Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Στο χείλος της αβύσσου - Erich Kästner





Λογοκριμένο, ακόμα και ως προς τον τίτλο (αφού επιλέχθηκε το ουδέτερο Φάμπιαν, αντί του σαφώς πολιτικοποιημένου Στο χείλος της αβύσσου), το μυθιστόρημα του Κέχνερ κυκλοφόρησε το 1931· εκδότης και επιμελητής προχώρησαν σε αρκετές αλλαγές, παραλείποντας και ένα ολόκληρο κεφάλαιο, όμως, ακόμα και έτσι, το βιβλίο, αν και γνώρισε εμπορική επιτυχία από τις πρώτες μέρες κυκλοφορίας του ή ίσως ακριβώς γι' αυτό, βρέθηκε στο στόχαστρο των εθνικοσοσιαλιστικών εντύπων, χαρακτηριζόμενο ως εκδοτικό σκουπίδι και ανήθικο. Στα ζοφερότερα χρόνια που ακολούθησαν ο Κέχνερ, μαζί με δεκάδες άλλους συγγραφείς, είδε το όνομά του να φιγουράρει στη μαύρη λίστα.

Η αποκατάσταση του μυθιστορήματος ήρθε χρόνια μετά, αρκετά μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ, μιας και, ας μην κρυβόμαστε, η συντηρητική αντιμετώπιση της τέχνης δεν αποτελεί αποκλειστικό βίτσιο κάποιων λίγων, με ευκαιριακή δύναμη, ακραίων.
Φάμπιαν Γιάκομπ, τριάντα δύο ετών, χωρίς σταθερό επάγγελμα, διαφημιστής για την ώρα, Σάπερστράσε 17, καρδιακός, καστανά μαλλιά. Τι άλλο θέλετε να μάθετε;
Ο Φάμπιαν είναι ένας από τους εκλεκτούς εκείνους ήρωες της λογοτεχνικής μοίρας, τους προικισμένους με την αθανασία ενάντια στη λήθη. Έτσι όπως περιδιαβαίνει το μεσοπολεμικό Βερολίνο, της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής παρακμής, παλεύοντας να διατηρήσει την ακεραιότητά του, τη ματιά του απέναντι στα πράγματα, παρά τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει σε προσωπικό επίπεδο, την ανεργία, την ερωτική απογοήτευση και την απώλεια, ανάμεσα σε άλλα, ένας ελεύθερος άνθρωπος, που βλέπει τον κλοιό γύρω του ολοένα να σφίγγει, γνωρίζει καλά πως ο πλέον ύπουλος εχθρός δεν είναι ο προφανής εξωτερικός, αλλά ο ίδιος του ο εαυτός, η αλλοτρίωση που παραμονεύει σε κάθε γωνία, σε κάθε έκρηξη θυμού, σε κάθε ευκολία που προσφέρεται. Πρόκειται για το είδος του ήρωα που περισσότερο έχει ανάγκη η κάθε εποχή, τον ήρωα που μάχεται στον μικρόκοσμό του, που επιχειρεί να εφαρμόσει τη θεωρία του στην προσωπική του καθημερινότητα, που δεν ανασηκώνει τους ώμους συνεχίζοντας τον δρόμο του.

Ο Φάμπιαν δεν νιώθει ήρωας. Νιώθει την ανθρώπινη εναλλαγή συναισθημάτων ανάμεσα στη ματαιότητα, στον θυμό και στη λαχτάρα για ζωή και απόλαυση. Ο συγγραφέας δεν τρέφει το άλτερ έγκο του με εγωπάθεια, δεν το προικίζει με την ικανότητα της φυγόπονης επιβίωσης χωρίς να χρειαστεί να τσαλακώσει το κουστούμι τού υπέροχου τύπου που ατυχώς ζει σε λάθος εποχή.

Η απλή γλώσσα του Κέχνερ έφερε σε αμηχανία κριτικούς και φιλολόγους, το έργο του άργησε να αποκτήσει τη σπουδαιότητα από την οποία χαρακτηρίζεται πια. Στο χείλος της αβύσσου δεν υπάρχουν υπόγεια νοήματα και δεύτερες αναγνώσεις, εκείνα που ο συγγραφέας επιθυμεί να πει τα λέει απλά και ξεκάθαρα, επιχειρώντας, μέσω του Φάμπιαν, να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, να δείξει την άβυσσο που παραμονεύει στο επόμενο βήμα. Ο συγγραφέας όμως δεν στερεί από το Βερολίνο τη γοητεία του, αποδεχόμενος πως ακόμα και στις πλέον σκοτεινές περιόδους η ζωή εξακολουθεί να φέρει μια αυτόφωτη λάμψη, την οποία ένας πρώιμος φλανέρ όπως ο Φάμπιαν μπορεί να διακρίνει. 

Διαβάζοντας το βιβλίο προσέξτε τη σκηνή του ονείρου τού Φάμπιαν, γιατί εκεί ίσως να κρύβεται το κλειδί για να κατανοήσει κανείς πως οι γλωσσικές και υφολογικές επιλογές του Κέχνερ στο υπόλοιπο μυθιστόρημα είναι πράγματι συνειδητές και χρηστικές για το έργο επιλογές και όχι κάποιου είδους συγγραφική ανεπάρκεια.

Σπουδαίο βιβλίο· δυστυχώς επίκαιρο.

Μετάφραση Άντζη Σαλταμπάση
Εκδόσεις Πόλις

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Ο χλομός βασιλιάς - David Foster Wallace





Έχουμε ταχθεί υπέρ των Μαξ Μπροντ αυτού του κόσμου, τελεσίδικα. Οι όποιες αντεγκλήσεις  αναλώνονται σε καφέ και εκδηλώσεις, τώρα που τα λογοτεχνικά σαλόνια δεν είναι της μόδας, είναι εθιμοτυπικές, χαριτωμένες και διαρκούν ελάχιστα. Για εμάς οι διαθήκες πρέπει να διαβάζονται δυνατά. Τίποτα να μη μένει κρυφό. Ο θάνατος μας δίνει το τέλειο άλλοθι/ο θάνατος στερεί κάθε δικαίωμα από τον νεκρό. Οι κωδικοί πρόσβασης και τα κλειδιά είναι γελοία εύκολο να ανακτηθούν στον κόσμο των ζωντανών.

