Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Hotel Cosmos - Ali Smith










Θα σου πω αύριο, της είπα όταν με ρώτησε πώς μου φάνηκε το μυθιστόρημα της Άλι Σμιθ, δεν ξέρω ακόμα, συμπλήρωσα. Και έλεγα την αλήθεια. Υπάρχουν βιβλία που σηκώνουν σκόνη κατά την ανάγνωση, πότε ενοχλητική και πότε με το φως παιχνιδιάρικη, αλλά σκόνη. Αν δεν κατακάτσει πρώτα, είναι δύσκολο να εκφέρεις μια γνώμη τελική, οι κόκκοι ακόμα αιωρούνται. Δεν έχει να κάνει με το δυσνόητο του κειμένου ή το μέγεθος αυτού, σκόνη δύναται να σηκώσει και το πιο αθώο στιχάκι - αν υποθέσουμε πως υπάρχει.

Πέρασαν μέρες τελικά, αν και συνήθως ένα βράδυ αρκεί. Με απασχολούσε η ανάμνησή του, στο νου μου στριφογυρνούσαν σκηνές και αποσπάσματα, κυρίως αποσπάσματα, τέτοια είναι άλλωστε η φύση της γραφής της Σμιθ, αποσπασματική.

Γιουουουουουουου-
             χουουουου τι πτώση τι πτήση τι άλμα τι φούντο στο φως στο σκοτάδι τι βουτιά τι γδούπος τι γλίστρα γδούπος πάταγος τι φόρα κατηφόρα τι φούρια τι τρομάρα τι τρελή πνιχτή κραυγή τι τσάκισμα και σμπαράλιασμα θρύψαλα και κομμάτιασμα τι η καρδιά στο στόμα τι τέλος.
              Τι ζωή.
              Τι χρόνια.
              Τι ένιωσα. Τότε. Πάει.
              Ορίστε η ιστορία μου· αρχίζει από το τέλος.

Το φάντασμα της Σάρα Γουίλμπυ διηγείται την ιστορία της αρχίζοντας από το τέλος, σε χρόνο αόριστο, καθώς οι μνήμες από το πριν ξεθυμαίνουν, οι αισθήσεις αδυνατίζουν, οι λέξεις ξεφεύγουν, η ανυπαρξία οριστικοποιείται. Δεύτερη μέρα που δούλευε στο ξενοδοχείο, ένα παιχνίδι θάρρους με ένα συνάδελφό της, ένα τέλος τραγικό.

Ένα ξενοδοχείο είναι το σκηνικό, μέρος στο οποίο διασταυρώνονται καθημερινά οι ζωές τυχαίων επισκεπτών και σταθερών υπαλλήλων, η διανυκτέρευση προσδίδει την απαραίτητη βαρύτητα στο πέρασμα, μέρος που συνδυάζει μοναδικά την εστία με τον απρόσωπο χώρο. Οι νεκροί μοιάζουν κατά κάποιον τρόπο με ξενοδοχεία. Από τη μία, δεκάδες απλοί επισκέπτες, γνωστοί και τυχαίοι περαστικοί, ανώδυνες διασταυρώσεις στο δρόμο και την αγορά, άνθρωποι που απλώς αγγίχτηκαν για μια μικρή στιγμή. Από την άλλη, οι σταθεροί πελάτες και οι υπάλληλοι, η οικογένεια και οι φίλοι, μετρημένοι και λίγοι, το βάρος της απώλειας εκείνους βαραίνει, πώς αλλιώς;

Τα τελευταία ίχνη του νεκρού βρίσκονται στη μνήμη των ζωντανών, από την κυρία που διαβάζει αδιαλείπτως τις νεκρολογίες στην εφημερίδα και μουρμουρίζει, κρίμα, ήταν νέο παιδί, μέχρι το πλέον κοντινό και αγαπημένο πρόσωπο. Όσο είναι ακόμα καιρός, οι ιστορίες των ζωντανών πρέπει να ειπωθούν, για να διατηρηθεί ο νεκρός στη μνήμη. Και η Άλι Σμιθ δε νιώθει άνετα με τη λήθη.

Πειραματισμός στη μορφή, αλλαγές ύφους και αφηγηματικού προσώπου, κεφάλαια χωρισμένα με βάση τους χρόνους της γραμματικής, η αύρα της Γουλφ παρούσα μα η ανάγκη για πρωτοπορία και ανανέωση μεγαλύτερη, συνοχή αυξομειούμενης έντασης και σκόνη στο πέρασμα των σελίδων, αίσθηση επαφής με κάτι σημαντικό και ταυτόχρονη αμφιβολία.

Η σύγκρουση του αντικειμενικού με το υποκειμενικό, ίσως αποτελεί μία από τις διαφορές του μελετητή και του απλού αναγνώστη. Ψυχρά και ακαδημαϊκά - πόσο γίνεται αυτό, δεν ξέρω - διακρίνω τη σπουδαιότητα του μυθιστορήματος, μάλιστα θραύσματα αυτής της σπουδαιότητας με καθήλωσαν και με γοήτευσαν, με άγγιξαν κατευθείαν στο συναίσθημα, δε στάθηκαν όμως αρκετά. Τα όρια του ζεύγους "μου άρεσε - δε μου άρεσε" ασφυκτικά και μάλλον άχρηστα. Το βήμα που επιχειρεί να πραγματοποιήσει η Σμιθ υποσχόταν πολλά, παρά τις όποιες σπασμωδικές μικροκινήσεις, η ελπίδα εξακολουθούσε να παραμένει ορατή, το ταλέντο της αδιαμφισβήτητο, έθεσε τον πήχη ψηλά. όμως τελικώς επικράτησε η αίσθηση του ανολοκλήρωτου.       

Ακόμα και τώρα αμφιταλαντεύομαι. Σκέφτομαι πως υπάρχουν μυθιστορήματα υπέροχα, όμορφα και μοναδικά, υπάρχουν όμως και εκείνα τα άλλα, τα διαμορφωτικά...



Μετάφραση Άρτεμις Λόη
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
  

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Ο Φάρος - Alison Moore







Τι και αν οι φάροι συνεχώς αναβοσβήνουν; Ναυάγια ξεβράζουν τα κύματα, ανθρώπους και παλιοσίδερα.

«Όρθιος στο κατάστρωμα του φέρι ο Φουθ αδράχνει την κρύα κουπαστή με τα μαλακά του χέρια. Κάτω από το καινούργιο άνορακ ο άνεμος του ρίχνει αλύπητα γροθιές σ’ όλο του το σώμα, του ανακατώνει το αραιό πια μαλλί, του φέρνει δάκρυα στα μάτια. Τέτοιο καιρό καλοκαιριάτικα δεν τον περίμενε. Έχει να πατήσει το πόδι του σε φέρι από δώδεκα χρονών, από το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό μαζί με τον πατέρα το. Και τότε καλοκαίρι ήταν κι είχε τον ίδιο παλιόκαιρο, οπότε δε θα ‘πρεπε να εκπλήσσεται.»

Η Άλισον Μουρ μας συστήνει τον πρωταγωνιστή της ιστορία της από την πρώτη κιόλας αράδα, δίχως περιττές εισαγωγές, δίχως αναβολές. Είναι ο Φουθ που, στο σήκωμα της αυλαίας, στέκει μονάχος στο κατάστρωμα του φέρι. Κοιτάζει τα βρετανικά παράλια να σβήνουν καθώς το πλοίο ολοένα κερδίζει μίλια, απομακρύνεται από την υπό ανατροπή ζωή του, αναζητά την ανάσα που τόσο του έλειψε τις τελευταίες μέρες. Ο χωρισμός, αναμενόμενος μα αρκούντως σοκαριστικός. Στην επιστροφή, ένα καινούργιο διαμέρισμα θα τον περιμένει, γεμάτο κούτες προς τακτοποίηση, σύνθεση ετερόκλητων κομματιών, απομεινάρια χρόνιας συμβίωσης, ελλείψεις και μπαλώματα, μια καθημερινότητα διαφορετική, χωρίς εκείνη. Τώρα αναζητά τη φυγή, την προσωρινή αναστολή λειτουργίας. Απαραίτητη δειλία.

Το σχέδιο αποφυγής περιλαμβάνει μία βδομάδα πεζοπορία στη γερμανική ύπαιθρο. Άσκηση αυτοσυγκέντρωσης, κόπωση του σώματος, διοχέτευση της θλίψης και του εκνευρισμού, στόχος ανομολόγητος η ανασυγκρότηση.  Σε μονοπάτια γνώριμα από παλιά, τότε που βάδισε, μικρό παιδί, στο πλευρό του πατέρα του, την τελευταία φορά που πήρε το φέρι.   

Ο Φουθ δε διαθέτει τίποτα το ηρωικό, πρόκειται για ένα συνηθισμένο άνθρωπο που είδε τη ζωή του να ανατρέπεται. Είχε επενδύσει στη βεβαιότητα της μέσης ηλικίας, απόφαση φαινομενικά χαμηλού ρίσκου και ανεκτής απόδοσης· η εξαίρεση, όμως, είναι αυτή που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Τα σημάδια δεν έλειψαν, οι φάροι σήμαναν ξέρες. Ναυάγιο.

Συμβάν κομβικό που προσδίδει λογοτεχνικό ενδιαφέρον και ωθεί τη συγγραφέα να διηγηθεί την ιστορία αυτού του ανθρώπου. Πιστή στη βρετανική λογοτεχνική παράδοση, του ήπιου και εσωτερικού ρυθμού, που προτιμά τον ψίθυρο από την κραυγή και το δάκρυ από το λυγμό, η Μουρ, αποδίδει το πορτραίτο του Φουθ, επιμένοντας στο παρελθόν, πατώντας στο παρόν και φοβούμενη το μέλλον. Λόγος λιτός που δεν απομακρύνει στιγμή το φως του προβολέα από τα πρόσωπα των χαρακτήρων, η αφηγήτρια, μια παρουσία διακριτική,  υπηρετεί πιστά την ιστορία της.

Η μορφή της Βιρτζίνια Γουλφ παρούσα από τον τίτλο κιόλας, ευθεία παραπομπή σε ένα από τα μυθιστορήματά της  - Στο Φάρο - που ακόμα ασκεί ισχυρή επίδραση στην αγγλοσαξονική και όχι μόνο γραμματεία. Η Μουρ νιώθει οικεία με τη λογοτεχνική κληρονομιά, δεν επιθυμεί να καινοτομήσει, δε διεκδικεί καν πρωτοτυπία στο θέμα της και εντάσσει δίχως ενοχή στερεότυπα στην ιστορία της. Ξέρει όμως να διηγηθεί και αυτό είναι το σημαντικό.



Info: Ο Φάρος εντάσσεται στη νεοσύστατη σειρά ξενόγλωσσης λογοτεχνίας των Εκδόσεων Ίκαρος που διακρίνεται, εκτός της αισθητικής της, για την επιλογή σπουδαίων μεταφραστών, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση της Αθηνάς Δημητριάδη. Ένα εγχείρημα τολμηρό σε περίοδο συρρίκνωσης της αγοράς του βιβλίου, μακάρι να βρει την ανταπόκριση που του πρέπει.  



Εκδόσεις Ίκαρος

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Το Βάρος - Jeanette Winterson






Κανόνας προσωπικός, μέχρι πρότινος απαράβατος, μην ξεκινάς βιβλίο την ίδια μέρα που τέλειωσες το προηγούμενο, πέρασε το σελιδοδείκτη, μπορείς, μα ύστερα κοιμήσου με τον πιστό, των τελευταίων ημερών, σύντροφο, μην τον προδώσεις για χάρη της λάμψης των προσδοκιών.

Τις πρώτες γραμμές θα κοιτάξω, είπα, μάλλον για να με πείσω πως δεν επρόκειτο για παράβαση, τις πρώτες τρεις γραμμές και ύστερα θα το κλείσω και θα το ακουμπήσω εδώ στο πλάι, μέχρι αύριο. Ύστερα είπα, μα είναι τόσο νωρίς ακόμα και έχω τόση διάθεση για διάβασμα. Ξενύχτησα.

Οι στρώσεις του ιζηματογενούς πετρώματος είναι σαν τις σελίδες ενός βιβλίου...
Η καθεμιά καταγράφει το ιστορικό της ζωής εκείνης της εποχής...
Δυστυχώς, το αρχείο είναι κάθε άλλο παρά πλήρες...
Το αρχείο είναι ελλιπέστατο...

Και οι σελίδες συσσωρεύονται, η μία μετά την άλλη, συνθέτουν διηγήσεις, το φανταστικό μπερδεύεται με το πραγματικό, τα όρια δυσδιάκριτα, ιστορίες δικές σου και αλλότριες, καταχωρήσεις σε τόμο κοινό, διασκευή της πραγματικότητας και επινόηση της ανάμνησης, με ή χωρίς τη θέληση του υποκειμένου· συντροφιά για τα κρύα βράδια, τότε που το ταξίδι στο παρελθόν κρίνεται απαραίτητο, οι φωτογραφίες στη βιβλιοθήκη και η θύμηση, τα καβαφικά κεριά και η εξέλιξη.

Η αφήγηση, από την πρώτη αρχή, μέσο για την κατανόηση του κόσμου, του μεγάλου και απέραντου κόσμου. Ο μύθος, καταφύγιο με αμυδρό φωτισμό, στη σκοτεινιά της ύπαρξης, αποκούμπι ύπνου
γλυκού, καθώς τα μάτια βαραίνουν.

Θέλω να ξαναπώ την ιστορία.

Από την αρχή, να με ακούσω και να ακουστώ, να πιάσω το νήμα της αφήγησης που διατρέχει τους αιώνες, να νιώσω μέρος του όλου, να προσαρμόσω τις συνθήκες στο σήμερα, ένα μικρό λιθαράκι, ίσα για να διακρίνει το μονοπάτι ο επόμενος, αν τυχόν υπάρξει.

Ο ελεύθερος άνθρωπος ποτέ δεν σκέφτεται τη φυγή. Στην αρχή δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε καν ο χώρος κι ο χρόνος. Θα μπορούσες να πετάξεις προς το μέρος μου το σύμπαν ολόκληρο κι εγώ θα μπορούσα να το πιάσω με το ένα χέρι. Δεν υπήρχε καν σύμπαν. Τότε ακόμα ήταν υποφερτό.

Τώρα όμως; Θέλω να ξαναπώ την ιστορία μα διστάζω, νιώθω άνετα στο ρόλο του ακροατή, σιγουριά πως κάποιος θα διηγηθεί ξανά την ιστορία με έναν τρόπο προσαρμοστικό και μοναδικό, δίχως να χαθεί μήτε στάλα μαγείας, πάντα κάποιος υπάρχει και εφησυχάζομαι, οκνηρία ή μήπως αδυναμία να ακούσω την ιστορία μου; Θαμπώνομαι από την ομορφιά, αποφεύγω τη βουτιά στα λιμνάζοντα ύδατα, σκύβω και κόβω το λουλούδι, να το φέρω στη μύτη να το μυρίσω, και ο σπόρος ίσως να βρίσκεται λίγο πιο πέρα, στα βάτα. Είναι ο σπόρος που πρέπει να διατηρηθεί, εκείνος θα φέρει την άνοιξη, όταν ο πάγος θα έχει κάψει όλα μας τα άνθη, όταν η ομορφιά θα έχει το χρώμα του βρώμικου χιονιού λίγο πριν εκείνο λιώσει, η διήγηση θα σώσει τον κόσμο, ξανά.  

Και η Γουίντερσον ξέρει να διηγείται και να αποπλανά, δίχως τη ματαιοδοξία του πρωτότυπου επιστρέφει στο πρώτειπο για να μας πει το μύθο του Άτλαντα και του Ηρακλή, για τη φιλία, τον έρωτα και την αβάσταχτη μοναξιά, για το βάρος. Και ας μην έχουν οι θεοί  του σήμερα πάθη, αφού οι εκπρόσωποί τους τους τιμώρησαν με ευνουχισμό, οι άνθρωποι συνεχίζουν να υποφέρουν και να λαχταρούν, και όταν φοβούνται και νιώθουν μικροί τότε κάποιος πρέπει να βρεθεί να ξαναπεί την ιστορία από την αρχή.



Μετάφραση Λεωνίδας Καρατζάς
Εκδόσεις Ωκεανίδα


Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Τ. - Ρωμανός Σκλαβενίτης Πιστοφίδης





«Υπάρχουν φορές που κι οι πιο δειλοί γίνονται θαρραλέοι. Υπάρχουν φορές που ούτε το θάρρος αρκεί. Κάποιοι πρέπει να πεθάνουν. Έτσι θα όφειλαν ή, τουλάχιστον, έτσι συμβαίνει. Απλώς για να μη βασανίζονται και να μην βασανίζουν.»



Το 2020, μια ομάδα καθημερινών ανθρώπων, χρησιμοποιώντας τόνους εκρηκτικών, ανατινάζει συθέμελα τη Θεσσαλονίκη. Εκεί που κάποτε έστεκε η Νύμφη του Θερμαϊκού, τώρα απλώνονται τεράστιες εκτάσεις χέρσας γης, μετατρέποντας την πρώην πόλη σε επίκεντρο του παγκόσμιου κατασκευαστικού ενδιαφέροντος. Μια μητρόπολη γεννάται μέσα από τις στάχτες της καταστροφής. Το μετρό, οι ουρανοξύστες και οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας δεν αρκούν  όμως για να μετατρέψουν μια μεγαλούπολη σε μητρόπολη, λίγες είναι οι πόλεις παγκοσμίως που διεκδικούν και κερδίζουν επάξια τον τίτλο αυτό, η Τ., όπως είναι πια γνωστή η Θεσσαλονίκη, είναι μία απ’ αυτές.

