Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

Caput mortuum (1392) - Μισέλ Φάις

Φάρσα αφανισμού, έτσι υποτιτλίζει ο Μισέλ Φάις την τελευταία του νουβέλα, Caput mortuum (1392), με την οποία και ολοκληρώνεται η άτυπη τετραλογία, η αυτοπροσωπογραφία ενός άλλου. Προηγήθηκαν: Το μέλι και η στάχτη του θεού (εκδόσεις Πατάκη, 2002), Ελληνική αϋπνία (εκδόσεις Πατάκη, 2004), Η Ερευνήτρια (εκδόσεις Πατάκη, 2020). Caput mortuum σημαίνει νεκρό κεφάλι ή άχρηστα υπολείμματα οξείδωσης μετάλλων, ουσία που χρησιμοποιήθηκε τόσο στην αλχημεία όσο και στη ζωγραφική· η αυτοϋπονόμευση είναι εμφανής, το παιχνίδι της αντίστιξης αρχίζει. 1392 είναι ο αριθμός των στίχων της τελευταίας τραγωδίας του Ευριπίδη, Βάκχες, η οποία και παρουσιάστηκε στην Αθήνα το 405 π.Χ., έναν χρόνο μετά τον θάνατο του εξόριστου ποιητή. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Φάις αναμετράται δημιουργικά με τις Βάκχες. Είχε προηγηθεί το μυθιστόρημα Πορφυρά γέλια (εκδόσεις Πατάκη, 2010), εκεί όπου ένα στοιχείο της πλοκής, ο παππούς της οικογένειας, αντισταλινικός κομμουνιστής, μεταφράζει τις Βάκχες, φέρνει στο φως τις υπόγειες αναλογίες με την τραγωδία, το κλίμα στη λήξη ενός εμφυλίου πολέμου, τα πάθη και τις ανθρωποθυσίες. 

Στο Caput mortuum (1392), που κυκλοφόρησε στα τέλη της χρονιάς που μας πέρασε, η θέση της αρχαίας τραγωδίας αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα μιας ποικιλότροπης αφηγηματικής κατασκευής, αποτέλεσμα μοναδικής έμπνευσης, ενδελεχούς έρευνας και εργατικής επιμονής. Η κειμενική σύνθεση αποτελείται από τέσσερα εναλλασσόμενα μέρη, από τέσσερις τρόπους, αν προτιμάτε.

α) Ο Ψευδο-Αγέλαστος ή καθ' ύπνον σημειώσεις. Αγέλαστος είναι ένα από τα κυρίαρχα επίθετα με τα οποία αποδίδεται ο χαρακτήρας του Ευριπίδη. Ο Ψευδο-Αγέλαστος είναι ένας παράδοξος μελετητής του Ευριπίδη, το πρόσωπο ίσως της πλοκής που περισσότερο προσιδιάζει σε άλτερ έγκο του συγγραφέα-ερευνητή, σε μια αναλογία με την Ερευνήτρια στο ομώνυμο μυθιστόρημα. Ο ακριβολόγος Φάις διόλου τυχαία δεν πρόσθεσε το Ψευδό και το καθ' ύπνον· η αμφισημία, ενίοτε και η πολυσημία, άλλωστε, είναι συστατικά γνώριμα στο έργο του. Ο Φάις, ορθώς, δεν θεωρεί τον αναγνώστη a priori βαθύ γνώστη του αρχαίου κειμένου· έτσι, οι σημειώσεις αυτές, πέραν των υπολοίπων ενδοκειμενικών λειτουργιών, αποτελούν το νήμα μιας ανάγνωσης, έκκεντρης και προσωπικής, της τραγωδίας, μια πύλη εισόδου, έναν συνδυασμό πραγματολογικών και ερμηνευτικών ψηφίδων, αλλά και υποκειμενικής θεώρησης ενός ερευνητή που πότε δείχνει να ενδύεται τη στολή του φιλολόγου και πότε του σκηνοθέτη.

β) Οικογενειακά βίντεο. Ο Δραματοθεραπευτής, σε ρόλο σκηνοθέτη, μοιράζει τους ρόλους στην ομάδα, καθοδηγεί τα πρόσωπα του δράματος, ορίζει το πλαίσιο, επεμβαίνει και σωπαίνει κατά βούληση, δίνει ελευθερία κινήσεων ή αυστηρές οδηγίες. Οι Βάκχες αποτελούν το κουκούλι εντός του οποίου θα συντελεστεί η όποια θεραπευτική μεταμόρφωση, το παιχνίδι, η παράλληλη της ατομικής συνεδρίας κοινωνικοποίηση, το πεδίο για την υιοθέτηση ρόλων, την εναλλαγή οπτικής γωνίας, την ενσυναίσθηση και την κατανόηση. Ο λόγος είναι καθημερινός, συχνά φαρσικός, το εκφραστικό εύρος εκτείνεται από την ατολμία μέχρι την ακραία υπόδηση του ρόλου, η οργή και ο θυμός δεν αργούν να εμφανιστούν και να ξεπηδήσουν από τα βάθη όπου ασφυκτιούσαν. Τα Οικογενειακά βίντεο έρχονται να γεφυρώσουν τις εποχές, να αποτυπώσουν τη διαχρονικότητα όσων με ενάργεια διέκρινε ο Ευριπίδης ως συστατικά του ανθρώπινου.

γ) Τραγούδια για ραμμένο στόμα. Τραγούδια για την Ήπειρο, μοιρολόγια για την πενθούσα αδερφή του Πενθέα, που απουσιάζει από την τραγωδία του Ευριπίδη και ο συγγραφέας μοιάζει να νιώθει υποχρεωμένος να αποκαταστήσει εκείνη, η οποία σύμφωνα με τον μύθο ακολούθησε τους παππούδες της, τον Κάδμο και την Αρμονία, εγκαταλείποντας μαζί τους τη Θήβα για τον βορρά, έχοντας αποσκευή την τέφρα από το διαμελισμένο κορμί του νεκρού. «Συγγνώμη, Πενθέα,/μονάκριβέ μου,/αλλά δεν άκουσα ποια λέξη ακριβώς/ ψιθύρισες χτες στον ύπνο μου,/όταν μου έλεγες πώς περνάς τον καιρό σου».

δ) Project P. Ο μονόλογος μιας ηθοποιού, που ανασυστήνει, απευθυνόμενη στον ίδιο της τον εαυτό σε δεύτερο πρόσωπο, τις συναντήσεις της με έναν σκηνοθέτη, προσθέτοντας τα αισθήματα, τις ελπίδες και τους φόβους της δίπλα στα λόγια και τις σιωπές εκείνου, που νιώθει άνετα μόνο κατά τη διάρκεια των προβών· το τέλος τους και η πρεμιέρα είναι για εκείνον συνώνυμα του θανάτου, σίγαση της δυναμικής που ανύψωσε η προετοιμασία, στοιχείο απαραίτητο ωστόσο για τη βιωσιμότητα του θιάσου, τίμημα οδυνηρό πλην όμως απαραίτητο, θυσία.

