Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Ανασυσκότιση







του Α.



Βήμα (το)


Μέρες (οι)



I

Νιώθω την ανάγκη να σκύψω προς το μέρος σου, πίσω από την προσεχτικά και ανάστροφα προτεταμένη παλάμη, να σου ψιθυρίσω: τα καταφέραμε.


 ΙΙ

Αργήσαμε ίσως λίγο μα καταφέραμε να κάνουμε το ελάχιστο αυτό βήμα, ύστερα από χρόνια, σκέψεων και υπολογισμών, μετρήσεων ως την τελευταία λεπτομέρεια, συνεχών αναβολών, όριο λεπτό, δυσδιάκριτο, ανάμεσα στη δικαιολογία και την υπεκφυγή, όνειρο κούφιο, λειψό στα μάτια των άλλων, που, κορεσμένοι από τη χρόνια επανάληψη, αδυνατούσαν να ταυτιστούν, νάζι φάνταζε στα μάτια τους, σχεδιασμός εκστρατείας εν στάσει, περιστροφή γύρω από τον ίδιο πάντα άξονα, καταφύγιο ασφάλειας, κρυψώνα της αδυναμίας, μνημείο κακής τύχης, διαλυτικό προσωπικής ευθύνης.


 ΙΙΙ

Το βήμα έγινε, κοίτα τη θέα που απλώνεται, όσο καθαρίζει η εικόνα τόσο διαγράφονται με ευκρίνεια όλα εκείνα για τα οποία συνηθίζαμε να περνάμε την ώρα αναλύοντας, μια συζήτηση προσευχή, με διαρκείς επαναλήψεις, μέρες αισιοδοξίας διαδέχονταν συννεφιασμένοι ουρανοί, η λογική απέναντι στο συναίσθημα μα κυρίως αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό, αντίπαλος ισάξιος, αντικατοπτρικός.


 IV

Ένα βήμα, ελάχιστο, από μακρινή απόσταση απαρατήρητο, ο εχθρός κοιμάται και ξυπνάει ήσυχος. Σου είπα να καλέσουμε τους συντρόφους, να ανοίξουμε ένα μπουκάλι, να γεμίσουμε τα ποτήρια μας, ό,τι στάξει τη γη να δροσίσει, μου είπες να περιμένουμε, να πάρουμε μιαν ανάσα, να συνηθίσουμε λίγο, είναι και το μάτι, πρόσθεσες χαμηλώνοντας τη φωνή. Το μάτι. Μα είναι χαρά, είναι η πραγμάτωση του ονείρου μας, είναι το τέρμα της γκρίνιας και του παράπονου. Η γκρίνια δε σώνεται ποτέ, είπες. 


 V

Αμελήσαμε όμως να στεριώσουμε την έννοια της μετάβασης, του προσωρινού, της ορμής. Στεκόμαστε τώρα, εδώ - παρέα με τη σχετικότητα -, υπερήφανοι για όλα όσα καταφέραμε, δίχως ανάσα από την προσπάθεια, ήρωες σε έναν τόπο δίχως ανθρώπους, έτοιμοι να υψώσουμε προσωπικά μνημεία ανδρείας, να σμιλέψουμε πέτρες, να επικαλεστούμε τη μνήμη και τη λήθη ως άξιοι απόγονοι της ράτσας μας, να παραχώσουμε κενά και να λειάνουμε επιφάνειες.


 VI

Να θυμηθούμε να φορέσουμε κουρέλια στα ηρώα και στα κορμιά μας.




του Β.



Βήμα (τα)


 Νύχτες (και οι)


 
Το πρώτο βράδυ επιχειρήσαμε επανάληψη, ανάγκη χρόνων για τακτικό επαναπροσδιορισμό, πιάσαμε την ιστορία ξανά από την αρχή, περιγράψαμε ξανά τα χρόνια. Κάποιος παρατηρητής θα διέκρινε μία βιάση, μια λαχτάρα να φτάσουμε στις τελευταίες σελίδες, να αφήσουμε πίσω το ζοφερό παρελθόν, να βρεθούμε στο ένδοξο τώρα, μακριά από τις δυσκολίες της γης στην απόλαυση του καρπού. Το δεύτερο βράδυ παραλείψαμε κεφάλαια ολόκληρα, και τα λοιπά και τα λοιπά, είπαμε, ύλη γνώριμη, κατακτημένη. Το τρίτο βράδυ απομείναμε να ατενίζουμε μακριά, κατακάθησε η σκόνη του βήματος, η εικόνα ικανοποίησε τις αισθήσεις μας, ταιριαστή της φαντασίας. Αντιστρέψαμε την κίνηση, από εδώ προς τα πίσω, από το τέλος στην αρχή. Το επόμενο βράδυ, τέταρτο μετά το βήμα, παραλίγο να σκαρώσουμε μια γιορτή, τελικά όχι, φοβηθήκαμε την τύχη μας, αναλογιστήκαμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, νιώσαμε νότα φάλτσα στην κακορίζικη μελωδία. Καθώς αποκλείσαμε τους πάντες πλην ημών, κινήσαμε να δοξάσουμε εαυτούς, μάταια αναζητήσαμε καθρέπτες, πέτρα μονάχα τριγύρω.

Τώρα, συζητάμε τις επιπτώσεις της επιτυχίας μας, αναζητούμε μάταια - προς το παρόν - αρνητικά και ελαττώματα, μαύρα σύννεφα που τάχα σκιάζουν τη χαρά, κρύβουν τον ήλιο και απειλούν με βροχή. Αναλογιζόμαστε τα μελλοντικά εκείνα τραπέζια, πάνω στα οποία πρέπει να απλώσουμε τη δυστυχία μας, ο καθένας τη δική του, να τις συγκρίνουμε, να δούμε ποιος την έχει μεγαλύτερη, να διαφωνήσουμε για τις μετρήσεις, να επιστρέψουμε ηττημένοι με τη μικρή μας δυστυχία στην τσέπη, να περιμένουμε να κλείσει η πόρτα πριν βγάλουμε τα κουρέλια μας, θα το θυμηθούμε άραγε;



Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Μάρτυς μου ο Θεός - Μάκης Τσίτας






Τα προβλήματα για τον Χρυσοβαλάντη αρχίνισαν με την απώλεια της εργασίας του, έως τότε η ζωή του τον ικανοποιούσε, είχε βλέπετε χρήματα.  Η εταιρεία στην οποία δούλευε έκλεισε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, έπειτα από έντεκα χρόνια σκληρής εργασίας έμεινε άνεργος. Μάταια αναζήτησε βοήθεια και υποστήριξη από παλιούς γνωστούς και συνεργάτες, κάθε μέρα έπαιρνε τους δρόμους νωρίς το πρωί και γύριζε σπίτι αρκετά αργά, από φόβο μήπως πετύχει ξύπνιους τους γονείς και τις αδερφές του. Από τότε, τα χρόνια πέρασαν μα εκείνος δε στέριωσε επαγγελματικά, παρά την τριγύρω ανάπτυξη.

Σε αυτό το ιδιότυπο ημερολόγιο, ο Χρυσοβαλάντης καταγράφει τις σκέψεις του, τις φοβίες και τους προβληματισμούς του. Εκφράζει βεβαιότητες ισχυρές, μα με όρια χρονικά. Μοιάζει να ζει σε μια άλλη, περασμένη εποχή. Στα λόγια του – που τόσο διαφέρουν συχνά από τα έργα – μπορεί κανείς να εντοπίσει διάσπαρτα στοιχεία από ανθρώπους του περιβάλλοντός του, η αφέλεια και η κουτοπονηριά, ο υποβόσκων ρατσισμός, η σύγχυση ανάμεσα στη θρησκεία και την εκκλησία, η οικογένεια και η πετσοκομμένη σεξουαλικότητα, το αίσθημα της ελληνικής ανωτερότητας. Ο λόγος του ενοχλεί, ιδιαίτερα στις πρώτες σελίδες, ύστερα κάπως γίνεται αποδεκτή η αφηγηματική φωνή, ο μισογυνισμός και η ξενοφοβία δοκιμάζουν τα όρια του αναγνώστη, ιδιαίτερα σήμερα που τέτοιες ακραίες φωνές μοιάζουν να δυναμώνουν, εγκαταλείποντας το σκοτάδι που για χρόνια κατοικούσαν.

Ο πρωτοπρόσωπος λόγος του Χρυσοβαλάντη σε αναγκάζει να εμπλακείς προσωπικά, σε μια απόπειρα να λειτουργήσεις ως αντίβαρο. Εκφράζει ένα σύνολο ανθρώπων με έλλειμμα παιδείας, προσωπικότητες αντικρουόμενες που συνθέτουν την αποκαλούμενη μάζα, υπάκουη και διατεθειμένη να ακολουθήσει το ρεύμα. Θα αποτελούσε τεράστιο λάθος να αντιμετωπίσει κανείς τον Χρυσοβαλάντη ως έναν επινοημένο λογοτεχνικό ήρωα, τη στιγμή που παρατηρείται πληθυσμιακή έξαρση των ομοίων του. Ο Μάκης Τσίτας αποφασίζει να δώσει φωνή και να αναδείξει ένα θύμα του καιρού μας, έναν άνθρωπο που μοιάζει ακίνδυνος, δεν τραβάει την προσοχή, ζει σε ένα ιδιόμορφο περιθώριο, δεν απασχολεί τις πολιτικές και οικονομικές αναλύσεις. Είναι όμως το θύμα, εκείνο που θα νομιμοποιήσει την επικράτηση του τέρατος. Κείμενο πρωτίστως κοινωνικοπολιτικό, εφιαλτικού ρεαλισμού, φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα που μάταια τόσο καιρό απέφευγε να αντικρίσει βρίσκοντας καταφύγιο στον προσωπικό του μικρόκοσμο. Τα κενά ανάμεσα στις παραγράφους, ξεφύσημα βαθύ του Χρυσοβαλάντη πριν συνεχίσει, αναγκαίες αναπνοές που ανακόπτουν, προσωρινά τουλάχιστον, το αφηγηματικό παραλήρημα.

Ο συγγραφέας πετυχαίνει το στόχο του, λαμβάνοντας το αναγκαίο ρίσκο να δει κάποιους αναγνώστες να εγκαταλείπουν αηδιασμένοι από τις απόψεις του Χρυσοβαλάντη, άλλωστε το χάιδεμα αυτιών δεν υπήρξε στις προθέσεις του. Μοναδική ένσταση αποτελεί το κλείσιμο, απότομο και κάπως βιαστικό, ξενίζει και προσωρινά μετριάζει την αίσθηση.

Κείμενο ιδιαίτερο, με άφησε με την επιθυμία να διαβάσω ξανά το Νάνο του Περ Λάγκερκβιστ. Ακόμα μια προσεγμένη έκδοση από την Κίχλη.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στο bookstand.gr)

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Το όραμα της ηδονής - Norman Mailer








Γνώρισα τον Τζακ Κέννεντυ τον Νοέμβριο του 1946. Ήρωες και οι δυο του πολέμου, είχαμε εκλεγεί για πρώτη φορά μέλη του Κογκρέσου. Ένα βράδυ βγήκαμε έξω με δυο κορίτσια και εκείνη η βραδιά στάθηκε, πράγματι, για μένα σημαδιακή. Τύλιξα μια κοπελιά τόσο πλούσια που δεν θα της έκανε εντύπωση ούτε ένα διαμάντι μεγάλο σαν τη γροθιά μου. Ήταν η Ντέμπορα Κάφλιν Μανγκαραβίντι Κέλλυ με πολλαπλή καταγωγή.

Ο αφηγητής, Στίβεν Ριτσαρντς Ρότζακ, επιστρέφει τραυματίας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρασημοφορείται ήρωας πολέμου, ως τέτοιος διακρίνει το δρόμο για μια καριέρα πολιτική στρωμένο με άνθη. Μεταπολεμική Αμερική, η γη της ευκαιρίας, με λίγη εύνοια της τύχης, κάποιες καλές γνωριμίες και απόθεμα φιλοδοξίας τα όρια ξεμακραίνουν.

Οι ήρωες του Μαίηλερ ανήκουν σε μια τάξη προνομιούχα, δίχως στερήσεις. Τα βιογραφικά τους στολίζονται από ανώτερες σπουδές, ταξίδια και την αίσθηση του εκλεκτού. Όμως, ενάντια στην ανθρωπίλα δεν έχει βρεθεί γιατρικό, όχι ακόμα τουλάχιστον.

Καταραμένοι σε μια διαρκή ευτυχία, η δύναμή τους πηγή συναισθηματικής ανασφάλειας, η φήμη τους προπορεύεται αυτών πάντα. Κοινωνικές σχέσεις που θυμίζουν συμμαχίες, γάμοι που παντρεύουν δυναστείες, φιλίες που παραπατούν υπό το βάρος μυστικών. Μπροστά στους άλλους πρέπει να χαμογελούν, λευκώς και λαμπερώς, για τα δάκρυα αναγκάζονται να περάσουν στα παρασκήνια, όσοι είναι τυχεροί και διαθέτουν.

Το μαύρο του Μαίηλερ δεν έχει αποχρώσεις, κανένα μαύρο εδώ που τα λέμε δεν έχει, χρειάζεται κάτι από φως για να γκριζάρει, και το φως είναι λιγοστό, αν όχι μηδαμινό.

Το αμερικάνικο όνειρο σε αποσύνθεση, η αποφορά του κατακλύζει την κάθε σελίδα, μια ατμόσφαιρα υγρή, η βροχή και τα βουλωμένα φρεάτια των υπονόμων, η Νέα Υόρκη μητρόπολη της αντίθεσης, οι ουρανοξύστες και το αναπόφευκτο κενό, το εκτυφλωτικό φως που αναδεικνύει το σκοτάδι.

Και μια μακρόσυρτη μελωδία τζαζ στο βάθος, πίσω από τους καπνούς των τσιγάρων και τις μοιραίες γυναίκες, μια τρομπέτα μονάχη της.

Ο κόσμος του Μαίηλερ έλκει δια της αποστροφής - κάπου το έχω ξαναγράψει αυτό, μα δεν υπάρχει καταλληλότερος χαρακτηρισμός θαρρώ -, η ταύτιση με τον αφηγητή δε βρίσκεται σε ευθεία, ένα προς ένα, αναλογία, υπάρχει μια σχέση πνευματική, σκοτεινή, νιώθεις την οικειότητα του καταραμένου, αρνείσαι το βλέμμα στο βαθύ σκοτάδι, αρνείσαι να παραδεχτείς τη συγγένεια. Επιθυμείς τη δικαίωση του αφηγητή ερχόμενος σε ευθεία αντίθεση με τις θεμελιώδης αρχές της προσωπικής σου ηθικής.

Οι επιρροές του έργου του στην - ακόμα πιο - σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία δεδομένες, ο κόσμος που περιγράφει στον αντίποδα εκείνου των Μπίτνικς και του Μπουκόφσκι. Ο Μαίηλερ είναι ένας εκπληκτικός στυλίστας και ανατόμος, ένας τεράστιος συγγραφέας.

Ο πρωτότυπος τίτλος του μυθιστορήματος είναι An American Dream, δεν ξέρω για ποιο λόγο μεταφράστηκε ως το Όραμα της ηδονής...

Η, φέρουσα το βάρος της ηλικίας της, έκδοση Βίπερ που η Χ. είχε την καλοσύνη να μου εμπιστευτεί, σε δύο τόμους, με ημερομηνία έκδοσης το 1971, αποτέλεσε αναπόσπαστο μέρος της αναγνωστικής εμπειρίας.




Μετάφραση Βασ. Καζαντζή
Εκδόσεις Πάπυρος Πρες 




    

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Η Καλλιγραφία - Rafael Chirbes






Σήμερα έφαγε σπίτι μας και, την ώρα του επιδορπίου, με ρώτησε αν θυμάμαι τα απογεύματα που ο πατέρας σου με το θείο σου πήγαιναν στο γήπεδο και εγώ της ετοίμαζα ένα φλιτζάνι κιχώρι. Σκέφτηκα πως ναι, πως ύστερα από πενήντα χρόνια με πληγώνουν ακόμα εκείνα τα απογεύματα. Δεν έχω μπορέσει να απαλλαγώ από τη θλίψη τους.

Ο χρόνος, στολίστηκε από τους ανθρώπους με τον τίτλο του θεραπευτή, εξορκισμός του κακού, μάταιο καλόπιασμα του κτήνους. Εκείνος, αμείλικτος προελαύνει, παρασέρνει στο διάβα του τα αστεία αναχώματα, ούτε να χαμογελάσει δεν καταδέχεται στη θέα τους. Δίνες δημιουργεί, με τις λάμψεις της χαράς και τα κοπίδια της θλίψης, αναμνήσεις. Και αν τα χρώματα ατονούν και σβήνουν, οι λεπίδες, ακόμα και δίχως ακόνισμα, σκουριασμένες, πληγώνουν.

Ύστερα από πενήντα χρόνια, ακόμα πονά, ακόμα θυμάται. Κινάει να διηγηθεί την ιστορία της, και ας μην ελπίζει να απαλλαγεί από τη θλίψη και το βάρος, της αρκεί να επιλέξει η ίδια τις λέξεις. Μια ιδιότυπη απολογία, για το παρελθόν που καθόρισε το σήμερα, για το γιο της, που κοιτάζοντας προς τα πίσω, απορεί και εικάζει, στα μάτια του θέλει να είναι αθώα για εκείνα που δεν της αναλογούν.

Αδύνατο να διηγηθεί κάποιος την προσωπική του ιστορία έξω από το μεγάλο πλαίσιο, όσο και αν θα λαχταρούσε έναν ήσυχο και διάφανο παραπόταμο, η επιλογή δεν είναι διαθέσιμη. Όμως, η τρικυμία του χτες, σήμερα αποτελεί δικαιολογία, η προσωπική ευθύνη σβήνει και χάνεται, λήμμα ελάχιστο στο βιβλίο της Ιστορίας. Τουλάχιστον αυτό.

Η τήρηση της χρονικής σειράς αποτελεί ίδιον του μελετητή, όχι του ερασιτέχνη αφηγητή. Η προσωπική εμπλοκή στην ιστορία, οδηγεί σε πλήθος παρεκβάσεων, παρενθέσεων και παρεκτροπών, προσδίδει μαγεία και αταξία στο χάος των περασμένων, αποδιώχνει την επίπλαστη τάξη της επιμελημένης μαρτυρίας, μυρίζει ζωή και όχι φορμόλη.

Ένα τελευταίο μένει να φανεί, η έλλειψη συναισθηματικού βιασμού, παγίδα συνηθισμένη και καλοστημένη, θύματά της αρχάριοι και έμπειροι της διήγησης, μαγεμένοι από τα θέλγητρα και τις ευκολίες που αυτή απλόχερα προσφέρει, υποκύπτουν. Έτσι παύουν να αφηγούνται τη δική τους ιστορία, δίχως ενοχές την εγκαταλείπουν, την παραμερίζουν για να περάσει μια άλλη, η πλέον θλιμμένη, η πλέον στενόχωρη, εκείνη που θα αναγκάσει τους μάρτυρες να κλάψουν με λυγμούς δίχως να έχουν άλλη επιλογή. Βιασμός. Στην περίπτωσή μας όμως δεν ύπαρχει ίχνος συναισθηματικού εξαναγκασμού, υπάρχει μια δυνατή ιστορία, με σιωπές και ψίθυρους, κραυγές και  παύσεις, μια προσωπική ιστορία που αξίζει να αποκαλείται Λογοτεχνία.




Μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

 







            

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Πέρασε κιόλας μια βδομάδα



Γιατί δεν τον ρωτάς, πρότεινε εκείνη. Ήθελα αλλά ντρεπόμουν, και σήμερα το ίδιο θα ένιωθα. Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων και ένα από τα σημαντικότερα θέματα που με απασχολούσαν ήταν το παγωτό μηχανής. Εκεί, στη γωνία Ρήγα Φεραίου και Ζαΐμη, ένα τετράγωνο από το σπίτι, έφτιαχναν το πιο ωραίο απ' όλα. Να ρωτήσεις εσύ, της είπα, και εκείνη ρώτησε. "Τρώτε συνέχεια παγωτό;"  ο υπάλληλος έμεινε έκπληκτος να την κοιτάζει πριν απαντήσει: "Το έχω σιχαθεί, ούτε να το μυρίζω δε θέλω."

Δεν ήταν η απάντηση που περίμενα. Πόνταρα πως θα προσπαθούσε απλώς να αποκρύψει το μέγεθος του εθισμού του, εκείνος όμως χρησιμοποίησε το ρήμα σιχαίνομαι, σιχαινόταν το παγωτό, πώς ήταν άραγε δυνατόν. Μέρες στριφογυρνούσα την απάντησή του στο μυαλό μου. "Το έχω σιχαθεί, ούτε να το μυρίζω δε θέλω."

Με τα χρόνια, η ανάμνηση αυτή πήρε τις διαστάσεις της, απέκτησε τα χαρακτηριστικά αξιώματος, του οποίου η διατύπωση θα ήταν κάπως έτσι: Όταν ασχολείσαι επαγγελματικά με κάτι που σου αρέσει, στο τέλος καταλήγεις να το σιχαίνεσαι.

Ακολούθησα αυτό το αξίωμα για πολλά χρόνια, τα ενδιαφέροντα και τα πάθη μου - λίγα είχα απ' αυτά- εμφανίζονταν από το απομεσήμερο μέχρι αργά το βράδυ, ύστερα έκαναν στην άκρη για να διαβεί η ρουτίνα και η διεκπεραίωση.

Χρόνια μετά, μια περίοδος έντονης επαγγελματικής αναζήτησης με οδήγησε στην ισπανική επαρχία. Εκεί, εθελοντής στη διάθεση του δήμου, δοκίμασα διάφορες παράπλευρες "εθελοντικές δράσεις", τις περισσότερες από δική μου πρωτοβουλία. Μία από τις ελάχιστες που σχεδόν μου επιβλήθηκε αφορούσε τη δημοτική βιβλιοθήκη, μία υπάλληλος θα έλειπε με αναρρωτική άδεια και κάποιος έπρεπε να συμπληρώσει το κενό. Ήμουν ο εκλεκτός.

Εξέτασα σοβαρά το ενδεχόμενο να αρνηθώ, να τραβήξω μια φορά το σχοινί, ταυτόχρονα θα εξέταζα την αντοχή του. Δεν το έκανα, περπάτησα ως εκεί την καθορισμένη ώρα, η έτερη υπάλληλος με περίμενε στη ζέστη του πρώτου ορόφου, μου εξήγησε πως επρόκειτο για τρία απογεύματα την εβδομάδα, οι αρμοδιότητές μου αφορούσαν κυρίως τεχνικές απορίες σχετικά με την χρήση των, διαθέσιμων για το κοινό, ηλεκτρονικών υπολογιστών, η κίνηση των βιβλίων ήταν, ούτως ή άλλως, περιορισμένη.

Τρεις μήνες απασχολήθηκα εκεί. Το ιδιόρρυθμο σύστημα καταχώρησης, τα τηλέφωνα στους αμελείς δημότες, η χαρά στη θέα των προσφορών, τα κονδύλια που πρόλαβαν να συρρικνωθούν μέσα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, οι επισκέψεις του σχολείου, τα μεγάλα λόγια των πολιτικών κατά τα εγκαίνια του παρακείμενου μουσείου, οι μετρημένοι στα δάκτυλα των χεριών εβδομαδιαίοι τσιμπολόγοι, τυπικοί στις υποχρεώσεις τους και ανεξάρτητοι ερευνητές του πλούτου των ραφιών της μικρής, μα γεμάτης εκπλήξεις, βιβλιοθήκης.

Είναι διαφορετικό να σου αρέσει το αντικείμενο της εργασίας σου και διαφορετικό να εργάζεσαι σε αυτό που γουστάρεις, συναισθήματα γειτονικά μα ανόμοια μεταξύ τους. Πρώτη φορά τότε γνώρισα πως είναι να είσαι παγωτατζής και να σου αρέσει το παγωτό, η εμπειρία μου στον αντίποδα της αποστροφής του άντρα με την ποδιά και τα χωνάκια των παιδικών μου χρόνων. Στην περίπτωσή μου υπήρξε ανάφλεξη του πάθους και τόνωση του ενθουσιασμού.

Γυρίζοντας, ανάμεσα σε άλλα, είχα αλλάξει και το αξίωμα εκείνο. Η επαγγελματική αναζήτηση θα έπρεπε να γίνει με γνώμονα βασικό (αν και όχι μόνο) τη σχέση με το αντικείμενο.

Πέρασε καιρός, απόπειρες και απογοητεύσεις, βήματα μπρος και πίσω, υποσχέσεις και ελπίδες που υποχώρησαν γρήγορα.

Πριν λίγους μήνες ο κύριος Librofilo και η κυρία Diavazontas με κάλεσαν να πιούμε έναν καφέ, κάτι ήθελαν να μου προτείνουν, η φαντασία μου φρόντισε να δημιουργήσει αρκετά σενάρια και υποθέσεις, κανένα δεν ήταν τόσο τρελό όσο το ανακοινωθέν, θα άνοιγαν βιβλιοπωλείο και ήθελαν εμένα ως υπάλληλο σε αυτό. Αδυνατώντας να το συνειδητοποιήσω φαντάζομαι πως έδωσα την εντύπωση του μη ενθουσιασμένου, εσφαλμένη προφανώς.

Οι μέρες πέρασαν, οι εργασίες ολοκληρώθηκαν, τα βιβλία έφτασαν και μπήκαν στις βιβλιοθήκες, πριν μια βδομάδα η ταμπέλα γύρισε, Ανοιχτό.

Το Booktalks είναι ένα βιβλιοπωλείο καφέ, βρίσκεται στο Π. Φάληρο, μακριά από τα στενά όρια του αθηναϊκού κέντρου και φιλοδοξεί να γίνει πόλος έλξης των βιβλιόφιλων (και όχι μόνο) στα νότια προάστια. Είναι πολλά τα επίθετα εκείνα που στριμώχνονται στο μυαλό μου, η συναισθηματική μου εμπλοκή όμως μου επιβάλλει να είμαι φειδωλός, το καμάρι του οικοδεσπότη, βλέπετε, περιλαμβάνει και το απαραίτητο άγχος, οι μικρές λεπτομέρειες, αόρατες στα μάτια του επισκέπτη, έχουν άλλες διαστάσεις, όμως η ικανοποίηση της λειτουργίας απαλύνει την όποια κόπωση. Τώρα αν πούμε και καμιά κουβέντα παραπάνω για τον Μαρίας...









υ.γ Την Κυριακή (15/12) το απόγευμα είναι τα εγκαίνια, ορίστε και η αφορμή για επίσκεψη!

   



Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Αόρατος - Paul Auster









Τους έσφιξα για πρώτη φορά το χέρι την άνοιξη του 1967.
      Ήμουν τότε δευτεροετής φοιτητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, ένα άμαθο αγόρι με λαχτάρα για βιβλία που έτρεφε την πεποίθηση ( ή την αυταπάτη) πως μια μέρα θα γινόμουν αρκετά καλός ώστε να αποκαλώ τον εαυτό μου ποιητή.

Πρώτα, έσφιξε το χέρι του Ρούντολφ Μπορν, ύστερα, εκείνο της γοητευτικής Μαργκό. Είχε ήδη πιαστεί στον ιστό τους, ένα άμαθο αγόρι, ο Άνταμ Γουόκερ. Αναμενόμενα, εκείνη η περίοδος τον σημάδεψε παντοτινά, παρεκτροπή μιας ζωής προγραμματισμένης σε μεγάλο βαθμό, δίχως περιθώρια για εκπλήξεις, περιβάλλον ασφαλές μα ανιαρό. Έως τότε, μόνη έξοδος οι σελίδες των βιβλίων, ούτε εκεί όμως βρίσκεται η πραγματική ζωή. Μόλις τη γεύτηκε εθίστηκε.

Πρόκληση και αποπλάνηση, προοπτικές μελλοντικές και ανησυχαστικό παρόν. Ο Άνταμ πλησιάζει δειλά, εκείνοι του γνέφουν, καθένας για λογαριασμό του, να μη φοβάται. Παίρνει θάρρος, νιώθει ισόπλευρος στο τρίγωνο αυτό. Αγγίζει και τις δύο πλευρές, αγγίζεται απ' αυτές. Ύστερα, εκείνη θα εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη, διωγμένη μα ταυτόχρονα ελευθερωμένη, θα επιστρέψει στο Παρίσι. Ο Άνταμ προσπαθεί να προσαρμοστεί στην απώλεια της μιας πλευράς, ήλπιζε, βλέπετε, πως το ισόπλευρο τρίγωνο σύντομα θα μετατρεπόταν σε ισοσκελές, μέχρι να αποκολληθεί οριστικά από τη βάση, εκτόξευση. Η βάση όμως σύντομα θα αναφλεγεί, μια σοκαριστική πράξη βίας. Μαζί με το όνειρο του ουρανού, θα χαθεί και το δεδομένο έδαφος.

Τώρα είναι η στιγμή να αποδοθεί γραπτώς η ιστορία, τέσσερις δεκαετίες μετά.

Η άνοιξη γίνεται καλοκαίρι. Για σένα είναι το καλοκαίρι μετά την άνοιξη του Ρούντολφ Μπορν, για τον υπόλοιπο όμως κόσμο είναι το καλοκαίρι του Πολέμου των Έξι Ημερών, το καλοκαίρι των φυλετικών εξεγέρσεων σε πάνω από εκατό αμερικανικές πόλεις, το καλοκαίρι της Αγάπης.  