Δεν θα μάθουμε ποτέ σε τι ποσοστό θεωρούσε ολοκληρωμένο ο Γουάλας το βιβλίο αυτό, τι θα κρατούσε και τι θα αφαιρούσε, πόσες σελίδες θα ήταν το τελικό κείμενο -αν υποθέσουμε πως θα υπήρχε τελικό κείμενο, και πως δεν θα αρκούσε ένα σύρσιμο μέχρι τον κάδο ανακύκλωσης στην επιφάνεια εργασίας, κάποιο βράδυ, αργά, ώστε να περάσουν όλα στο τίποτα. Και εγώ -κάπως παράδοξα ή διεστραμμένα- σκέφτομαι εκείνες τις σελίδες που θα πετούσε, εκείνες τις σελίδες που ποτέ δεν θα διαβάζαμε αν το βιβλίο ολοκληρωνόταν, με απόφαση δική του ή ύστερα από επιμονή του επιμελητή, σκέφτομαι εκείνες τις σελίδες περισσότερο και από τις άλλες που ποτέ δεν θα διαβάσουμε, τις σελίδες που ποτέ δεν έγραψε και που ποτέ δεν θα γράψει.

Έχουμε πολλούς λόγους να υποθέτουμε πως ακόμα και ολοκληρωμένος, επιμελημένος και σε κυκλοφορία, Ο χλομός βασιλιάς δεν θα είχε τη δομή ενός απλού μυθιστορήματος, και όχι μόνο γιατί ο πρόλογος του συγγραφέα θα βρισκόταν στο ένατο κεφάλαιο, αλλά γιατί τα γραπτά του Γουάλας διαθέτουν εκείνο το μοναδικό χαρακτηριστικό της υψηλής λογοτεχνίας να περικλείει αφομοιωμένη τη λογοτεχνία που έχει προηγηθεί και όμως να μη θυμίζει τίποτα από ό,τι έχει προηγηθεί. Ή και γιατί σε ένα απλό μυθιστόρημα, σε ένα μυθιστόρημα επ' ουδενί κακό, με αρκετές αρετές και ίσως και κάποια βραβεία -χώρια οι πωλήσεις και οι κριτικές-, δεν θα χωρούσε το φορολογικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών, με όρους τεχνικούς, λεπτομέρειες επί της διαδικασίας και άρθρα τροπολογιών, και μόνο ένα μυαλό όπως αυτό του Γουάλας, ναι, πρωτίστως το μυαλό και στη συνέχεια το ταλέντο και η εργατικότητα, θα μπορούσε να μετατρέψει αυτό το υλικό σε λογοτεχνία, να αποτυπώσει τον σύγχρονο κόσμο με τέτοια τρομακτική ακρίβεια στους διαδρόμους μιας δημόσιας υπηρεσίας. Ένα ημιτελές βιβλίο που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου, λογοτεχνία που σε καταλαμβάνει και σε στοιχειώνει, άπαξ και δια παντός. 

Αποτελεί κάποιου είδους προνόμιο, τολμώ να πω, η δυνατότητα θέασης του κόσμου μέσω της πρόζας του Γουάλας. Ο τρόπος με τον οποίο παρατηρεί και καταγράφει. Και η πρόζα του λειτουργεί ως καθρέφτης διπλής όψης, προβάλλοντας ταυτόχρονα τα μέσα και τα έξω. Αντικρίζουμε λοιπόν έναν εγκέφαλο ανήσυχο, διαρκώς πυροδοτούμενο, με διασπαστική ροπή, διψασμένο για πληροφορίες και με τεράστια γκάμα ενδιαφερόντων, που με ασύλληπτη άνεση και ευκολία κινείται από το πλέον ευτελές στο πλέον υψηλό. Έναν εγκέφαλο που μοιάζει να αποζητά ένα ήσυχο διάλειμμα, τη δυνατότητα για εκούσια παύση λειτουργίας. Ίσως μια πληκτική εργασία, όπως αυτή του υπαλλήλου σε κάποια εφορία -ή ίσως σε μια ασφαλιστική εταιρεία κάπου στην Κεντρική Ευρώπη-, μια εργασία  θανατηφόρας ρουτίνας, σταθερού ωραρίου, ίσως μια τέτοια εργασία να ήταν όντως ένα απάνεμο λιμάνι, μια καθημερινή και αυστηρή άσκηση αυτοσυγκέντρωσης για ένα τέτοιο μυαλό ή έτσι να πίστευε τουλάχιστον ένα τέτοιο μυαλό. 