Οι λέξεις δεν θα ήταν αρκετές για να αποδείξουν τη θαυμαστή συνοχή που διαθέτει μια κατακερματισμένη αφήγηση, όπως αυτή, τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας τοποθέτησε αριστοτεχνικά στην κατασκευή του τις ψηφίδες και ενορχήστρωσε το σύνολο. Μόνο η αναγνωστική αυτοψία. Δεν είναι απλό να κατατάξει κανείς τα έργα του Φάις, εξαιτίας κυρίως του υβριδικού και άκρως προσωπικού τους χαρακτήρα· άλλωστε, με τον όρο μεταμοντέρνο ελάχιστα δύναται να διευκρινιστούν. Συναντάει και εδώ ο αναγνώστης στοιχεία γνώριμα του φαϊσικού σύμπαντος. Προκύπτει πιθανόν, στο σημείο αυτό, μια διερώτηση, εν είδει ένστασης, σχετικά με την ύπαρξη μιας μανιέρας, μιας κενής μορφικής επαναληπτικότητας, ίδιον μέρους της μεταμοντέρνας αφήγησης, που αναζητά περισσότερο στη μορφή παρά στο περιεχόμενο. Όχι. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ο ιστός που ενώνει, και εν πολλοίς αποτελεί, το σύνολο της εργογραφίας του Φάις, δεν έχει τον χαρακτήρα μανιέρας, όχι τουλάχιστον εκείνον με τη συνακόλουθη αρνητική χροιά της φασόν κατασκευής, αλλά εκείνον του οχήματος διερεύνησης δυνατοτήτων της γραφής και της αφήγησης, της κατανόησης του μέσα και του γύρω κόσμου, αλλά και της διαπλοκής της τέχνης εντός των μηχανισμών αυτών. Το Caput mortuum (1392) είναι ένας ύμνος τού δημιουργού προς την τέχνη, που συχνά μας σώζει από τον κόσμο, που πάντοτε μας βοηθάει να ορίσουμε τη θέση μας εντός του, να τον κατανοήσουμε. Η νουβέλα αυτή αποτελεί και μια επίδειξη του πώς η έμπνευση μεταμορφώνεται σε δημιουργία, χωρίς να αφήνει απέξω τις δυσκολίες της αναμέτρησης με ένα εγχείρημα όπως αυτό.

Η ενασχόληση με το έργο του Φάις, κάθε καινούργιο βιβλίο και κάθε επιστροφή σε κάποιο παλιότερο, εκείνο που περισσότερο αναδεικνύει, πέρα της δεδομένα ευδιάκριτης προσωπικής σφραγίδας και της τεχνικής αρτιότητας, είναι ο αδιόρατος τρόπος με τον οποίο πετυχαίνει να ενσταλάξει σε κατασκευές, φαινομενικά και μόνο, εγκεφαλικές, όπως το Caput mortuum (1392), εύθραυστες παγίδες στις οποίες αναπόφευκτα πέφτει ο αναγνώστης, παγίδες που λειτουργούν ως ανακλαστήρες του προσωπικού, ενοχλώντας και αφυπνίζοντας διάφορα σημεία πυροδότησης. Και αυτή είναι η σημαντικότερη και πλέον χαρακτηριστική αντίστιξη σε κάθε εκδοχή της εργογραφίας του Φάις. Στη σελίδα 35, η ηθοποιός, αναφερόμενη στον σκηνοθέτη του Project P., λέει: «Μ' άλλα λόγια, όσο περισσότερο συμπληρωνόταν το παζλ τού πώς δούλευε, πώς σκεφτόταν, πώς λειτουργούσε, τόσο περισσότερο χανόσουν. Καθώς ο κόσμος του ήταν ο κόσμος της συγκεκριμένης ασάφειας, της οργανικής αντίφασης, της μεθοδευμένης ασυνέχειας». Το συγκεκριμένο απόσπασμα φέρει προφανείς αναλογίες, ως προς τον τρόπο σύνθεσης της νουβέλας αυτής, αλλά και ως προς τα αντιστικτικά ζεύγη που την αποτελούν, συνυπάρχοντας σε ανησυχαστική αρμονία, και θα μπορούσε έτσι στη θέση της ηθοποιού να σταθεί ο αναγνώστης, που αναρωτιέται: πώς συνάντησα πάλι εμένα εδώ;

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο, ο σύνδεσμος εδώ.

Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Η βερμούδα

Το ξυπνητήρι χτύπησε οχτώ. Εγώ όμως το χτύπησα πιο δυνατά. Εκείνο βρέθηκε τέσσερα κομμάτια στο πάτωμα κι εγώ στο ταμείο ανεργίας. Είναι ένα από τα πλέον πετυχημένα μου αστεία, άλλωστε οι Γερμανοί λένε πως χιούμορ είναι όταν δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο κι εγώ κάπως πρέπει να ορθώσω ανάστημα απέναντι στην κοινωνική χλεύη της μη δεξιότητας. Δεν το κόβω εδώ το αστείο. Συνεχίζω ακάθεκτος ρωτώντας ρητορικά: φαντάζεσαι να χρησιμοποιούσα για ξυπνητήρι το κινητό μου τηλέφωνο. Εκτός από αστείο μού φαίνεται και έξυπνη ατάκα για καμάκι, αν και μέχρι σήμερα δεν έχω καταφέρει να τη φτάσω ως το τέλος συμπληρώνοντας: και τώρα να μην είχα πού να σημειώσω το νουμεράκι σου;

Η μάνα μου αποφάσισε πως εκείνο που μου χρειαζόταν για να ξεπεράσω το σοκ της ανεργίας ήταν ένας ψυχολόγος. Στο πρώτο κιόλας ραντεβού θέλησε να μάθει τους λόγους που τον επισκέφθηκα, ντράπηκα και δεν είπα πως ήταν ιδέα της μάνας μου, αν και ξέρω πως στον ψυχολόγο καλό είναι να μη λέμε ψέματα, αντίθετα του είπα πως ένιωθα χαμηλή αυτοπεποίθηση εξαιτίας της απώλειας της δουλειάς μου. Θέλησε τότε να μάθει περισσότερα σχετικά και εγώ σαν έτοιμος από καιρό του είπα την ατάκα μου. Έμεινε ανέκφραστος, όμως δεν το εξέλαβα ως απόρριψη αφού ξέρω επίσης πως γενικά οι ψυχολόγοι μένουν ανέκφραστοι ό,τι και αν ακούσουν, το χειρότερο ακροατήριο που λέει και ένας φίλος μου, επαγγελματίας κωμικός εκείνος, όχι μόνο γιατί δεν γελάνε με τα αστεία σου αλλά γιατί επιπλέον ξέρουν πως γουστάρεις τη μάνα σου.