Σε ένα σκηνικό μητροπολιτικό, εκεί που το φως διαδέχεται το σκοτάδι σε απόσταση λίγων οικοδομικών τετραγώνων, εκατομμυριούχοι και ζητιάνοι χωράνε στο ίδιο κάδρο, συμμορίες χωρίζουν ζώνες επιρροής, μεσίτες είναι έτοιμοι να αυξομειώσουν τεχνητά τις τιμές και την αξία μιας γειτονιάς με σκοπό το κέρδος που χορεύει στενά με την ανάπτυξη δίνοντας την εντύπωση ενός σώματος, άνθρωποι ονειρεύονται, ερωτεύονται, θυμώνουν, γελάνε και πεθαίνουν, με ή χωρίς τη θέλησή τους.

Ο Σεντάρης είναι τριάντα πέντε χρονών συγγραφέας, αναζητά την έμπνευση και αρνείται να εγκαταλείψει την ιδέα του αστυνομικού μυθιστορήματος με κεντρικό ήρωα τον Σίντερο. Η Αγκνές είναι μοντέλο, πρωταγωνιστεί στις πλέον αναγνωρίσιμες διαφημιστικές καμπάνιες και  μετακόμισε στην Τ. για να βρίσκεται στην κεντρική σκηνή. Μια κοινότατη, μα ως συνήθως μοναδική, ιστορία αγάπης.

Ο Σκλαβενίτης-Πιστοφίδης  αποφασίζει να χτίσει τη Θεσσαλονίκη από την αρχή, αφήνει πίσω του την επικαιρότητα της κρίσης και καταφεύγει στο μέλλον, αναζητώντας εκεί τον απαραίτητο χώρο για να στεγάσει την ιστορία του αλλά και ένα καταφύγιο προσωπικό, μια παράπλευρη ονειροπόληση. Οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ιστορία του Σεντάρη και της Άγκνες, η Θεσσαλονίκη ως μητρόπολη και η αποφυγή της κρίσης ως πραγματικότητα, φανερώνουν το δημιουργό πίσω από το μυθιστόρημα. Η μητρόπολη Τ. όχι μόνο πείθει, αλλά ασκεί στον αναγνώστη αυτή τη χαρακτηριστική αντιφατική γοητεία, μια συνεχή εναλλαγή αισθημάτων έλξης και απώθησης, σκηνικό ιδανικό για την εξέλιξη της ιστορίας.

Από την άλλη, ο συγγραφέας δείχνει να ανήκει στη μικρή εκείνη κατηγορία των ομοτέχνων του που αποφεύγει να εντάξει την οικονομική κρίση στον πυρήνα της ιστορίας, ίσως γιατί ακόμα είναι νωρίς, η σκόνη πρέπει  πρώτα να κατακάτσει. Τώρα είναι η στιγμή των δημοσιογράφων να καταγράψουν, οι συγγραφείς θα μιλήσουν μετά. Και όμως, παρότι μας μεταφέρει στο μακρινό 2055, εντούτοις εκφράζει ξεκάθαρα τη θέληση για μια επανεκκίνηση από το απόλυτο μηδέν.

Οι μητροπόλεις είναι παρούσες  και στο πρώτο μυθιστόρημα του νεαρού συγγραφέα, Διαβάτες στην πόλη, δίχως όμως ετούτο να αφήνει την οποιαδήποτε σκιά επανάληψης. Αντίθετα, η εμμονή σε αυτό το μοτίβο μοιάζει να αποτελεί αντικείμενο συστηματικής έρευνας και επιτόπιας παρατήρησης, γεγονός που το καθιστά συγγραφικώς λειτουργικό και όχι μια ελιτίστικη επίδειξη σφραγίδων στο διαβατήριο.  Στο, πάντα κρίσιμο και διαφωτιστικό για τη συνέχεια, δεύτερο μυθιστόρημά του, ο Σκλαβενίτης-Πιστοφίδης φέρει μαζί του τις αρετές του προηγούμενου (όπως για παράδειγμα τους πειστικούς και ολοκληρωμένους χαρακτήρες, την ικανότητα να διηγείται παράλληλα και άλλες ιστορίες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, και να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη),  δουλεύει τις αδυναμίες του, παρουσιάζει πρόοδο στους διαλόγους, προσφέρει ένα γράψιμο νευρώδες, στακάτο και κοφτό, σχεδόν αναγνωρίσιμο από τις πρώτες κιόλας γραμμές.



(πρωτοδημοσιεύτηκε στο mixtape.gr)





Εκδόσεις Απόπειρα

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Ανεμόσκαλα - Μιχάλης Σπέγγος







Το σπίτι, μια από τις ελάχιστες μονοκατοικίες που απέμειναν στη γειτονιά. Το έχτισε ο πατέρας του Ηλία, πριν γεννηθούν αυτός και η αδερφή του. Κάποτε η γειτονιά ήταν καλή, ασφαλής, αστική.

Στην ίδια γειτονιά υπάρχει το μαγαζί το δικό μου. Υπάρχει και το ψιλικατζίδικο του Αρτέμη. Εξηντάρης ο Αρτέμης και φίλος του Ηλία, ο μοναδικός γκαρδιακός.

Στον πυρήνα οι δυο τους, ο Ηλίας και ο Αρτέμης, φίλοι καρδιακοί παρά τη διαφορετικότητά τους, ή ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτής, η ισορροπία των αντίθετων δυνάμεων δεν αφήνει μήτε το ελάχιστο περιθώριο για συμβιβασμούς, αποδοχή πλήρης, ειδάλλως απόρριψη. Η, αντιδραστική στη λεκτική περιγραφή, σύνδεση δύο ψυχών.

Ζεύγος φιλοσοφικής αντίθεσης. Από τη μία ο Ηλίας,οικογενειάρχης, θρήσκος και συντηρητικός, καταφεύγει στην πίστη και νιώθει άνετα στα όρια που εκείνη του θέτει. Από την άλλη ο Αρτέμης, εργένης, πνεύμα ανήσυχο, ατίθασο, εγκατέλειψε τη βεβαιότητα του δημοσίου υπαλλήλου αδυνατώντας να συμβιβαστεί με τις επιταγές του σχολικού προγράμματος. Δεν υπάρχει όμως απόλυτη καθαρότητα, στη συντήρηση του Ηλία επιβιώνουν σπέρματα φιλοπροοδευτικά, στο ανοιχτό μυαλό του Αρτέμη η σκοτεινιά του διαφορετικού. Η αβεβαιότητα αποτελεί τόπο κοινό, αποκούμπι του Ηλία η πίστη, του Αρτέμη η λογική, στους μεγάλους περιπάτους καταφεύγουν όταν το πράγμα ζορίζει ιδιαιτέρως.  

Η γειτονιά παρακμάζει, ανασφάλεια επικρατεί, λίγοι εκείνοι που αρνούνται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, μειοψηφία. Μια κοινωνία σε αποσύνθεση, η οικονομική κρίση της επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα. Γύρω από το στενό πυρήνα των δύο, κύκλοι ομόκεντροι, ιστορίες σε κοινό άξονα περιστροφής. Της οικογένειας, των φίλων, της γειτονιάς, της επικαιρότητας. Ο αφηγητής, παρατηρητής εκ του σύνεγγυς, με έναν τρόπο αποσπασματικό, που μπορεί - αρχικώς - να ξενίσει, συνθέτει τα θραύσματα των υποϊστοριών του, τα πλέκει στο σώμα της κύριας πλοκής, σε μια προσπάθεια να σκιαγραφήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Τοποθετεί ένα σημείο μηδέν, ένα σήμερα απαραίτητο για τα πριν και τα μετά της ιστορίας, μια κρίσιμη στιγμή, ένα κορμί που αιωρείται στο ελάχιστο κενό που το χωρίζει από το σωτήριο πάτωμα, μια πέτρα που αναταράζει την υδάτινη επιφάνεια. Οι τρεις συντεταγμένες της ιστορίας, η γειτονιά, οι δύο φίλοι, το σήμερα. 

Η μορφή υπερέχει συχνά του περιεχομένου, όμως υπάρχει κάτι στη γραφή του Σπέγγου που πείθει για το συνειδητό της επιλογής. Η αποσπασματικότητα του λόγου του αποτυπώνει ρεαλιστικά την πραγματικότητα όπως τη βιώνουμε πια, κάποιες στιγμές κουράζει και κάποιες άλλες ξενίζει, αλλά τελικώς λειτουργεί αφήνοντας την αίσθηση της κατάβασης με ανεμόσκαλα. Διάθεση φιλοσοφική, απόπειρα σφαιρικής προσέγγισης μέσω των διαλόγων, πρωταρχικός στόχος η χρήση της λογικής, η απόρριψη της φορεμένης πεποίθησης, και όχι η παράθεση της υπέρτατης αλήθειας από την πένα του συγγραφέα. Ο συγγραφέας προσθέτει δόσεις δράσης, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό από το απαραίτητο, εκεί χάνει πόντους το τελικό αποτέλεσμα καθώς το στερεότυπο εισέρχεται στην εξίσωση, μετριάζοντας το προσωπικό στίγμα του συγγραφέα.