Ο χλομός βασιλιάς είναι το βιβλίο που έγραφε ο Γουάλας όταν αυτοκτόνησε. Και κάτι τέτοιο -δυστυχώς- δεν μπορεί να διαφύγει στιγμή από τη συνείδηση του αναγνώστη. Ο χλομός βασιλιάς θα μπορούσε να περιγραφεί ή να προσδιοριστεί με πλήθος επιθέτων -αστείο, μεγαλειώδες, διορατικό, χαοτικό, απολαυστικό, μεταμοντέρνο, καινοτόμο, ατελές, έξυπνο, πληθωρικό, διασκεδαστικό/ψυχαγωγικό κ.ά.-, όμως εγώ θα επέμενα: συγκινητικό. Ο χλομός βασιλιάς είναι ένα βαθιά συγκινητικό και ανθρώπινο μυθιστόρημα. Ναι, ανάμεσα σε τόσα άλλα, είναι κυρίως αυτό. Πίσω από τόσα νούμερα και φορολογικές δηλώσεις, τόσους νόμους και ειδικές τροπολογίες διακρίνονται αχνά οι ήρωες του Γουάλας· απλοί υπάλληλοι της φορολογικής υπηρεσίας, συνθέτουν έναν μικρόκοσμο, τον μικρόκοσμο της φορολογικής υπηρεσίας, μικρόκοσμο με βαθμίδες και αξιώματα, μικρόκοσμο με ίντριγκες και συνωμοσίες, που αρχίζουν και τελειώνουν εντός κτιρίου και ωραρίου. Κι όμως είναι άνθρωποι καθημερινοί, άνθρωποι σαν εμάς -ας μην αυταπατόμαστε-, άνθρωποι που δυσκολεύονται συναισθηματικά, που η ζωή τους εκτυλίσσεται  στο περιθώριο της ρουτίνας, στο κενό μεταξύ δουλειάς και ύπνου, άνθρωποι που το σώμα τους στρέφεται ενάντια στον εαυτό του, άνθρωποι που αδυνατούν να βάλουν τα κλάματα ή να νιώσουν σεξουαλική έλξη, άνθρωποι αδύναμοι, σε διαρκή καταστολή έκφρασης και δημιουργίας, άνθρωποι που αν ξεχαστούν όμως μπορούν να αιωρηθούν.

Ο σύγχρονος κόσμος, όπου τα πάντα αποτυπώνονται με νούμερα, προφανώς και οι άνθρωποι. Η γραφειοκρατία και η πλήξη. Ο Γουάλας επιλέγει μια χρονική στιγμή κατά την οποία η τεχνολογία στη μηχανογράφηση είναι ακόμα στα σπάργανα, ενώ και η τεχνολογία του ελεύθερου χρόνου, το διαδίκτυο και τα έξυπνα κινητά είναι εδάφη απάτητα, επιλογή η οποία δεν είναι τυχαία. Η ικανότητα να αντιμετωπίζεις την πλήξη, λέει κάπου ο Γουάλας, αποτελεί το θεμελιώδες γραφειοκρατικό κλειδί· ούτε η αποδοτικότητα, ούτε η ακεραιότητα, ούτε η διορατικότητα, ούτε η σοφία· η ικανότητα να αντιμετωπίζεις την πλήξη είναι το κλειδί, αν έχεις ανοσία στην πλήξη τότε δεν υπάρχει κυριολεκτικά τίποτα που να μην μπορείς να το καταφέρεις.  

Αν το περιβάλλον του μυθιστορήματος δεν ήταν αληθινό -και επομένως τραγικό- θα μπορούσε να είναι αμιγώς κωμικό, θα μπορούσε να το έχει γεννήσει η -έτσι και αλλιώς- θηριώδης φαντασία του Γουάλας. Όμως το γέλιο που προκύπτει από αρκετές σελίδες είναι σκοτεινό, οξυδερκές και εν τέλει ενοχοποιητικό για εκείνον που γελάει. Βέβαια το τι αντιλαμβάνεται καθένας ως τραγικό και τι ως κωμικό είναι μια μεγάλη συζήτηση, συχνά δε και αιτία διαχωρισμού πορείας ζωής, έχω γνωρίσει για παράδειγμα ανθρώπους που θεωρούν κωμωδία το Playtime του Tati, εγώ όχι, προφανώς όχι. Η αναφορά στη συγκεκριμένη ταινία στο παρόν κείμενο δεν είναι τυχαία. 
 
Διαβάζοντας τον Χλομό Βασιλιά το μυαλό μου αρκετές στιγμές αναζητούσε και -ένιωθε πως- έβρισκε αντιστοιχίες με ένα άλλο διάσημο ατελές μυθιστόρημα, το 2666 του σπουδαίου Ρομπέρτο Μπολάνιο, και πέρα από τα προφανή -ατελή έργα, πρόωρες απώλειες- υπήρχαν και σημεία στην ιστορία και στην αφήγηση που μου ενίσχυαν αυτή τη σύνδεση. Και φτάνοντας στο κεφάλαιο σαράντα πέντε, διαβάζοντας την ιστορία της Τόνι, η οποιαδήποτε αμφιβολία για τη συσχέτιση αυτών των δύο μυθιστορημάτων παραμέρισε πανηγυρικά. Η ιστορία της Τόνι θα μπορούσε να ανήκει στο 2666, μια από τις ιστορίες φρίκης με θύματα γυναίκες. Οι διακειμενικές αναφορές και φιλοφρονήσεις κάπως έτσι γίνονται.

Όσες λέξεις και αν γράψει κανείς είναι αδύνατο να αποτυπώσει την εμπειρία/ ό,τι και αν πει κανείς για τη μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή θα είναι επίσης λίγο/ Πίντσον, Μπολάνιο και Γουάλας εν ζωή, αυτό ναι, είναι λογοτεχνική φαντασίωση/ ποιος μπορεί να περιμένει μέχρι την κυκλοφορία του Infinite jest στα ελληνικά;


Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Κέδρος     

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Μικρές φωτιές παντού - Celeste Ng




Όταν πριν από δύο χρόνια διάβασα το Όσα δεν σου είπα ποτέ, το πρώτο βιβλίο της Celeste Ng, το οποίο, παρότι έλαβε κάποιες -λίγες αλλά- καλές κριτικές, δεν κατάφερε να ξεχωρίσει εμπορικά, η αλήθεια είναι πως δεν φανταζόμουν πως το επόμενο βιβλίο της θα γινόταν τεράστια επιτυχία στις -ψηφιακές αλλά όχι μόνο- αναγνωστικές κοινότητες. Και αυτό όχι γιατί δεν είχα απολαύσει το βιβλίο εκείνο, κάθε άλλο, αλλά γιατί η γραφή τής Ng διέθετε μία δυστροπία, φλερτάροντας με την αστυνομική λογοτεχνία αλλά αρνούμενη να της παραδοθεί πλήρως, έχοντας στη φαρέτρα της φιλοδοξίες τεχνικές -την πολυπρόσωπη αφήγηση για παράδειγμα- αλλά και θεματικές -η ένταξη των μεταναστών δεύτερης ή και τρίτης γενιάς στην αμερικανική κοινωνία- χωρίς όμως να διαθέτει το απαραίτητο εκείνο ταλέντο που θα της επέτρεπε να ξεφύγει από μια λογοτεχνία συμπαθητική αλλά περιορισμένων αξιώσεων. Πιάνοντας, λοιπόν, στα χέρια μου το Μικρές φωτιές παντού, περισσότερο από προσδοκίες, είχα την περιέργεια να διαπιστώσω -ή τουλάχιστον να επιδιώξω να διακρίνω- τι ήταν εκείνο που χάρισε στο μυθιστόρημα αυτό -πέρα από άλλους παράγοντες όπως η συγκυρία ή η προώθηση- την τόσο μεγάλη φήμη του.   
Οι πάντες στο Σέικερ Χάιτς γι' αυτό μιλούσαν φέτος το καλοκαίρι: πώς η Ίζαμπελ, το στερνοπαίδι των Ρίτσαρντσον, έχασε τα λογικά της κι έβαλε φωτιά στο σπίτι. Την άνοιξη, όλα τα κουτσομπολιά περιστρέφονταν γύρω από τη μικρή Μίραμπελ ΜακΚάλοου -ή, ανάλογα με ποια πλευρά ήσουν, Μέι Λινγκ Τσόου- και τώρα, επιτέλους, να σου ένα καινούργιο συγκλονιστικό θέμα συζήτησης.
Το Σέικερ Χάιτς, προάστιο του Κλίβελαντ, αποτελεί πρότυπο οικιστικής οργάνωσης. Η ασφάλεια και η ηρεμία είναι αδιαπραγμάτευτες. Εδώ όλα λειτουργούν τέλεια, ακόμα και για το πλέον ελάχιστο ζήτημα υπάρχει ένα ξεκάθαρο πρωτόκολλο αντιμετώπισης. Οι κάτοικοι, φιλελεύθεροι και προοδευτικοί, είναι περήφανοι για την πόλη τους.

Το σπίτι των Ρίτσαρντσον θα πιάσει φωτά και οι υποψίες όλων, από την πρώτη στιγμή, θα πέσουν πάνω στη μικρότερη κόρη της οικογένειας, την Ίζυ, μια κάθε άλλο παρά εύκολη έφηβη. Έτσι ξεκινάει η ιστορία αυτή. Λίγους μήνες νωρίτερα, η κυρία Ρίτσαρντσον θα νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα, κληρονομιά των γονιών της, στη Μία Γουόρεν, μια αινιγματική καλλιτέχνη, και την κόρη της. Ο Μούντι, ένα από τα τέσσερα παιδιά των Ρίτσαρντσον, θα συνδεθεί με στενή φιλία με την συνομήλική του Περλ.

Αν δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο θα σας συμβούλευα να έχετε τον νου σας ώστε να αποφύγετε παρουσιάσεις/κριτικές που περιέχουν σπόιλερς επί της πλοκής, γιατί οι ανατροπές και η μη αναμενόμενη εξέλιξη της ιστορίας αποτελούν ίσως τη σημαντικότερη πηγή αναγνωστικής απόλαυσης. Οπότε, σεβόμενος αυτό, δεν θα αναφερθώ περαιτέρω στην υπόθεση.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του μυθιστορήματος, μπόρεσα θεωρώ να διακρίνω τι ήταν τελικά εκείνο το οποίο συνετέλεσε στην τεράστια αποδοχή του βιβλίου από το κοινό. Και αυτό ήταν ο τρόπος με τον οποίο η Ng αποφάσισε να δομήσει την αφήγηση της ιστορίας της, χωρίζοντας το μυθιστόρημα σε κεφάλαια, επιφυλάσσοντας πλήθος ανατροπών, θέτοντας πλήθος θεμάτων προς συζήτηση, πετυχαίνοντας έτσι να γράψει ένα μυθιστόρημα τεχνικά άρτιο, έτοιμο για τη μεταφορά του σε τηλεοπτική σειρά. Αποχωρίστηκε την υπαινικτικότητα που διέκρινε το προηγούμενο μυθιστόρημά της, και πόνταρε σε μια αφήγηση χωρίς σκοτεινές γωνιές, φωτίζοντας όλες τις πτυχές της ιστορίας της, προβλέποντας και ικανοποιώντας την περιέργεια του αναγνώστη, κάνοντας κάποιες στιγμές εκτεταμένη χρήση του παντογνώστη αφηγητή. Η τεχνική αρτιότητα όμως δεν είναι από μόνη της αρκετή.

Υποθέτω πως ο στόχος της συγγραφέως και του εκδότη ήταν ακριβώς αυτό το βιβλίο, η εμπορική επιτυχία και η επικείμενη τηλεοπτική μεταφορά αποτελούν ξεκάθαρη επιβράβευση. Όμως, μιλώντας αμιγώς λογοτεχνικά, το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, παρότι σίγουρα προσφέρει κάποιες ώρες απόλαυσης στον αναγνώστη.

Μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη 
Εκδόσεις Μεταίχμιο  
     
 

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Πάρκο - Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης




Κι ας είχε σχεδιάσει το Δημαρχείο, ο Πικιώνης δεν ήταν ακόμη ο αγαπημένος μας αρχιτέκτονας/σοφός/ποιητής, ενώ τα τραγούδια που ακούγαμε δεν ήσαν όλα προάγγελοι του χάους, πρελούδια μιας ζωής σαν φιλμ του Godard (με αρχή, μέση και τέλος - αλλά όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά), καθώς βγαίναμε από το σπίτι για να μπούμε στον προθάλαμο της αληθινής ζωής που δεν έμελλε να είναι σαν την αληθινή ζωή των άλλων, σαν την αληθινή ζωή που οι άλλοι ήθελαν για μας, σαν την αληθινή ζωή που οι άλλοι εκθείαζαν και δοξολογούσαν, εμείς λοιπόν βγαίναμε από το σπίτι και σπεύδαμε να πάμε εκεί, στο Πάρκο (ω πόσο αγάπησα χρόνια μετά το Ξενοδοχείο "Πάρκο" στη λεωφόρο Αλεξάνδρας όπου γλεντοκοπούσαμε πάντα μετά το μεσονύχτι την ίδια εκείνη δεκαετία που ανακαλύπταμε την ντανταϊστική επιθεώρηση Luna Park του Mark Dachy! ω πόσο συνδέονται όλα όπως έλεγε ο Thomas Pynchon!), βγαίναμε, έλεγα, από το σπίτι, από την οδό Κασσαβέτη [...]
Αρκεί μία λέξη, μία νότα, μία φωτογραφία, μία μυρωδιά για να ενεργοποιηθεί η μνήμη, ένα ελάχιστο σημείο για να πατήσει -κάπου εδώ ίσως κάποιος να παρομοίαζε τη μνήμη με πεταλούδα αλλά, για τα γούστα μου, κάτι τέτοιο θα ήταν κάπως γλυκερό- πατάει λοιπόν η μνήμη κάπου και πετάγεται αμέσως σχεδόν κάπου αλλού, ίσως να ξαναγυρίσει ίσως και όχι, και κάπως έτσι ένα μονοπάτι διαγράφεται στο χαρτί, και κάπως έτσι, σελίδα τη σελίδα, το Πάρκο αποκτά διαστάσεις, μαντρότοιχο -ψηλό μα με αρκετά ανοίγματα-, μέρη πυκνής βλάστησης αλλά και ερημώδη, διαδρομές κυκλικές/τυφλές/ανηφορικές/μοναχικές, αγάλματα -κυρίως αγάλματα- αλλά και κάποια οικήματα -ιδιωτικής κυρίως χρήσης.
 
Μορφή και περιεχόμενο/ αλληλένδετα στην προκειμένη περίπτωση. Διαισθητικό, συνειρμικό, προφορικό/φίλοι, μουσικές, βιβλία. Κάποιος που διηγείται την ιστορία του, εκείνα τουλάχιστον τα επεισόδια που επιθυμεί, κατά πάσα πιθανότητα σύντομα θα απολέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Κλειδί είναι ο τρόπος/Το περιεχόμενο είναι ετερόφωτο. Ιδιαίτερα σε ένα κείμενο τόσο προσωπικό όσο αυτό. Και εδώ ο τρόπος υπάρχει. Σαφέστατα υπάρχει. Ο στακάτος ρυθμός, οι εμμονές, οι επαναλήψεις, οι ανολοκλήρωτες μικροϊστορίες, η παρέλαση ονομάτων, οι αναφορές, η έμπνευση. Ο μύθος που συναντά τη ζωή, το αντίστροφο επίσης.

Το Πάρκο δεν θα μπορούσε να γραφτεί δεύτερη φορά, θα ήταν ένα άλλο βιβλίο, και ας λεγόταν Πάρκο, το μονοπάτι της μνήμης θα ήταν διαφορετικό, το Πάρκο είναι από τα βιβλία εκείνα -τα έργα τέχνης εν γένει- που η πορεία τους δεν ακολουθεί κάποιο καλομετρημένο σχέδιο αλλά το ένστικτο και την ανάφλεξη της έμπνευσης, καθώς η μνήμη παραμένει -και ας λένε οι επίδοξοι μνημοδαμαστές- πρακτικά ανυπότακτη.

Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που καταφεύγουν τώρα τελευταία στην ευκολία(;) του προσωπικού βιώματος, είναι όμως λίγοι εκείνοι που το κάνουν με τον τρόπο του Μπαμπασάκη, όχι μόνο γιατί ο Μπαμπασάκης είναι συνεπής στη στρατευμένη μνήμη, αλλά και γιατί για εκείνον δεν αποτελεί ένα πάρεργο διάλειμμα πειραματισμού εν αναμονή της έμπνευσης, αλλά αποτελεί την έμπνευση, την κινητήριο δύναμη, τον τρόπο του να ανασυγκροτεί και να υπογραμμίζει.       



Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Το μουσείο των τύψεων - Αχιλλέας Κυριακίδης




Το μουσείο των τύψεων, εκτός από ευφυή σύλληψη αναδρομικής έκθεσης, αποτελεί και έναν τόπο προσομοίωσης για τον επισκέπτη, στον αντίποδα ενός άλλου περίφημου μουσείου, εκείνου των ανεκπλήρωτων φαντασιώσεων -η εκπλήρωση των οποίων ίσως να οδηγούσε πίσω στο μουσείο των τύψεων/οι είσοδοι είναι η μία δίπλα στην άλλη άλλωστε-, εκεί απ' όπου φεύγοντας, ή και λίγο πριν, περιδιαβαίνοντας ακόμα τους διαδρόμους του, πλησιάζοντας τα εκθέματα, αναρωτώμενος αν επιτρέπονται οι φωτογραφίες, ο επισκέπτης νιώθει ικανός -ή μήπως αναγκασμένος;- να στήσει τη δική του αναδρομική έκθεση τύψεων, ο ίδιος επιμελητής, καλλιτέχνης, θέμα και -ίσως- μοναδικός επισκέπτης.

Στους λαβυρίνθους σπουδαίων έργων, λοιπόν, σπουδαίων υποκειμενικά, σπουδαίων γιατί πρόσφεραν στον συγγραφέα καταφύγιο, εκεί που πέρασε χρόνο, εκεί που επέστρεψε ξανά και ξανά, γνώρισε καλύτερα τον εαυτό του, αναμετρήθηκε με τον ίλιγγο του ύψους της ξαφνικής θέας. Η διακειμενικότητα ή η συνομιλία με άλλα έργα στη συγκεκριμένη περίπτωση παίρνει δρόμους διαφορετικούς. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης στο λογοτεχνικό είδος που περισσότερο αγαπάει, τη μικρή φόρμα, αποτίει έναν δημιουργικό φόρο τιμής στην εμπειρία της ανάγνωσης, της παρατήρησης εν γένει, πότε ως κρυψώνα του προσωπικού και πότε ως ορμητήριο έμπνευσης. Δεν θα ήμουν, μοιάζει να μονολογεί, ο ίδιος άνθρωπος αν δεν σας είχα συναντήσει στον δρόμο μου.