Ο ψυχολόγος επέμενε να κάνει άβολες ερωτήσεις, πώς νιώθεις για το ένα και πώς νιώθεις για το άλλο, κι εγώ ένιωθα εκνευρισμό, κι όσο εκείνος μύριζε τον εκνευρισμό μου τόσο επέμενε. Και μια μέρα δεν άντεξα. Να σας ρωτήσω κάτι, του είπα με θάρρος. Με μία κίνηση του χεριού καλωσόρισε το αίτημά μου. Συμφωνείτε πως το μεγαλύτερο πρόβλημά μου είναι πως δεν δουλεύω; τον ρώτησα, εκείνος δεν απάντησε, δεν πτοήθηκα και συνέχισα, νομίζω πως έχω τη λύση, νομίζω πως ξέρω πώς μπορείτε να με βοηθήσετε, εκείνος αναθάρρησε αλλά δεν απάντησε, εγώ είπα: θα μπορούσατε να με προσλάβετε ως γραμματέα· το ανέκφραστο πέπλο έμοιαζε να έχει αποκτήσει κάποια ρήγματα, πώς νιώθετε μ' αυτό, τον ρώτησα και κάθισα αναπαυτικά στην καρέκλα μου.

Αρνήθηκε. Δεν πιστεύω πως αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος να προσεγγίζετε τα προβλήματά σας, δεν είναι όλα αστεία, είπε. Έμεινα να τον κοιτάζω ατάραχος, πλήρωσα την επίσκεψη, κλείσαμε το επόμενο ραντεβού, έφυγα. Στον δρόμο ένιωθα μια βαθιά ικανοποίηση, σφύριζα με πάθος τον ύμνο της τριφυλλάρας, εγώ την προσπάθειά μου την έκανα, σκεφτόμουν, ασχέτως αποτελέσματος, άλλωστε μόνο όσοι δεν προσπαθούν δεν αποτυγχάνουν ποτέ, αν δεν σπάσεις αυγά δεν κάνεις ομελέτα και ποδήλατο δεν μαθαίνεις αν δεν πέσεις. Και συνεχίζω να το πιστεύω αυτό παρότι η μάνα μου μου έβαλε τις φωνές όταν της διηγήθηκα το περιστατικό γυρίζοντας σπίτι, είσαι τρελός; με ρώτησε, τι του είπες του ανθρώπου! Με ρώτησε αν είμαι τρελός εγώ που ζήτησα δουλειά και όχι εκείνη που δεν με αφήνει ακόμα, Απρίλη μήνα, να φορέσω βερμούδα γιατί θα κρυώσω...

 

Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Τέρρα Άλτα - Javier Cercas

Ενθουσιασμός και προσδοκίες. Άρση οποιουδήποτε αναγνωστικού προγραμματισμού, επίσης. Καινούριο βιβλίο του υπεραγαπημένου Χαβιέρ Θέρκας έφτασε άλλωστε, πώς αλλιώς; Η ανάρτηση για το Ο μονάρχης των σκιών, το τελευταίο βιβλίο του που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, έκλεινε ως εξής: «Ο Θέρκας, σε κάθε βιβλίο του, απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την τυπική μυθοπλασία, δυσκολεύοντας την αυστηρή ειδολογική κατάταξή των έργων του, χαράσσοντας ένα αρκετά ευδιάκριτο προσωπικό μονοπάτι, περισσότερο μεταλογοτεχνικό παρά μεταμοντέρνο, και μαζί με τον Μαρίας και τον Βίλα Μάτας αποτελούν τις σημαντικότερες σύγχρονες λογοτεχνικές φωνές της Ισπανίας».

Ο Μελτσόρ βρίσκεται ακόμη στο γραφείο του και κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα, ανυπομονώντας να τελειώσει η νυχτερινή βάρδια, όταν χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ο συνάδελφός του που εκτελεί χρέη φρουρού στην είσοδο του αστυνομικού τμήματος. Έχουμε δύο νεκρούς στην αγροτική έπαυλη των Αδέλ, του ανακοινώνει.

Οι Αδέλ, των Γραφικών Τεχνών Αδέλ, είναι πασίγνωστοι στην περιοχή. Η στυγερή δολοφονία του ηλικιωμένου ζευγαριού αναμενόμενα θα συγκλονίσει την κοινή γνώμη και θα κινητοποιήσει τις αστυνομικές αρχές. Η Τέρρα Άλτα, μια φτωχή και αραιοκατοικημένη επαρχία της Καταλονίας, δεν φημίζεται για εγκλήματα όπως αυτό, κάθε άλλο, η ζωή ενός αστυνομικού εδώ, επαγγελματικά μιλώντας, χαρακτηρίζεται από γραφειοκρατική ρουτίνα. Ο Μελτσόρ, που ακόμα δεν έχει κλείσει τα τριάντα, δεν είναι από αυτά τα μέρη, όπως συμβαίνει με την πλειοψηφία των συναδέλφων του. Βρέθηκε εδώ με προσωρινή απόσπαση μετά την εμπλοκή του σε μια αντιτρομοκρατική επιχείρηση στη Βαρκελώνη για να αποφύγει ενδεχόμενη στοχοποίησή του από τυχόν εναπομείναντες θύλακες. Τις πρώτες μέρες δεν μπορούσε να κοιμηθεί εξαιτίας της ησυχίας που επικρατούσε, του έλειπε ο θόρυβος της πόλης, παιδί της γαρ. Πάλεψε με διάφορα σκευάσματα αλλά δεν χόρτασε ύπνο παρά μόνο όταν άρχισε να κοιμάται με την Όλγα. Γνωρίστηκαν στην τοπική βιβλιοθήκη, εκείνη εργαζόταν εκεί, εκείνος έψαχνε μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, αν και ήξερε πως κανένα δεν θα του προκαλούσε παρόμοια συναισθήματα με τους Άθλιους, στους οποίους επέστρεφε διαρκώς ξανά και ξανά.

Η αφηγηματική άνεση του Θέρκας είναι παρούσα από τις πρώτες σελίδες, αν και η απουσία ενός αφηγητή, άλτερ έγκο του συγγραφέα, μου έκανε εξ αρχής εντύπωση, αφού μια συμβατική τριτοπρόσωπη αφήγηση δεν χαρακτηρίζει το ύστερο έργο του. Επίσης, μου έκανε εντύπωση η κλασικότροπη δομή αστυνομικού μυθιστορήματος που έδειχνε να έχει το Τέρρα Άλτα· αυτό και αν απουσιάζει από το θερκικό κόρπους. Ο συγγραφέας σπάει την αφήγηση σε δύο χρόνους. Έτσι, παράλληλα με το αφηγηματικό παρόν της διαλεύκανσης της έρευνας, υπάρχει και η αφήγηση της ζωής του Μελτσόρ μέχρι το βράδυ της δολοφονίας. Τα δύο παρακλάδια κάποια στιγμή συναντώνται χρονικά για να μας οδηγήσουν στη λύση και την κάθαρση. Το μυθιστόρημα διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του είδους και στηρίζεται αρκετά στις κορυφώσεις, τις ανατροπές και τα ευρήματα που προάγουν την πλοκή, αλλά και στα αναπόφευκτα, και ως ένα βαθμό καλοδεχούμενα, κλισέ. Ο Θέρκας δεν εγκλωβίζει την ιστορία του στο ποιος το έκανε, έχει τη δεδομένη ικανότητα να την απλώσει αρκετά περισσότερο ώστε να χωρέσει επιπλέον πράγματα, όπως ο τόπος, το καταλανικό ζήτημα, ο εμφύλιος, Οι άθλιοι, το παρελθόν, η σχέση του Μελτσόρ με τη μητέρα του, η αγάπη, η ανάγκη για δικαιοσύνη και δικαίωση, μεταξύ άλλων.

Με τοποθετημένη την πλοκή στο πρόσφατο παρελθόν και σε έδαφος καταλανικό, θα ήταν μάλλον περίεργο ένας πολιτικός συγγραφέας όπως ο Θέρκας να χάσει την ευκαιρία να αναφερθεί στο ζήτημα της ανεξαρτησίας. Η ευρύτερη περιοχή της Τέρρα Άλτα ιστορικά είναι γνωστή για τη μάχη του Έβρου, της πλέον σκληρής σύγκρουσης του ισπανικού εμφυλίου. Τα πάθη στην περιοχή εντείνονται για ακόμα μια φορά. Στα καφενεία της περιοχής ακόμα μπορεί κανείς να γίνει μάρτυρας συζητήσεων σχετικά με εκείνα τα γεγονότα, σαν μην πέρασαν τόσα χρόνια από τότε. Ο Θέρκας, στο παρασκήνιο της πλοκής, θέτει ερωτήματα σχετικά με τα μαθήματα και τους κύκλους της Ιστορίας, προβαίνοντας σε αναλογίες του τότε και του τώρα, κάπως επιδερμικά ωστόσο, καθώς απουσιάζει η ομαλή και οργανική ένταξη του πολιτικού στην πλοκή, προσιδιάζοντας περισσότερο σε μια γνώριμη συγγραφική μανιέρα. Τα όρια της αστυνομικής λογοτεχνίας αποδείχτηκαν τελικά αρκετά στενά για τον Θέρκας. Παρ' όλα αυτά, το εύρημα με τους Άθλιους αποδείχτηκε γοητευτικά λειτουργικό και όχι ένα απλό βιβλιοφιλικό φτιασίδι.

Οποιοδήποτε κομπλιμέντο και αν κάνω σχετικά με τα τεχνικά μέρη του μυθιστορήματος αυτού θα είναι χωρίς πραγματικό αντίκρυσμα. Είναι κάπως προφανές, να μην πω χαζό, να συζητάμε για την ικανότητα ενός συγγραφέα του διαμετρήματος του Θέρκας να γράψει ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Το Τέρρα Άλτα είναι ένα αρκετά ενδιαφέρον αστυνομικό μυθιστόρημα, που διαβάζεται αχόρταγα και καταφέρνει να σταθεί με άνεση σε μια απαιτητική λογοτεχνική κατηγορία όπως αυτή του αστυνομικού. Έχει όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα να το βαραίνει, το όνομα του συγγραφέα και τις προσδοκίες που αυτό γεννά. Ο πιστός πυρήνας των αναγνωστών του θεωρώ πως απογοητεύτηκε από το Τέρρα Άλτα αν και δεν αποκλείω οι πωλήσεις ως νούμερα να αποδεικνύουν μια τεράστια εμπορική επιτυχία, που δύσκολα θα έκανε με τα πιο μεταλογοτεχνικά εγχειρήματά του.

Άτιμο πράγμα οι προσδοκίες. Διαθέτουν μια αυστηρότητα και αδιαφορούν για ό,τι συμβαίνει έξω από αυτές, κλείνοντας τα αυτιά τους απέναντι σε δικαιολογίες και ερμηνείες. Δεν διακρίνονται για την ανοχή ή την ενσυναίσθησή τους. Ακόμα  χειρότερες οι προσδοκίες από αυτούς που αγαπάμε. Μέχρι ενός σημείου τελούσα σε επιφυλακή αναμένοντας την αφηγηματική ανατροπή, να διακρίνω έγκαιρα τη μετατροπή της διαλεύκανσης της υπόθεσης σε πρόφαση, σε όχημα που θα οδηγούσε προς μια διαφορετική κατεύθυνση το μυθιστόρημα, σε αφηγηματικά εδάφη που είχα φανταστεί και επιθυμήσει. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Προφανώς και το βιβλίο δεν είναι κακό, απλά δεν είναι τυπικό της εργογραφίας τού Θέρκας, και σε αυτό οφείλεται η πλήρης κατάρρευση των αναγνωστικών προσδοκιών που έσπευσα να υψώσω και εν συνεχεία μετ' επιτάσεως να απαιτήσω.

υγ. Σύνδεσμοι για πιο αντιπροσωπευτικά έργα του σπουδαίου αυτού συγγραφέα που αξίζει να διαβάσει κανείς: Ο μονάρχης των σκιών (εδώ), Ο απατεώνας (εδώ), Οι νόμοι των συνόρων (εδώ) και οι Στρατιώτες της Σαλαμίνας (εδώ).

Μετάφραση Γεωργία Ζακοπούλου
Εκδόσεις Πατάκη

Δευτέρα 11 Απριλίου 2022

Το τραγούδι του Αχιλλέα - Madeline Miller

Πριν από κάποιο καιρό είχε προηγηθεί η ιστορία της Κίρκης. Βιβλίο που αποδείχτηκε μια τεράστια αναγνωστική έκπληξη παρά τις όποιες αρχικές επιφυλάξεις εξαιτίας του θέματος. Το τραγούδι του Αχιλλέα είχε μπει από τότε στη λίστα με τα προσεχώς. Και η στιγμή έφτασε. Η ανάμνηση του παραμυθένιου τρόπου αφήγησης της Μίλερ ξύπνησε την επιθυμία για επιστροφή στις αρχές του μύθου. Οι τότε επιφυλάξεις μετατράπηκαν σε προσδοκίες.

Το τραγούδι του Αχιλλέα άλλος δεν θα μπορούσε να το συνθέσει πέρα από τον Πάτροκλο.

Ο πατέρας μου ήταν βασιλιάς και απόγονος βασιλέων. Ήταν άνθρωπος βραχύσωμος, όπως οι περισσότεροι από εμάς, κι η κοψιά του θύμιζε ταύρο· ήταν όλος πλάτες. Παντρεύτηκε τη μητέρα μου όταν εκείνη ήταν δεκατεσσάρων χρόνων κι αφού είχε ορκιστεί στην ιέρεια ότι μπορούσε να κάνει παιδιά. Ως γάμος συνέφερε, ήταν αποδοτικός: η μητέρα μου ήταν μοναχοπαίδι, και η περιουσία του πατέρα της θα πήγαινε στον σύζυγό της.