Αν ήταν ταινία θα ήταν μια καλογυρισμένη αμερικάνικη.



Εκδόσεις Διόπτρα

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

ΜεταΠοίηση - Δημοσθένης Παπαμάρκος





Είχα φάει δέκα μέρες φυλακή, επειδή, λέει, δεν είχα καθαρίσει καλά την ξιφολόγχη μου. Είχε σημάδια από σκουριά. Οι Τούρκοι όμως δε σκάγανε για τέτοια. Γιατί όταν ορμήξαμε να καθαρίσουμε εκείνο το χαράκωμα στο Σαραντάπορο, η ξιφολόγχη που μου κάρφωσε ο Τούρκος ήταν τόσο σκουριασμένη που έσπασε μέσα στον ώμο μου.

Διαβάζω τις πρώτες γραμμές από το εναρκτήριο διήγημα της συλλογής, διακρίνω γνώριμα εδάφια της ελληνικής λογοτεχνίας, η δυσπιστία χτυπά επίμονα την πόρτα. Συνεχίζω την κατάβαση στη σελίδα, ελαφρύς πια από προσδοκίες. Να χειροκροτάς τη διατήρηση της κληρονομιάς και το γεμάτο φροντίδα πότισμα της ρίζας, γιατί δεν είναι λίγο. Αλλά είναι διαφορετική εκείνη η πλάτη, που λαχταράς να δεις, του κορμιού που κάνει ένα βήμα μπροστά και ας φοράει παρόμοια ρούχα με σένα.

Συμπεράσματα βιαστικά, ο νους που προτρέχει να βάλει ταμπέλες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, για να πεισθεί πως διατηρεί τον έλεγχο απέναντι στο αλλοπρόσαλλο συναίσθημα, μα είναι τελικά εκείνο που από το τέλος του πρώτου κιόλας διηγήματος θα τον εξαναγκάσει σε επαναξιολόγηση των δεδομένων.

Βρισκόμαστε στο τρίτο διήγημα, ο νους δε σταματά, παρότι διακρίνει το βήμα να γίνεται, δεν ικανοποιείται, επιμένει να δώσει εξήγηση, σκαλίζει νέα επιγραφή: Ιστορία. Υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας αναφέρει το σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα, γραφή φρέσκια μα θεματική, εμπνευσμένη από το μακρινό παρελθόν. Λάθος ξανά, όπως η πλειοψηφία των γενικεύσεων άλλωστε.

Με πληγωμένο εγωισμό, μα αποδεχόμενος την ευθύνη του, ο νους πισωπατά, παραιτείται. Και είναι τότε που η πραγματική ανάγνωση ξεκινά.

Αρετή μιας συλλογής διηγημάτων αποτελεί η απουσία της υπεροχής του ενός έναντι των υπολοίπων, φαινόμενο δυστυχώς συχνό, λουλούδι θαυμάσιο που σερβίρεται με αρκετό χορτάρι τριγύρω ίσα για το ντεκόρ, για να μην είναι μονάχο του, αποτέλεσμα τελικώς παράταιρο και λυπηρό. Παγίδα που ο Παπαμάρκος αποφεύγει άνετα, ανεξάρτητα από την υποκειμενική αδυναμία του αναγνώστη σε κάποιο διήγημα, πρέπει να αναγνωριστεί το υψηλό - όπως ο ίδιος ο συγγραφέας εξ αρχής όρισε - επίπεδο, η προσωπική σφραγίδα σε ένα δημιούργημα ενιαίο, με συνοχή και χαρακτήρα, δίχως υψομετρική εναλλαγή.

Στον πυρήνα η αδερφική σχέση, όπως ο Κάιν με τον Άβελ φρόντισαν, από την αρχή κιόλας της Ιστορίας, να ορίσουν, μια σχέση αίματος. Η βία και η μαιευτική της ικανότητα έναντι της Ιστορίας. Το παρελθόν που επαναλαμβάνεται, δίχως - σχεδόν ποτέ - να διδάσκει, το ευμετάβλητο παρόν και το άγραφο μέλλον.

Το μεταφυσικό στοιχείο παρόν στις ιστορίες, αρμονικά σφηνωμένο στην πλοκή, υπενθυμίζει πως στην παράδοσή μας δεν έχουμε μόνο εμφύλιους και πολυτεχνεία, μα και μύθους σκοτεινούς της λαϊκής παράδοσης και της αρχαίας γραμματείας...

Ήταν η γραφή εκείνη που με έκανε να τσεκάρω την ηλικία του Παπαμάρκου, η αλήθεια είναι πως εντυπωσιάστηκα από το αποτέλεσμα της αφαίρεσης, τον φανταζόμουν μεγαλύτερο, δεν με ενόχλησε, η φωνή μοιάζει δική του και όχι δανεική. Ακόμα ένα λογικό λάθος.     

Εν ολίγοις, σταθερές βάσεις στο παρόν, το βλέμμα στο μέλλον και ένα τραγούδι να συντροφεύει την ανάγνωση.   







Εκδόσεις Κέδρος
   

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Μη Φεύγεις - Γιάννης Πάσχος








Στις συλλογές διηγημάτων, πάντα προσμένω πολλά από εκείνο το ένα που έδωσε το όνομά του στη συλλογή, μόλις πιάσω το βιβλίο στα χέρια μου, το αναζητώ στα περιεχόμενα, άλλοτε το διαβάζω πρώτο και άλλοτε σέβομαι τη σειρά, νιώθω όμως πως πρόκειται για το πιο αγαπημένο του συγγραφέα, ο πυρήνας γύρω από τον οποίο χτίστηκε το τελικό σύνολο και ας μην έχω αποδείξεις γι’ αυτό. Έσυρα το δάκτυλο για ένα δεύτερο πέρασμα, πιο προσεκτικό, ομότιτλο διήγημα δε βρήκα και έμεινα να επαναλαμβάνω τον τίτλο,  πότε με ύφος παρακλητικό και πότε προστακτικό. Μη φεύγεις.

Ο Γιάννης Πάσχος, λίγο πριν συμπληρώσει τα εξήντα, μοιάζει να αποτυπώνει γραπτώς τον καμβά της καθημερινότητάς του. Η νοσταλγία για τα περασμένα, η παρατήρηση της πραγματικότητας, οι προσδοκίες και οι φόβοι που το μέλλον γεννά, η διάθεση για παράδοση στα τερτίπια της φαντασίας.  Η ανάγκη για μια καλή ιστορία που θα απαλύνει τον πόνο, η επινόηση που θα εξάψει τη φαντασία, η διάσωση της μνήμης.

Λέξεις, απλές και απροσχεδίαστες, ικανές συχνά να προκαλέσουν συναισθηματική κατολίσθηση, λέξεις που φέρνουν στην επιφάνεια ένταση χρόνων, αδύνατο να ανακοπεί πριν ξεθυμάνει. Η κατάπτωση του σώματος. Η ανθρώπινη τάση για ερμηνεία και εξήγηση. Η Ιστορία που κάνει κύκλους, μάλλον άσκοπα, αφού ουδείς δείχνει να διδάσκεται κάτι. Η ονειροπόληση του παρατηρητή, καταφύγιο αποσυμπίεσης από την πραγματικότητα.

Είναι φορές, που ο νους τρέχει γρηγορότερα από τον «πραγματικό» χρόνο και προλαβαίνει να στήσει τα δικά του σκηνικά, σε ένα όνειρο δίχως ύπνο. Ο αργοπορημένος δείκτης έρχεται να διαλύσει το σύννεφο αυτό. Εμπειρία σχεδόν μεταφυσική, γνώριμη σε όποιον την έχει βιώσει, πηγή έμπνευσης για τον συγγραφέα.

Το παρελθόν, γεμάτο με νοσταλγία και διδάγματα, στέκει ακίνητο μα απομακρύνεται συνεχώς, καθώς τα χρόνια περνούν. Ο συγγραφέας, επιθυμεί να μοιραστεί τις εμπειρίες του, ένα καθήκον πατρικό, δίχως να κρατά μαστίγιο, αλλά ταυτόχρονα, να καταστήσει κατανοητό τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει και ερμηνεύει τον έξω κόσμο. Η παρατήρηση, εργαλείο απαραίτητο όχι μόνο για τη συγγραφή, και η διαρκής προσπάθεια για κατανόηση, η αναζήτηση της ελπίδας σε έναν κόσμο που ολοένα και πιο σκληρός γίνεται, ακόμα και για κάποιον με πλούσια πείρα. Οι απαραίτητες προσδοκίες, μοναδικό ανάχωμα μαζί με την αγάπη, απέναντι στο άγχος και τους εφιάλτες του άγνωστου μέλλοντος.

Η γραφή του Πάσχου υπαινίσσεται πολλά, με μια συστολή να τη διακρίνει, η ταπεινότητα εκείνου που δε χρειάζεται τεχνάσματα εντυπωσιασμού. Λόγος δουλεμένος που δεν υποκύπτει στη στείρα νοσταλγία και την κακώς εννοούμενη ποιητικότητα, αλλά υπηρετεί πιστά την κάθε ιστορία. Μοναδική ένσταση, το σπασμωδικό κλείσιμο ορισμένων ιστοριών, που το εξέλαβα ως υποχρεωτική εξήγηση ή συμπυκνωμένο επιμύθιο δίχως όμως να μου είναι κατανοητή η χρησιμότητα.

Ανάμεσα στα σαράντα εφτά διηγήματα της συλλογής, κάποια ξεχωρίζουν αναγκαστικά περισσότερο, όμως και εκείνα που εκ πρώτης μοιάζουν να υστερούν, επιτελούν σιωπηλά το συνεκτικό τους έργο, καθιστώντας το Μη Φεύγεις έργο με αρχή και τέλος, μακριά από την αποσπασματικότητα που διακρίνει αρκετές συλλογές διηγημάτων.




(πρωτοδημοσιεύτηκε στο bookstand.gr)


Εκδόσεις Ίνδικτος

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Θυμάμαι (;)







Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε άραγε;

Δε θα ήταν δύσκολο, αναλογίζομαι, δύο τρεις λέξεις κλειδιά σε κάποια μηχανή αναζήτησης θα αρκούσαν, αγνοώ το λόγο, μα έχω μουλαρώσει, επιμένω μονάχος μου να διαλύσω το νέφος ομοιομορφίας που η μνήμη (ή μήπως η λήθη) έχει απλώσει στην ανάμνηση αυτή.  

Συνθέτω την εικόνα.

Έκανε κρύο. Μάλλον φθινόπωρο πρέπει να ήταν, ή τέλος χειμώνα αρχές άνοιξης, φορούσα σίγουρα μπουφάν, το μαύρο στρατιωτικό που αγόρασα πριν μια δεκαετία σε εκείνο το πολύχρωμο παζάρι στη Μπολόνια. Μια δεκαετία από φέτος, όχι από τότε.

Πήγα μόνος μου, δεν είμαι σίγουρος αν ήταν πράξη επιλογής ή ανάγκης, δεύτερη αβεβαιότητα. Κατέβηκα τα σκαλιά του Αν, συνεπής με την ώρα της αφίσας. Ένας από τους λίγους με το χούι να λαμβάνουν υπόψην τους την ώρα έναρξης. Βρήκα μια ωραία θέση να σταθώ, ένιωσα τυχερός αν και ήξερα πως θα έπρεπε να περιμένω αρκετά μέχρι να αρχίσει η συναυλία. Κάπως αμήχανα, έτσι με θυμάμαι σήμερα να κοιτάζω δεξιά και αριστερά, τον κόσμο που μαζευόταν και πύκνωνε, την άδεια σκηνή με τα όργανα στημένα, κουρδισμένα και τεσταρισμένα ηχητικώς να περιμένουν.

Γιατί δεν έβγαλα το μπουφάν όσο ήταν καιρός; Δε μπορώ να θυμηθώ, ακόμα μία αβεβαιότητα. Όταν το αποφάσισα ήταν πλέον αδύνατο, το υπόγειο είχε γεμίσει ασφυκτικά, στεκόμασταν όρθιοι επειδή κάποιοι ακομπούσαν στους τοίχους περιμετρικά, μεσημεράκι στο μετρό, τέτοια φάση.  Η ώρα περνούσε, θυμάμαι να ιδρώνω πολύ, αυτό ναι, το θυμάμαι ξεκάθαρα. Σκέψεις άσχημες χτύπησαν την πόρτα του νου, διάφορα αν δημιούργησαν συνθήκες κλειστοφοβικές. Το sold out επανεφευρέθηκε εκείνο το βράδυ. 

Ύστερα εκείνοι βγήκαν στη σκηνή, λίγες νότες μετά, όλα μετατράπηκαν σε μουσική. Η μαθηματική λογική πίσω από την κάθε σύνθεση αντέδρασε με τις διαστάσεις του χρόνου, οι ανάγκες του σώματος επικεντρώθηκαν κυρίως στην ακοή και κατά δεύτερον στην όραση, το υπόλοιπο σύνολο απλώς παρόν, να λαμβάνει δίχως να διεκδικεί πια τη δροσιά και την ξηρασία.

Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε το λάιβ, ούτε τότε ήξερα. Δεν είχα κοιτάξει το ρολόι ώστε να σημαδεύσω το χρόνο.

Ύστερα ο κόσμος έτρεξε στην έξοδο, με το δίκιο του. Πήγα στο μπαρ, ζήτησα μια μπύρα, χρειαζόμουν μία παύση, να κατακάτσει εντός μου η εμπειρία. Κάθησα στα σκαλάκια, δεξιά όπως κοιτά κανείς τη σκηνή. Βγάζοντας το μπουφάν δεν πρόσεξα και η μπύρα χύθηκε. Δε θυμάμαι αν επέστρεψα στο μπαρ ή αν ντροπιασμένος έφυγα.






Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Το μαγεμένο σπίτι/ Η Γκρίτζα - Robert Musil







Μετάθεση σε ένα μέλλον πιο κατάλληλο, συνθήκες ηρεμίας και ωρίμανσης - ελπίδα. Στη λίστα των επερχόμενων αναγνωσμάτων, περίοπτη θέση κατέχει ο Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, ακόμα αναζητά το δρόμο του προς την οικιακή βιβλιοθήκη, συναντιόμαστε συχνά σε σπίτια και βιβλιοπωλεία, τον χαιρετώ με δέος. Ελάχιστους ξέρω που τόλμησαν το βήμα, ο ενθουσιασμός τους με γεμίζει θάρρος.

Τριγυρνούσα σε μέρη γερμανόφωνα τις τελευταίες μέρες, μαγεμένος από την επίδραση της γλώσσας, παρά τη διαμεσολάβηση των μεταφραστών. Διέτρεξα τη στοίβα αναζητώντας τον επόμενο σταθμό του σελιδοδείκτη, η μαύρη ράχη του μου τράβηξε την προσοχή, το έπιασα στα χέρια μου, ήταν η στιγμή για την πρώτη γνωριμία με τον Ρομπέρτ Μουζίλ, δε σήκωνε άλλη αναβολή.

Τα άκοπα βιβλία όλο και σπανίζουν - λεπτομέρειες θα πείτε, ενώ τα ψηφιακά καλπάζουν - η ιεροτελεστία επαναλαμβάνεται σπανιότερα, μα με την ίδια πάντα προσήλωση και χαρά. Το ασπρόμαυρο πορτραίτο του συγγραφέα απευθύνει το καλώς ορίσατε στον αναγνώστη, που ανταποδίδει, σχεδόν έκπληκτος, και, αφού πρώτα αποφύγει την παγίδα της εισαγωγής, διαβάζει τις πρώτες γραμμές.

Όποτε διηγόταν την περιπέτειά του στο μαγεμένο σπίτι ο υπολοχαγός Δημήτριος Νάγκι, πρόσθετε με ύφος σκεφτικό και επίσημο: Μα το θεό σας λέω, λίγο έλειψε να με δηλητηριάσει...


Ο Δημήτριος γίνεται μάρτυρας του διαλόγου δύο εραστών, εκείνος την απειλεί πως θα σκοτωθεί αν τον αρνηθεί, εκείνη επιμένει να τον αρνείται. Σε ένα περιβάλλον σχεδόν μεταφυσικό, το μαγεμένο σπίτι της γριάς κόμισσας αποτελεί ιδανικό σκηνικό απονενοημένων πράξεων. Ο Μουζίλ, αριστοτεχνικά - τόσο κλισέ, μα τόσο ακριβές - πατάει σε μια απλή ιστορία και της προσδίδει την απαραίτητη μαγεία ώστε να υπερπηδήσει το ρεαλισμό, να ξεπεράσει τη ζωή και να μετατραπεί σε λογοτεχνία υψηλή.

Αντίστοιχα πράττει και στο έτερο διήγημα, με τίτλο Γκρίτζα. Σύμφωνα με τους μελετητές, όπως αναφέρει ο Ίσαρης στο εισαγωγικό σημείωμα, οι ιστορίες του Μουζίλ βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά της ζωής του.

Ο Χόμο είχε έναν μικρό γιο που ήταν άρρωστος· πέρασε ένας χρόνος, μα η κατάστασή του παρέμενε στάσιμη· ο γιατρός συνέστησε μακρόχρονη κούρα σε κάποιο θέρετρο, αλλά ο Χόμο δεν αποφάσιζε αν έπρεπε να τον συνοδεύσει. Σκέφτηκε πως θα αποχωριζόταν για μεγάλο διάστημα τις ασχολίες του, τα βιβλία, τα σχέδια, τη ζωή του. Καταλάβαινε πόσο εγωισμό έκρυβε αυτή η αντίσταση, αλλά ήταν και μια απόπειρα αποδέσμευσης, μια και δεν είχε αποχωριστεί τη γυναίκα του ούτε για μια μέρα.

