Έχουμε ταχθεί υπέρ των Μαξ Μπροντ αυτού του κόσμου, τελεσίδικα. Οι όποιες αντεγκλήσεις αναλώνονται σε καφέ και εκδηλώσεις, τώρα που τα λογοτεχνικά σαλόνια δεν είναι της μόδας, είναι εθιμοτυπικές, χαριτωμένες και διαρκούν ελάχιστα. Για εμάς οι διαθήκες πρέπει να διαβάζονται δυνατά. Τίποτα να μη μένει κρυφό. Ο θάνατος μας δίνει το τέλειο άλλοθι/ο θάνατος στερεί κάθε δικαίωμα από τον νεκρό. Οι κωδικοί πρόσβασης και τα κλειδιά είναι γελοία εύκολο να ανακτηθούν στον κόσμο των ζωντανών.
Δεν θα μάθουμε ποτέ σε τι ποσοστό θεωρούσε ολοκληρωμένο ο Γουάλας το βιβλίο αυτό, τι θα κρατούσε και τι θα αφαιρούσε, πόσες σελίδες θα ήταν το τελικό κείμενο -αν υποθέσουμε πως θα υπήρχε τελικό κείμενο, και πως δεν θα αρκούσε ένα σύρσιμο μέχρι τον κάδο ανακύκλωσης στην επιφάνεια εργασίας, κάποιο βράδυ, αργά, ώστε να περάσουν όλα στο τίποτα. Και εγώ -κάπως παράδοξα ή διεστραμμένα- σκέφτομαι εκείνες τις σελίδες που θα πετούσε, εκείνες τις σελίδες που ποτέ δεν θα διαβάζαμε αν το βιβλίο ολοκληρωνόταν, με απόφαση δική του ή ύστερα από επιμονή του επιμελητή, σκέφτομαι εκείνες τις σελίδες περισσότερο και από τις άλλες που ποτέ δεν θα διαβάσουμε, τις σελίδες που ποτέ δεν έγραψε και που ποτέ δεν θα γράψει.
Έχουμε πολλούς λόγους να υποθέτουμε πως ακόμα και ολοκληρωμένος, επιμελημένος και σε κυκλοφορία, Ο χλομός βασιλιάς δεν θα είχε τη δομή ενός απλού μυθιστορήματος, και όχι μόνο γιατί ο πρόλογος του συγγραφέα θα βρισκόταν στο ένατο κεφάλαιο, αλλά γιατί τα γραπτά του Γουάλας διαθέτουν εκείνο το μοναδικό χαρακτηριστικό της υψηλής λογοτεχνίας να περικλείει αφομοιωμένη τη λογοτεχνία που έχει προηγηθεί και όμως να μη θυμίζει τίποτα από ό,τι έχει προηγηθεί. Ή και γιατί σε ένα απλό μυθιστόρημα, σε ένα μυθιστόρημα επ' ουδενί κακό, με αρκετές αρετές και ίσως και κάποια βραβεία -χώρια οι πωλήσεις και οι κριτικές-, δεν θα χωρούσε το φορολογικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών, με όρους τεχνικούς, λεπτομέρειες επί της διαδικασίας και άρθρα τροπολογιών, και μόνο ένα μυαλό όπως αυτό του Γουάλας, ναι, πρωτίστως το μυαλό και στη συνέχεια το ταλέντο και η εργατικότητα, θα μπορούσε να μετατρέψει αυτό το υλικό σε λογοτεχνία, να αποτυπώσει τον σύγχρονο κόσμο με τέτοια τρομακτική ακρίβεια στους διαδρόμους μιας δημόσιας υπηρεσίας. Ένα ημιτελές βιβλίο που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου, λογοτεχνία που σε καταλαμβάνει και σε στοιχειώνει, άπαξ και δια παντός.
Αποτελεί κάποιου είδους προνόμιο, τολμώ να πω, η δυνατότητα θέασης του κόσμου μέσω της πρόζας του Γουάλας. Ο τρόπος με τον οποίο παρατηρεί και καταγράφει. Και η πρόζα του λειτουργεί ως καθρέφτης διπλής όψης, προβάλλοντας ταυτόχρονα τα μέσα και τα έξω. Αντικρίζουμε λοιπόν έναν εγκέφαλο ανήσυχο, διαρκώς πυροδοτούμενο, με διασπαστική ροπή, διψασμένο για πληροφορίες και με τεράστια γκάμα ενδιαφερόντων, που με ασύλληπτη άνεση και ευκολία κινείται από το πλέον ευτελές στο πλέον υψηλό. Έναν εγκέφαλο που μοιάζει να αποζητά ένα ήσυχο διάλειμμα, τη δυνατότητα για εκούσια παύση λειτουργίας. Ίσως μια πληκτική εργασία, όπως αυτή του υπαλλήλου σε κάποια εφορία -ή ίσως σε μια ασφαλιστική εταιρεία κάπου στην Κεντρική Ευρώπη-, μια εργασία θανατηφόρας ρουτίνας, σταθερού ωραρίου, ίσως μια τέτοια εργασία να ήταν όντως ένα απάνεμο λιμάνι, μια καθημερινή και αυστηρή άσκηση αυτοσυγκέντρωσης για ένα τέτοιο μυαλό ή έτσι να πίστευε τουλάχιστον ένα τέτοιο μυαλό.