Όταν με ξεγέννησαν, αγόρι, ο πατέρας  μου με τράβηξε απότομα απ' την αγκαλιά της και με έβαλε στα χέρια μιας τροφού. Γεμάτη συμπόνια, η μαμή έδωσε στη μητέρα μου ένα μαξιλάρι να κρατήσει, αφού εμένα με είχαν πάρει. Η μητέρα μου αγκάλιασε το μαξιλάρι.

Σύντομα εξελίχτηκα σε σκέτη απογοήτευση: μικροκαμωμένος, λεπτεπίλεπτος. Δεν ήμουν σφιχτοδεμένος. Δεν ήμουν ρωμαλέος και εύρωστος. Δεν μπορούσα να τραγουδήσω. Το καλύτερο που θα μπορούσε να πει κανείς για μένα ήταν ότι δεν ήμουν αρρωστιάρης.

Το αποδοκιμαστικό βλέμμα του πατέρα πάνω του έκανε το σώμα του να τρέμει. Ο Πάτροκλος μεγάλωνε προσπαθώντας να μην τραβάει την προσοχή, να μην επιδεινώσει τη θέση του. Η αφορμή ωστόσο βρέθηκε, ο πατέρας να ξεφορτωθεί την ντροπή, από τον γιο του προτίμησε τους ευγενείς, να τα έχει καλά μαζί τους. Κάπως έτσι ο Πάτροκλος βρέθηκε εξόριστος, συνοδεία του βάρους του σε χρυσό, στο βασίλειο της Φθίας, εκεί όπου ο διάδοχος του θρόνου Αχιλλέας, γιος Θεάς, ετοιμαζόταν από μικρός για να γίνει μια μέρα ο άριστος των Ελλήνων. Ο διαλεκτός από τη μοίρα, ανάμεσα σε τόσους συνομήλικούς του, που προορίζονταν να αποτελέσουν την επίλεκτη φρουρά του, ξεχώρισε τον Πάτροκλο. Από τότε οι δυο τους υπήρξαν αχώριστοι, μέχρι το τέλος. Αυτή είναι η ιστορία τους.

Η Μίλερ δίνει τον λόγο στον Πάτροκλο, τον καταφρονεμένο γιο, που έμεινε στην ιστορία ως ο σύντροφος του άριστου μεταξύ των Ελλήνων. Αλλά, ακόμα και αυτό, αρκετοί θέλησαν να του το στερήσουν. Μίλησαν για φιλία και άφησαν τον έρωτα απέξω. Είναι ένα τραγούδι αγάπης αυτό, μια ιστορία ερωτική, γεμάτη από αγάπη και πάθος, παρότι ειπωμένη σε πρώτο πρόσωπο, με ένα εγώ πριν από κάθε ρήμα. Ο Πάτροκλος λέει την ιστορία του. Και η ιστορία του ήταν ο Αχιλλέας. Το πρώτο πρόσωπο δεν στερεί αλλά προσθέτει. Ωστόσο, μια ιστορία αγάπης δεν είναι μια ανέφελη ιστορία, στον πόνο φυτρώνει και με τα δάκρυα ποτίζεται να μεγαλώσει.

Η Μίλερ, που έχει σπουδάσει αρχαία ελληνικά και έχει πάθος με τη μυθολογία, γνωρίζει καλά τι είναι εκείνο που την ενέπλεξε σε αυτά τα μυθοπλαστικά μονοπάτια, από πού εκπορεύεται η αγάπη και το πάθος για αυτές τις παλιές ιστορίες, τις κάπως παρωχημένες για κάποιους. Και αν στην κορυφή της λίστας βάλει κανείς τις λογοτεχνικές αρετές των αρχαίων μύθων, τον τρόπο με τον οποίο συμπορεύεται το ανθρώπινο και το θεϊκό, τις ανατροπές και το θάρρος, την οργιώδη φαντασία και τις άρρηκτες συνδέσεις τής κάθε υποϊστορίας με το κυρίως σώμα του μύθου, μια ζωντανή παράδοση αιώνων, κάπου εκεί κοντά θα βρεθεί και η διαχρονικότητα των μηνυμάτων, τα κοινά βάσανα των ανθρώπων, το κακό που επιβιώνει και κληροδοτείται από γενιά σε γενιά, η ανάγκη μας για αγάπη, η ιστορία που επαναλαμβάνεται. Η Μίλερ διακρίνει μια από τις αρετές του μύθου, του κάθε μύθου, την οικουμενικότητά του παρότι φαινομενικά διαπραγματεύεται την ιστορία κάποιων συγκεκριμένων ανθρώπων, κάποιων ξεχωριστών ανθρώπων, βασιλιάδων και ηρώων, θεών και ευγενών. Τέτοια είναι και η ιστορία του Πάτροκλου, τέτοια και του Αχιλλέα.

Δεν είναι τυχαίο πως το βιβλίο αυτό είναι τόσο δημοφιλές ανάμεσα στους εφήβους, ούτε εντύπωση θα έπρεπε να προκαλεί το κοινό συναισθηματικό εμβαδό που εμφανίζεται και γεφυρώνει χιλιάδες χρόνων ανθρώπινης πορείας. Η Μίλερ, με πολλή έρευνα και μέγα πάθος, καταφέρνει να αφηγηθεί μια ιστορία σε μεγάλα κομμάτια της γνωστή από μια άλλη οπτική γωνία, πετυχαίνοντας έτσι εκτός του να διατηρήσει αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον να αναδείξει επιπλέον πτυχές του μύθου, να φανερώσει τα κοινά μονοπάτια στα οποία οι νεαροί άνθρωποι βαδίζουν καθώς μεγαλώνουν. Ο νεαρός Πάτροκλος που εξορίζεται μακριά από το σπίτι του στο οποίο ποτέ δεν ένιωσε αγάπη και αποδοχή και ο νεαρός Αχιλλέας που αγκομαχά κάτω από το βάρος μιας αγάπης γεμάτης προσδοκίες και απαιτήσεις, συνθέτουν ένα ζευγάρι γνώριμο και οικείο, με τη μεταξύ τους σχέση να λειτουργεί ως μια νησίδα καταφυγής από έναν κόσμο ανοίκειο και ακατανόητο. Σε μια ιστορία τόσο σύνθετη όπως αυτή, υπάρχουν διάφορες πύλες εισόδου. Ο αναγνώστης, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες και τα βιώματά του, διακρίνει και ξεχωρίζει τις πλέον οικείες. Έτσι, δεύτερα πρόσωπα της πλοκής και υποϊστορίες έρχονται στο προσκήνιο. Καθώς η ιστορία προχωράει προς τον Τρωικό Πόλεμο, περαιτέρω αξίες τίθενται υπό διαπραγμάτευση. Οι σκοτεινές όψεις του ανθρώπου, η φιλοδοξία και ο εγωισμός, κυριαρχούν. Όχι όμως ολοκληρωτικά. Για κάθε Αγαμέμνονα θα υπάρχει μια Βρισηίδα, για να αναφερθώ κι εγώ σε μια παράλληλη της κεντρικής αφήγησης ιστορία.

Το τραγούδι του Αχιλλέα ικανοποίησε πλήρως την αναγνωστική μου ανάγκη κατά τη στιγμή που τράβηξα το βιβλίο από το ράφι. Μια εμπειρία με τον τρόπο της νοσταλγική, μια επιστροφή στο αναγνωστικό παρελθόν, τότε που το στοιχείο του μύθου κυριαρχούσε και η σύνδεση με τον «πραγματικό» κόσμο δεν ήταν προφανής, μια ματιά πιο αθώα, πιο αφελής. Το τραγούδι του Αχιλλέα υπενθυμίζει πως και οι διασκευές είναι δημιουργία, αρκεί να τις πλησιάσει κανείς απαλλαγμένος από διάθεση για ανούσιες συγκρίσεις. Υπενθυμίζει, όμως, και κάτι ακόμα, πως ο μύθος, καμιά φορά, κρύβει περισσότερη αληθινή ζωή, ακόμα και από μια μαρτυρία, έτσι όπως στέκει πιο ανοιχτός, επιτρέποντας, αν το θες, να βρεις κι εσύ τον δικό σου χώρο μέσα του. Η Μίλερ μοιάζει να έγραψε το βιβλίο αυτό και γιατί ίσως έτσι, κάποια στιγμή στο μέλλον, ιστορίες όπως αυτές του Πάτροκλου και του Αχιλλέα πάψουν να είναι επίκαιρες και αφεθούν επιτέλους να ξεκουραστούν στο παρελθόν τους.

υγ. Είχε προηγηθεί η ιστορία της Κίρκης, περισσότερα εδώ.

Μετάφραση Αναστασία Καλλιοντζή
Εκδόσεις Διόπτρα

Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

Ο δεύτερος κύκλος του 8 - βα. αλ.

Περίμενε μοιρολατρικά στην ουρά. Οι μπροστινοί αργούσαν. Οι πίσω τον άγχωναν. Όλοι όμως ήξεραν ότι δεν εξαρτιόταν απ' αυτόν, ή από οποιονδήποτε άλλον, η ταχύτητα με την οποία θα σημείωνε πρόοδο η ουρά. Οριακά έπιανε στο οπτικό του πεδίο, εκεί που κατάφερνε να ξεθολώνει από τη νύστα, κάποια σώματα ομοιόμορφα ντυμένα να πατάνε κουμπιά, να κατεβάζουν μοχλούς και να γυρνάνε στρόφιγγες που πέταγαν ατμούς και ξεφυσούσαν σκουρόχρωμα υγρά.

Ο Μάνος Κεντάκης είναι ένα ιδιωτικός ερευνητής με αλλεργία στους μπάτσους. Είναι κάτι που σπεύδει να επισημάνει σε όποιον κάνει το λάθος να τον αποκαλέσει ιδιωτικό αστυνομικό, ακόμα και αν πρόκειται για κάποιον ανυπεράσπιστο πρόσφυγα που εκδιώχθηκε από την πατρίδα του λόγω της σεξουαλικότητάς του και στον δρόμο προς την πολιτισμένη δύση έπεσε θύμα μιας εγκληματικής σπείρας προεξάρχοντος ενός υψηλόβαθμου ιερέα. Όταν ο Μάνος ήταν νεαρός, ο πατέρας του πίστευε πως είναι ένα ρεμάλι, κάτι που δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα, και πως τέτοιο θα παρέμενε, σενάριο που παραδόξως ανατράπηκε εξαιτίας ενός φίλου του πατέρα του που τον πήρε για βοηθό στο γραφείο ερευνών που διατηρούσε κάπου στην Ομόνοια. Παιδί της σκοτεινής πλευράς του κέντρου, την οποία οι ένοικοί της πρώτα εγκατέλειψαν, αγοράζοντας σπίτια στα προάστια και ανοίγοντας γραφεία σε πιο γκλάμορους περιοχές, και ύστερα κατηγόρησαν για κατάληψη όσους ήρθαν. Νεαρός μεσήλικας πια, ποτέ δεν εγκατέλειψε τη γειτονιά, θεωρώντας τη Γ' Σεπτεμβρίου ό,τι πιο ευρωπαϊκό μπορεί να περπατήσει ένας κάτοικος μιας πόλης λαμπερά άσχημης όπως η Αθήνα.

Ο ενθουσιασμός δεν είναι από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του Κεντάκη, ακόμα και το πάθος που είχε κάποτε για τις μηχανές τελεί υπό εξαφάνιση. Η σχέση του με το άλλο φύλο είναι προβληματική, όχι ανύπαρκτη, όχι και ιδιαίτερη. Στο πρόσωπό του, θα λέγαμε με διάθεση ποιητική, αντιφέγγει η όψη της μητρόπολης που αντιστοιχεί στους διαμένοντες στα συγκεκριμένα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Τα πρωινά, κάπως δύσκολα, φτάνει μέχρι το γραφείο του, ένας κακός καφές και μια λιγδερή κασερόπιτα βοηθούν. Μεγάλο μέρος της εργασιακής του ημέρας καταλαμβάνει η ενατένιση της λίστας με όσους του χρωστάνε λεφτά. Όταν εμφανίστηκε ο Σκώκος, μεγαλοεπιχειρηματίας κατά δήλωσή του, ζητώντας του να παρακολουθήσει τη γυναίκα και συνέταιρό του, τίποτα δεν προμήνυε όσα θα ακολουθούσαν. Όμως, αυτό αποτελεί ίσως τον νούμερο ένα κανόνα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που χαρακτηρίζει τη δουλειά ενός ιδιωτικού ερευνητή, τίποτα δεν είναι αυτό που μοιάζει να είναι, γιατί, άλλωστε, αν ήταν, δεν θα υπήρχε και πολλή δουλειά στην πιάτσα.

Ο βα. αλ., έξι χρόνια μετά Το ένα δέκατο του 8, επιστρέφει με τον Δεύτερο κύκλο του 8, που κινείται στο ίδιο λογοτεχνικό μήκος κύματος, σε αυτό που ειδολογικά είναι ένα σκληρό αστυνομικό μυθιστόρημα, με πρωταγωνίστρια την Αθήνα και το κακόφημο κέντρο της. Ο Κεντάκης είναι αρκούντως αντιηρωικός, με αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία στον χαρακτήρα, κυρίως στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνει συναισθηματικά και αξιακά τον κόσμο γύρω του. Σε βιβλία όπως αυτό δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο που η πλοκή οδηγείται στη λύση της, παρά μόνο όταν φτάσει η στιγμή εκείνη. Δεν θα δίσταζα, θέλω να πω, να παρατήσω ένα κακό βιβλίο χωρίς να υποκύψω στον εκβιασμό του τι θα γίνει στο τέλος. Ο Δεύτερος κύκλος του 8 είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, πιστό στις αρχές του είδους που ανήκει, με μια πλοκή λειτουργική και χωρίς κατάχρηση εξυπνακίστικων ευρημάτων από πλευράς συγγραφέα, αρκετά σκληρό, με έντονη δράση και ευδιάκριτο κοινωνικοπολιτικό πυρήνα, χωρίς ωστόσο να πουλάει ιδεολογία.

Το μυθιστόρημα πετυχαίνει να αποτυπώσει ικανοποιητικά την κακόφημη πλευρά του αθηναϊκού κέντρου και αυτό είναι σημαντικό ως προς την ατμόσφαιρα που περιβάλλει και συνέχει την ιστορία. Πάντοτε είναι σημαντικό να νιώθεις πως ο συγγραφέας έχει περπατήσει τους δρόμους για τους οποίους γράφει και ο βα. αλ. έχει λιώσει πολλές σόλες, είναι εμφανές αυτό. Ο ρυθμός, χωρίς ο συγγραφέας να αφήνει το γκάζι, δεν είναι χαοτικός και αυτό δείχνει αρκετή δουλειά. Είναι επίσης ένα μυθιστόρημα για τους αόρατους αυτής της πόλης, αλλά και για εκείνους που θέλουν να παραμείνουν αόρατοι, για τους κατοίκους του κέντρου και για τους μετανάστες αλλά και για διάφορους επιχειρηματίες που και τα εισαγωγικά τους αποφεύγουν. Ο βα. αλ. γράφει ένα σκληρό αστυνομικό που διαδραματίζεται σε γειτονιές που ο ήλιος δεν φτάνει, με αποτέλεσμα σκοτεινές γωνιές και υγρασία. Γράφει επίσης για έναν τόπο στον οποίο η εκκλησία διαθέτει μια δύναμη ιλιγγιώδη και ένα ισχυρό αποτύπωμα στην παρανομία. Έτσι, στα αναμενόμενα και πάντοτε καλοδεχούμενα κλισέ, όμορφες γυναίκες, σκληροί μπράβοι, σκιώδεις επιχειρηματίες και λοιπά γνωστά πρόσωπα από το βεστιάριο του είδους, προσθέτει και έναν παπά στην πλευρά των κακών, προσδίδοντας μια επιπλέον χρήσιμη αληθοφάνεια στην ιστορία του.

Η εξέλιξη από το προηγούμενο βιβλίο είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Ο βα. αλ. εδώ δεν βιάζεται, δεν αφήνει την ιστορία να τον παρασύρει, φροντίζει να εντάξει και διάφορες υποϊστορίες, σχεδόν αδιόρατες, όπως της υπαλλήλου στο καφέ που αφιερώνει στον κάθε πελάτη τον χρόνο που του αναλογεί, σημαντικές ωστόσο στην οικονομία της κεντρικής ιστορίας. Δεν αφήνει ούτε τη γλώσσα να τον παρασύρει, αλλά κάνει ορθή χρήση αυτής, γιατί το αβίαστο δεν συνεπάγεται πρόχειρο, ενώ και οι διάλογοι είναι αρκετά δουλεμένοι και κυρίως πειστικοί. Η γραφή είναι έντονα εικονοποιητική και όχι μη λογοτεχνικά κινηματογραφική. Μου έλειψε, επειδή την περίμενα, η μουσική, όχι πως δεν υπήρχε αλλά δεν κυριαρχούσε, όπως στο προηγούμενο βιβλίο, αν και πιστεύω πως μπορώ να φανταστώ τη δισκοθήκη του Κεντάκη. Η ιστορία είναι αρκετά σύνθετη, ικανή για ένα μυθιστόρημα ακόμα και διπλάσιο σε μέγεθος. Ο βα. αλ. επιλέγει μια πιο δωρική εκδοχή, όχι πολλές κουβέντες, μόνο εκείνες που κρίνει απαραίτητες και το αποτέλεσμα τάσσεται με το μέρος του. Ο Κεντάκης λειτουργεί θαυμάσια και ως παρατηρητής του γύρω κόσμου, βοηθώντας το μυθιστόρημα ως προς τη συγχρονία, με τις παρατηρήσεις του πάνω σε λεπτομέρειες, σχεδόν ελάχιστες, της πόλης και των κατοίκων της, και αυτό είναι που κάνει το Δεύτερο κύκλο του 8 να μην παραμένει εγκλωβισμένο στα ειδολογικά του όρια.

Ιδανικό εξώφυλλο, ολοένα και πιο τρομακτικό όσο προχωρούσε η ανάγνωση.

υγ. Για Το ένα δέκατο του 8 είχα γράψει αυτό εδώ.


Εκδόσεις Red n' Noir

Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

Κυριακή της Μητέρας - Graham Swift

Ήταν 30 Μαρτίου. Ήταν Κυριακή. Ήταν η μέρα που κατά παράδοση ήταν γνωστή ως Κυριακή της Μητέρας.

Η τέταρτη Κυριακή της Σαρακοστής εορταζόταν στη Μεγάλη Βρετανία, μια γιορτή με τις απαρχές της στον Μεσαίωνα, γνωστή ως η Κυριακή της Μητέρας, μια οικογενειακή γιορτή και ημέρα αργίας για το υπηρετικό προσωπικό. Μια τέτοια μέρα, 30 Μαρτίου 1924, με καιρό τόσο καλό που θύμιζε Ιούνιο, η εικοσιδυάχρονη Τζέιν, καμαριέρα σε μια εξοχική έπαυλη, θα πάρει το ποδήλατό της, εκμεταλλευόμενη το ρεπό, όχι για να πάει σπίτι της, αλλά για να συναντήσει τον κρυφό εραστή της. Θα ακολουθήσει κατά γράμμα τις οδηγίες του· δεν θα μπει από την πίσω πόρτα αλλά από την κεντρική, αφήνοντας το ποδήλατό της στην είσοδο σε θέα κοινή. Ήταν η πρώτη φορά που της ζητούσε κάτι τέτοιο τα έξι χρόνια που διατηρούσαν τη σχέση αυτή. Ο Πολ, κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, ένα χρόνο μεγαλύτερός της, επρόκειτο σύντομα να παντρευτεί μια γυναίκα ταιριαστή της θέσης του. Εκείνη η μέρα θα αποδειχτεί καθοριστική για τη Τζέιν, που τώρα, κοιτάζοντας πίσω της, εξήντα τόσα χρόνια μετά, ξέρει πως εκείνη ήταν η μέρα που έγινε συγγραφέας.