Η Γκρίτζα διαθέτει κάτι από την αύρα του μεγαλειώδους μυθιστορήματος του Τόμας Μαν, το Μαγικό Βουνό, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα (1924). Ο Χόμο αρνείται να ακολουθήσει το παιδί του στο θέρετρο. Φεύγει για τον ιταλικό βορρά αποδεχόμενος την πρόταση να δουλέψει σε ένα ορυχείο χρυσού σε μια δύσβατη και ορεινή περιοχή, κάθε μέρα που περνάει, η παλιά του ζωή δείχνει να χάνεται στην ομίχλη της λησμονιάς.

Σπείρα. Η κυκλική ανάβαση του ορεινού όγκου, οι προκλήσεις που κρύβονται ακόμα και στην πιο αδιάφορη καθημερινότητα, η ικανότητα του ανθρώπου στην προσαρμογή, η σταδιακή μετατροπή του καινούριου σε ρουτίνα. Οι λέξεις πολύτιμες, δεν τις σπαταλά, με σύνεση τοποθετεί τη μία δίπλα στην άλλη, τίποτε το περιττό στο λόγο του. Καθηλωτικός ο τρόπος που μπερδεύει το όνειρο με την πραγματικότητα, το ρεαλισμό με τη μαγεία.

Δείγμα μικρό, μα αντιπροσωπευτικό θαρρώ, πριν τη μεγάλη απόφαση.



Μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης
Εκδόσεις Ηριδανός
  

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Η Αποστολή - Friedrich Dürrenmatt






Δρόμος μίας κατεύθυνσης ανοίχτηκε εμπρός μου καθώς γύρισα την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος της Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, ο Ιβάν, ο Μαλίνα και Εγώ. Η συγγραφέας, ταυτισμένη στο μυαλό μου, αν και Αυστριακή, με τους γερμανόφωνους Ελβετούς που τόσο αγαπώ, προέταξε το δάχτυλο και σημάδεψε την Αποστολή. Και έτσι έπραξα.

Οι πρώτες κιόλας γραμμές με αναστάτωσαν, η ιστορία έμοιαζε γνώριμη και οικεία, αμφισβήτησα ευθέως τη μνήμη μου, διαβάζεις ξανά και ξανά τα ίδια βιβλία, μονολογούσα, και ας συνέβαινε πρώτη φορά (μάλλον). Κάθε γραμμή που περνούσε, η μορφή της Μπάχμαν αποκτούσε εντονότερα χαρακτηριστικά, διεκδικούσε μερίδιο σε αυτή την αίσθηση επανάληψης. Ήταν πλέον ολοφάνερο και προφανές, υπήρχε άμεση σχέση ανάμεσα στην Αποστολή και την Περίπτωση Φράντσα. Μάταια ξεφύλλισα το βιβλίο, η μαρτυριάρα εισαγωγή απουσίαζε, ούτε επίμετρο υπήρχε, άφησα το βιβλίο και κατέφυγα στο διαδίκτυο, ελπίζοντας να βρω απάντηση, και βρήκα.   

Το νήμα έχει ως εξής: ο πρόωρος χαμός της Μπάχμαν αφήνει ανολοκλήρωτη την Υπόθεση Φράντσα, ο Ντύρενματ, δίχως ποτέ να το αποκρύψει, ξεκινά από την ίδια αφετηρία για να διηγηθεί μια - παράλληλη με την κύρια - ιστορία, μετακινεί τη φωτεινή δέσμη για να αναδείξει περιοχές που έστεκαν στο σκοτάδι. Έμπνευση, ένας ελάχιστος φόρος τιμής. 

Απομένω έκπληκτος με τη σύμπτωση, το νήμα ήταν ισχυρότερο απ' όσο υπολόγιζα. Μικρή χαρά! Επέστρεψα στο βιβλίο, το έπιασα πάλι από την αρχή, έτσι έπρεπε.


Πλήρης τίτλος ο ακόλουθος:


Η Αποστολή
ή
Ο παρατηρητής που παρατηρούσε
τον παρατηρητή του
Μια νουβέλα 24 προτάσεων  


Πρόταση νούμερο ένα (που ικανοποιεί ταυτόχρονα την ανάγκη για παρουσία του εναρκτήριου αποσπάσματος και την αναφορά στην υπόθεση)

Όταν ο Ότο φον Λάμπερτ πληροφορήθηκε απ' την αστυνομία ότι η γυναίκα του Τίνα βρέθηκε κακοποιημένη και νεκρή στη βάση των ερειπίων του Αλ Χακίμ, χωρίς να έχει βρεθεί ο δράστης, τότε ο ψυχίατρος, γνωστός από το βιβλίο του σχετικά με την τρομοκρατία, φρόντισε να μεταφερθεί το πτώμα μ' ένα ελικόπτερο και με το φέρετρο δεμένο με σχοινί κάτω απ' τη μηχανή, ταξίδεψε πάνω απ' τη Μεσόγειο, πέρασε από απέραντες ηλιόλουστες εκτάσεις, μέσα από σύννεφα και χιονοθύελλες, ώσπου, αφού έφθασε πάνω από τον ανοιχτό τάφο, κατέβηκε απαλά ανάμεσα στους τεθλιμμένους, ενώ ο φον Λάμπερτ, παρατηρώντας τη Φ. που κινηματογραφούσε τα δρώμενα, έκλεισε την ομπρέλα του παρ' όλη τη βροχή, περιεργάστηκε για λίγο τη νεαρή γυναίκα και της ζήτησε να τον επισκεφθεί το ίδιο βράδυ με το συνεργείο της, γιατί είχε να της αναθέσει κάποια αποστολή που δεν έπαιρνε καμιά αναβολή.



Αν ο όρος αστυνομική λογοτεχνία περιελάμβανε κατά πλειοψηφία βιβλία στο στυλ και το ύφος εκείνων του Ελβετού, τότε σίγουρα θα δήλωνα μέγας θαυμαστής του είδους, όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει και έτσι όταν κάποιος με ρωτά τι βιβλία διαβάζω, απαντώ συνήθως με μια σίγουρη άρνηση για να αποφύγω μια αβέβαιη και κάπως θολή εξήγηση. Για τον Ντύρενματ, η υπόθεση αποτελεί την αφορμή, το σώμα στο οποίο θα εμφυσήσει ψυχή, που πιθανώς θα περιορίσει γόνιμα τη σκέψη. Είναι τα κενά που πραγματικά τον έλκουν, οι τρύπες στο σώμα που πρέπει να συμπληρωθούν, εκεί συναντά την πρόκληση, ανάμεσα στις γραμμές.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τη συνθήκη που διέπει τη νουβέλα, κάθε κεφάλαιο να αποτελείται από μία περίοδο, ένα γράμμα κεφαλαίο και μια κάτω τελεία, αλλαγή κεφαλαίου. Πρόκληση, όχι μόνο για τον δημιουργό, μα και - κυρίως - για τον αναγνώστη, να ακολουθήσει την πτώση αυτή, δίχως τις τελείες να ανακόπτουν, τα λοιπά σημεία στίξης να παίρνουν ρεβάνς για τη χρόνια αδιαφορία, η ανάσα να προσαρμόζεται ενώ η διάσπαση προσοχής σε επαναφέρει στην αρχή, ξανά και ξανά.

Η παρατήρηση, το ζεύγος παρατηρητής και παρατηρούμενος. Η διπλή και ταυτόχρονη επιθυμία να είμαστε υποκείμενο και αντικείμενο παρατήρησης, ακόμα και την ίδια στιγμή. Φιλοσοφική προσέγγιση στο κατώφλι μιας νέας εποχής, οι δορυφόροι σε τροχιά γύρω από τη γη, επαναπροσδιορίζουν τους όρους, ένα σύστημα αντικατοπτρισμών δημιουργείται, σύνθετο και συχνά σκοτεινό, χρόνια πριν εφευρεθούν τα κοινωνικά δίκτυα.

Και οι χίμαιρες, που συχνά εν αγνοία μας βρισκόμαστε να κυνηγάμε, δίχως να είναι δικές μας, τάση για οικειοποίηση και μια ηλίθια δικαιολογία, Εγώ τηρώ τις υποσχέσεις μου.




υ.γ Και άνευ νήματος, η κατάσταση απαιτούσε επιστροφή στον Ντύρενματ, είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά, η προσδοκία ικανοποιήθηκε, η αποστολή κρίνεται επιτυχής.



Μετάφραση Μαρία Σωτηράκου
Εκδόσεις Ροές



Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Ο Ιβάν, ο Μαλίνα κι Εγώ - Ingeborg Bachmann







Θα ήθελα κάποτε, της είπα, να διαβάσω Μπέρνχαρντ από το πρωτότυπο, να βιώσω, δίχως μεσάζοντες, την αίσθηση ασφυξίας που του προξενούσε το περιβάλλον γύρω του. Εκείνη απάντησε: αρκεί να ζήσεις ένα διάστημα στη Βιέννη και θα καταλάβεις.

Ήταν ο πρώτος Αυστριακός που αγάπησα, εκείνος που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης επηρέαζε τον τρόπο που έγραφα ακόμα και το πλέον αδιάφορο και τυπικό ηλεκτρονικό μήνυμα.

Τη Μπάχμαν τη γνώρισα με πρόξενο έναν Ελβετό, τον κύριο Φρις, η αναφορά στην ερωτική σχέση των δύο έδωσε διέξοδο στο επερχόμενο - και αναπόφευκτο - σύνδρομο στέρησης, δεν υπήρχαν, βλέπετε, άλλα βιβλία του μεταφρασμένα στα ελληνικά. Η Περίπτωση Φράντσα ξεπέρασε κάθε αναγνωστική μου προσδοκία, παράδειγμα που θα έπρεπε να περιέχεται σε κάθε λεξικό, στο γράμμα Σίγμα, στο ρήμα Στοιχειώνω.

Είχα φροντίσει να αναζητήσω και να προμηθευτώ έγκαιρα την υπόλοιπη μεταφρασμένη βιβλιογραφία της, η Τζέννυ Έρπενμπεκ έτεινε το νήμα, ήταν η στιγμή.



Μόνο για το χρόνο χρειάστηκε να σκεφτώ αρκετά, γιατί μου είναι αδύνατο να πω "σήμερα" έστω και αν καθημερινά λέμε "σήμερα", ναι, πρέπει να το λέμε, αλλά έτσι και κάποιοι μου κοινοποιούν τι πρόκειται να κάνουν σήμερα - για το αύριο καλύτερα ας μη μιλήσουμε διόλου - δεν έχω, όπως συχνά μου προσάπτουν, αφηρημένο βλέμμα, αλλά απεναντίας, λόγω αμηχανίας, πολύ προσεχτικό, τόσο ανέλπιδη είναι η σχέση μου με το "σήμερα", μια και το σήμερα αυτό με κάνει να φοβάμαι υπερβολικά, και μόνο μέσα σ' αυτόν το μέγιστο φόβο και την υπερβολική βιασύνη γράφω ή λέω απλώς τι συμβαίνει, γιατί οτιδήποτε γράφεται για το σήμερα θα έπρεπε να καταστρέφεται αμέσως, όπως σχίζεις, τσαλακώνεις, αφήνεις ατελείωτα, δε στέλνεις τ' αληθινά γράμματα, επειδή αναφέρονται μεν στο σήμερα, αλλά αποκλείεται να φτάσουν σήμερα.



Η φωνή της, αυτό ήταν που περισσότερο μου είχε λείψει από την τελευταία φορά. Οποιαδήποτε ιστορία και αν επέλεγε η Μπάχμαν να διηγηθεί, θα απέμενα, πιστεύω, μαγεμένος να τη διαβάζω, γιατί υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι που διαθέτουν το χάρισμα της αφήγησης, τη χροιά στη φωνή, τον τρόπο να κοιτάζουν την πιο κοινή λεπτομέρεια, να χρησιμοποιούν τόσο έντονα το Εγώ και όμως εκείνο να ακούγεται σαν Εσύ, να δημιουργούν με τα πιο απλά υλικά ιστορίες που καταφέρνουν να δραπετεύσουν από τον ίδιο τους τον εαυτό. Όσα και αν αναφέρει κανείς γύρω από την υπόθεση, σε τίποτα δε θα επηρεάσει την αναγνωστική εμπειρία του άλλου, γιατί καθένας τη δική του ιστορία ακούει, η διήγηση της Μπάχμαν είναι απλώς η αφορμή, η αναγκαία και γόνιμη αφορμή.

Η αγωνία κρύβεται πίσω από την κάθε λέξη, αγωνία υπαρξιακή και συναισθηματική, σκοτεινή, δύναμη που πότε κινητοποιεί και πότε παγώνει, διαλέγει πότε τη ζωή και πότε το θάνατο για παρτενέρ, και ας μη γνωρίζει σχεδόν ποτέ τα βήματα, και ας σιχαίνεται τον αυτοσχεδιασμό. Κραυγές και ψίθυροι, το φως όμως ελάχιστο, αμυδρό, σκοτάδι σχεδόν απόλυτο, η χαραμάδα στον τοίχο δεν αρκεί. Παράξενα τα μονοπάτια που χαράζει η σκέψη, η Μπάχμαν τα ακολουθεί, μια γραφή εγκεφαλική και αυτόματη, επικοινωνία λογικής και συναισθήματος, συνεχή περάσματα από όλους τους ορόφους της πολυκατοικίας του συνειδητού.

Φρόντιζε να εγκαταλείπει την Αυστρία συχνά, και ας την κουβαλούσε πάντα μαζί της, επιρροές γόνιμες, δάνεια του παρελθόντος και διάλογος με την πρωτοπορία, ενέπνευσε και εμπνεύστηκε. Μια φιγούρα τραγική.


Μετάφραση Ιάκωβος Κοπερτί
Εκδόσεις Άγρωστις


Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Παιχνίδι με τις λέξεις - Jenny Erpenbeck







"Προς τι να υπάρχουνε τα μάτια μου, αν είναι να βλέπουν αλλά να μη βλέπουν τίποτα; Προς τι τ' αυτιά μου, αν είναι να ακούν αλλά να μην ακούνε τίποτα; Προς τι όλα τα ξένα μές στο κεφάλι μου; Αυτά, εγκεφαλική έλικα, εγκεφαλική έλικα, να τα σκεφτώ ν' αφανιστούνε, μέχρι ίσως να φανεί στον πάτο κάτω κάτω ένα κουταλάκι γεμάτο με εμένα. Ν' αρπάξω την ανάμνηση σαν μαχαίρι και να το στρέψω πάνω της, ν' αποκόψω την ανάμνηση με την ανάμνηση. Αν γίνεται αυτό."


Επικίνδυνο πράγμα οι λέξεις, δίνουν φωνή στο παρελθόν. Τότε παλιά, συνήθιζε να είναι ένα παιχνίδι ηχητικό, στένευαν οι συγγενείς τον κλοιό για να θαυμάσουν τον πρώτο σου συλλαβισμό, αγωνία για το αν θα ονομάσεις πρώτα εκείνον ή εκείνη, να χαρούν αντίστοιχα εκείνοι ή οι εκείνοι, αλλά να χαμογελάσουν όλοι, νικητές και ηττημένοι γύρω από το λάφυρο, κανείς με την καρδιά, μόνο το μυαλό να επεξεργάζεται δεδομένα.

Τότε, που δύο τεράστιες φιγούρες σε περιτριγύριζαν, περνούσαν χρόνο μαζί σου, ικανοποιούσαν τις ανάγκες σου, περιβάλλον ασφάλειας και προστασίας, ανάγνωση πρώτη, δίχως τις λέξεις. Τότε, δόθηκαν οι πρώτοι ορισμοί, δικαιώματα και υποχρεώσεις, το οικογενειακό δίκαιο, ο μικρόκοσμος που λειτουργούσε σχεδόν αποστειρωμένα.

Λεκτικές κραυγές με ακριβή σημασία, απαίτηση επίμονη μέχρι την εκπλήρωση, τριμερής κώδικας επικοινωνίας. Με τον καιρό έμειναν πίσω, αστεία ανάμνηση, πηγή ντροπής, στα λεξικά δεν υπάρχει χώρος για εκείνες, μοιάζουν με εκείνες τις άλλες, πραγματικές και γραμμένες στα κατάστιχα των φιλολόγων, όμως στο νέο κόσμο δε σημαίνουν τίποτα και ας αποτελούσαν κάποτε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας, το χτες δε χωρά στο σήμερα.

Τώρα που το σκέφτεσαι, ίσως - αν ήταν επιλογή τους - να σε κρατούσαν για πάντα στην οικιακή απομόνωση, κάτω από τη φτερούγα της μητρικής/πατρικής αγάπης και φροντίδας, σε περιβάλλον ελεγχόμενο, ίσως να το επιθυμούσες και εσύ. Μην προτρέχεις όμως, μόλις είπες τις πρώτες λέξεις.

Σου έδωσαν μολύβι και χαρτί, πριν συναντήσεις τη δασκάλα, σου φάνηκε διασκεδαστικό και ας έλειπαν τα χρώματα, τραβούσες γραμμές να δημιουργήσεις σχήματα δίχως να νοιάζεσαι για τα θεωρήματα της γεωμετρίας και τις τάσεις της σύγχρονης τέχνης. Αυτά θα σου τα φόρτωναν αργότερα.

Και όπως οι συλλαβές και τα επιφωνήματα έγιναν λέξεις, έτσι και οι γραμμές μετατράπηκαν σε αριθμούς και γράμματα. Έδειξαν επιμονή στην καλλιγραφία, ότι και αν πεις να φαίνεται ωραίο, δε μπορείς να τους κατηγορήσεις για τίποτε, ήταν ξεκάθαροι από την αρχή.

