Κάθε φορά που κυκλοφορεί κάποιο βιβλίο του Λουί, και αυτό είναι το πέμπτο, σκέφτομαι πως δεν ψήνομαι, πως αρκετά έχω μάθει για τη ζωή του, πως η μανιέρα, όσο και αν μεταβάλλεται έστω και λίγο από βιβλίο σε βιβλίο, παραμένει σταθερή, εντούτοις κάθε φορά, αργά ή γρήγορα τελικά το διαβάζω. Έτσι συνέβη και με το Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας, το τελευταίο δικό του που διάβασα. Η παρουσίαση στη Νομική ήταν ξεκάθαρα το εγχώριο λογοτεχνικό χάι λάιτ της χρονιάς που πέρασε, μια αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη και ούτε ένα κινητό δεν χτύπησε, ούτε ένα τσιγάρο δεν άναψε, ούτε μια μανούρα δεν παίχτηκε, όλα μας κρεμασμένα από τα χείλη του, η πίστη στη λογοτεχνία αναθερμάνθηκε, η ζωοφόρος φλόγα της φούντωσε. Μας είπε και δυο λόγια για το Αλλαγή: Μέθοδος, που είναι πιο μπαμπάτσικο από τα προηγούμενα, για τη δική του επιστροφή στην Αλλενκούρ, μας προϊδέασε και για το επόμενο μιλώντας μας για τον θάνατο του αδερφού του.
Σε μια συζήτηση περί queer αυτομυθοπλαστικής λογοτεχνίας, ένας αναγνώστης που πολύ εκτιμώ, έκανε μια εύστοχη παρατήρηση λέγοντας πως στη συντριπτική πλειοψηφία της είναι μια λογοτεχνία πόνου και οδύνης, που δίνει τη δυνατότητα στον προνομιούχο αναγνώστη να νιώσει την ηδονή που το συναίσθημα του οίκτου γεννά, να σκεφτεί, κουνώντας το κεφάλι, αχ το καημένο πόσα τράβηξε, λίγο πριν κλείσει το βιβλίο και κοιμηθεί μακάρια. Φέρνοντας την παρατήρησή του στα μέτρα μου, σκέφτομαι πως εγώ, ως λευκός άντρας, διαθέτω αρκετά από τα προνόμια τού κατά τα άλλα άδικου σύγχρονου κόσμου, και παρότι θεωρώ εαυτόν προοδευτικό και ανοιχτόμυαλο, δεν μπορώ να αποφύγω τις κακές σκέψεις περί προθέσεων και ειλικρίνειας μπροστά σε κάθε queer αυτομυθοπλαστικό λογοτεχνικό έργο, που, όπως ο φίλος είπε, είθισται να είναι γεμάτο από πόνο. Κάθε φορά, οι πρώτες σελίδες κινούνται ανάμεσα στο «τι με ενδιαφέρει» και το «δεν είναι το μόνο που αντιμετωπίζει δυσκολίες», οριακά δεν γίνονται ένα σαφώς ειρωνικό «τι τύχη να έχεις τέτοια πρώτη ύλη», μέχρι να ακουστεί ένα μεγάλο «σκάσε και διάβαζε» και να αναβλύσει γάργαρη η ενοχή για τη συντηρητική πλευρά του εαυτού μου από τα υπόγεια του ασυνείδητου, η απόσταση που με χωρίζει από τη συνθήκη απόλυτης γαματοσύνης που οραματίζομαι και επιθυμώ.
Καλώς ή κακώς, η ενοχή αυτή χαμηλώνει τον πήχη της κριτικής, το περιεχόμενο υπερισχύει της τεχνικής, το συναίσθημα της λογοτεχνίας. Η θέση όμως αυτή δεν κρατάει για πολύ, έτσι όπως μπάζει από διάφορες μεριές, καθώς το συναίσθημα οίκτου και η (καταδικασμένη σε αποτυχία) απόπειρα για ενσυναίσθηση υποχωρούν, η απαίτηση για καλή λογοτεχνία επιστρέφει. Την έχω σίγουρα «πατήσει» τουλάχιστον μια φορά σε αυτή τη ψηφιακή γωνιά, δεν έχει πια σημασία ποιο βιβλίο ήταν αυτό, ούτε πρόκειται να διορθώσω ή να αποκαθηλώσω την ανάρτηση εκείνη. Θα μείνει εκεί για να θυμίζει πως το συναίσθημα παραπλανά, πως η ανάγνωση και η προσέγγισή της ομοιάζει με την ίδια τη ζωή. Πίσω στον Λουί, σκεφτόμουν το συναίσθημα από την παρουσία μου στην αίθουσα της Νομικής, τον ενθουσιασμό και την ενέργεια με την οποία γύρισα σπίτι εκείνο το βράδυ, σε συνάρτηση με την παρατήρηση του φίλου περί λογοτεχνίας ανοιχτού τραύματος και βαρέως πόνου, και έτσι αποφάσισα να διαβάσω το Αλλαγή: Μέθοδος, πιστεύοντας πως εδώ θα υπάρχει η χαρά και ο ενθουσιασμός, όχι σε αποκλειστικότητα, αλλά σε ισορροπία. Έτσι μπήκα στο βιβλίο αυτό.