Μυθιστόρημα αστυνομικό με στοιχεία μετα-αφήγησης. Ο Όστερ τοποθετεί μπροστά του τα κομμάτια του παζλ, τα παρατηρεί, τα μετακινεί, έλκεται ταυτόχρονα από την επιθυμία να εξηγήσει και να αποπλανήσει, παίζει με το μυαλό του αναγνώστη. Η ιστορία είναι μία, μάλλον. Οι τρόποι να την αφηγηθείς άπειροι, σίγουρα. Το αναπάντητο ερώτημα είναι: πόσες αλήθειες υπάρχουν και πόσο χώρο αυτών το ψέμα τελικώς καταλαμβάνει;

Ο Γουόκερ φτάνει στο Παρίσι ένα μήνα πριν από τη προγραμματισμένη έναρξη των μαθημάτων. Έχει ήδη απορρίψει την ιδέα της φοιτητικής εστίας και συνεπώς πρέπει να ψάξει να βρει που θα μείνει.

Ο παρατηρητής, ο αφηγητής και ο συγγραφέας. Εγώ, εσύ, αυτός/αυτή. Ο Όστερ λατρεύει τις εναλλαγές στη γωνία παρατήρησης, τους ανακλαστήρες ειδώλων, το υποκείμενο και το αντικείμενο να αλλάζουν ρόλους, να αποχωρούν και να επανέρχονται. Οι λεπτές διαφορές στις αποχρώσεις των φωνών, όταν διηγούνται τη δική τους ιστορία ή την ξένη.

Διαρκώς επαναπροσδιοριζόμενος ορίζοντας προσδοκιών κατά την ανάγνωση. Υπαίτιος ο συγγραφέας αλλά και το - αναγνωστικό - παρελθόν του αναγνώστη, παιχνίδι για δυο. Εδώ έγκειται η ανατροπή και το οστερικό σασπένς. Αποκαθήλωση της επικρατούσας αφηγηματικής φωνής, και μάλιστα όχι μονοδιάστατα. Οι επιρροές από την κλασική γαλλική λογοτεχνία ορατές. Ο Όστερ παίζει με όλα τα χαρτιά του ανοιχτά, δεν κρατά άσσους στο μανίκι, δεν τους έχει ανάγκη. Ανατροπές, όχι τόσο στο δρόμο για την τελική λύση, όσο στην αναζήτηση της αλήθειας.   

Η επιστροφή σε έναν αγαπημένο συγγραφέα γεννάει δύο συναισθήματα, αντικρουόμενα μα ταυτοχρόνως αλληλοσυμπληρούμενα. Από τη μία, η θαλπωρή της οικειότητας, η αναγνώριση του δημιουργού πίσω από τις λέξεις, η ζεστασιά της γνώριμης φωνής. Από την άλλη, ο φόβος της επανάληψης, της ρέπλικας, του ξαναζεσταμένου γεύματος. Ο Όστερ στον Αόρατο είναι σε μεγάλη φόρμα, δίχως να χάνει τίποτα από την ιδιαιτερότητά του καταφέρνει να εκπλήξει και να ενθουσιάσει, να καθηλώσει.

Η ικανότητα του Όστερ να συνδυάζει το παρεξηγημένο ευπώλητο με την υψηλή λογοτεχνία είναι μοναδική. 



(πρωτοδημοσιεύτηκε στο trollingstone.gr)




Μετάφραση Σπύρος Γιανναράς
Εκδόσεις Μεταίχμιο   


Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

αγαπημένο τέρας - Javier Tomeo








Κάθεται πίσω από ένα τεράστιο τραπέζι και δεν κάνει την παραμικρή κίνηση να σηκωθεί όταν μπαίνω στο γραφείο. Περιορίζεται να μου δώσει το χέρι. Έχει ανοιχτογάλαζα μάτια που ταιριάζουν με το χρώμα της γραβάτας του, μαλλιά ξανθιά σαν άχυρο, ρόδινα μάγουλα και μύτη λεπτή σαν ραδιούργου κληρικού. Η εμφάνισή του, σε γενικές γραμμές, είναι μάλλον προσηνής. Θα δούμε τι θα συμβεί στη συνέχεια. Με καλεί να καθίσω, πλαταίνει το χαμόγελό του και συστήνεται ως Χ.Χ. Κρούγκερ, Προσωπάρχης.


Εκείνος, θα τον προειδοποιήσει πως η συνέντευξη πρόκειται να είναι ενδελεχής και μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας από το σύνηθες. Ερωτήσεις μεγάλου φάσματος και υποχρεωτικής απάντησης. Ο Χουάν, αμήχανα αρθρώνει κατανόηση και αποδοχή. Οι δύο μονομάχοι παίρνουν θέσεις αντικριστές, η συνέντευξη ξεκινά.

Ο Χουάν, υποχρεωμένος να απαντά, μόνο έτσι μπορεί να παραμείνει και να διεκδικήσει τη θέση του νυχτοφύλακα. Ο Κρούγκερ, λόγω θέσης, υποχρεωμένος να ρωτά, η τελική αξιολόγηση θα τον βαραίνει αποκλειστικά. Παιχνίδι επιβολής, επίθεση και άμυνα με διάθεση για αιφνιδιαστική κόντρα επίθεση. Το φαβορί ξεκάθαρο, ο μονομάχος όμως δείχνει διάθεση να παλέψει για την τιμή του. Όσο το νοκ-άουτ καθυστερεί, τόσο ο χρόνος κυλά υπέρ του αδύναμου. Ο Χουάν οπλίζεται με θάρρος και πίστη, διακρίνει όλο και μεγαλύτερα κενά στην πανοπλία του Προσωπάρχη. Ο στόχος μεγαλώνει, με λίγη προσοχή ίσως καταφέρει κάποια καίρια διάτρηση.

Ο Τομέο στήνει μία παρτίδα εγκεφαλικής στρατηγικής και συναισθηματικής περιφρούρησης. Η θέση εργασίας γρήγορα μετατρέπεται σε απλή επίφαση, η συνέχεια της αναμέτρησης επαφίεται αποκλειστικά στον εγωισμό των συνομιλητών. Οι απαντήσεις του Χουάν, στην αρχή προσαρμοσμένες στα πιθανά θέλω του εργοδότη, εξελίσσονται σε εκμυστηρεύσεις, που στοχεύουν τα βιώματα του Προσωπάρχη, και σταδιακά εξοπλίζονται με ερωτηματικά φινάλε, που επιχειρούν να βάλουν τον αντίπαλο σε διάθεση εξομολογητική και να τον κατεβάσουν από το θρόνο του. Ο Κρούγκερ, σαν εραστής δελεάζεται από την ταύτιση στο παρελθόν που μεσολάβησε μέχρι τη γνωριμία των δύο, καίγεται να μάθει τη συνέχεια της ιστορίας.

Η ικανότητα του συγγραφέα στη μετάβαση από τον ευθύ στον πλάγιο λόγο - κάτι το οποίο πιστώνεται και η μεταφράστρια με τη σειρά της - υπηρετεί άψογα το πνεύμα του κειμένου και αποτελεί τη βάση για τον στακάτο ρυθμό και την κλιμακούμενη ένταση. Ο θεατρικός χαρακτήρας της νουβέλας ενισχύει την αίσθηση μονομαχίας και επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει τα διάσπαρτα παραβολικά στοιχεία και να νιώσει άβολα με τα τερτίπια των αντικατοπτρισμών.

Οικογενειακά μυστικά, σχέσεις αγάπης και εξάρτησης, παγκόσμιες νευρώσεις που μόνο οι Σκανδιναβοί ξέρουν να αποδίδουν με τόση ακρίβεια, κυριαρχούν στη νουβέλα του Καταλανού, Χαβιέρ Τομέο. Απρόσμενη και ευχάριστη έκπληξη από το φθινοπωρινό παζάρι βιβλίου, λίγο πριν τα ταμεία, στα δεξιά.  
 



Μετάφραση Βιβή Φωτοπούλου
Εκδόσεις Σέλας

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Το Λεωφορείο - Eugenia Almeida






Πάνε τρεις νύχτες που το λεωφορείο περνάει χωρίς ν' ανοίγει την πόρτα.

            Το χωριό ζει κάτω από έναν τσίγκινο ουρανό, γκρίζο και ελάχιστα κυματιστό. Η σκόνη σκεπάζει τις αυλόπορτες και η αναβροχιά κάνει τα σκυλιά νευρικά. Ο Ρουμπέν προβάλλει άκεφος στο παράθυρο του ξενοδοχείου και κοιτάζει τους ανθρώπους που διασχίζουν το δρόμο. Είναι οι Πόνσε, που μένουν απέναντι. Έρχονται ξανά με την κουνιάδα τους, μήπως και τα ξανακαταφέρει να πάει πίσω, στην πόλη.

Και μια μέρα το λεωφορείο περνά δίχως να κάνει στάση. Το μικρό χωριό, δυσπρόσιτο και χαμένο στην αχανή επαρχία της Αργεντινής, απομονώνεται εντελώς σε μια ιδιόμορφη καραντίνα. Τα νέα φτάνουν μόνο μέσω του ραδιοφώνου, η ζωή στο υπόλοιπο της χώρας μοιάζει να κυλά στους φυσιολογικούς της ρυθμούς, στην πόλη, άπαντες ασχολούνται με το επερχόμενο ποδοσφαιρικό ντέρμπι. Ο μοναδικός αστυνόμος του χωριού δε δείχνει διατεθειμένος να συζητήσει όσα οι ανώτεροι του κοινοποιούν. Οι κάτοικοι, ως άλλοι μπουνιουελικοί χαρακτήρες, αντιδρούν ποικιλοτρόπως. Η περιέργεια των πολλών εξάπτεται, από τη δεύτερη κιόλας μέρα, φορούν τα καλά τους και στήνονται στη στάση για να δουν από κοντά το λεωφορείο να περνά, συζητήσεις και φήμες εξαπλώνονται, η λογική υποχωρεί στην επέλαση του φόβου. Ένα ζευγάρι, μοναδικοί πελάτες του ξενοδοχείου, εγκλωβίζεται στο χωριό. Επισκέπτες ενός μέρους δίχως το παραμικρό τουριστικό ενδιαφέρον, αδύνατο να περάσουν απαρατήρητοι. Ο δικηγόρος Πόνσε, εξέχων μέλος της τοπικής κοινωνίας, συνοδεύει μάταια καθημερινώς την αδερφή του μέχρι τη στάση και προσβάλλεται από τη συμπεριφορά του οδηγού, την οποία λαμβάνει ως ευθέως προσωπική. Μικρές ιστορίες καθημερινότητας, μια χούφτα ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας. Αργεντινή 1977. 

Η Αλμέιδα ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τις απομονώσεις, ατομικές ή συλλογικές, επιθυμητές ή επιβαλλόμενες, συνειδητές ή μη. Η απομόνωση της μικρής κοινωνίας, του γάμου, της οικογένειας, της αγάπης, της καριέρας, της πίστης, της ιδεολογίας, της εξουσίας, της εκμετάλλευσης, της προστασίας, του φόβου, του Εγώ και του Εμείς.

Η αφαίρεση του λεωφορείου από την εξίσωση, αφήνει αμετάβλητους τους βασικούς συντελεστές και δίνει τη δυνατότητα σε όποιον επιθυμεί τον πλήρη έλεγχο να τον έχει. Ανάμεσα σε αυτούς και η συγγραφέας. Γιατί, εκτός από την καθημερινότητα του μικρού χωριού στη σκια ενός ειδεχθούς καθεστώτος, η νουβέλα, δια του ευρήματος που την καθορίζει, αναδεικνύει την ποιητική της δημιουργού, τον τρόπο με τον οποίο απομόνωσε τους ήρωες της. Παγώνει το χρόνο και περιχαράζει τον τόπο ώστε να μπορέσει να παρατηρήσει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις από κοντά, να επισκεφτεί το παρελθόν και να φέρει στο φως όλα εκείνα που διαμόρφωσαν το τώρα, να δειγματίσει τη διάδραση, να ενώσει τα νήματα και να διακρίνει τις αρχετυπικές μορφές και αντιδράσεις.


Η συγγραφέας, κόβει ένα απειροελάχιστο κομμάτι Ιστορίας, το μεγεθύνει και το παρατηρεί στη λεπτομέρειά του, το απομονώνει, όχι όμως για να το αποκρύψει αλλά για να το κατανοήσει πρωτίστως η ίδια, ακολούθως να το μοιραστεί. Γιατί, εχθρός της απομόνωσης είναι η κοινοποίηση.



Μετάφραση Τζίνα Σερέτη
Εκδόσεις opera

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Hotel Cosmos - Ali Smith










Θα σου πω αύριο, της είπα όταν με ρώτησε πώς μου φάνηκε το μυθιστόρημα της Άλι Σμιθ, δεν ξέρω ακόμα, συμπλήρωσα. Και έλεγα την αλήθεια. Υπάρχουν βιβλία που σηκώνουν σκόνη κατά την ανάγνωση, πότε ενοχλητική και πότε με το φως παιχνιδιάρικη, αλλά σκόνη. Αν δεν κατακάτσει πρώτα, είναι δύσκολο να εκφέρεις μια γνώμη τελική, οι κόκκοι ακόμα αιωρούνται. Δεν έχει να κάνει με το δυσνόητο του κειμένου ή το μέγεθος αυτού, σκόνη δύναται να σηκώσει και το πιο αθώο στιχάκι - αν υποθέσουμε πως υπάρχει.

Πέρασαν μέρες τελικά, αν και συνήθως ένα βράδυ αρκεί. Με απασχολούσε η ανάμνησή του, στο νου μου στριφογυρνούσαν σκηνές και αποσπάσματα, κυρίως αποσπάσματα, τέτοια είναι άλλωστε η φύση της γραφής της Σμιθ, αποσπασματική.

Γιουουουουουουου-
             χουουουου τι πτώση τι πτήση τι άλμα τι φούντο στο φως στο σκοτάδι τι βουτιά τι γδούπος τι γλίστρα γδούπος πάταγος τι φόρα κατηφόρα τι φούρια τι τρομάρα τι τρελή πνιχτή κραυγή τι τσάκισμα και σμπαράλιασμα θρύψαλα και κομμάτιασμα τι η καρδιά στο στόμα τι τέλος.
              Τι ζωή.
              Τι χρόνια.
              Τι ένιωσα. Τότε. Πάει.
              Ορίστε η ιστορία μου· αρχίζει από το τέλος.

Το φάντασμα της Σάρα Γουίλμπυ διηγείται την ιστορία της αρχίζοντας από το τέλος, σε χρόνο αόριστο, καθώς οι μνήμες από το πριν ξεθυμαίνουν, οι αισθήσεις αδυνατίζουν, οι λέξεις ξεφεύγουν, η ανυπαρξία οριστικοποιείται. Δεύτερη μέρα που δούλευε στο ξενοδοχείο, ένα παιχνίδι θάρρους με ένα συνάδελφό της, ένα τέλος τραγικό.

Ένα ξενοδοχείο είναι το σκηνικό, μέρος στο οποίο διασταυρώνονται καθημερινά οι ζωές τυχαίων επισκεπτών και σταθερών υπαλλήλων, η διανυκτέρευση προσδίδει την απαραίτητη βαρύτητα στο πέρασμα, μέρος που συνδυάζει μοναδικά την εστία με τον απρόσωπο χώρο. Οι νεκροί μοιάζουν κατά κάποιον τρόπο με ξενοδοχεία. Από τη μία, δεκάδες απλοί επισκέπτες, γνωστοί και τυχαίοι περαστικοί, ανώδυνες διασταυρώσεις στο δρόμο και την αγορά, άνθρωποι που απλώς αγγίχτηκαν για μια μικρή στιγμή. Από την άλλη, οι σταθεροί πελάτες και οι υπάλληλοι, η οικογένεια και οι φίλοι, μετρημένοι και λίγοι, το βάρος της απώλειας εκείνους βαραίνει, πώς αλλιώς;

Τα τελευταία ίχνη του νεκρού βρίσκονται στη μνήμη των ζωντανών, από την κυρία που διαβάζει αδιαλείπτως τις νεκρολογίες στην εφημερίδα και μουρμουρίζει, κρίμα, ήταν νέο παιδί, μέχρι το πλέον κοντινό και αγαπημένο πρόσωπο. Όσο είναι ακόμα καιρός, οι ιστορίες των ζωντανών πρέπει να ειπωθούν, για να διατηρηθεί ο νεκρός στη μνήμη. Και η Άλι Σμιθ δε νιώθει άνετα με τη λήθη.

Πειραματισμός στη μορφή, αλλαγές ύφους και αφηγηματικού προσώπου, κεφάλαια χωρισμένα με βάση τους χρόνους της γραμματικής, η αύρα της Γουλφ παρούσα μα η ανάγκη για πρωτοπορία και ανανέωση μεγαλύτερη, συνοχή αυξομειούμενης έντασης και σκόνη στο πέρασμα των σελίδων, αίσθηση επαφής με κάτι σημαντικό και ταυτόχρονη αμφιβολία.

Η σύγκρουση του αντικειμενικού με το υποκειμενικό, ίσως αποτελεί μία από τις διαφορές του μελετητή και του απλού αναγνώστη. Ψυχρά και ακαδημαϊκά - πόσο γίνεται αυτό, δεν ξέρω - διακρίνω τη σπουδαιότητα του μυθιστορήματος, μάλιστα θραύσματα αυτής της σπουδαιότητας με καθήλωσαν και με γοήτευσαν, με άγγιξαν κατευθείαν στο συναίσθημα, δε στάθηκαν όμως αρκετά. Τα όρια του ζεύγους "μου άρεσε - δε μου άρεσε" ασφυκτικά και μάλλον άχρηστα. Το βήμα που επιχειρεί να πραγματοποιήσει η Σμιθ υποσχόταν πολλά, παρά τις όποιες σπασμωδικές μικροκινήσεις, η ελπίδα εξακολουθούσε να παραμένει ορατή, το ταλέντο της αδιαμφισβήτητο, έθεσε τον πήχη ψηλά. όμως τελικώς επικράτησε η αίσθηση του ανολοκλήρωτου.       

Ακόμα και τώρα αμφιταλαντεύομαι. Σκέφτομαι πως υπάρχουν μυθιστορήματα υπέροχα, όμορφα και μοναδικά, υπάρχουν όμως και εκείνα τα άλλα, τα διαμορφωτικά...



Μετάφραση Άρτεμις Λόη
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
  

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Ο Φάρος - Alison Moore







Τι και αν οι φάροι συνεχώς αναβοσβήνουν; Ναυάγια ξεβράζουν τα κύματα, ανθρώπους και παλιοσίδερα.

«Όρθιος στο κατάστρωμα του φέρι ο Φουθ αδράχνει την κρύα κουπαστή με τα μαλακά του χέρια. Κάτω από το καινούργιο άνορακ ο άνεμος του ρίχνει αλύπητα γροθιές σ’ όλο του το σώμα, του ανακατώνει το αραιό πια μαλλί, του φέρνει δάκρυα στα μάτια. Τέτοιο καιρό καλοκαιριάτικα δεν τον περίμενε. Έχει να πατήσει το πόδι του σε φέρι από δώδεκα χρονών, από το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό μαζί με τον πατέρα το. Και τότε καλοκαίρι ήταν κι είχε τον ίδιο παλιόκαιρο, οπότε δε θα ‘πρεπε να εκπλήσσεται.»

Η Άλισον Μουρ μας συστήνει τον πρωταγωνιστή της ιστορία της από την πρώτη κιόλας αράδα, δίχως περιττές εισαγωγές, δίχως αναβολές. Είναι ο Φουθ που, στο σήκωμα της αυλαίας, στέκει μονάχος στο κατάστρωμα του φέρι. Κοιτάζει τα βρετανικά παράλια να σβήνουν καθώς το πλοίο ολοένα κερδίζει μίλια, απομακρύνεται από την υπό ανατροπή ζωή του, αναζητά την ανάσα που τόσο του έλειψε τις τελευταίες μέρες. Ο χωρισμός, αναμενόμενος μα αρκούντως σοκαριστικός. Στην επιστροφή, ένα καινούργιο διαμέρισμα θα τον περιμένει, γεμάτο κούτες προς τακτοποίηση, σύνθεση ετερόκλητων κομματιών, απομεινάρια χρόνιας συμβίωσης, ελλείψεις και μπαλώματα, μια καθημερινότητα διαφορετική, χωρίς εκείνη. Τώρα αναζητά τη φυγή, την προσωρινή αναστολή λειτουργίας. Απαραίτητη δειλία.

Το σχέδιο αποφυγής περιλαμβάνει μία βδομάδα πεζοπορία στη γερμανική ύπαιθρο. Άσκηση αυτοσυγκέντρωσης, κόπωση του σώματος, διοχέτευση της θλίψης και του εκνευρισμού, στόχος ανομολόγητος η ανασυγκρότηση.  Σε μονοπάτια γνώριμα από παλιά, τότε που βάδισε, μικρό παιδί, στο πλευρό του πατέρα του, την τελευταία φορά που πήρε το φέρι.   

Ο Φουθ δε διαθέτει τίποτα το ηρωικό, πρόκειται για ένα συνηθισμένο άνθρωπο που είδε τη ζωή του να ανατρέπεται. Είχε επενδύσει στη βεβαιότητα της μέσης ηλικίας, απόφαση φαινομενικά χαμηλού ρίσκου και ανεκτής απόδοσης· η εξαίρεση, όμως, είναι αυτή που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Τα σημάδια δεν έλειψαν, οι φάροι σήμαναν ξέρες. Ναυάγιο.

Συμβάν κομβικό που προσδίδει λογοτεχνικό ενδιαφέρον και ωθεί τη συγγραφέα να διηγηθεί την ιστορία αυτού του ανθρώπου. Πιστή στη βρετανική λογοτεχνική παράδοση, του ήπιου και εσωτερικού ρυθμού, που προτιμά τον ψίθυρο από την κραυγή και το δάκρυ από το λυγμό, η Μουρ, αποδίδει το πορτραίτο του Φουθ, επιμένοντας στο παρελθόν, πατώντας στο παρόν και φοβούμενη το μέλλον. Λόγος λιτός που δεν απομακρύνει στιγμή το φως του προβολέα από τα πρόσωπα των χαρακτήρων, η αφηγήτρια, μια παρουσία διακριτική,  υπηρετεί πιστά την ιστορία της.

Η μορφή της Βιρτζίνια Γουλφ παρούσα από τον τίτλο κιόλας, ευθεία παραπομπή σε ένα από τα μυθιστορήματά της  - Στο Φάρο - που ακόμα ασκεί ισχυρή επίδραση στην αγγλοσαξονική και όχι μόνο γραμματεία. Η Μουρ νιώθει οικεία με τη λογοτεχνική κληρονομιά, δεν επιθυμεί να καινοτομήσει, δε διεκδικεί καν πρωτοτυπία στο θέμα της και εντάσσει δίχως ενοχή στερεότυπα στην ιστορία της. Ξέρει όμως να διηγηθεί και αυτό είναι το σημαντικό.



Info: Ο Φάρος εντάσσεται στη νεοσύστατη σειρά ξενόγλωσσης λογοτεχνίας των Εκδόσεων Ίκαρος που διακρίνεται, εκτός της αισθητικής της, για την επιλογή σπουδαίων μεταφραστών, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση της Αθηνάς Δημητριάδη. Ένα εγχείρημα τολμηρό σε περίοδο συρρίκνωσης της αγοράς του βιβλίου, μακάρι να βρει την ανταπόκριση που του πρέπει.  



Εκδόσεις Ίκαρος

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Το Βάρος - Jeanette Winterson






Κανόνας προσωπικός, μέχρι πρότινος απαράβατος, μην ξεκινάς βιβλίο την ίδια μέρα που τέλειωσες το προηγούμενο, πέρασε το σελιδοδείκτη, μπορείς, μα ύστερα κοιμήσου με τον πιστό, των τελευταίων ημερών, σύντροφο, μην τον προδώσεις για χάρη της λάμψης των προσδοκιών.

Τις πρώτες γραμμές θα κοιτάξω, είπα, μάλλον για να με πείσω πως δεν επρόκειτο για παράβαση, τις πρώτες τρεις γραμμές και ύστερα θα το κλείσω και θα το ακουμπήσω εδώ στο πλάι, μέχρι αύριο. Ύστερα είπα, μα είναι τόσο νωρίς ακόμα και έχω τόση διάθεση για διάβασμα. Ξενύχτησα.

Οι στρώσεις του ιζηματογενούς πετρώματος είναι σαν τις σελίδες ενός βιβλίου...
Η καθεμιά καταγράφει το ιστορικό της ζωής εκείνης της εποχής...
Δυστυχώς, το αρχείο είναι κάθε άλλο παρά πλήρες...
Το αρχείο είναι ελλιπέστατο...

Και οι σελίδες συσσωρεύονται, η μία μετά την άλλη, συνθέτουν διηγήσεις, το φανταστικό μπερδεύεται με το πραγματικό, τα όρια δυσδιάκριτα, ιστορίες δικές σου και αλλότριες, καταχωρήσεις σε τόμο κοινό, διασκευή της πραγματικότητας και επινόηση της ανάμνησης, με ή χωρίς τη θέληση του υποκειμένου· συντροφιά για τα κρύα βράδια, τότε που το ταξίδι στο παρελθόν κρίνεται απαραίτητο, οι φωτογραφίες στη βιβλιοθήκη και η θύμηση, τα καβαφικά κεριά και η εξέλιξη.

Η αφήγηση, από την πρώτη αρχή, μέσο για την κατανόηση του κόσμου, του μεγάλου και απέραντου κόσμου. Ο μύθος, καταφύγιο με αμυδρό φωτισμό, στη σκοτεινιά της ύπαρξης, αποκούμπι ύπνου
γλυκού, καθώς τα μάτια βαραίνουν.

Θέλω να ξαναπώ την ιστορία.

Από την αρχή, να με ακούσω και να ακουστώ, να πιάσω το νήμα της αφήγησης που διατρέχει τους αιώνες, να νιώσω μέρος του όλου, να προσαρμόσω τις συνθήκες στο σήμερα, ένα μικρό λιθαράκι, ίσα για να διακρίνει το μονοπάτι ο επόμενος, αν τυχόν υπάρξει.

Ο ελεύθερος άνθρωπος ποτέ δεν σκέφτεται τη φυγή. Στην αρχή δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε καν ο χώρος κι ο χρόνος. Θα μπορούσες να πετάξεις προς το μέρος μου το σύμπαν ολόκληρο κι εγώ θα μπορούσα να το πιάσω με το ένα χέρι. Δεν υπήρχε καν σύμπαν. Τότε ακόμα ήταν υποφερτό.

Τώρα όμως; Θέλω να ξαναπώ την ιστορία μα διστάζω, νιώθω άνετα στο ρόλο του ακροατή, σιγουριά πως κάποιος θα διηγηθεί ξανά την ιστορία με έναν τρόπο προσαρμοστικό και μοναδικό, δίχως να χαθεί μήτε στάλα μαγείας, πάντα κάποιος υπάρχει και εφησυχάζομαι, οκνηρία ή μήπως αδυναμία να ακούσω την ιστορία μου; Θαμπώνομαι από την ομορφιά, αποφεύγω τη βουτιά στα λιμνάζοντα ύδατα, σκύβω και κόβω το λουλούδι, να το φέρω στη μύτη να το μυρίσω, και ο σπόρος ίσως να βρίσκεται λίγο πιο πέρα, στα βάτα. Είναι ο σπόρος που πρέπει να διατηρηθεί, εκείνος θα φέρει την άνοιξη, όταν ο πάγος θα έχει κάψει όλα μας τα άνθη, όταν η ομορφιά θα έχει το χρώμα του βρώμικου χιονιού λίγο πριν εκείνο λιώσει, η διήγηση θα σώσει τον κόσμο, ξανά.  

Και η Γουίντερσον ξέρει να διηγείται και να αποπλανά, δίχως τη ματαιοδοξία του πρωτότυπου επιστρέφει στο πρώτειπο για να μας πει το μύθο του Άτλαντα και του Ηρακλή, για τη φιλία, τον έρωτα και την αβάσταχτη μοναξιά, για το βάρος. Και ας μην έχουν οι θεοί  του σήμερα πάθη, αφού οι εκπρόσωποί τους τους τιμώρησαν με ευνουχισμό, οι άνθρωποι συνεχίζουν να υποφέρουν και να λαχταρούν, και όταν φοβούνται και νιώθουν μικροί τότε κάποιος πρέπει να βρεθεί να ξαναπεί την ιστορία από την αρχή.



Μετάφραση Λεωνίδας Καρατζάς
Εκδόσεις Ωκεανίδα


Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Τ. - Ρωμανός Σκλαβενίτης Πιστοφίδης





«Υπάρχουν φορές που κι οι πιο δειλοί γίνονται θαρραλέοι. Υπάρχουν φορές που ούτε το θάρρος αρκεί. Κάποιοι πρέπει να πεθάνουν. Έτσι θα όφειλαν ή, τουλάχιστον, έτσι συμβαίνει. Απλώς για να μη βασανίζονται και να μην βασανίζουν.»



Το 2020, μια ομάδα καθημερινών ανθρώπων, χρησιμοποιώντας τόνους εκρηκτικών, ανατινάζει συθέμελα τη Θεσσαλονίκη. Εκεί που κάποτε έστεκε η Νύμφη του Θερμαϊκού, τώρα απλώνονται τεράστιες εκτάσεις χέρσας γης, μετατρέποντας την πρώην πόλη σε επίκεντρο του παγκόσμιου κατασκευαστικού ενδιαφέροντος. Μια μητρόπολη γεννάται μέσα από τις στάχτες της καταστροφής. Το μετρό, οι ουρανοξύστες και οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας δεν αρκούν  όμως για να μετατρέψουν μια μεγαλούπολη σε μητρόπολη, λίγες είναι οι πόλεις παγκοσμίως που διεκδικούν και κερδίζουν επάξια τον τίτλο αυτό, η Τ., όπως είναι πια γνωστή η Θεσσαλονίκη, είναι μία απ’ αυτές.

Σε ένα σκηνικό μητροπολιτικό, εκεί που το φως διαδέχεται το σκοτάδι σε απόσταση λίγων οικοδομικών τετραγώνων, εκατομμυριούχοι και ζητιάνοι χωράνε στο ίδιο κάδρο, συμμορίες χωρίζουν ζώνες επιρροής, μεσίτες είναι έτοιμοι να αυξομειώσουν τεχνητά τις τιμές και την αξία μιας γειτονιάς με σκοπό το κέρδος που χορεύει στενά με την ανάπτυξη δίνοντας την εντύπωση ενός σώματος, άνθρωποι ονειρεύονται, ερωτεύονται, θυμώνουν, γελάνε και πεθαίνουν, με ή χωρίς τη θέλησή τους.

Ο Σεντάρης είναι τριάντα πέντε χρονών συγγραφέας, αναζητά την έμπνευση και αρνείται να εγκαταλείψει την ιδέα του αστυνομικού μυθιστορήματος με κεντρικό ήρωα τον Σίντερο. Η Αγκνές είναι μοντέλο, πρωταγωνιστεί στις πλέον αναγνωρίσιμες διαφημιστικές καμπάνιες και  μετακόμισε στην Τ. για να βρίσκεται στην κεντρική σκηνή. Μια κοινότατη, μα ως συνήθως μοναδική, ιστορία αγάπης.

Ο Σκλαβενίτης-Πιστοφίδης  αποφασίζει να χτίσει τη Θεσσαλονίκη από την αρχή, αφήνει πίσω του την επικαιρότητα της κρίσης και καταφεύγει στο μέλλον, αναζητώντας εκεί τον απαραίτητο χώρο για να στεγάσει την ιστορία του αλλά και ένα καταφύγιο προσωπικό, μια παράπλευρη ονειροπόληση. Οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ιστορία του Σεντάρη και της Άγκνες, η Θεσσαλονίκη ως μητρόπολη και η αποφυγή της κρίσης ως πραγματικότητα, φανερώνουν το δημιουργό πίσω από το μυθιστόρημα. Η μητρόπολη Τ. όχι μόνο πείθει, αλλά ασκεί στον αναγνώστη αυτή τη χαρακτηριστική αντιφατική γοητεία, μια συνεχή εναλλαγή αισθημάτων έλξης και απώθησης, σκηνικό ιδανικό για την εξέλιξη της ιστορίας.

Από την άλλη, ο συγγραφέας δείχνει να ανήκει στη μικρή εκείνη κατηγορία των ομοτέχνων του που αποφεύγει να εντάξει την οικονομική κρίση στον πυρήνα της ιστορίας, ίσως γιατί ακόμα είναι νωρίς, η σκόνη πρέπει  πρώτα να κατακάτσει. Τώρα είναι η στιγμή των δημοσιογράφων να καταγράψουν, οι συγγραφείς θα μιλήσουν μετά. Και όμως, παρότι μας μεταφέρει στο μακρινό 2055, εντούτοις εκφράζει ξεκάθαρα τη θέληση για μια επανεκκίνηση από το απόλυτο μηδέν.

Οι μητροπόλεις είναι παρούσες  και στο πρώτο μυθιστόρημα του νεαρού συγγραφέα, Διαβάτες στην πόλη, δίχως όμως ετούτο να αφήνει την οποιαδήποτε σκιά επανάληψης. Αντίθετα, η εμμονή σε αυτό το μοτίβο μοιάζει να αποτελεί αντικείμενο συστηματικής έρευνας και επιτόπιας παρατήρησης, γεγονός που το καθιστά συγγραφικώς λειτουργικό και όχι μια ελιτίστικη επίδειξη σφραγίδων στο διαβατήριο.  Στο, πάντα κρίσιμο και διαφωτιστικό για τη συνέχεια, δεύτερο μυθιστόρημά του, ο Σκλαβενίτης-Πιστοφίδης φέρει μαζί του τις αρετές του προηγούμενου (όπως για παράδειγμα τους πειστικούς και ολοκληρωμένους χαρακτήρες, την ικανότητα να διηγείται παράλληλα και άλλες ιστορίες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, και να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη),  δουλεύει τις αδυναμίες του, παρουσιάζει πρόοδο στους διαλόγους, προσφέρει ένα γράψιμο νευρώδες, στακάτο και κοφτό, σχεδόν αναγνωρίσιμο από τις πρώτες κιόλας γραμμές.



(πρωτοδημοσιεύτηκε στο mixtape.gr)





Εκδόσεις Απόπειρα

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Ανεμόσκαλα - Μιχάλης Σπέγγος







Το σπίτι, μια από τις ελάχιστες μονοκατοικίες που απέμειναν στη γειτονιά. Το έχτισε ο πατέρας του Ηλία, πριν γεννηθούν αυτός και η αδερφή του. Κάποτε η γειτονιά ήταν καλή, ασφαλής, αστική.

Στην ίδια γειτονιά υπάρχει το μαγαζί το δικό μου. Υπάρχει και το ψιλικατζίδικο του Αρτέμη. Εξηντάρης ο Αρτέμης και φίλος του Ηλία, ο μοναδικός γκαρδιακός.

Στον πυρήνα οι δυο τους, ο Ηλίας και ο Αρτέμης, φίλοι καρδιακοί παρά τη διαφορετικότητά τους, ή ίσως ακριβώς εξαιτίας αυτής, η ισορροπία των αντίθετων δυνάμεων δεν αφήνει μήτε το ελάχιστο περιθώριο για συμβιβασμούς, αποδοχή πλήρης, ειδάλλως απόρριψη. Η, αντιδραστική στη λεκτική περιγραφή, σύνδεση δύο ψυχών.

Ζεύγος φιλοσοφικής αντίθεσης. Από τη μία ο Ηλίας,οικογενειάρχης, θρήσκος και συντηρητικός, καταφεύγει στην πίστη και νιώθει άνετα στα όρια που εκείνη του θέτει. Από την άλλη ο Αρτέμης, εργένης, πνεύμα ανήσυχο, ατίθασο, εγκατέλειψε τη βεβαιότητα του δημοσίου υπαλλήλου αδυνατώντας να συμβιβαστεί με τις επιταγές του σχολικού προγράμματος. Δεν υπάρχει όμως απόλυτη καθαρότητα, στη συντήρηση του Ηλία επιβιώνουν σπέρματα φιλοπροοδευτικά, στο ανοιχτό μυαλό του Αρτέμη η σκοτεινιά του διαφορετικού. Η αβεβαιότητα αποτελεί τόπο κοινό, αποκούμπι του Ηλία η πίστη, του Αρτέμη η λογική, στους μεγάλους περιπάτους καταφεύγουν όταν το πράγμα ζορίζει ιδιαιτέρως.  

Η γειτονιά παρακμάζει, ανασφάλεια επικρατεί, λίγοι εκείνοι που αρνούνται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, μειοψηφία. Μια κοινωνία σε αποσύνθεση, η οικονομική κρίση της επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα. Γύρω από το στενό πυρήνα των δύο, κύκλοι ομόκεντροι, ιστορίες σε κοινό άξονα περιστροφής. Της οικογένειας, των φίλων, της γειτονιάς, της επικαιρότητας. Ο αφηγητής, παρατηρητής εκ του σύνεγγυς, με έναν τρόπο αποσπασματικό, που μπορεί - αρχικώς - να ξενίσει, συνθέτει τα θραύσματα των υποϊστοριών του, τα πλέκει στο σώμα της κύριας πλοκής, σε μια προσπάθεια να σκιαγραφήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Τοποθετεί ένα σημείο μηδέν, ένα σήμερα απαραίτητο για τα πριν και τα μετά της ιστορίας, μια κρίσιμη στιγμή, ένα κορμί που αιωρείται στο ελάχιστο κενό που το χωρίζει από το σωτήριο πάτωμα, μια πέτρα που αναταράζει την υδάτινη επιφάνεια. Οι τρεις συντεταγμένες της ιστορίας, η γειτονιά, οι δύο φίλοι, το σήμερα. 

Η μορφή υπερέχει συχνά του περιεχομένου, όμως υπάρχει κάτι στη γραφή του Σπέγγου που πείθει για το συνειδητό της επιλογής. Η αποσπασματικότητα του λόγου του αποτυπώνει ρεαλιστικά την πραγματικότητα όπως τη βιώνουμε πια, κάποιες στιγμές κουράζει και κάποιες άλλες ξενίζει, αλλά τελικώς λειτουργεί αφήνοντας την αίσθηση της κατάβασης με ανεμόσκαλα. Διάθεση φιλοσοφική, απόπειρα σφαιρικής προσέγγισης μέσω των διαλόγων, πρωταρχικός στόχος η χρήση της λογικής, η απόρριψη της φορεμένης πεποίθησης, και όχι η παράθεση της υπέρτατης αλήθειας από την πένα του συγγραφέα. Ο συγγραφέας προσθέτει δόσεις δράσης, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό από το απαραίτητο, εκεί χάνει πόντους το τελικό αποτέλεσμα καθώς το στερεότυπο εισέρχεται στην εξίσωση, μετριάζοντας το προσωπικό στίγμα του συγγραφέα.

Αν ήταν ταινία θα ήταν μια καλογυρισμένη αμερικάνικη.



Εκδόσεις Διόπτρα

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

ΜεταΠοίηση - Δημοσθένης Παπαμάρκος





Είχα φάει δέκα μέρες φυλακή, επειδή, λέει, δεν είχα καθαρίσει καλά την ξιφολόγχη μου. Είχε σημάδια από σκουριά. Οι Τούρκοι όμως δε σκάγανε για τέτοια. Γιατί όταν ορμήξαμε να καθαρίσουμε εκείνο το χαράκωμα στο Σαραντάπορο, η ξιφολόγχη που μου κάρφωσε ο Τούρκος ήταν τόσο σκουριασμένη που έσπασε μέσα στον ώμο μου.

Διαβάζω τις πρώτες γραμμές από το εναρκτήριο διήγημα της συλλογής, διακρίνω γνώριμα εδάφια της ελληνικής λογοτεχνίας, η δυσπιστία χτυπά επίμονα την πόρτα. Συνεχίζω την κατάβαση στη σελίδα, ελαφρύς πια από προσδοκίες. Να χειροκροτάς τη διατήρηση της κληρονομιάς και το γεμάτο φροντίδα πότισμα της ρίζας, γιατί δεν είναι λίγο. Αλλά είναι διαφορετική εκείνη η πλάτη, που λαχταράς να δεις, του κορμιού που κάνει ένα βήμα μπροστά και ας φοράει παρόμοια ρούχα με σένα.

Συμπεράσματα βιαστικά, ο νους που προτρέχει να βάλει ταμπέλες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, για να πεισθεί πως διατηρεί τον έλεγχο απέναντι στο αλλοπρόσαλλο συναίσθημα, μα είναι τελικά εκείνο που από το τέλος του πρώτου κιόλας διηγήματος θα τον εξαναγκάσει σε επαναξιολόγηση των δεδομένων.

Βρισκόμαστε στο τρίτο διήγημα, ο νους δε σταματά, παρότι διακρίνει το βήμα να γίνεται, δεν ικανοποιείται, επιμένει να δώσει εξήγηση, σκαλίζει νέα επιγραφή: Ιστορία. Υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας αναφέρει το σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα, γραφή φρέσκια μα θεματική, εμπνευσμένη από το μακρινό παρελθόν. Λάθος ξανά, όπως η πλειοψηφία των γενικεύσεων άλλωστε.

Με πληγωμένο εγωισμό, μα αποδεχόμενος την ευθύνη του, ο νους πισωπατά, παραιτείται. Και είναι τότε που η πραγματική ανάγνωση ξεκινά.

Αρετή μιας συλλογής διηγημάτων αποτελεί η απουσία της υπεροχής του ενός έναντι των υπολοίπων, φαινόμενο δυστυχώς συχνό, λουλούδι θαυμάσιο που σερβίρεται με αρκετό χορτάρι τριγύρω ίσα για το ντεκόρ, για να μην είναι μονάχο του, αποτέλεσμα τελικώς παράταιρο και λυπηρό. Παγίδα που ο Παπαμάρκος αποφεύγει άνετα, ανεξάρτητα από την υποκειμενική αδυναμία του αναγνώστη σε κάποιο διήγημα, πρέπει να αναγνωριστεί το υψηλό - όπως ο ίδιος ο συγγραφέας εξ αρχής όρισε - επίπεδο, η προσωπική σφραγίδα σε ένα δημιούργημα ενιαίο, με συνοχή και χαρακτήρα, δίχως υψομετρική εναλλαγή.

Στον πυρήνα η αδερφική σχέση, όπως ο Κάιν με τον Άβελ φρόντισαν, από την αρχή κιόλας της Ιστορίας, να ορίσουν, μια σχέση αίματος. Η βία και η μαιευτική της ικανότητα έναντι της Ιστορίας. Το παρελθόν που επαναλαμβάνεται, δίχως - σχεδόν ποτέ - να διδάσκει, το ευμετάβλητο παρόν και το άγραφο μέλλον.

Το μεταφυσικό στοιχείο παρόν στις ιστορίες, αρμονικά σφηνωμένο στην πλοκή, υπενθυμίζει πως στην παράδοσή μας δεν έχουμε μόνο εμφύλιους και πολυτεχνεία, μα και μύθους σκοτεινούς της λαϊκής παράδοσης και της αρχαίας γραμματείας...

Ήταν η γραφή εκείνη που με έκανε να τσεκάρω την ηλικία του Παπαμάρκου, η αλήθεια είναι πως εντυπωσιάστηκα από το αποτέλεσμα της αφαίρεσης, τον φανταζόμουν μεγαλύτερο, δεν με ενόχλησε, η φωνή μοιάζει δική του και όχι δανεική. Ακόμα ένα λογικό λάθος.     

Εν ολίγοις, σταθερές βάσεις στο παρόν, το βλέμμα στο μέλλον και ένα τραγούδι να συντροφεύει την ανάγνωση.   







Εκδόσεις Κέδρος
   

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Μη Φεύγεις - Γιάννης Πάσχος








Στις συλλογές διηγημάτων, πάντα προσμένω πολλά από εκείνο το ένα που έδωσε το όνομά του στη συλλογή, μόλις πιάσω το βιβλίο στα χέρια μου, το αναζητώ στα περιεχόμενα, άλλοτε το διαβάζω πρώτο και άλλοτε σέβομαι τη σειρά, νιώθω όμως πως πρόκειται για το πιο αγαπημένο του συγγραφέα, ο πυρήνας γύρω από τον οποίο χτίστηκε το τελικό σύνολο και ας μην έχω αποδείξεις γι’ αυτό. Έσυρα το δάκτυλο για ένα δεύτερο πέρασμα, πιο προσεκτικό, ομότιτλο διήγημα δε βρήκα και έμεινα να επαναλαμβάνω τον τίτλο,  πότε με ύφος παρακλητικό και πότε προστακτικό. Μη φεύγεις.

Ο Γιάννης Πάσχος, λίγο πριν συμπληρώσει τα εξήντα, μοιάζει να αποτυπώνει γραπτώς τον καμβά της καθημερινότητάς του. Η νοσταλγία για τα περασμένα, η παρατήρηση της πραγματικότητας, οι προσδοκίες και οι φόβοι που το μέλλον γεννά, η διάθεση για παράδοση στα τερτίπια της φαντασίας.  Η ανάγκη για μια καλή ιστορία που θα απαλύνει τον πόνο, η επινόηση που θα εξάψει τη φαντασία, η διάσωση της μνήμης.

Λέξεις, απλές και απροσχεδίαστες, ικανές συχνά να προκαλέσουν συναισθηματική κατολίσθηση, λέξεις που φέρνουν στην επιφάνεια ένταση χρόνων, αδύνατο να ανακοπεί πριν ξεθυμάνει. Η κατάπτωση του σώματος. Η ανθρώπινη τάση για ερμηνεία και εξήγηση. Η Ιστορία που κάνει κύκλους, μάλλον άσκοπα, αφού ουδείς δείχνει να διδάσκεται κάτι. Η ονειροπόληση του παρατηρητή, καταφύγιο αποσυμπίεσης από την πραγματικότητα.

Είναι φορές, που ο νους τρέχει γρηγορότερα από τον «πραγματικό» χρόνο και προλαβαίνει να στήσει τα δικά του σκηνικά, σε ένα όνειρο δίχως ύπνο. Ο αργοπορημένος δείκτης έρχεται να διαλύσει το σύννεφο αυτό. Εμπειρία σχεδόν μεταφυσική, γνώριμη σε όποιον την έχει βιώσει, πηγή έμπνευσης για τον συγγραφέα.

Το παρελθόν, γεμάτο με νοσταλγία και διδάγματα, στέκει ακίνητο μα απομακρύνεται συνεχώς, καθώς τα χρόνια περνούν. Ο συγγραφέας, επιθυμεί να μοιραστεί τις εμπειρίες του, ένα καθήκον πατρικό, δίχως να κρατά μαστίγιο, αλλά ταυτόχρονα, να καταστήσει κατανοητό τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει και ερμηνεύει τον έξω κόσμο. Η παρατήρηση, εργαλείο απαραίτητο όχι μόνο για τη συγγραφή, και η διαρκής προσπάθεια για κατανόηση, η αναζήτηση της ελπίδας σε έναν κόσμο που ολοένα και πιο σκληρός γίνεται, ακόμα και για κάποιον με πλούσια πείρα. Οι απαραίτητες προσδοκίες, μοναδικό ανάχωμα μαζί με την αγάπη, απέναντι στο άγχος και τους εφιάλτες του άγνωστου μέλλοντος.

Η γραφή του Πάσχου υπαινίσσεται πολλά, με μια συστολή να τη διακρίνει, η ταπεινότητα εκείνου που δε χρειάζεται τεχνάσματα εντυπωσιασμού. Λόγος δουλεμένος που δεν υποκύπτει στη στείρα νοσταλγία και την κακώς εννοούμενη ποιητικότητα, αλλά υπηρετεί πιστά την κάθε ιστορία. Μοναδική ένσταση, το σπασμωδικό κλείσιμο ορισμένων ιστοριών, που το εξέλαβα ως υποχρεωτική εξήγηση ή συμπυκνωμένο επιμύθιο δίχως όμως να μου είναι κατανοητή η χρησιμότητα.

Ανάμεσα στα σαράντα εφτά διηγήματα της συλλογής, κάποια ξεχωρίζουν αναγκαστικά περισσότερο, όμως και εκείνα που εκ πρώτης μοιάζουν να υστερούν, επιτελούν σιωπηλά το συνεκτικό τους έργο, καθιστώντας το Μη Φεύγεις έργο με αρχή και τέλος, μακριά από την αποσπασματικότητα που διακρίνει αρκετές συλλογές διηγημάτων.




(πρωτοδημοσιεύτηκε στο bookstand.gr)


Εκδόσεις Ίνδικτος

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Θυμάμαι (;)







Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε άραγε;

Δε θα ήταν δύσκολο, αναλογίζομαι, δύο τρεις λέξεις κλειδιά σε κάποια μηχανή αναζήτησης θα αρκούσαν, αγνοώ το λόγο, μα έχω μουλαρώσει, επιμένω μονάχος μου να διαλύσω το νέφος ομοιομορφίας που η μνήμη (ή μήπως η λήθη) έχει απλώσει στην ανάμνηση αυτή.  

Συνθέτω την εικόνα.

Έκανε κρύο. Μάλλον φθινόπωρο πρέπει να ήταν, ή τέλος χειμώνα αρχές άνοιξης, φορούσα σίγουρα μπουφάν, το μαύρο στρατιωτικό που αγόρασα πριν μια δεκαετία σε εκείνο το πολύχρωμο παζάρι στη Μπολόνια. Μια δεκαετία από φέτος, όχι από τότε.

Πήγα μόνος μου, δεν είμαι σίγουρος αν ήταν πράξη επιλογής ή ανάγκης, δεύτερη αβεβαιότητα. Κατέβηκα τα σκαλιά του Αν, συνεπής με την ώρα της αφίσας. Ένας από τους λίγους με το χούι να λαμβάνουν υπόψην τους την ώρα έναρξης. Βρήκα μια ωραία θέση να σταθώ, ένιωσα τυχερός αν και ήξερα πως θα έπρεπε να περιμένω αρκετά μέχρι να αρχίσει η συναυλία. Κάπως αμήχανα, έτσι με θυμάμαι σήμερα να κοιτάζω δεξιά και αριστερά, τον κόσμο που μαζευόταν και πύκνωνε, την άδεια σκηνή με τα όργανα στημένα, κουρδισμένα και τεσταρισμένα ηχητικώς να περιμένουν.

Γιατί δεν έβγαλα το μπουφάν όσο ήταν καιρός; Δε μπορώ να θυμηθώ, ακόμα μία αβεβαιότητα. Όταν το αποφάσισα ήταν πλέον αδύνατο, το υπόγειο είχε γεμίσει ασφυκτικά, στεκόμασταν όρθιοι επειδή κάποιοι ακομπούσαν στους τοίχους περιμετρικά, μεσημεράκι στο μετρό, τέτοια φάση.  Η ώρα περνούσε, θυμάμαι να ιδρώνω πολύ, αυτό ναι, το θυμάμαι ξεκάθαρα. Σκέψεις άσχημες χτύπησαν την πόρτα του νου, διάφορα αν δημιούργησαν συνθήκες κλειστοφοβικές. Το sold out επανεφευρέθηκε εκείνο το βράδυ. 

Ύστερα εκείνοι βγήκαν στη σκηνή, λίγες νότες μετά, όλα μετατράπηκαν σε μουσική. Η μαθηματική λογική πίσω από την κάθε σύνθεση αντέδρασε με τις διαστάσεις του χρόνου, οι ανάγκες του σώματος επικεντρώθηκαν κυρίως στην ακοή και κατά δεύτερον στην όραση, το υπόλοιπο σύνολο απλώς παρόν, να λαμβάνει δίχως να διεκδικεί πια τη δροσιά και την ξηρασία.

Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε το λάιβ, ούτε τότε ήξερα. Δεν είχα κοιτάξει το ρολόι ώστε να σημαδεύσω το χρόνο.

Ύστερα ο κόσμος έτρεξε στην έξοδο, με το δίκιο του. Πήγα στο μπαρ, ζήτησα μια μπύρα, χρειαζόμουν μία παύση, να κατακάτσει εντός μου η εμπειρία. Κάθησα στα σκαλάκια, δεξιά όπως κοιτά κανείς τη σκηνή. Βγάζοντας το μπουφάν δεν πρόσεξα και η μπύρα χύθηκε. Δε θυμάμαι αν επέστρεψα στο μπαρ ή αν ντροπιασμένος έφυγα.






Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Το μαγεμένο σπίτι/ Η Γκρίτζα - Robert Musil







Μετάθεση σε ένα μέλλον πιο κατάλληλο, συνθήκες ηρεμίας και ωρίμανσης - ελπίδα. Στη λίστα των επερχόμενων αναγνωσμάτων, περίοπτη θέση κατέχει ο Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, ακόμα αναζητά το δρόμο του προς την οικιακή βιβλιοθήκη, συναντιόμαστε συχνά σε σπίτια και βιβλιοπωλεία, τον χαιρετώ με δέος. Ελάχιστους ξέρω που τόλμησαν το βήμα, ο ενθουσιασμός τους με γεμίζει θάρρος.

Τριγυρνούσα σε μέρη γερμανόφωνα τις τελευταίες μέρες, μαγεμένος από την επίδραση της γλώσσας, παρά τη διαμεσολάβηση των μεταφραστών. Διέτρεξα τη στοίβα αναζητώντας τον επόμενο σταθμό του σελιδοδείκτη, η μαύρη ράχη του μου τράβηξε την προσοχή, το έπιασα στα χέρια μου, ήταν η στιγμή για την πρώτη γνωριμία με τον Ρομπέρτ Μουζίλ, δε σήκωνε άλλη αναβολή.

Τα άκοπα βιβλία όλο και σπανίζουν - λεπτομέρειες θα πείτε, ενώ τα ψηφιακά καλπάζουν - η ιεροτελεστία επαναλαμβάνεται σπανιότερα, μα με την ίδια πάντα προσήλωση και χαρά. Το ασπρόμαυρο πορτραίτο του συγγραφέα απευθύνει το καλώς ορίσατε στον αναγνώστη, που ανταποδίδει, σχεδόν έκπληκτος, και, αφού πρώτα αποφύγει την παγίδα της εισαγωγής, διαβάζει τις πρώτες γραμμές.

Όποτε διηγόταν την περιπέτειά του στο μαγεμένο σπίτι ο υπολοχαγός Δημήτριος Νάγκι, πρόσθετε με ύφος σκεφτικό και επίσημο: Μα το θεό σας λέω, λίγο έλειψε να με δηλητηριάσει...


Ο Δημήτριος γίνεται μάρτυρας του διαλόγου δύο εραστών, εκείνος την απειλεί πως θα σκοτωθεί αν τον αρνηθεί, εκείνη επιμένει να τον αρνείται. Σε ένα περιβάλλον σχεδόν μεταφυσικό, το μαγεμένο σπίτι της γριάς κόμισσας αποτελεί ιδανικό σκηνικό απονενοημένων πράξεων. Ο Μουζίλ, αριστοτεχνικά - τόσο κλισέ, μα τόσο ακριβές - πατάει σε μια απλή ιστορία και της προσδίδει την απαραίτητη μαγεία ώστε να υπερπηδήσει το ρεαλισμό, να ξεπεράσει τη ζωή και να μετατραπεί σε λογοτεχνία υψηλή.

Αντίστοιχα πράττει και στο έτερο διήγημα, με τίτλο Γκρίτζα. Σύμφωνα με τους μελετητές, όπως αναφέρει ο Ίσαρης στο εισαγωγικό σημείωμα, οι ιστορίες του Μουζίλ βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά της ζωής του.

Ο Χόμο είχε έναν μικρό γιο που ήταν άρρωστος· πέρασε ένας χρόνος, μα η κατάστασή του παρέμενε στάσιμη· ο γιατρός συνέστησε μακρόχρονη κούρα σε κάποιο θέρετρο, αλλά ο Χόμο δεν αποφάσιζε αν έπρεπε να τον συνοδεύσει. Σκέφτηκε πως θα αποχωριζόταν για μεγάλο διάστημα τις ασχολίες του, τα βιβλία, τα σχέδια, τη ζωή του. Καταλάβαινε πόσο εγωισμό έκρυβε αυτή η αντίσταση, αλλά ήταν και μια απόπειρα αποδέσμευσης, μια και δεν είχε αποχωριστεί τη γυναίκα του ούτε για μια μέρα.

Η Γκρίτζα διαθέτει κάτι από την αύρα του μεγαλειώδους μυθιστορήματος του Τόμας Μαν, το Μαγικό Βουνό, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια αργότερα (1924). Ο Χόμο αρνείται να ακολουθήσει το παιδί του στο θέρετρο. Φεύγει για τον ιταλικό βορρά αποδεχόμενος την πρόταση να δουλέψει σε ένα ορυχείο χρυσού σε μια δύσβατη και ορεινή περιοχή, κάθε μέρα που περνάει, η παλιά του ζωή δείχνει να χάνεται στην ομίχλη της λησμονιάς.

Σπείρα. Η κυκλική ανάβαση του ορεινού όγκου, οι προκλήσεις που κρύβονται ακόμα και στην πιο αδιάφορη καθημερινότητα, η ικανότητα του ανθρώπου στην προσαρμογή, η σταδιακή μετατροπή του καινούριου σε ρουτίνα. Οι λέξεις πολύτιμες, δεν τις σπαταλά, με σύνεση τοποθετεί τη μία δίπλα στην άλλη, τίποτε το περιττό στο λόγο του. Καθηλωτικός ο τρόπος που μπερδεύει το όνειρο με την πραγματικότητα, το ρεαλισμό με τη μαγεία.

Δείγμα μικρό, μα αντιπροσωπευτικό θαρρώ, πριν τη μεγάλη απόφαση.



Μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης
Εκδόσεις Ηριδανός
  

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Η Αποστολή - Friedrich Dürrenmatt






Δρόμος μίας κατεύθυνσης ανοίχτηκε εμπρός μου καθώς γύρισα την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος της Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, ο Ιβάν, ο Μαλίνα και Εγώ. Η συγγραφέας, ταυτισμένη στο μυαλό μου, αν και Αυστριακή, με τους γερμανόφωνους Ελβετούς που τόσο αγαπώ, προέταξε το δάχτυλο και σημάδεψε την Αποστολή. Και έτσι έπραξα.

Οι πρώτες κιόλας γραμμές με αναστάτωσαν, η ιστορία έμοιαζε γνώριμη και οικεία, αμφισβήτησα ευθέως τη μνήμη μου, διαβάζεις ξανά και ξανά τα ίδια βιβλία, μονολογούσα, και ας συνέβαινε πρώτη φορά (μάλλον). Κάθε γραμμή που περνούσε, η μορφή της Μπάχμαν αποκτούσε εντονότερα χαρακτηριστικά, διεκδικούσε μερίδιο σε αυτή την αίσθηση επανάληψης. Ήταν πλέον ολοφάνερο και προφανές, υπήρχε άμεση σχέση ανάμεσα στην Αποστολή και την Περίπτωση Φράντσα. Μάταια ξεφύλλισα το βιβλίο, η μαρτυριάρα εισαγωγή απουσίαζε, ούτε επίμετρο υπήρχε, άφησα το βιβλίο και κατέφυγα στο διαδίκτυο, ελπίζοντας να βρω απάντηση, και βρήκα.   

Το νήμα έχει ως εξής: ο πρόωρος χαμός της Μπάχμαν αφήνει ανολοκλήρωτη την Υπόθεση Φράντσα, ο Ντύρενματ, δίχως ποτέ να το αποκρύψει, ξεκινά από την ίδια αφετηρία για να διηγηθεί μια - παράλληλη με την κύρια - ιστορία, μετακινεί τη φωτεινή δέσμη για να αναδείξει περιοχές που έστεκαν στο σκοτάδι. Έμπνευση, ένας ελάχιστος φόρος τιμής. 

Απομένω έκπληκτος με τη σύμπτωση, το νήμα ήταν ισχυρότερο απ' όσο υπολόγιζα. Μικρή χαρά! Επέστρεψα στο βιβλίο, το έπιασα πάλι από την αρχή, έτσι έπρεπε.


Πλήρης τίτλος ο ακόλουθος:


Η Αποστολή
ή
Ο παρατηρητής που παρατηρούσε
τον παρατηρητή του
Μια νουβέλα 24 προτάσεων  


Πρόταση νούμερο ένα (που ικανοποιεί ταυτόχρονα την ανάγκη για παρουσία του εναρκτήριου αποσπάσματος και την αναφορά στην υπόθεση)

Όταν ο Ότο φον Λάμπερτ πληροφορήθηκε απ' την αστυνομία ότι η γυναίκα του Τίνα βρέθηκε κακοποιημένη και νεκρή στη βάση των ερειπίων του Αλ Χακίμ, χωρίς να έχει βρεθεί ο δράστης, τότε ο ψυχίατρος, γνωστός από το βιβλίο του σχετικά με την τρομοκρατία, φρόντισε να μεταφερθεί το πτώμα μ' ένα ελικόπτερο και με το φέρετρο δεμένο με σχοινί κάτω απ' τη μηχανή, ταξίδεψε πάνω απ' τη Μεσόγειο, πέρασε από απέραντες ηλιόλουστες εκτάσεις, μέσα από σύννεφα και χιονοθύελλες, ώσπου, αφού έφθασε πάνω από τον ανοιχτό τάφο, κατέβηκε απαλά ανάμεσα στους τεθλιμμένους, ενώ ο φον Λάμπερτ, παρατηρώντας τη Φ. που κινηματογραφούσε τα δρώμενα, έκλεισε την ομπρέλα του παρ' όλη τη βροχή, περιεργάστηκε για λίγο τη νεαρή γυναίκα και της ζήτησε να τον επισκεφθεί το ίδιο βράδυ με το συνεργείο της, γιατί είχε να της αναθέσει κάποια αποστολή που δεν έπαιρνε καμιά αναβολή.



Αν ο όρος αστυνομική λογοτεχνία περιελάμβανε κατά πλειοψηφία βιβλία στο στυλ και το ύφος εκείνων του Ελβετού, τότε σίγουρα θα δήλωνα μέγας θαυμαστής του είδους, όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει και έτσι όταν κάποιος με ρωτά τι βιβλία διαβάζω, απαντώ συνήθως με μια σίγουρη άρνηση για να αποφύγω μια αβέβαιη και κάπως θολή εξήγηση. Για τον Ντύρενματ, η υπόθεση αποτελεί την αφορμή, το σώμα στο οποίο θα εμφυσήσει ψυχή, που πιθανώς θα περιορίσει γόνιμα τη σκέψη. Είναι τα κενά που πραγματικά τον έλκουν, οι τρύπες στο σώμα που πρέπει να συμπληρωθούν, εκεί συναντά την πρόκληση, ανάμεσα στις γραμμές.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τη συνθήκη που διέπει τη νουβέλα, κάθε κεφάλαιο να αποτελείται από μία περίοδο, ένα γράμμα κεφαλαίο και μια κάτω τελεία, αλλαγή κεφαλαίου. Πρόκληση, όχι μόνο για τον δημιουργό, μα και - κυρίως - για τον αναγνώστη, να ακολουθήσει την πτώση αυτή, δίχως τις τελείες να ανακόπτουν, τα λοιπά σημεία στίξης να παίρνουν ρεβάνς για τη χρόνια αδιαφορία, η ανάσα να προσαρμόζεται ενώ η διάσπαση προσοχής σε επαναφέρει στην αρχή, ξανά και ξανά.

Η παρατήρηση, το ζεύγος παρατηρητής και παρατηρούμενος. Η διπλή και ταυτόχρονη επιθυμία να είμαστε υποκείμενο και αντικείμενο παρατήρησης, ακόμα και την ίδια στιγμή. Φιλοσοφική προσέγγιση στο κατώφλι μιας νέας εποχής, οι δορυφόροι σε τροχιά γύρω από τη γη, επαναπροσδιορίζουν τους όρους, ένα σύστημα αντικατοπτρισμών δημιουργείται, σύνθετο και συχνά σκοτεινό, χρόνια πριν εφευρεθούν τα κοινωνικά δίκτυα.

Και οι χίμαιρες, που συχνά εν αγνοία μας βρισκόμαστε να κυνηγάμε, δίχως να είναι δικές μας, τάση για οικειοποίηση και μια ηλίθια δικαιολογία, Εγώ τηρώ τις υποσχέσεις μου.




υ.γ Και άνευ νήματος, η κατάσταση απαιτούσε επιστροφή στον Ντύρενματ, είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά, η προσδοκία ικανοποιήθηκε, η αποστολή κρίνεται επιτυχής.



Μετάφραση Μαρία Σωτηράκου
Εκδόσεις Ροές



Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Ο Ιβάν, ο Μαλίνα κι Εγώ - Ingeborg Bachmann







Θα ήθελα κάποτε, της είπα, να διαβάσω Μπέρνχαρντ από το πρωτότυπο, να βιώσω, δίχως μεσάζοντες, την αίσθηση ασφυξίας που του προξενούσε το περιβάλλον γύρω του. Εκείνη απάντησε: αρκεί να ζήσεις ένα διάστημα στη Βιέννη και θα καταλάβεις.

Ήταν ο πρώτος Αυστριακός που αγάπησα, εκείνος που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης επηρέαζε τον τρόπο που έγραφα ακόμα και το πλέον αδιάφορο και τυπικό ηλεκτρονικό μήνυμα.

Τη Μπάχμαν τη γνώρισα με πρόξενο έναν Ελβετό, τον κύριο Φρις, η αναφορά στην ερωτική σχέση των δύο έδωσε διέξοδο στο επερχόμενο - και αναπόφευκτο - σύνδρομο στέρησης, δεν υπήρχαν, βλέπετε, άλλα βιβλία του μεταφρασμένα στα ελληνικά. Η Περίπτωση Φράντσα ξεπέρασε κάθε αναγνωστική μου προσδοκία, παράδειγμα που θα έπρεπε να περιέχεται σε κάθε λεξικό, στο γράμμα Σίγμα, στο ρήμα Στοιχειώνω.

Είχα φροντίσει να αναζητήσω και να προμηθευτώ έγκαιρα την υπόλοιπη μεταφρασμένη βιβλιογραφία της, η Τζέννυ Έρπενμπεκ έτεινε το νήμα, ήταν η στιγμή.



Μόνο για το χρόνο χρειάστηκε να σκεφτώ αρκετά, γιατί μου είναι αδύνατο να πω "σήμερα" έστω και αν καθημερινά λέμε "σήμερα", ναι, πρέπει να το λέμε, αλλά έτσι και κάποιοι μου κοινοποιούν τι πρόκειται να κάνουν σήμερα - για το αύριο καλύτερα ας μη μιλήσουμε διόλου - δεν έχω, όπως συχνά μου προσάπτουν, αφηρημένο βλέμμα, αλλά απεναντίας, λόγω αμηχανίας, πολύ προσεχτικό, τόσο ανέλπιδη είναι η σχέση μου με το "σήμερα", μια και το σήμερα αυτό με κάνει να φοβάμαι υπερβολικά, και μόνο μέσα σ' αυτόν το μέγιστο φόβο και την υπερβολική βιασύνη γράφω ή λέω απλώς τι συμβαίνει, γιατί οτιδήποτε γράφεται για το σήμερα θα έπρεπε να καταστρέφεται αμέσως, όπως σχίζεις, τσαλακώνεις, αφήνεις ατελείωτα, δε στέλνεις τ' αληθινά γράμματα, επειδή αναφέρονται μεν στο σήμερα, αλλά αποκλείεται να φτάσουν σήμερα.



Η φωνή της, αυτό ήταν που περισσότερο μου είχε λείψει από την τελευταία φορά. Οποιαδήποτε ιστορία και αν επέλεγε η Μπάχμαν να διηγηθεί, θα απέμενα, πιστεύω, μαγεμένος να τη διαβάζω, γιατί υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι που διαθέτουν το χάρισμα της αφήγησης, τη χροιά στη φωνή, τον τρόπο να κοιτάζουν την πιο κοινή λεπτομέρεια, να χρησιμοποιούν τόσο έντονα το Εγώ και όμως εκείνο να ακούγεται σαν Εσύ, να δημιουργούν με τα πιο απλά υλικά ιστορίες που καταφέρνουν να δραπετεύσουν από τον ίδιο τους τον εαυτό. Όσα και αν αναφέρει κανείς γύρω από την υπόθεση, σε τίποτα δε θα επηρεάσει την αναγνωστική εμπειρία του άλλου, γιατί καθένας τη δική του ιστορία ακούει, η διήγηση της Μπάχμαν είναι απλώς η αφορμή, η αναγκαία και γόνιμη αφορμή.

Η αγωνία κρύβεται πίσω από την κάθε λέξη, αγωνία υπαρξιακή και συναισθηματική, σκοτεινή, δύναμη που πότε κινητοποιεί και πότε παγώνει, διαλέγει πότε τη ζωή και πότε το θάνατο για παρτενέρ, και ας μη γνωρίζει σχεδόν ποτέ τα βήματα, και ας σιχαίνεται τον αυτοσχεδιασμό. Κραυγές και ψίθυροι, το φως όμως ελάχιστο, αμυδρό, σκοτάδι σχεδόν απόλυτο, η χαραμάδα στον τοίχο δεν αρκεί. Παράξενα τα μονοπάτια που χαράζει η σκέψη, η Μπάχμαν τα ακολουθεί, μια γραφή εγκεφαλική και αυτόματη, επικοινωνία λογικής και συναισθήματος, συνεχή περάσματα από όλους τους ορόφους της πολυκατοικίας του συνειδητού.

Φρόντιζε να εγκαταλείπει την Αυστρία συχνά, και ας την κουβαλούσε πάντα μαζί της, επιρροές γόνιμες, δάνεια του παρελθόντος και διάλογος με την πρωτοπορία, ενέπνευσε και εμπνεύστηκε. Μια φιγούρα τραγική.


Μετάφραση Ιάκωβος Κοπερτί
Εκδόσεις Άγρωστις


Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Παιχνίδι με τις λέξεις - Jenny Erpenbeck







"Προς τι να υπάρχουνε τα μάτια μου, αν είναι να βλέπουν αλλά να μη βλέπουν τίποτα; Προς τι τ' αυτιά μου, αν είναι να ακούν αλλά να μην ακούνε τίποτα; Προς τι όλα τα ξένα μές στο κεφάλι μου; Αυτά, εγκεφαλική έλικα, εγκεφαλική έλικα, να τα σκεφτώ ν' αφανιστούνε, μέχρι ίσως να φανεί στον πάτο κάτω κάτω ένα κουταλάκι γεμάτο με εμένα. Ν' αρπάξω την ανάμνηση σαν μαχαίρι και να το στρέψω πάνω της, ν' αποκόψω την ανάμνηση με την ανάμνηση. Αν γίνεται αυτό."


Επικίνδυνο πράγμα οι λέξεις, δίνουν φωνή στο παρελθόν. Τότε παλιά, συνήθιζε να είναι ένα παιχνίδι ηχητικό, στένευαν οι συγγενείς τον κλοιό για να θαυμάσουν τον πρώτο σου συλλαβισμό, αγωνία για το αν θα ονομάσεις πρώτα εκείνον ή εκείνη, να χαρούν αντίστοιχα εκείνοι ή οι εκείνοι, αλλά να χαμογελάσουν όλοι, νικητές και ηττημένοι γύρω από το λάφυρο, κανείς με την καρδιά, μόνο το μυαλό να επεξεργάζεται δεδομένα.

Τότε, που δύο τεράστιες φιγούρες σε περιτριγύριζαν, περνούσαν χρόνο μαζί σου, ικανοποιούσαν τις ανάγκες σου, περιβάλλον ασφάλειας και προστασίας, ανάγνωση πρώτη, δίχως τις λέξεις. Τότε, δόθηκαν οι πρώτοι ορισμοί, δικαιώματα και υποχρεώσεις, το οικογενειακό δίκαιο, ο μικρόκοσμος που λειτουργούσε σχεδόν αποστειρωμένα.

Λεκτικές κραυγές με ακριβή σημασία, απαίτηση επίμονη μέχρι την εκπλήρωση, τριμερής κώδικας επικοινωνίας. Με τον καιρό έμειναν πίσω, αστεία ανάμνηση, πηγή ντροπής, στα λεξικά δεν υπάρχει χώρος για εκείνες, μοιάζουν με εκείνες τις άλλες, πραγματικές και γραμμένες στα κατάστιχα των φιλολόγων, όμως στο νέο κόσμο δε σημαίνουν τίποτα και ας αποτελούσαν κάποτε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας, το χτες δε χωρά στο σήμερα.

Τώρα που το σκέφτεσαι, ίσως - αν ήταν επιλογή τους - να σε κρατούσαν για πάντα στην οικιακή απομόνωση, κάτω από τη φτερούγα της μητρικής/πατρικής αγάπης και φροντίδας, σε περιβάλλον ελεγχόμενο, ίσως να το επιθυμούσες και εσύ. Μην προτρέχεις όμως, μόλις είπες τις πρώτες λέξεις.

Σου έδωσαν μολύβι και χαρτί, πριν συναντήσεις τη δασκάλα, σου φάνηκε διασκεδαστικό και ας έλειπαν τα χρώματα, τραβούσες γραμμές να δημιουργήσεις σχήματα δίχως να νοιάζεσαι για τα θεωρήματα της γεωμετρίας και τις τάσεις της σύγχρονης τέχνης. Αυτά θα σου τα φόρτωναν αργότερα.

Και όπως οι συλλαβές και τα επιφωνήματα έγιναν λέξεις, έτσι και οι γραμμές μετατράπηκαν σε αριθμούς και γράμματα. Έδειξαν επιμονή στην καλλιγραφία, ότι και αν πεις να φαίνεται ωραίο, δε μπορείς να τους κατηγορήσεις για τίποτε, ήταν ξεκάθαροι από την αρχή.

Παύεις ξαφνικά να είσαι αποκλειστικά και μόνο παιδί του ή παιδί της, παίρνεις τη θέση που σου αναλογεί στο μεγάλο κόσμο, η ιστορία σου συναντά την Ιστορία, οι δικαιολογίες σώθηκαν, τώρα πια ξέρεις, η πολιτική ίσων αποστάσεων κανέναν δεν εξυπηρετεί, η αγάπη κανέναν δεν αθωώνει. Η απουσία πρόθεσης δεν αναιρεί το αποτέλεσμα, να το θυμάσαι αυτό.

Υπάρχει μία λέξη, ποτέ η ίδια αλλά πάντα μία, εμφανίζεται ξαφνικά, από το πουθενά, πίσω της ακολουθούν πλήθος άλλες, επίμονα έντομα που αναδύονται στην επιφάνεια, δεν είναι πια παιχνίδι, είναι η πραγματικότητα, η λεκτική επεξήγηση που ξεδιαλύνει τη θολή ανάμνηση και πετά την αθωότητα στο γκρεμό.

Τώρα έχεις τη Λέξη. Κλειδί που ανοίγει πόρτες, θα επιμείνεις ή θα βολευτείς άραγε στο πρώτο δωμάτιο που θα συναντήσεις, ευάερο και ευήλιο, με το δίπλωμα κρεμασμένο στον τοίχο να πιστοποιεί την προσπάθεια σου και να σε εφησυχάζει, εδώ που έφτασες λίγο δεν είναι, σου ψιθυρίζει μια απαλή φωνή, χροιά καθησυχαστική, σε καλεί να βγάλεις τα παπούτσια και να αράξεις. Τα βράδια θα στριφογυρνάς στον ύπνο σου.

Η αφήγηση θα σε βρει, όσο χρόνο και αν χρειαστεί(ς). Η ανάγκη να πιάσεις το νήμα από την αρχή, να σε ακούσεις. Στην αρχή, το αίσθημα της αποκλειστικότητας θα σε παραλύσει, θα σε τυφλώσει, νοσταλγείς την άγνοια του χτες, το έδαφος σαθρό. Καθώς όμως τα μάτια συνηθίζουν στο φως του προβολέα, νιώθεις πως ανήκεις σε κάτι μεγαλύτερο, συντονισμός. Η αφήγησή απαιτεί να μεγαλώσει, να πλατύνει για να χωράει κάθε ανθρώπινη ιστορία, τη δική σου και των άλλων, την Ιστορία.

Τώρα μπορείς να θυμηθείς και να συγχωρήσεις, να γράψεις " Για τον πατέρα μου από καρδιάς" και να το εννοείς.



Μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης
Εκδόσεις Ίνδικτος


Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Το Τρίτο Ράιχ - Roberto Bolaño







Το πλέον προσβάσιμο ίσως μυθιστόρημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο, φαντάζει ιδανικό για μύηση στο σύμπαν ενός από τους επιδραστικότερους δημιουργούς των τελευταίων ετών.

Ο Ούντο και η Ίνγκεμποργκ φτάνουν οδικώς στην Κόστα Μπράβα, τη διάσημη καταλανική ακτή. Είναι οι πρώτες κοινές διακοπές για το νεαρό ζευγάρι, ευκαιρία να περάσουν πολλές ώρες μαζί, μακριά από την πίεση της καθημερινότητας, δίπλα στο κύμα, κάτω από τον ήλιο. Ο Ούντο συνήθιζε να πηγαίνει στο ίδιο ξενοδοχείο με τους γονείς του όταν ήταν μικρός, οικογενειακή παράδοση οι διακοπές στη Μεσόγειο και το ξενοδοχείο Ντελ Μαρ υπήρξε πάντοτε φιλόξενο για εκείνους. Δυνατότερη, ανάμεσα σε άλλες αναμνήσεις, η εικόνα της Φράου Έλτσε, παντρεμένης με τον Ισπανό ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, να μη φείδεται περιποιήσεων και χαμόγελων στον άγουρο έφηβο Ούντο, ξύπνημα ένος αισθήματος πρωτόγνωρου, δύσκολο στη λεκτική περιγραφή και αδύνατο να λησμονηθεί.

Για τον Ούντο, τα παιχνίδια στρατηγικής είναι κάτι παραπάνω από χόμπι, τελευταία παίζει μανιωδώς το Τρίτο Ράιχ, είναι μάλιστα πρωταθλητής. Στόχος του, κατά τη διάρκεια των διακοπών, να μελετήσει κάποιες νέες κινήσεις, ο επόμενος αγώνας πλησιάζει και η αφρόκρεμα των παιχτών θα είναι εκεί. Αρκετά περιοδικά έχουν φιλοξενήσει αναλύσεις του σχετικά με νέες στρατηγικές παιξίματος, όμως ο γραπτός λόγος του παρουσιάζει χτυπητές αδυναμίες με αποτέλεσμα τα κείμενά του να υπόκεινται σε εκτεταμένες διορθώσεις, γεγονός που τον ενοχλεί. Ο Κόνραντ, σκιώδης φίλος και συμπαίκτης του, τον συμβουλεύει να κρατά καθημερινό ημερολόγιο, μόνο έτσι, ισχυρίζεται, θα καταφέρει να βελτιώσει τα εκφραστικά του μέσα.

«Από το παράθυρο μπαίνει η βοή της θάλασσας ανακατεμένη με τα γέλια των τελευταίων ξενύχτηδων, ένας θόρυβος που ίσως είναι από τους σερβιτόρους που μαζεύουν τα υπαίθρια τραπέζια, επίσης αραιά και που ο ήχος κάποιου αυτοκινήτου που περνάει αργά στην Παραλιακή, αλλά και τα βουητά σβησμένα και απροσδιόριστα που προέρχονται από τα άλλα δωμάτια του ξενοδοχείου. Η Ίνγκεμποργκ κοιμάται.»

Τη μορφή της ημερολογιακής καταγραφής επιλέγει ο Μπολάνιο. Ξεκινώντας από τις 20 Αυγούστου, ημερομηνία άφιξης του νεαρού ζευγαριού στο ξενοδοχείο, ο Ούντο δεν παραλείπει να ανασυγκροτήσει γραπτώς και με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα και τις σκέψεις της κάθε ημέρας. Η υποκειμενική ματιά και η εξέλιξη της γραφής του Ούντο αποτελούν τα δύο παρελκόμενα της απόφασης αυτής, που αποδεικνύουν πως εκείνο που για άλλους δημιουργούς αποτελεί αφηγηματική ευκολία για τον ταλαντούχο κύριο Μπολάνιο χρησιμεύει ως διάδρομος απογείωσης.

Το μυθιστόρημα διαθέτει ξεκάθαρα κεντρικό ήρωα, μέσα από τα μάτια του άλλωστε φιλτράρεται η καθημερινότητα στο παραθαλάσσιο χωριό, είναι όμως οι δεύτεροι ρόλοι εκείνοι που προσθέτουν τις απαραίτητες πινελιές πολυφωνικότητας και διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στις αποφάσεις του Ούντο και την εξέλιξη της ιστορίας. Γνωριμίες καλοκαιρινές, φαινομενικά εφήμερες και ανάλαφρες, όχι όμως εδώ.

Ο Μπολάνιο, γεννημένος στο Σαντιάγο της Χιλής, πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στις καταλανικές ακτές, πολύβουες κατά τους θερινούς μήνες, ύστερα έρημες, καθώς τα φώτα από τα μπαρ και τα εστιατόρια σβήνουν και οι εποχικοί υπάλληλοι επιστρέφουν στον τόπο τους ενώ οι ελάχιστοι ντόπιοι απομένουν μονάχοι, από κοσμοπολίτες ξανά επαρχιώτες, σε έναν αέναο χορό. Καταφέρνει να αποδώσει με ανατριχιαστική ακρίβεια την ατμόσφαιρα των τουριστικών θερέτρων, τόσο κατά την ακμή, όσο και κατά την αποσυναρμολόγηση λίγο πριν τη χειμερία νάρκη. Το εκτυφλωτικό φως και η ζέστη που ναρκώνει, ο χρόνος  μοιάζει να κολλά και οι μέρες ίδιες.

Το Τρίτο Ράιχ, παιχνίδι στρατηγικής που δίνει την ευκαιρία στον παίχτη να δοκιμάσει τις δυνάμεις του, να προσπαθήσει να αλλάξει το ρου της ιστορίας και να επικρατήσει των αντιπάλων του. Η Ιστορία ως φάρσα, απενοχοποιημένη, καθώς  κάρτες αντικαθιστούν εκατόμβες νεκρών και πεσόντων. Ένα σύνθετο, στους κανόνες, παιχνίδι με ζάρια, αυτό θαρρείς έμεινε από τότε.





(πρωτοδημοσιεύτηκε στο mixtape.gr)



Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Άγρα

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Τη χρονιά που δραπέτευσε το λιοντάρι - Carlos Sampayo








Εκείνο το πρωινό του Μαΐου του 1957, ο Λεόν Φερράρα ξέσπασε σε γέλια όταν διάβασε τους τίτλους των εφημερίδων:  "Κίνδυνος στους δρόμους: δραπέτευσε λιοντάρι*", "Λιοντάρι του τσίρκου Φερράρι, ελεύθερο στους δρόμους του Μπουένος Άιρες" ή ακόμη και αυτόν: "Λιοντάρι δραπετεύει από τσίρκο", φράσεις που είχε την εντύπωση ότι τον αφορούσαν προσωπικά. Εκείνος, όμως, ούτε λιοντάρι ήταν ούτε θύμιζε· μάλλον για αρουραίο θα τον έκανες ή, καλύτερα, για λαγό, εξαιτίας της άνεσης με την οποία άνοιγε τα πορτοφόλια που βουτούσε στον υπόγειο, το τραμ ή το τρόλεϊ ( ήταν ένθερμος οπαδός των ηλεκτροκίνητων μέσων) με τα δόντια του, δόντια ολόισια, τετράγωνα και επιμελώς καθαρά. Ήταν το γούρι του.

Αργεντινή 1957, ακόμα μια δικτατορία βρίσκεται σε εξέλιξη, ρουτίνα διαδοχής απολυταρχιών που καπηλεύονται τον όρο δημοκρατία και στρέφουν τα δικτατορικά βέλη στους προηγούμενους, ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα είπε.

Είναι επίσης η χρονιά που ένα λιοντάρι δραπέτευσε από το τσίρκο. Ο Κασιμίρο, ελεύθερος πια, τριγυρνά σε ένα περιβάλλον τσιμεντένιο, αναζητώντας τροφή και ένα ασφαλές καταφύγιο μακριά από τα ανθρώπινα βλέμματα.

Στο Μπουένος Άιρες η ζωή συνεχίζεται, ανάμεσα σε εξαφανίσεις πολιτών και σκόρπια πυρά,  σημασία έχει να κοιτάς τη δουλειά σου και να μη στρέφεις το κεφάλι από περιέργεια. Η αστυνομική διαφθορά, το οργανωμένο έγκλημα και οι παραστρατιωτικές οργανώσεις σε ένα γαϊτανάκι μελανόχρωμο, ορίζουν τις ζώνες επιρροής τους, καθώς η ανοχή της κεντρικής εξουσίας αποτελεί την απαιτούμενη εγγύηση ατιμωρησίας.

Το βίο του Κασιμίρο, οι κάτοικοι, τον πληροφορούνται μέσα από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, καθημερινώς αφιερώνονται πηχυαίοι τίτλοι, ευφάνταστα σκηνικά με πρωταγωνιστή το επικίνδυνο τετράποδο τέρας. Την ίδια ώρα ο Κασιμίρο πεινάει και κρυώνει, αναπολεί, όχι μόνο τη στέπα, αλλά και τον ίδιο το θηριοδαμαστή. Φοβούνται και οι λέοντες βλέπετε.

Ο Λεόν, ικανότατος πορτοφολάς, κοιτάζει τη δουλίτσα του, δηλώνει πλασιέ ανταλλακτικών και μένει σε μια μικρή πανσιόν. Ένα πορτοφόλι την ημέρα, συντηρητική στρατηγική, όχι ριψοκίνδυνα χτυπήματα, λίγα και στο χέρι. Προσέχει την ανωνυμία του σαν κόρη μονάκριβη. Μέρα με τη μέρα μαζεύει διηγήσεις για τον εγγονό του, σε σαράντα χρόνια θα έχει πολλά να του εξιστορήσει και εκείνος θα είναι περήφανος για τον παππού του.

Τα απόνερα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου φτάνουν μέχρι τα παράλια της μακρόστενης χώρας. Καθώς ο κλοιός για τους εγκληματίες πολέμου στενεύει στην Ευρώπη, η καταφυγή στη Λατινική Αμερική μοιάζει λύση ιδανική και ιδιαίτερα η Αργεντινή με την ταραγμένη, και ταυτόχρονα ιδεολογικά συγγενή, πολιτική πραγματικότητα. Όμως υπάρχουν κάποιοι που δεν ξεχνούν, που είναι αποφασισμένοι να ακολουθήσουν τα ίχνη των ναζί και να αποδώσουν δικαιοσύνη, που δεν το βάζουν κάτω, όσα χρόνια και αν περάσουν.

Ο Κάρλος Σαμπάγιο δείχνει να είναι αλλεργικός στους ήρωες, παρότι η ιστορία του διαθέτει αρκετούς πρωταγωνιστές, κανείς δε μπορεί να σηκώσει το βάρος του ήρωα, να ξεχωρίσει για την ακεραιότητα που επιβάλλει η χρονική συγκυρία, να βγάλει το κεφάλι από το βούρκο της συνενοχής. Θύτες ή θύματα, καμία σημασία δεν έχει. Μια στιγμή όμως, ξέχασα τον Κασιμίρο που τριγυρνά φοβισμένος στη μεγάλη πόλη.

Ο συγγραφέας, διαχειρίζεται το υλικό του με άνεση, ο κάθε χαρακτήρας παραδίδει τη σκυτάλη στον επόμενο, έτσι η κάθε ιστορία προχωρά, μέχρι τα κομμάτια του παζλ να έρθουν και να δέσουν. Αίσθηση γνώριμη από το σινεμά της Αργεντινής, στο οποίο συχνά πρωταγωνιστούν διεφθαρμένοι αστυνομικοί και κακοποιοί, οι ανατροπές διαρκείς και ο Ρικάρντο Νταρίν να φλερτάρει με διάφορους ρόλους.

Ζοφεροί καιροί, η θλίψη και η απαισιοδοξία δηλώνουν ηχηρά παρούσες, ακόμα και η δράση υπόκειται στην επίδραση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Ο Σαμπάγιο δεν αγιοποιεί, δε δικαιολογεί, παρουσιάζει μια πραγματικότητα δεδομένη, καταφεύγει στην ειρωνεία - ίσα που σχηματίζεται το χαμόγελο στα χείλη - τη σάτιρα, φλερτάρει με την υπερβολή, όχι στις καταστάσεις, μα στους θεσμούς και τους υπηρέτες αυτών.

Ένα μυθιστόρημα ήπιου ρυθμού, δίχως αχρείαστες κραυγές, αφιερωμένο, θαρρείς, σε όλους εκείνους που πίστεψαν σε ιδανικά, απογοητεύτηκαν και τελικά προδόθηκαν, όχι μόνο τότε αλλά πάντοτε.


 *Στα Ισπανικά León.




Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Πόλις