Πώς επιλέγεις το επόμενο βιβλίο; Μη βιαστείτε να απαντήσετε· από δίπλα πέφτει βαριά η σκιά : Οι γιοι, Φραντς Κάφκα. Σκέφτομαι με όρους βάρους, ίσως ελαφρύτερο, ίσως ισάξιο -αν υποθέσουμε πως υπάρχει. Αδιέξοδο. Κάθομαι στον αυτοσχέδιο καναπέ δίπλα στη μεταβατική βιβλιοθήκη, κλίνω το κεφάλι και ανατρέχω τις ράχες. Αδιέξοδο. Ένα ύποπτο κενό ανάμεσα στον Ταμπούκι και τον Ζέμπαλντ κρύβει τη Φάλαινα. Θυμάμαι την ημέρα που την αγόρασα: είχα υποσχεθεί βόλτα στο παζάρι των Εκδόσεων Άγρα, παρασύρθηκα και πήγα μόνος μου, εκείνη όμως θυμήθηκε το λόγο μου και διεκδίκησε, επέστρεψα δεύτερη φορά λοιπόν. Θα πειθαρχήσω, είπα. Τα πήγα αρκετά καλά, μόνο τη Φάλαινα πρόσθεσα, μάλιστα εκείνη μου την έκανε δώρο, τέτοιος άνθρωπος είναι (είμαι). Ύστερα κάτσαμε για καφέ, ήταν μέρος της συμφωνίας. Κάποια στιγμή, γνωρίζοντας τα χαρτιά μου, της είπα: θα ήθελα να μένω εδώ, ακριβώς εδώ από πάνω. Πέρασαν μήνες, πάλι κάνει καλό καιρό.
Στο σήμερα πάλι, έναν όροφο ψηλότερα, το παίρνω στα χέρια μου. Το μέγεθος εντείνει την προσοχή στη λεπτομέρεια, ο βαθμός καλαισθησίας υψηλός, η συμμετρία, γραμμάτων και εικόνας, διακριτική. Διαβάζω τις πρώτες γραμμές:
Πολλοί είχαμε καταφύγει εκεί, στη μικρή αυτή γωνιά όπου πιστεύαμε ότι θα μας ξεχάσουν...
Πιστεύαμε ότι θα μας ξεχάσουν. Η επιλογή έγινε.
Το τέλος της πρώτης ανάγνωσης γεννά δύο σκέψεις: η πρώτη, προφανής: δεύτερη ανάγνωση. Μαζί και η σκέψη πως για ένα τέτοιο κείμενο δε μπορεί να γραφτεί κάτι συμβατικό, μονάχα κάτι ποιητικό, με ορμή και έμπνευση από την ανάγνωση.
Πριν κοιμηθώ, αναλογίζομαι εκείνο το Καλοκαίρι, δέκα χρόνια πριν, δίπλα στη θάλασσα. Πίνουμε καφέ στην παραλία, ξάφνου, φωνές παιδικές διασαλεύουν τη μεσημεριανή ραστώνη: δέκα πέντε, ίσως και περισσότερα πιτσιρίκια, με το νερό λίγο πάνω από τα γόνατα, τσιρίζουν και χοροπηδούν γύρω από ένα έντρομο δελφίνι, γυρίζω να της πω τι βλέπω, συνειδητοποιώ πως δεν ξέρω τη λέξη στα ιταλικά. Αυτή την ιστορία θέλω να διηγηθώ με αφορμή τη Φάλαινα, σκέφτομαι.
Το πρωί, πριν απ' όλα, διαβάζω ξανά την πρώτη παράγραφο, ύστερα μερικές σελίδες ακόμα. Μέχρι να φτάσω στη δουλειά ολοκληρώνω και τη δεύτερη ανάγνωση, στο τέλος διαβάζω την πρώτη παράγραφο ξανά. Να μην ξεχάσω, αν ποτέ με ρωτήσει κανείς για τις αγαπημένες μου εναρκτήριες προτάσεις, να τη συμπεριλάβω.
Σχολώ και κάθομαι στο μπαρ. Να σου διαβάσω κάτι; τη ρωτάω, εκείνη γνέφει ναι. Μας διακόπτουν τρεις φορές, κάθε φορά, εγώ, βρίσκω την ευκαιρία να αρχίσω πάλι από την αρχή. Πολύ ωραίο, μου λέει τελειώνοντας, χαμογελώ. Μία φορά ακόμα την πρώτη παράγραφο και θα φύγω, σκέφτομαι, πρέπει να μαζέψω. Άργησα λίγο. Στην επιστροφή σκέφτομαι πως μόνο το ίδιο το κείμενο μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του, και εγώ είπα, όπως συνηθίζω, τόσα λόγια. Συγγνώμη.
Πολλοί είχαμε καταφύγει εκεί, στη μικρή αυτή γωνιά όπου πιστεύαμε ότι θα μας ξεχάσουν, και μέναμε σωριασμένοι στο βελούδο, μέσα σε μιαν αλλόκοτη πολυτέλεια από κρύσταλλα και απλίκες, προστατεύοντας τον εαυτό μας από τον υπερβολικό καπνό και τους κακούς δίσκους πίσω από μια κουρτίνα με εμβλήματα -ξεχαρβαλωμένη κι αυτή λίγο-πολύ και πεσμένη από τους γάντζους της-, ελπίζοντας στο συμβάν που θα μας έδινε τη δύναμη να ξεκολλήσουμε από κει ή, ίσως πάλι, περιμένοντας το άγγελμα μιας αναλαμπής πάνω στη θάλασσα. Πράγματι, οι πιο θαρραλέοι είχαν βγει στη βεράντα, όπου έμεναν ξαπλωμένοι, με το μάγουλο σχεδόν ακουμπισμένο στην πέτρα, ενώ οι υπόλοιποι συνεχίζαμε να κατασκοπεύουμε ο ένας τον άλλο, μέσα από τις ξεφτισμένες μεσοτοιχίες, σ' εκείνη την κατάσταση της ζωώδους και σχεδόν δόλιας υποταγής απ' όπου πολύ εύκολα βυθίζεται κανείς στον ύπνο.
Ξαφνικά, καθώς βουλιάζαμε όλο και πιο πολύ στα μαξιλάρια μας, ένα πρόσωπο, που ελάχιστα το είχαμε προσέξει ως τότε, πλησίασε την μικρή παρέα μας των κοιμισμένων και, νομίζοντας ότι θα μας εμπλέξει, μας ρώτησε αν είχαμε ακούσει να μιλούν για τη φάλαινα.
Μετάφραση Βάνα Χατζάκη
Εκδόσεις Άγρα