Μεγαλύτερο σε έκταση απ' ό,τι μας είχε ως τώρα συνηθίσει ο Λουί, το βιβλίο αυτό μιλάει ακριβώς γι' αυτό που ο τίτλος μας προϊδεάζει, καθώς πρόκειται για μια πιο εξωστρεφή αφήγηση του μονοπατιού μέσω του οποίου έφτασε στο σημείο από το οποίο παρατηρεί πια το παρελθόν. Ο θυμός και η οργή έχουν πια καταλαγιάσει, το εγώ έχει κάπως μικρύνει, ο Λουί μπορεί πια να είναι και με τον εαυτό του αυστηρός, να συμπεριλαμβάνει και τους άλλους στην αφήγησή του ως άτομα με συναισθήματα και δικαίωμα στο λάθος, κάτι το οποίο είχε φανεί ήδη από το προηγούμενο βιβλίο, αφιερωμένο στον αγώνα της μητέρας του για ευτυχία, να αναφερθεί σε εκείνους που αυτός πλήγωσε και απογοήτευσε, σε εκείνους που άφησε πίσω ή, ακόμα ακόμα, χρησιμοποίησε. Αντίθετα με τα προηγούμενα βιβλία του, που ήταν μονοθεματικά, εδώ υπάρχει μια ποικιλία, κάτι το οποίο, κατά τη γνώμη μου, δείχνει μια ωρίμανση, όχι μόνο συγγραφική. Υπάρχει πόνος, υπάρχει τραύμα, υπάρχει ενοχή, υπάρχει θυμός, όλα αυτά υπάρχουν. Υπάρχει όμως και χαρά, υπάρχει δικαίωση, υπάρχει η δίψα για ζωή, υπάρχει η άνεση με τον εαυτό. Σίγουρα είναι το πιο φωτεινό του βιβλίο, εδώ το ποντάρισμα είναι στην πλευρά της ζωής. Καθόλου τυχαία, τα μεγαλύτερα μέρη του βιβλίου απευθύνονται στον πατέρα του, στην Έλενα, μια φίλη του στα χρόνια του λυκείου, και στον εαυτό του μπροστά στον καθρέφτη.
Σημαντικό μέρος του βιβλίου καταλαμβάνει το μονοπάτι της συγγραφής, η αργοπορημένη εκπαίδευση, τα πρώτα βιβλία που τον διαμόρφωσαν όταν ήταν πια ενήλικας, η τύχη να βρεθούν στον δρόμο του άνθρωποι που λειτούργησαν ως μέντορες, η καταλυτική παρουσία του Εριμπόν και της Επιστροφής στη Ρεν, η επιμονή για ακαδημαϊκή μόρφωση, ο κόσμος που ανοίχτηκε μπροστά του, οι ταξικοί φραγμοί που υποχώρησαν. Είναι τα απομνημονεύματα κάποιου που πέθανε και αναγεννήθηκε. Είναι μια ιστορία επιτυχίας, μια ιστορία προσωπικού θριάμβου, που αποφεύγει τη διδαχή. Γι' αυτό και εδώ έχει αξία η ειλικρίνεια, η αδιαφορία του Λουί να πει κάτι που θα κηλιδώσει τη φήμη του, η διαδρομή είναι αυτή που τον έκανε αυτό που είναι σήμερα, αυτό που μετά από χρόνια αγώνα μπόρεσε να γίνει, αυτό που δεν τολμούσε κάποτε να ονειρευτεί. Δεν είναι όμως ένα βιβλίο που ωραιοποιεί, δεν υπάρχουν εδώ πολύχρωμες πεταλούδες, η αποφορά των υπονόμων είναι ακόμα διακριτή. Η ενσυναίσθηση, που εγώ προφανώς αδυνατώ να νιώσω, τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό, δικαιολογεί εν πολλοίς την εμπορική επιτυχία που τα βιβλία του γνωρίζουν, αλλά και την ατμόσφαιρα στις δημόσιες εμφανίσεις του.
Αν έπρεπε να διαλέξω μία φράση από ολόκληρο το βιβλίο, τότε θα ήταν αυτή: Κάνοντας έρωτα με έναν άντρα απέρριπτα όλες τις αξίες του περιβάλλοντός μου, γινόμουν αστός. Είναι μια φράση που συναισθηματικά, άγνωστο γιατί, με καθήλωσε, με ανάγκασε να τη διαβάσω ξανά και ξανά, δεν μου ήταν κατανοητή, και πώς να μου είναι άλλωστε. Η πρόζα του Λουί είναι δυναμική, καθώς η ανάγκη να πει την ιστορία του ξεχειλίζει. Καταλαβαίνω όσους και όσες τον βαρέθηκαν ή δεν τον μπορούν, δεν καταλαβαίνω όσους και όσες τον τοποθετούν εκτός λογοτεχνίας. Οι εναντίον του αντιδράσεις παρουσιάζουν εντούτοις τεράστιο ενδιαφέρον καθώς διάφορα πράγματα μπορείς να ανακαλύψεις για εκείνους που με υπερβολική ζέση ξιφουλκούν εναντίον του φαινομένου Λουί, πράγματα που στην πλειοψηφία τους δεν έχουν να κάνουν με τη λογοτεχνία, αλλά με τη γενικότερη κοινωνικοπολιτική τους στάση. Από την άλλη, εγώ, όταν θα βγει το επόμενο, πάλι θα γκρινιάζω και θα λέω πως δεν πρόκειται να το διαβάσω, πως βαρέθηκα πια τα ίδια και τα ίδια και ας ξέρω πως αργά ή γρήγορα η ανάγκη για αφηγηματική οικειότητα θα πάρει τα γκέμια.
υγ. Σύνδεσμοι για τα προηγούμενα βιβλία του Λουί: Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (εδώ), Ιστορία της βίας (εδώ) και Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου; (εδώ). Για την Επιστροφή στη Ρενς του Εριμπόν εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου