Μπροστά μας έχουμε τη νυχτερινή όψη της πόλης. Βλέπουμε την εικόνα της από ψηλά, όπως θα την έβλεπε ένα νυχτοπούλι που πετάει στον ουρανό. Πλαισιωμένη από τον πλατύ ορίζοντα, η πόλη μοιάζει μ' ένα γιγάντιο ον, με το σύνολο ενός σύνθετου οργανισμού που απαρτίζεται από πολλούς μικρότερους. Αμέτρητα αιμοφόρα αγγεία επεκτείνονται μέχρι τις άκρες του αόρατου σώματός της, αντικαθιστώντας αδιάκοπα τα κύτταρα: στέλνουν νέες πληροφορίες, συλλέγουν τις παλιές· νέα αναλώσιμα συλλέγουν τα παλιά· νέες αντιφάσεις συλλέγουν τις παλιές.
Ένα κινηματογραφικού στυλ μονοπλάνο, με έντονη την επιστημονική ποιητικότητα, στην οποία συχνά -και κυρίως στα πρώτα έργα του- αρέσκεται ο Μουρακάμι, οδηγεί τον αναγνώστη από την πανοραμική θέα της μεγάλης πόλης (βλ. Τόκιο), με τα εκατομμύρια φώτα και τον βαρυφορτωμένο με ουρανοξύστες αστικό ορίζοντα να επιβάλλει τη σιωπή και το δέος, στο τραπέζι του εστιατορίου Denny´s, όπου η Μαρί κάθεται μόνη της και διαβάζει ένα ογκώδες βιβλίο, λίγα λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα.
Ύστερα, ο Τακαχάσι θα μπει με την σειρά του στο εστιατόριο, επιθυμώντας να φάει κάτι πριν την ολονύχτια πρόβα με την μπάντα στη οποία παίζει τρομπόνι. Θα αναγνωρίσει την Μαρί, είχαν βγει, πάει καιρός, σε ένα διπλό ραντεβού, οι δυο τους ήταν οι κομπάρσοι, ο φίλος του και η αδερφή της ήταν οι πρωταγωνιστές. Θα κάτσει στο τραπέζι της δίχως να την ρωτήσει. Kάπου στο βάθος ακούγεται το τζαζ κομμάτι, Five spot after dark.
Η αδερφή της, η Έρι, πάσχει από μια σπάνια και μάλλον ανεξήγητη ασθένεια, κατά την οποία διαρκώς κοιμάται. Και είναι ακριβής γλωσσικά η χρήση της λέξης ασθένεια, αναφερόμενη σε ένα σώμα δίχως το απαραίτητο σθένος για να σταθεί και όχι προσβεβλημένο από κάτι, γι' αυτό και ιατρικώς ανεξήγητη. Ο αφηγητής μάς οδηγεί στην κάμαρά της, στη μέση της νύχτας, εκεί που μόνο φαινομενικά όλα είναι ήρεμα και στάσιμα.
Η Μαρί πάντοτε ζούσε στην σκιά της ομορφιάς της αδερφής της, ήταν η άτυχη στη ζαριά των γονιδίων, αναγκαστικά πήρε το ρόλο του πνεύματος, εκείνος ήταν ο μόνος που περίσσευε, μαζί με αυτόν τον ρόλο φορτώθηκε και το βάρος από σχόλια και υποθέσεις του περίγυρου, συμπεράσματα σχετικά με τα συναισθήματά της, με τον καιρό σαράκι στην αυτοπεποίθησή της. Δεν υπάρχει, μάλλον, χειρότερο συναίσθημα από το να νιώθεις άσχημος, μη ποθητός ή αδιάφορος. Και όλα αυτά εξαιτίας μιας σύμπτωσης, μιας γειτνίασης που επιβάλλει τη σύγκριση, την άχρηστη και άσκοπη σύγκριση.
Το πρώτο πληθυντικό της αφήγησης, ένα ιδιότυπο voice over με χαρακτήρα σκηνοθετικής οδηγίας, αρχικώς ξενίζει και ίσως καταπιέζει την ανεξάρτητη φύση του αναγνώστη, όμως σύντομα ο αφηγητής αναλαμβάνει τον πλήρη έλεγχο, μην διστάζοντας να μιλήσει για λογαριασμό μας και να διατάξει, όταν το κρίνει απαραίτητο, οδηγώντας μας εκεί που εκείνος επιθυμεί, σε μια επίδειξη δύναμης και βεβαιότητας, υπνωτίζοντας τις αισθήσεις και βυθίζοντάς μας σε αυτό το απόκοσμο σκηνικό που συνθέτει.
Πρέπει να παραδεχτεί κανείς πως ακόμα και στις πλέον αδύναμες στιγμές του, και ναι, το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι αδύναμο συγκρινόμενο με την υπόλοιπη βιβλιογραφία του, ο Μουρακάμι έχει το ταλέντο να καθηλώνει, ακόμα και όταν για τους δικούς του λόγους επιλέγει να είναι αφαιρετικός και ολιγαρκής, ποντάροντας σε ένα σίγουρο γι' αυτόν χαρτί, την ατμόσφαιρα· και ποιο καλύτερο σκηνικό άραγε από το μεταμεσονύχτιο Τόκιο;
υ.γ Περισσότερο από όλα τα έργα του μου έφερε στο νου ένα από τα πρώτα του, Σκληρή χώρα των θαυμάτων και το τέλος του κόσμου.
υ.γ2 Δεν το θεωρώ κατάλληλο για έργο γνωριμίας με τον Μουρακάμι, απευθύνεται μάλλον σε δηλωμένους θαυμαστές του.
υ.γ3 Η δεύτερη ανατύπωση διόρθωσε την ατυχή επισήμανση της πρώτης έκδοσης, Υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Μαρία Αργυράκη
Εκδόσεις Ψυχογιός