Παύεις ξαφνικά να είσαι αποκλειστικά και μόνο παιδί του ή παιδί της, παίρνεις τη θέση που σου αναλογεί στο μεγάλο κόσμο, η ιστορία σου συναντά την Ιστορία, οι δικαιολογίες σώθηκαν, τώρα πια ξέρεις, η πολιτική ίσων αποστάσεων κανέναν δεν εξυπηρετεί, η αγάπη κανέναν δεν αθωώνει. Η απουσία πρόθεσης δεν αναιρεί το αποτέλεσμα, να το θυμάσαι αυτό.

Υπάρχει μία λέξη, ποτέ η ίδια αλλά πάντα μία, εμφανίζεται ξαφνικά, από το πουθενά, πίσω της ακολουθούν πλήθος άλλες, επίμονα έντομα που αναδύονται στην επιφάνεια, δεν είναι πια παιχνίδι, είναι η πραγματικότητα, η λεκτική επεξήγηση που ξεδιαλύνει τη θολή ανάμνηση και πετά την αθωότητα στο γκρεμό.

Τώρα έχεις τη Λέξη. Κλειδί που ανοίγει πόρτες, θα επιμείνεις ή θα βολευτείς άραγε στο πρώτο δωμάτιο που θα συναντήσεις, ευάερο και ευήλιο, με το δίπλωμα κρεμασμένο στον τοίχο να πιστοποιεί την προσπάθεια σου και να σε εφησυχάζει, εδώ που έφτασες λίγο δεν είναι, σου ψιθυρίζει μια απαλή φωνή, χροιά καθησυχαστική, σε καλεί να βγάλεις τα παπούτσια και να αράξεις. Τα βράδια θα στριφογυρνάς στον ύπνο σου.

Η αφήγηση θα σε βρει, όσο χρόνο και αν χρειαστεί(ς). Η ανάγκη να πιάσεις το νήμα από την αρχή, να σε ακούσεις. Στην αρχή, το αίσθημα της αποκλειστικότητας θα σε παραλύσει, θα σε τυφλώσει, νοσταλγείς την άγνοια του χτες, το έδαφος σαθρό. Καθώς όμως τα μάτια συνηθίζουν στο φως του προβολέα, νιώθεις πως ανήκεις σε κάτι μεγαλύτερο, συντονισμός. Η αφήγησή απαιτεί να μεγαλώσει, να πλατύνει για να χωράει κάθε ανθρώπινη ιστορία, τη δική σου και των άλλων, την Ιστορία.

Τώρα μπορείς να θυμηθείς και να συγχωρήσεις, να γράψεις " Για τον πατέρα μου από καρδιάς" και να το εννοείς.



Μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης
Εκδόσεις Ίνδικτος


Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Το Τρίτο Ράιχ - Roberto Bolaño







Το πλέον προσβάσιμο ίσως μυθιστόρημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο, φαντάζει ιδανικό για μύηση στο σύμπαν ενός από τους επιδραστικότερους δημιουργούς των τελευταίων ετών.

Ο Ούντο και η Ίνγκεμποργκ φτάνουν οδικώς στην Κόστα Μπράβα, τη διάσημη καταλανική ακτή. Είναι οι πρώτες κοινές διακοπές για το νεαρό ζευγάρι, ευκαιρία να περάσουν πολλές ώρες μαζί, μακριά από την πίεση της καθημερινότητας, δίπλα στο κύμα, κάτω από τον ήλιο. Ο Ούντο συνήθιζε να πηγαίνει στο ίδιο ξενοδοχείο με τους γονείς του όταν ήταν μικρός, οικογενειακή παράδοση οι διακοπές στη Μεσόγειο και το ξενοδοχείο Ντελ Μαρ υπήρξε πάντοτε φιλόξενο για εκείνους. Δυνατότερη, ανάμεσα σε άλλες αναμνήσεις, η εικόνα της Φράου Έλτσε, παντρεμένης με τον Ισπανό ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, να μη φείδεται περιποιήσεων και χαμόγελων στον άγουρο έφηβο Ούντο, ξύπνημα ένος αισθήματος πρωτόγνωρου, δύσκολο στη λεκτική περιγραφή και αδύνατο να λησμονηθεί.

Για τον Ούντο, τα παιχνίδια στρατηγικής είναι κάτι παραπάνω από χόμπι, τελευταία παίζει μανιωδώς το Τρίτο Ράιχ, είναι μάλιστα πρωταθλητής. Στόχος του, κατά τη διάρκεια των διακοπών, να μελετήσει κάποιες νέες κινήσεις, ο επόμενος αγώνας πλησιάζει και η αφρόκρεμα των παιχτών θα είναι εκεί. Αρκετά περιοδικά έχουν φιλοξενήσει αναλύσεις του σχετικά με νέες στρατηγικές παιξίματος, όμως ο γραπτός λόγος του παρουσιάζει χτυπητές αδυναμίες με αποτέλεσμα τα κείμενά του να υπόκεινται σε εκτεταμένες διορθώσεις, γεγονός που τον ενοχλεί. Ο Κόνραντ, σκιώδης φίλος και συμπαίκτης του, τον συμβουλεύει να κρατά καθημερινό ημερολόγιο, μόνο έτσι, ισχυρίζεται, θα καταφέρει να βελτιώσει τα εκφραστικά του μέσα.

«Από το παράθυρο μπαίνει η βοή της θάλασσας ανακατεμένη με τα γέλια των τελευταίων ξενύχτηδων, ένας θόρυβος που ίσως είναι από τους σερβιτόρους που μαζεύουν τα υπαίθρια τραπέζια, επίσης αραιά και που ο ήχος κάποιου αυτοκινήτου που περνάει αργά στην Παραλιακή, αλλά και τα βουητά σβησμένα και απροσδιόριστα που προέρχονται από τα άλλα δωμάτια του ξενοδοχείου. Η Ίνγκεμποργκ κοιμάται.»

Τη μορφή της ημερολογιακής καταγραφής επιλέγει ο Μπολάνιο. Ξεκινώντας από τις 20 Αυγούστου, ημερομηνία άφιξης του νεαρού ζευγαριού στο ξενοδοχείο, ο Ούντο δεν παραλείπει να ανασυγκροτήσει γραπτώς και με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα και τις σκέψεις της κάθε ημέρας. Η υποκειμενική ματιά και η εξέλιξη της γραφής του Ούντο αποτελούν τα δύο παρελκόμενα της απόφασης αυτής, που αποδεικνύουν πως εκείνο που για άλλους δημιουργούς αποτελεί αφηγηματική ευκολία για τον ταλαντούχο κύριο Μπολάνιο χρησιμεύει ως διάδρομος απογείωσης.

Το μυθιστόρημα διαθέτει ξεκάθαρα κεντρικό ήρωα, μέσα από τα μάτια του άλλωστε φιλτράρεται η καθημερινότητα στο παραθαλάσσιο χωριό, είναι όμως οι δεύτεροι ρόλοι εκείνοι που προσθέτουν τις απαραίτητες πινελιές πολυφωνικότητας και διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στις αποφάσεις του Ούντο και την εξέλιξη της ιστορίας. Γνωριμίες καλοκαιρινές, φαινομενικά εφήμερες και ανάλαφρες, όχι όμως εδώ.

Ο Μπολάνιο, γεννημένος στο Σαντιάγο της Χιλής, πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στις καταλανικές ακτές, πολύβουες κατά τους θερινούς μήνες, ύστερα έρημες, καθώς τα φώτα από τα μπαρ και τα εστιατόρια σβήνουν και οι εποχικοί υπάλληλοι επιστρέφουν στον τόπο τους ενώ οι ελάχιστοι ντόπιοι απομένουν μονάχοι, από κοσμοπολίτες ξανά επαρχιώτες, σε έναν αέναο χορό. Καταφέρνει να αποδώσει με ανατριχιαστική ακρίβεια την ατμόσφαιρα των τουριστικών θερέτρων, τόσο κατά την ακμή, όσο και κατά την αποσυναρμολόγηση λίγο πριν τη χειμερία νάρκη. Το εκτυφλωτικό φως και η ζέστη που ναρκώνει, ο χρόνος  μοιάζει να κολλά και οι μέρες ίδιες.

Το Τρίτο Ράιχ, παιχνίδι στρατηγικής που δίνει την ευκαιρία στον παίχτη να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, να προσπαθήσει να αλλάξει το ρου της ιστορίας και να επικρατήσει των αντιπάλων του. Η Ιστορία ως φάρσα, απενοχοποιημένη, καθώς  κάρτες αντικαθιστούν εκατόμβες νεκρών και πεσόντων. Ένα σύνθετο, στους κανόνες, παιχνίδι με ζάρια, αυτό θαρρείς έμεινε από τότε.





(πρωτοδημοσιεύτηκε στο mixtape.gr)



Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Άγρα