Έτσι, τα διηγήματα της συλλογής λειτουργούν ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα για τον αναγνώστη. Σε πρώτο επίπεδο ως σπουδαία αυτόνομη λογοτεχνία, ενώ σε δεύτερο ως περιδιάβαση σε τόπους έμπνευσης. Δημιουργός και παρατηρητής, ο Αχιλλέας Κυριακίδης τοποθετεί εστίες φωτός και ανάκλασης κατά μήκος της διαδρομής, υπενθυμίζει πως η ανάγνωση είναι πράξη δημιουργίας, εμπειρία δυναμική, το απαραίτητο συμπλήρωμα της γραφής -συχνά και της ζωής.

Και αν η απόλαυση αποτελεί ζητούμενο για τον αναγνώστη, η έμπνευση ως συναίσθημα, η γέννηση -ή αναζωπύρωση- της ανάγκης για δημιουργία είναι δώρο πολύτιμο.  

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Ο δύτης - Μίνως Ευσταθιάδης




Οι σκουροπράσινοι τοίχοι βουλιάζουν σ' έναν βάλτο απ' όπου τα βατράχια έχουν εξαφανιστεί και επιπλέουν μόνο τα παπούτσια μου. Σκέτη ειρωνεία. Τα είχα βγάλει για να μη μ' ακούσουν αυτοί που συνεχώς άκουγαν Rammstein. Τώρα κυριαρχεί μια εκνευριστική ησυχία κι ο ύπνος έχει αφήσει στο στόμα μου τη στεγνή πίκρα της αποτυχίας.
Ένα πρωί, ένας υπερήλικας υποψήφιος πελάτης θα χτυπήσει την πόρτα του ιδιωτικού ντετέκτιβ Κρις Πάπας και θα του ζητήσει κάτι φαινομενικά απλό: να παρακολουθήσει για σαράντα οκτώ ώρες μία νεαρή γυναίκα. Εκείνος, ο φτηνότερος ντετέκτιβ του Αμβούργου, θα δεχτεί. Έτσι ξεκινάει η ιστορία αυτή. Αρχικά ο Κρις Πάπας θα πιστέψει πως πρόκειται για μια απλή, συνηθισμένη ερωτική ιστορία, μια ιστορία μοιχείας. Όμως τα φαινόμενα απατούν. Από το Αμβούργο το νήμα της ιστορίας θα τον οδηγήσει στο Αίγιο, στον τόπο καταγωγής του. Το παρελθόν ρίχνει ολοένα και πιο έντονα τη σκιά του στην ιστορία αυτή.

Η φύση του βιβλίου, το γεγονός πως ένα μεγάλο μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης στηρίζεται στις ανατροπές και στα νήματα που διαρκώς ξεπηδούν, υποχρεώνει σε περιορισμένες και προσεκτικές αναφορές στην πλοκή. Και ήδη αυτό, το να προϊδεάσει δηλαδή κανείς τον αναγνώστη για την ύπαρξη ανατροπών, θα ήταν παραβίαση της υποχρέωσης αυτής, όμως η νουάρ λογοτεχνία ταυτίζεται εξ αρχής με την ύπαρξη ανατροπών.

Για τον Ευσταθιάδη το νουάρ περιτύλιγμα αποτελεί το αφηγηματικό όχημα, θα μπορούσε να έχει ποντάρει σε ένα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα για παράδειγμα, όμως εκείνος έριξε το βάρος της ιστορίας του στις πλάτες ενός ανυποψίαστου -αρχικά- ιδιωτικού ντετέκτιβ, φροντίζοντας σελίδα τη σελίδα να τον εμπλέξει ολοένα και περισσότερο σε αυτή, καθιστώντας τον υπεύθυνο να υποστηρίξει τη σημασία της διήγησης αυτής της ιστορίας. Ο Ευσταθιάδης επιλέγει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ κρατάει για τον εαυτό του τον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή, εκείνου που θα αποφασίσει το πώς και το πότε των αποκαλύψεων, ρόλο καθοριστικής σημασίας για την τελική αίσθηση του μυθιστορήματος. 

Η χαμηλή αυτοπεποίθηση του Πάπας, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό, η αυτοϋποτίμηση της επαγγελματικής του ικανότητας, η σχεδόν παντελής απουσία αναφορών στην προσωπική του ζωή, ο αφελής, ξεροκέφαλος τρόπος με τον οποίο μπλέκεται στην ιστορία αυτή και η ποιητική/ψευδοφιλοσοφική διάθεση με την οποία παρατηρεί και σχολιάζει την πραγματικότητα μετριάζουν τη δυναμική της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, μην επιτρέποντας σε ένα εγώ τεράστιο και ακλόνητο να επικρατήσει εις βάρος της ίδιας της ιστορίας.    

Διανθισμένος με διακειμενικές αναφορές και λειτουργικούς εγκιβωτισμούς, ως επιπλέον πινελιές στον νουάρ καμβά, Ο δύτης πετυχαίνει να σταθεί με αξιώσεις στη νουάρ λογοτεχνική σκηνή. Εκείνο που προσδίδει επιπλέον πόντους στο τελικό αποτέλεσμα είναι η ιστορία που η έρευνα του Πάπας φέρνει στο φως, άλλωστε εκεί βρίσκεται και ο πυρήνας της αρχικής σύλληψης του βιβλίου. Ιστορία που δικαιολογεί τις ανατροπές και τα μονοπάτια που οδηγούν στην αποκάλυψή της, και που σε άλλη περίπτωση όλα αυτά θα έστεκαν πιθανότατα κενά νοήματος, απλή επίδειξη ικανοτήτων του συγγραφέα εις βάρος του αναγνώστη.


Εκδόσεις Ίκαρος 

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Η Λεωφόρος - Trevanian





Βράδυ στη Λεωφόρο και τα μαγαζιά κλείνουν. Οι προθήκες των εμπορευμάτων έχουν μαζευτεί από τα πεζοδρόμια· τα ρολά κατεβαίνουν με θόρυβο μπροστά από τις βιτρίνες των καταστημάτων. Ένα-δυο φώτα μένουν αναμμένα για ν' αποτρέψουν τις ληστείες· και οι άδειες ταμειακές μηχανές αφήνονται μισάνοιχτες έτσι ώστε οι κλέφτες να μην τις σπάσουν χωρίς λόγο.
Τα μπαρ παραμένουν ανοιχτά, το ίδιο και τα καφέ· και τα κωνικά ηχεία πάνω από τις στενές πίστες βρέχουν ρινίσματα μουσικής στα πεζοδρόμια, που είναι μπουκωμένα από ανθρώπους, με τους λαιμούς χωμένους στους γιακάδες και τους ώμους σφιγμένους για να προφυλαχθούν από την τσουχτερή παγωνιά.

Ο Trevanian -ένα από τα πολλά φιλολογικά ψευδώνυμα του Rodney William Whitaker- με ένα κινηματογραφικό τράβελινγκ καλωσορίζει τον αναγνώστη στην καρδιά του Μόντρεαλ, στη Λεωφόρο, λέξη που αναφέρεται σ' έναν δρόμο και ταυτόχρονα σε μια ολόκληρη περιοχή. Κανείς δεν χρησιμοποιεί το όνομα Μπουλβάρ Σαιν Λωράν. Η Λεωφόρος, που κάποτε αποτελούσε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο γαλλικό και το αγγλικό Μόντρεαλ, είναι ένας δρόμος εξαθλιωμένος, με μικρά μαγαζιά και χαμηλά ακόμα ενοίκια, που εξακολουθεί να αποτελεί την πρώτη στάση των μεταναστών, ένας προθάλαμος ένταξης. 

Ένα νουάρ μυθιστόρημα δύναται, πιστεύω, να αποτελέσει ιδανικό όχημα γνωριμίας του αναγνώστη με τόπους μακρινούς, να λειτουργήσει ως ο σκοτεινός και ρεαλιστικός αντίποδας των λαμπερών και πολλά υποσχόμενων, αλλά μάλλον άψυχων, ταξιδιωτικών οδηγών. Το Μόντρεαλ, λοιπόν, η Μοντρεάλη όπως συνήθιζε να αποκαλεί στην αλληλογραφία του την πόλη του Κεμπέκ ο σπουδαίος Καχτίτσης, πόλη ελάχιστα γνωστή λογοτεχνικά, αποτελεί το σκηνικό στο οποίο ο Trevanian τοποθετεί την ιστορία του. Και ενώ αρχικά η επιλογή του Μόντρεαλ προκαλεί κάποια έκπληξη, στα πλήκτρα της γραφομηχανής του συγγραφέα αναδεικνύεται ιδανική. Η αθωότητά της σε σχέση με τη Νέα Υόρκη για παράδειγμα, με τους ρυθμούς και τις σχέσεις ανάμεσα στους κατοίκους της να ταιριάζουν περισσότερο σε κωμόπολη, ενώ βρισκόμαστε στη χρονική στιγμή κατά την οποία η πόλη γνωρίζει την ανάπτυξη, με όλα τα παρελκόμενα, η στιγμή που για άλλους διαμορφώνει χαρακτήρα ενώ για άλλους τον απολύει, η κυρίαρχη μάχη ανάμεσα στην αγγλική και τη γαλλική ταυτότητα, και η ταυτόχρονη παρουσία πλήθους μεταναστών τόσο από το εσωτερικό της χώρας όσο και από χώρες μακρινές. 

Και για να σταθεί ένα νουάρ μυθιστόρημα απαιτείται να υπάρχει ένας -ας τον χαρακτηρίσουμε αρχικά- ενδιαφέρων ντέτεκτιβ, ένας υπαστυνόμος στην προκειμένη περίπτωση, όπως ο Κλωντ Λαπουάντ. Ο Λαπουάντ, που αρνήθηκε να προαχθεί σε αστυνόμο, εδώ και τριάντα χρόνια περιπολεί στη Λεωφόρο, που τη θεωρεί επικράτειά του, νιώθοντας υπεύθυνος για τη διατήρηση της τάξης, υπαστυνόμος μιας άλλης εποχής, που δεν θέλησε να ακολουθήσει τον εκμοντερνισμό των αστυνομικών μεθόδων, σε μια απόπειρα του σώματος να δημιουργήσει έναν πολιτικά ορθότερο χαρακτήρα, με δύσκολο παρελθόν, που τα βράδια, όταν δεν παίζει χαρτιά με τους φίλους του, διαβάζει βιβλία του Ζολά, ένας εν γένει δύσκολος άνθρωπος, με τον οποίο είναι αδύνατο να ταυτιστεί ο αναγνώστης. Άλλωστε ένα σχήμα που θα περιελάμβανε έναν ωραιοποιημένο καλό τιμωρό του εγκλήματος δεν θα λειτουργούσε λογοτεχνικά, αλλά θα παρέπεμπε μάλλον σε κάποιο φυλλάδιο της αστυνομίας, και αυτό είναι κάτι που κάθε καλός συγγραφέας γνωρίζει καλά.