Αν είχα διαβάσει το οπισθόφυλλο και δεν γνώριζα τον συγγραφέα, δύσκολα θα είχα διαβάσει το βιβλίο αυτό, που τόσο μοιάζει να είναι ένα ρομάντζο εποχής, παρότι τελικά μόνο κατά επίφαση είναι κάτι τέτοιο και σίγουρα με τρόπο λειτουργικό και δικαιολογημένο, γι' αυτό και δεν είναι βαρετό και ναυαγισμένο στο κλισέ και τη στερεοτυπία. Όμως αυτό δεν θα το διαπίστωνα αν δεν διάβαζα το μυθιστόρημα του Σουίφτ. Και είναι φοβερό, πάντα μου φαίνεται φοβερό, ο τρόπος που κάποιοι συγγραφείς φέρνουν στα μέτρα τους ιστορίες που μοιάζουν τόσο έξω από τα εδάφη στα οποία συνηθίζουν να κινούνται, και έτσι μετακινούν και τις δικές μας αναγνωστικές προκαταλήψεις και βεβαιότητες, γκρεμίζοντας τους ορίζοντες προσδοκιών που με ελάχιστα δεδομένα σπεύδουμε να υψώσουμε. Η Κυριακή της Μητέρας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μια φτωχή καμαριέρα διατηρεί σχέση με έναν πλούσιο νεαρό που πρόκειται σύντομα να παντρευτεί κάποια της τάξης του. Ένα από τα πλέον επαναλαμβανόμενα λογοτεχνικά κλισέ παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις και ανατροπές στην έκβαση, και όμως ο Σουίφτ το μετατρέπει σ' ένα κομψοτέχνημα, σε κάτι άλλο από αυτό που φαινομενικά είναι, σε μια επίδειξη έμπνευσης και τεχνικής αρτιότητας.

Το μυθιστόρημα ως πλοκή διαδραματίζεται στο παρελθόν, αποτελεί την ανάληψη μιας ημέρας, της καθοριστικής εκείνης ημέρας, καθοριστικής όχι μόνο για όσα έλαβαν χώρα εκείνη την ημέρα αλλά και όσα τέθηκαν σε τροχιά κίνησης. Ο τρόπος με τον οποίο ο Σουίφτ, μέσα από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, ξεδιπλώνει την ημέρα εκείνη είναι μοναδικός. Με τις μικροαναλήψεις και τις μικροπαρεκβάσεις, αυτό που έγινε λίγο αργότερα και αυτό που είχε μόλις προηγηθεί, πετυχαίνει να πλαισιώσει την ημέρα εκείνη, να της δώσει βάρος, να τη νοηματοδοτήσει, να της προσδώσει συναίσθημα και να τη συνδέσει με το σήμερα. Πετυχαίνει σε ελάχιστες σελίδες και με οικονομία λέξεων να γνωρίσει στον αναγνώστη πρόσωπα και καταστάσεις, κάνοντας επιπλέον ορθή χρήση του κλισέ ως έναν κοινό εμβαδό γνώσης μεταξύ πομπού και δέκτη της ιστορίας αυτής. Παρότι η αφηγηματική δεξιοτεχνία τού Σουίφτ είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, γεγονός που καθιστά την ανάγνωση της ιστορίας μια πράξη απολαυστική, η ιστορία από μόνη της δεν θα ήταν αρκετή για να ξεπεράσει τους ειδολογικούς της περιορισμούς. Εκείνο που καθιστά το μυθιστόρημα αυτό σπουδαίο είναι η ανάδειξη της κυρίως πλοκής σε υποπλοκή στο τέλος της ανάγνωσης. Ένα τρικ με το οποίο ο συγγραφέας χωρίς να αναφέρεται παρά κατ' ελάχιστο στην ενενηντάχρονη πια Τζέιν, καταφέρνει να αφήσει την αίσθηση στον αναγνώστη πως του αφηγήθηκε όλη της τη ζωή, με κάθε παραμικρή λεπτομέρεια, και αυτό δείχνει την μαστοριά με την οποία απέδωσε αφηγηματικά εκείνη τη μέρα.

Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής δείχνει να είναι παντογνώστης μεν αλλά με έναν τρόπο κάπως ύποπτο δε, καθώς μοιάζει να γνωρίζει όσα γνωρίζει και η ηρωίδα-συγγραφέας. Σαν να του έχει ανατεθεί από εκείνη η αφήγηση αυτής της ιστορίας, σαν να μιλά εξ ονόματός της, σαν ένα προσωπείο ίσως. Ένα ακόμα εύρημα του Σουίφτ που προσδίδει δυναμική στην αφήγηση, ένα τέχνασμα για να κρύψει το προσωπικό καθιστώντας το ορατό, εύρημα που υποστηρίζεται από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο αφηγητής, παρεμβάλλοντας επισημάνσεις σχετικές με τις λέξεις που τότε δεν γνώριζε και δεν θα χρησιμοποιούσε η ηρωίδα, λέξεις που ήρθαν να προστεθούν αργότερα, μέσα στα χρόνια, αποτέλεσμα της τριβής και της ωρίμανσης. Είναι μια απόφαση που δίνει πρωτοτυπία στο μυθιστόρημα αυτό, καθώς αν και συγγενεύει ως είδος με το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, εδώ δεν έχουμε την ιστορία γέννησης ενός βιβλίου αλλά την ιστορία γέννησης μιας συγγραφέως. Και αυτό προσδίδει επιπλέον ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα, ενδιαφέρον που είθισται να το αποκαλούμε βιβλιοφιλικό. Ο Σουίφτ, έμπειρος γραφιάς, δεν παρασύρεται από το υλικό του παραστρατώντας από το μονοπάτι που έχει σχεδιάσει με λεπτομέρεια, δεν παρασύρεται ούτε προς τη φεμινιστική, ούτε προς την ταξική υπερβολή, δεν παραδίδεται στο μελόδραμα και τη συναισθηματική καθοδήγηση, αλλά γράφει την ιστορία της Τζέιν, την ιστορία μιας καθοριστικής στη ζωή της Τζέιν ημέρας.

Από την ημέρα εκείνη δεν άλλαξαν πολλά μόνο στη ζωή της Τζέιν και στον κόσμο, άλλαξαν εξίσου πολλά και στην ίδια τη λογοτεχνία· ο μοντερνισμός του τότε πέρασε στο παρασκήνιο. Ο Σουίφτ πατάει καλά και στις δύο όχθες, όσα συνέβησαν τότε και γίνονται αφήγηση τώρα, μια ευδιάκριτη απόσταση. Ίσως μια υπενθύμιση πως η λογοτεχνία πορεύεται παράλληλα με την ανθρώπινη ιστορία και πως οι αναμνήσεις μας έχουν τα χρώματα εκείνων των ημερών μα την αφήγηση των σημερινών. Η αναπόληση διαθέτει μια γοητεία παρά τη σκληρότητα που κρύβει. Ο Σουίφτ δεν καλλωπίζει ερείπια και δεν ανασύρει φαντάσματα από το λογοτεχνικό παρελθόν. Είχα καιρό να διαβάσω ένα βιβλίο δικό του. Ήταν καιρός. Η Κυριακή της Μητέρας είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα, δείγμα ικανότητας και έμπνευσης. Ο Σουίφτ αξίζει μεγαλύτερης προσοχής στα μέρη μας.

υγ. Είχαν προηγηθεί: ο Τελευταίος γύρος (περισσότερα εδώ) και το Αύριο (περισσότερα εδώ).

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Μίνωας