιαμφισβήτητο, έθεσε τον πήχη ψηλά. όμως τελικώς επικράτησε η αίσθηση του ανολοκλήρωτου.
Ακόμα και τώρα αμφιταλαντεύομαι. Σκέφτομαι πως υπάρχουν μυθιστορήματα υπέροχα, όμορφα και μοναδικά, υπάρχουν όμως και εκείνα τα άλλα, τα διαμορφωτικά...
Μετάφραση Άρτεμις Λόη
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα