Οι εκδόσεις Στερέωμα, με τη μεταφραστική αρωγή της Κατερίνας Σχινά, σύστησαν πρόσφατα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό την Αμερικανίδα συγγραφέα Τζέννυ Όφιλ μέσα από το τελευταίο μυθιστόρημά της, Καιρός. Ρίχνοντας μια ματιά στην εργογραφία της συγγραφέως, εκείνο που παρατηρεί κανείς είναι το σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε κάθε λογοτεχνική της εμφάνιση. Το πρώτο μυθιστόρημά της, Last things, κυκλοφόρησε το 1999, για να ακολουθήσουν το 2014 το Dept. of Speculation και το 2020 το Καιρός. Η Όφιλ γράφει επίσης βιβλία για παιδιά, επιμελείται συλλογικούς τόμους, ενώ διδάσκει κατά καιρούς σε διάφορα πανεπιστήμια.
Αφηγήτρια του Καιρού είναι η Λίζι, μια σύγχρονη γυναίκα που δοκιμάζεται καθημερινά σε διάφορους ρόλους και προκλήσεις. Σύζυγος του Μπεν, μητέρα του Ιλάι και αδερφή του Χένρυ, δουλεύει ως βιβλιοθηκάριος χάρη στην παρέμβαση της καθηγήτριας Σύλβια Λίλερ, που ήταν υπεύθυνη για τη διπλωματική της εργασία την οποία ποτέ δεν ολοκλήρωσε. Η Σύλβια δίνει διαρκώς διαλέξεις σε διάφορες πόλεις ενώ παρουσιάζει τη μελλοντολογική ραδιοφωνική εκπομπή «Ο κόσμος να χαλάσει». Λόγω ονόματος η εκπομπή έχει αποκτήσει ιδιαίτερη απήχηση σε ένα κοινό με θρησκευτικές ανησυχίες και τελολογικές βεβαιότητες. Αυτός είναι και ο λόγος που ζητάει τη βοήθεια της Λίζι· γυρεύει κάποια να αναλάβει τις απαντήσεις στα εκατοντάδες μέιλ που λαμβάνει· η Λίζι τελικώς θα δεχτεί, προσθέτοντας και αυτή την αρκετά χρονοβόρα αλλά κυρίως ψυχοφθόρα υποχρέωση στην καθημερινότητά της.
Η Όφιλ επενδύει αρκετά στον τρόπο με τον οποίο θα αφηγηθεί η Λίζι την καθημερινότητά της, επιλέγοντας μια αποσπασματική και αφαιρετική ημερολογιακή γραφή. Το αφηγηματικό αυτό εύρημα λειτουργεί θαυμάσια και κάνει το μυθιστόρημα να ξεχωρίζει. Τόσο η αποσπασματικότητα, όσο και η ημερολογιακή καταγραφή ως αφηγηματικές τεχνικές συχνά παραπλανούν για τη δυσκολία τους. Όμως, η φαινομενική αυτή ευκολία, όπως αποτυπώνεται στη ροή και τη συνοχή που τελικά και παρά την επί της αρχής αντίφαση διαθέτει η αφήγηση της Λίζι, είναι αποτέλεσμα απαιτητικής και επίμονης λεπτοδουλειάς από τη συγγραφέα. Το έντονο πρώτο πρόσωπο της αφήγησης, με τον χαρακτήρα τής προς τον εαυτό εκμυστήρευσης, λειτουργεί ως το απόλυτο και μοναδικό φίλτρο μέσω του οποίου αποτυπώνονται οι καταστάσεις και τα υπόλοιπα πρόσωπα της πλοκής, φίλτρο που επιτρέπει στον απόηχο του έξω κόσμου να περάσει στις σελίδες του μυθιστορήματος ως ένας διαρκώς παρών λευκός θόρυβος.
Ωστόσο, χωρίς το αναγκαίο περιεχόμενο η κατασκευή θα έχασκε αμήχανη και εξεζητημένη. Η Όφιλ παραδίδει έναν άρτιο κεντρικό χαρακτήρα, για τον οποίο ο αναγνώστης μοιάζει να γνωρίζει τα πάντα, ακόμα και εκείνα τα οποία δεν λέγονται. Η Λίζι, απευθυνόμενη στον εαυτό της, λειτουργεί ως παρατηρήτρια της ζωής της, δεν την ενδιαφέρει να παρουσιάσει τον εαυτό της ως ήρωα ή ως θύμα. Απαλλαγμένη από οποιαδήποτε συναισθηματική χειραγώγηση, η αφήγησή της φλερτάρει αρκετά με το autofiction, ως αναγνωστική αίσθηση, πείθοντας πως μεταφέρει μια βιωματική αλήθεια. Έτσι, η Όφιλ καταφέρνει να προσδώσει αυθεντικότητα στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο η Λίζι παρατηρεί και αντιμετωπίζει τα πράγματα και μέσα από την αυθεντικότητα αυτή να δημιουργήσει συναισθήματα ταύτισης και ενσυναίσθησης στον αναγνώστη.
Τοποθετώντας επαγγελματικά τη Λίζι χαμηλά στην πυραμίδα μα σε διαρκή επαφή με κόσμο έξω από τη ζώνη ασφαλείας, η Όφιλ αποτυπώνει την τρέλα που επικρατεί, καθώς το new age ολοένα και κερδίζει έδαφος έναντι του ορθολογισμού, τη στιγμή που η καθημερινότητα όλο και ανεβάζει ρυθμούς, ενώ οι προειδοποιήσεις των ειδικών σχετικά με το μέλλον του πλανήτη κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι. Η Λίζι με οξυδέρκεια και ευφυΐα φέρνει στην επιφάνεια τον παράλογο, συχνά εξοργιστικό, χαρακτήρα της καθημερινότητας, την οποία εν πολλοίς αποδέχεται ως έχει, έτσι όπως τρέχει να προλάβει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ζωής μια εργαζόμενης μητέρας. Φοβάται την κλιματική αλλαγή, αναρωτιέται ποιος τόπος θα είναι φιλόξενος τα επόμενα χρόνια. Φοβάται, παρότι ανήκει στην πλευρά των προνομιούχων. Τα προνόμια της ως κατοίκου του ισχυρότερου κράτους δεν την καλύπτουν όμως συναισθηματικά. Σε αυτή τη συναισθηματική θέση της Λίζι, η Όφιλ μοιάζει να κρύβει το ολοένα και πιο επίκαιρο σχόλιο πως απέναντι στην κλιματική αλλαγή είμαστε όλοι ευάλωτοι, σχόλιο ικανό να μετατοπίσει το φεμινιστικό κέντρο βάρους του μυθιστορήματος σ' έναν πιο συλλογικό προβληματισμό.
Ο ιδιαίτερος τρόπος αφήγησης που επιλέγει η συγγραφέας, η οξυδέρκεια με την οποία η Λίζι καταγράφει την καθημερινότητά της, το διάχυτο γλυκόπικρο χιούμορ παρ' όλα αυτά, οι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, η συγχρονία, ο ιδιότυπος ρεαλισμός και η οικονομία λόγου και συναισθήματος χαρακτηρίζουν το μυθιστόρημα αυτό, στοιχεία που μεταξύ άλλων κάνουν το Καιρός της Τζέννυ Όφιλ να ξεχωρίζει στην πλούσια εκδοτική παραγωγή της περιόδου.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 12 Φεβρουαρίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.