τον ποιητή
που μες στη βαρυχειμωνιά
έγραψε ένα ποίημα υμνητικό για σένα,
ωραίο φθινόπωρο.
Μ' αυτή τη σκέψη ξύπνησα σήμερα το πρωί, που ο μήνας έχει επτά, και όλοι μιλούν για βαρυχειμωνιά, ξεχνώντας πως έχουμε φθινόπωρο ακόμα. Ο κόσμος ξεχνάει, ξεχνάει εύκολα. Στον κόσμο αρέσουν τα δίπολα, άσπρο-μαύρο, καλό-κακό, χειμώνας-καλοκαίρι, εμείς-εκείνοι. Σαν να τον τρομάζει η ελευθερία των επιλογών, προτιμάει τα διλήμματα. Είναι μία από τις δουλειές του ποιητή κι αυτή, να θυμίζει το γκρίζο, να μιλάει για το λευκό στο μαύρο, για τον χειμώνα μες στην καρδιά του καλοκαιριού. Είναι μία από τις δουλειές του ποιητή ν' αποφεύγει τις κενές νοήματος φράσεις, να παίρνει τη λέξη φθινόπωρο και να την κάνει ωραία, να τη διακρίνει μέσα στη βαρυχειμωνιά, να μην παρασύρεται από τον κρύο αέρα. Σήμερα το πρωί ξύπνησα μ' αυτή τη σκέψη, λοιπόν, κι ενώ ήθελα, όσο στο σπίτι θα είχε ησυχία ακόμα, να γράψω λίγα λόγια για την ποιητική συλλογή του Ιρανού Μοχαμμάντ Χεμματί, έμεινα να κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο τα δέντρα που άρχισαν να χάνουν τα φύλλα τους σιγά σιγά, μια σφήγκα που δεν ήξερε τι να κάνει, τη γάτα που με κοιτάζει κι εκείνη ανεβασμένη στο πεζούλι.
Τι φρικτό που είναι
να ζεις σ' έναν κόσμο
που τα παιδιά του
πριν μάθουν να συλλαβίζουν τ' όνομα της χώρας τους
γίνονται ποιητές.
Όταν άκουσα την ιστορία πίσω από την έκδοση της συλλογής αυτής, συγκινήθηκα. Ένιωσα πως ήταν λογοτεχνία η ίδια η διαδικασία της μετάφρασης. Όταν συναντήθηκαν ο Μοχαμμάντ Χεμματί με τον Αλέξανδρο Κυπριώτη, ο Μοχαμμάντ με τον Αλέξανδρο καλύτερα, όπως θα λέγαμε σε μια ιστορία, μια αμοιβαία συμπάθεια γεννήθηκε, μεταφραστές στο επάγγελμα και οι δύο, πέρασαν ώρες πολλές συζητώντας για βιβλία που αγάπησαν, για μεταφράσεις που κατέστρεψαν λέξεις δυνατές, για τη μετάφραση ως λειψή πράξη δημιουργίας, για την ανάγκη της προσωπικής έκφρασης. Κάποιοι μεταφραστές καλύπτουν το κενό τους αυτό παραβιάζοντας κείμενα άλλων, προσθέτοντας λέξεις και ποιητικότητα, επεξηγώντας στον χαζό αναγνώστη. Τότε, σαν δοκιμή περισσότερο, δοκίμασε να μεταφράσει ο καθένας ποιήματα δικά του στον άλλον, στα γερμανικά, για να γνωριστούν καλύτερα, κάπως δειλά. Να μεταφράζεις τον ίδιο σου τον εαυτό, πόσο περίεργο έμοιαζε, και όμως ήταν μονόδρομος, ο καθένας τους, βλέπετε, λαχταρούσε να νιώσει τα ποιήματα του άλλου, τα ποιήματα που τόσο όμορφα ακούγονταν στη μητρική τους γλώσσα.
Μόλις είπαμε να βρεθούμε
έγινε επανάσταση και
τα ονόματα των δρόμων τα αλλάξανε
για να μη βρίσκουμε εγώ κι εσύ ο ένας τον άλλον.
Ο Μοχαμμάντ γράφει πολλά χρόνια ποίηση. Δεν έχει δοκιμάσει να εκδώσει ποτέ στο Ιράν. Δεν θα ήθελε να υποβάλει τα ποιήματά του στη διαδικασία της λογοκρισίας, όχι γιατί φοβάται μήπως κοπούν ή απορριφθούν αλλά γιατί δεν θέλει να τα βάλλει σε αυτή τη διαδικασία. Και ας λέει πως η λογοκρισία χρόνων ευθύνεται που οι Ιρανοί ποιητές είναι τόσο καλοί, γιατί έπρεπε πάντα να χρησιμοποιούν το μυαλό και την καρδιά, για να ξεπεράσουν τα βράχια της λογοκρισίας, να πούνε αυτά που νιώθουν να πουν μ' έναν τρόπο πλάγιο, λοξό, να κάνουν τη μεταφορά την καλύτερή τους φίλη, ο Μοχαμμάντ το λέει αυτό γελώντας πικρά, για να μην κλάψει. Η πρώτη φορά που ο Μοχαμμάντ εξέδωσε ποιήματά του ήταν σε χώρες ξένες, σε χώρες μακρινές από τη δική του, σε ένα περιοδικό γερμανικό, και τώρα εδώ. Γιατί πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα και με μισήσαν περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού*. Ο Αλέξανδρος άρχισε να μεταφράζει τα ποιήματα στα ελληνικά για να τα διαβάσει ο ίδιος, πρώτα και κύρια, η ιδέα μιας πιθανής έκδοσης ήταν ακόμα μακρινή. Η ποίηση δεν μεταφράζεται με λεξικά, δεν μεταφράζεται μόνο με αυτά, η προσήλωση στην τεχνική δεν αρκεί, γι' αυτό και ένας υπολογιστής δεν μπορεί να μεταφράσει. Ο Μοχαμμάντ χρησιμοποίησε διάφορους τρόπους για να εξηγήσει στον Αλέξανδρο αν επρόκειτο για εκείνη ή την άλλη λέξη, φωτογραφίες, παροιμίες, ιστορίες του τόπου του, παντομίμα, συζητήσεις επί συζητήσεων. Η διαδικασία αυτή όμως είναι αμφίδρομη, δεν αποκωδικοποιούσε μόνο ο Αλέξανδρος τις λέξεις, αποκωδικοποιούσε και ο Μοχαμμάντ τα δικά του ποιήματα, επιχειρώντας να διακρίνει τι ακριβώς λέει ο ποιητής, κάτι όχι πάντα ξεκάθαρο όταν πρόκειται για μια ποιητική εικόνα, για μια σύνθεση. Η λογική εξήγηση βαθαίνει τις ρίζες της ποίησης.
Μια κούνια ήθελα να σκαρώσω
για τις λέξεις που ορφάνεψαν.
Πού να 'ξερα πως
μόλις οι λέξεις ησυχάσουν
τον άνθρωπο τον πιάνει ανησυχία.
Ο ποιητής θυμάται πότε έγραψε το ποίημα αυτό και πότε τ' άλλο, με ποια κοπέλα ήταν ερωτευμένος και πώς ήταν η οικονομία της χώρας του, θυμάται ξανά το ποίημα που έγραψε την πρώτη φορά που ταξίδεψε στο εξωτερικό και είδε χαρούμενα πρόσωπα στον υπόγειο. Ο ποιητής ξαναζεί εκείνη τη στιγμή, δυσκολεύεται να εξηγήσει, ζορίζεται συναισθηματικά, θυμάται. Ο μεταφραστής ακούει, ζει τα ποιήματα μέσα από τις περιγραφές, επιχειρεί να διακρίνει τον απόηχο των λέξεων, να καταλάβει, συγκινείται, η ιστορία της γραφής ενός ποιήματος είναι η ίδια ένα ποίημα. Ρωτάει διαρκώς, επιχειρεί να φέρει παραδείγματα, να φέρει την εκεί πραγματικότητα λίγο πιο κοντά στην εδώ, με όχημα μια γλώσσα παρένθετη, τη γερμανική, μια γλώσσα και για τους δύο ουδέτερη, ένα έδαφος λογικής, εκεί που κυριαρχεί η ακρίβεια. Ο Αλέξανδρος γυρίζει στο δωμάτιο του, διαβάζει τα ποιήματα ξανά και ξανά, αλλάζει εκείνη ή την άλλη λέξη, ένα κόμμα κάπου περισσεύει. Σε κάθε ανάγνωση νιώθει την αμφιβολία να διαλύεται, νιώθει αυτή την εγγύτητα της ποίησης. Είναι στο δωμάτιο μόνος, πρέπει να αναμετρηθεί με τη δική του γλώσσα, να πάρει επιλογές, οι γαμημένες οι επιλογές, πάντα αυτές, μία ή μια, ήρθανε ή ήρθαν, θυμάται τον Σλάχτερ, τον μεταφραστή ήρωα ενός διηγήματος που έγραψε παλιά, ένα βράδυ ζεστό, που όλοι έλειπαν διακοπές.
Κάθε φορά που φεύγω
παίρνω ένα κομμάτι σου μαζί μου
ένα χρώμα
μια μυρωδιά
κάτι
σε μια γωνιά της βαλίτσας μου
μέσα σ' ένα βιβλίο
στην τσέπη του παντελονιού μου.
Κάθε φορά στο αεροδρόμιο
στριγκλίζει το μηχάνημα
και η ασφάλεια του αεροδρομίου με περικυκλώνει
και όσο και να με ψάχνουν δεν βρίσκουν τίποτα
και τελικά με ακολουθούν με βλέμματα καχύποπτα.
Κάθε φορά που φτάνω
καταλαβαίνω ότι μου λείπει ένα κομμάτι μου
ίσως να το πήρες εσύ
ενώ κοιμόμουν
και κάπου μες στα μακριά σου τα μαλλιά
κάτω απ' το μαξιλάρι σου
μες στο χώμα σε κάποια από τις γλάστρες του σπιτιού μας
ή ανάμεσα στα χείλη σου
όταν τα φίλησα
να το έκρυψες.
Και όταν το ποίημα είναι έτοιμο, μεταφρασμένο, επιμελημένο, διορθωμένο, ο μεταφραστής λέει στον ποιητή να του διαβάσει για να κάνουν αντιπαραβολή, και ο ποιητής διαβάζει στη γλώσσα του, και ο μεταφραστής αντιπαραβάλλει στη δική του, και κάπως έτσι τα σύνορα καταργούνται, και κάπως έτσι μεταφράζεται η ποίηση και ζει σε χώρες μακρινές.
Τα κεφάλια τα κόψανε
είναι αιώνες τώρα
που σκεφτόμαστε με τα πόδια μας
κι οι δρόμοι
μας ξέρουν καλύτερα απ' τις μανάδες μας.
Περισσότερα για το εγχείρημα 35 ώρες, τον χρόνο που χρειάζεται ένα ταχυδρομικό περιστέρι να διανύσει την απόσταση Τεχεράνη-Αθήνα, μπορείτε να βρείτε εδώ. Κι εδώ ακούτε το ομώνυμο ποίημα της συλλογής, στο πρωτότυπο και μεταφρασμένο σε σαράντα γλώσσες.
*Ο στίχος είναι από το τραγούδι Πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα, το οποίο μπορείτε να ακούσετε εκεί.
Μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης
Εκδόσεις Σκαρίφημα