Γύρω από τον Λαπουάντ, ο Trevanian, προσθέτει ένα πλήθος δευτερευόντων χαρακτήρων, απαραίτητων για την πλοκή, της οποίας κεντρικό σημείο αποτελεί η δολοφονία ενός νεαρού Ιταλού μετανάστη, το μαχαιρωμένο πτώμα του οποίου θα βρεθεί σε έναν παρακείμενο σκοτεινό παράδρομο της Λεωφόρου. Η εξιχνίαση του εγκλήματος αποτελεί απλώς την αφορμή, το εύρημα που θα προσδώσει στην ιστορία το απαραίτητο σασπένς και τις κορυφώσεις που χρειάζεται, όμως παράλληλα, τόσο σύγχρονα όσο και αναληπτικά, η ιστορία θα περιβληθεί με δεκάδες επιμέρους επεισόδια, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον Trevanian να μιλήσει για το Μόντρεαλ και τους ανθρώπους του, για το χωνευτήρι πολιτισμών και την αναζήτηση ταυτότητας, το καλό και το κακό, το παλαιό και το μοντέρνο, την ηθική -με τη σχετικότητα και τον υποκειμενισμό της-, για την ανάγκη για αγάπη και για το παρελθόν που αναγκαστικά, όσο και αν δεν το θέλουμε, όσο και αν μας βαραίνει, το κουβαλάμε διαρκώς.

Μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ
Εκδόσεις Πόλις    

  

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν - Bohumil Hrabal





Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, στην εποχή της εικόνας, κάποια βιβλία να είναι πιο γνωστά μέσω των κινηματογραφικών τους μεταφορών, ενώ είναι επίσης συχνό να επαναβαπτίζονται από τον τίτλο της ταινίας. Έτσι, Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (Αρσενίδης, 1995) δεν είναι παρά ο ελληνικός τίτλος της ταινίας του 1966, μεταφοράς του βιβλίου του Τσέχου συγγραφέα Μποχουμίλ Χράμπαλ Τρένα υπό αυστηρή παρακολούθηση (Κουκκίδα, 2008). Εν τω μεταξύ, Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν είναι μυθιστόρημα του Σιμενόν, γραμμένο το 1938, (Πλέθρον, 1994/Άγρα, 2004). Ορισμένα πράγματα καλό είναι να διευκρινίζονται και να μην παραχώνονται κάτω από το χαλάκι με τις λεπτομέρειες.
Εκείνη τη χρονιά, το χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε, οι Γερμανοί έπαψαν να κυριαρχούν στον ουρανό της μικρής μας πόλης, κι ακόμη περισσότερο στους ουρανούς του νομού κι ολόκληρης της χώρας. Τα βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως είχαν αναστατώσει την κυκλοφορία, σε τέτοιο βαθμό, που τα πρωινά τρένα περνούσαν το μεσημέρι, τα μεσημεριανά το βράδυ και τα βραδινά μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα κι αν κατά τύχη ένα απογευματινό τρένο έφτανε στη σωστή του ώρα, επρόκειτο απλώς για την πόστα που είχε τέσσερις ώρες καθυστέρηση.
Ένας σταθμός τρένων μίας μικρής επαρχιακής πόλης της Βοημίας είναι το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα του σπουδαίου Τσέχου συγγραφέα. Αφηγητής είναι ένας νεαρός δόκιμος σιδηροδρομικός υπάλληλος, πότε πρωταγωνιστής και πότε παρατηρητής των διάφορων επεισοδίων που συνθέτουν την καθημερινότητα αυτής της μικροκοινωνίας, με τον πόλεμο να μαίνεται, τη Δρέσδη να βομβαρδίζεται και τα τρένα με τους τραυματίες και τα πυρομαχικά να περνούν χωρίς να σταματούν στον μικρό αυτό σταθμό, τόσο κοντά αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά από τη μικρή αυτή επαρχιακή πόλη. Ο Χράμπαλ, τοποθετώντας τον πόλεμο στο φόντο της ιστορίας του, επικεντρώνεται στον μικρόκοσμο του σταθμού και στη ζωή των υπαλλήλων, με μια διάθεση διονυσιακή, με τον ηρωισμό να παραχωρεί τη θέση της στη σεξουαλικότητα, πριν ο πόλεμος περάσει στο παρελθόν και γίνει έδαφος αφηγήσεων ηρωισμού και αυταπάρνησης. Έτσι η σεξουαλική ανικανότητα του αφηγητή υπό το βάρος του άγχους της πρώτης φοράς, ή το σκάνδαλο με τον υπασπιστή του σταθμού που θα γεμίσει σφραγίδες τους γλουτούς μίας όμορφης τηλεγραφήτριας, αποτελούν κάποια χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της ιστορίας, διανθισμένα με ένα ιδιότυπο χιούμορ, πότε πικρόχολο, πότε γλυκόπικρο και πότε μαύρο. Ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του χιούμορ του Χράμπαλ. Πίσω από το χιούμορ μπορεί να διακρίνει κανείς μια κριτική απέναντι σε μια κοινωνία ελάχιστα συνειδητοποιημένη πολιτικά, που μοιάζει να διανύει μια έντονη εφηβεία, παίρνοντας αψήφιστα τα γεγονότα, ελπίζοντας απλώς να καταφέρει να κρυφτεί από τον ανώτερο. 

Η απλότητα της γραφής του Χράμπαλ, προσαρμοσμένη με επιτυχία στον αφηγητή, όχι μόνο δεν στερεί αλλά αντίθετα προσθέτει λογοτεχνική αξία στο τελικό αποτέλεσμα. Και μπορεί να μην εντάσσεται το μυθιστόρημα αυτό στην τυπική ηρωική αντιπολεμική ή στρατευμένη λογοτεχνία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, διαθέτει όμως κάτι το αδιαμφισβήτητα οικουμενικό. Η ματιά του Χράμπαλ για τα πράγματα και τις καταστάσεις, ανεξάρτητη από τοτέμ και διατεθειμένη να κριτικάρει, μέσω της σάτιρας κυρίως, ήταν εκείνη, άλλωστε, που έθεσε απέναντί του τη λογοκρισία επί σειρά ετών. 

υγ. Η πρώτη μου γνωριμία με τον Χράμπαλ έγινε με το μυθιστόρημα Υπηρέτησα τον Άγγλο βασιλιά (περισσότερα εδώ).

    
Μετάφραση Μαρίνα Λώμη
Εκδόσεις Αρσενίδης