Ο χλομός βασιλιάς είναι το βιβλίο που έγραφε ο Γουάλας όταν αυτοκτόνησε. Και κάτι τέτοιο -δυστυχώς- δεν μπορεί να διαφύγει στιγμή από τη συνείδηση του αναγνώστη. Ο χλομός βασιλιάς θα μπορούσε να περιγραφεί ή να προσδιοριστεί με πλήθος επιθέτων -αστείο, μεγαλειώδες, διορατικό, χαοτικό, απολαυστικό, μεταμοντέρνο, καινοτόμο, ατελές, έξυπνο, πληθωρικό, διασκεδαστικό/ψυχαγωγικό κ.ά.-, όμως εγώ θα επέμενα: συγκινητικό. Ο χλομός βασιλιάς είναι ένα βαθιά συγκινητικό και ανθρώπινο μυθιστόρημα. Ναι, ανάμεσα σε τόσα άλλα, είναι κυρίως αυτό. Πίσω από τόσα νούμερα και φορολογικές δηλώσεις, τόσους νόμους και ειδικές τροπολογίες διακρίνονται αχνά οι ήρωες του Γουάλας· απλοί υπάλληλοι της φορολογικής υπηρεσίας, συνθέτουν έναν μικρόκοσμο, τον μικρόκοσμο της φορολογικής υπηρεσίας, μικρόκοσμο με βαθμίδες και αξιώματα, μικρόκοσμο με ίντριγκες και συνωμοσίες, που αρχίζουν και τελειώνουν εντός κτιρίου και ωραρίου. Κι όμως είναι άνθρωποι καθημερινοί, άνθρωποι σαν εμάς -ας μην αυταπατόμαστε-, άνθρωποι που δυσκολεύονται συναισθηματικά, που η ζωή τους εκτυλίσσεται στο περιθώριο της ρουτίνας, στο κενό μεταξύ δουλειάς και ύπνου, άνθρωποι που το σώμα τους στρέφεται ενάντια στον εαυτό του, άνθρωποι που αδυνατούν να βάλουν τα κλάματα ή να νιώσουν σεξουαλική έλξη, άνθρωποι αδύναμοι, σε διαρκή καταστολή έκφρασης και δημιουργίας, άνθρωποι που αν ξεχαστούν όμως μπορούν να αιωρηθούν.
Ο σύγχρονος κόσμος, όπου τα πάντα αποτυπώνονται με νούμερα, προφανώς και οι άνθρωποι. Η γραφειοκρατία και η πλήξη. Ο Γουάλας επιλέγει μια χρονική στιγμή κατά την οποία η τεχνολογία στη μηχανογράφηση είναι ακόμα στα σπάργανα, ενώ και η τεχνολογία του ελεύθερου χρόνου, το διαδίκτυο και τα έξυπνα κινητά είναι εδάφη απάτητα, επιλογή η οποία δεν είναι τυχαία. Η ικανότητα να αντιμετωπίζεις την πλήξη, λέει κάπου ο Γουάλας, αποτελεί το θεμελιώδες γραφειοκρατικό κλειδί· ούτε η αποδοτικότητα, ούτε η ακεραιότητα, ούτε η διορατικότητα, ούτε η σοφία· η ικανότητα να αντιμετωπίζεις την πλήξη είναι το κλειδί, αν έχεις ανοσία στην πλήξη τότε δεν υπάρχει κυριολεκτικά τίποτα που να μην μπορείς να το καταφέρεις.
Αν το περιβάλλον του μυθιστορήματος δεν ήταν αληθινό -και επομένως τραγικό- θα μπορούσε να είναι αμιγώς κωμικό, θα μπορούσε να το έχει γεννήσει η -έτσι και αλλιώς- θηριώδης φαντασία του Γουάλας. Όμως το γέλιο που προκύπτει από αρκετές σελίδες είναι σκοτεινό, οξυδερκές και εν τέλει ενοχοποιητικό για εκείνον που γελάει. Βέβαια το τι αντιλαμβάνεται καθένας ως τραγικό και τι ως κωμικό είναι μια μεγάλη συζήτηση, συχνά δε και αιτία διαχωρισμού πορείας ζωής, έχω γνωρίσει για παράδειγμα ανθρώπους που θεωρούν κωμωδία το Playtime του Tati, εγώ όχι, προφανώς όχι. Η αναφορά στη συγκεκριμένη ταινία στο παρόν κείμενο δεν είναι τυχαία.
Διαβάζοντας τον Χλομό Βασιλιά το μυαλό μου αρκετές στιγμές αναζητούσε και -ένιωθε πως- έβρισκε αντιστοιχίες με ένα άλλο διάσημο ατελές μυθιστόρημα, το 2666 του σπουδαίου Ρομπέρτο Μπολάνιο, και πέρα από τα προφανή -ατελή έργα, πρόωρες απώλειες- υπήρχαν και σημεία στην ιστορία και στην αφήγηση που μου ενίσχυαν αυτή τη σύνδεση. Και φτάνοντας στο κεφάλαιο σαράντα πέντε, διαβάζοντας την ιστορία της Τόνι, η οποιαδήποτε αμφιβολία για τη συσχέτιση αυτών των δύο μυθιστορημάτων παραμέρισε πανηγυρικά. Η ιστορία της Τόνι θα μπορούσε να ανήκει στο 2666, μια από τις ιστορίες φρίκης με θύματα γυναίκες. Οι διακειμενικές αναφορές και φιλοφρονήσεις κάπως έτσι γίνονται.
Όσες λέξεις και αν γράψει κανείς είναι αδύνατο να αποτυπώσει την εμπειρία/ ό,τι και αν πει κανείς για τη μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή θα είναι επίσης λίγο/ Πίντσον, Μπολάνιο και Γουάλας εν ζωή, αυτό ναι, είναι λογοτεχνική φαντασίωση/ ποιος μπορεί να περιμένει μέχρι την κυκλοφορία του Infinite jest στα ελληνικά;
Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Κέδρος