Ελάχιστη εντύπωση προκαλεί στον αναγνώστη το γεγονός πως ο Εντουάρ Λουί αφιερώνει το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου στον Ξαβιέ Ντολάν, σκηνοθέτη του Σκότωσα τη μητέρα μου (J'ai tué ma mére, 2009), ταινία με την οποία μας συστήθηκε και έκτοτε δεν έπαψε να μας απασχολεί, παρά τις όποιες ανισότητες μεταξύ των ταινιών του. Ο Ντολάν, ύστερα από το ντεμπούτο του, με την diy αισθητική που επέτεινε τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και τη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή, στράφηκε σε πιο μυθοπλαστικά μονοπάτια, ή τουλάχιστον -αν προτιμάτε- γύρεψε σε αυτά μια καλύτερη κρυψώνα για το προσωπικό. Στο τρίτο του βιβλίο, ο Λουί επιμένει στο προσωπικό, αυτοβιογραφικό χαρακτήρα της ιστορίας, έχοντας τελειώσει με τον ετερώνυμο Εντύ Μπεγκέλ, και την όποια απόσταση από τον ίδιο του χάριζε εκείνος, ήδη από το πρώτο βιβλίο. Η επιφύλαξη για μια επαναλαμβανόμενη μανιέρα ήταν παρούσα και στην τρίτη αναγνωστική συνάντηση μαζί του, επιφύλαξη που η ανάγνωση πανηγυρικά κατέρριψε.
Παρότι αρχικά το μοτίβο επαναλαμβάνεται, ο γιος κατηγορεί την οικογένειά του, επικεντρώνοντας την κριτική στον πατέρα του, η συνέχεια είναι διαφορετική. Διαβάζοντας κανείς το ολιγοσέλιδο αυτό αφήγημα αντιλαμβάνεται μια στροφή στον τρόπο με τον οποίο ο Λουί προσεγγίζει και αντιμετωπίζει πλέον το παρελθόν του. Η απόφασή του να ταξιδέψει αρκετά χιλιόμετρα ώστε να συναντήσει τον πατέρα του, στο σπίτι που μένει με την καινούργια του σύντροφο, και εκεί να αντικρίσει έναν άνθρωπο ανήμπορο, με την καρδιά του να υπολειτουργεί και την ανάσα του να κόβεται με την παραμικρή κίνηση, θα τον φέρει αντιμέτωπο με κάποιον που πια δεν γνωρίζει, (μιλάω για σένα σε παρελθόντα χρόνο γιατί τώρα πια δεν σε γνωρίζω. Ο ενεστώτας θα ήταν ένα ψέμα.). Το παράπονο, η οργή και το μίσος δίνουν τη θέση τους σε μια ανάγκη κατανόησης. Αυτή η ανάγκη, άλλωστε, αποτελεί ένα ιδιότυπο τίμημα που καλείται να καταβάλλει καθένας που θεωρεί πως έχει δουλέψει με το εαυτό του, πως έχει κατακτήσει κορυφές. Δεν πρόκειται για μια χριστιανικού τύπου συγχώρεση, αλλά για μια διερεύνηση και καταγραφή των ορίων μέσα στα οποία κινήθηκε ο πατέρας του Λουί στην προκειμένη περίπτωση. Δεν πρόκειται για μια άνευ όρων δικαιολόγηση, αλλά για μια απόπειρα κατανόησης των επιλογών που αυτός ο άνθρωπος πραγματικά είχε στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και έκανε οικογένεια, και πώς αυτές διαμόρφωσαν και προετοίμασαν την ανικανότητα να αποδεχτεί το παιδί του. Και η κατανόηση αυτή έχει πρακτική εφαρμογή τόσο σε συναισθηματικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο.
Στην ανάγκη μας για αποδοχή συναντιόμαστε στην ιστορία αυτή, ανάγκη που εντείνεται στην εγγύτητα της σχέσης, ανάγκη που ταυτίζεται απόλυτα στη σχέση γονιού-παιδιού. Όσο και αν την αρνούμαστε ή την υποτιμούμε, η ανάγκη αυτή υπάρχει. Και κάπου εδώ εμφανίζεται η αγάπη, αυτό το ύπουλο φάντασμα. Αγάπη την οποία θεωρούμε δεδομένη, προσαρμοσμένη στις δικές μας προδιαγραφές, εκ των ουκ άνευ υποχρέωση προς το πρόσωπό μας, προσκολλημένοι -έστω και υποσυνείδητα- στην παρωχημένη θεωρία για τις σχέσεις αίματος. Και αρνούμαστε -αρχικά- να δεχτούμε πως η αγάπη μπορεί να έχει όρια και διαφορές, και μας παίρνει -πολύ- καιρό να αναλογιστούμε το ενδεχόμενο της αδυναμίας για αγάπη, να αποτινάξουμε από πάνω μας την ενοχή για τη δική μας ευθύνη, πως εμείς δεν είμαστε άξιοι -ναι άξιοι- αγάπης. Στις προαναφερθείσες κορυφές οφείλει -ναι οφείλει- να σταθεί εκείνος που κοκορεύεται πως τις κατέκτησε και να ατενίσει, να διακρίνει την πρόθεση από την αδυναμία, να κατανοήσει της ανθρώπινη ανεπάρκεια, τη συναισθηματική αναπηρία. Και όσο ατενίζει κανείς, τόσο θα πετάει από πάνω του βάρη που κουβαλούσε, τόσο τα επίπεδα ορατότητας θα βελτιώνονται. Το παρελθόν δεν αλλάζει, δεν διαγράφεται, παραμερίζεται όμως, και στην απόσταση αποκωδικοποιείται. Η ιστορία των παιδικών χρόνων του πατέρα του Λουί έχει πολλά κοινά με την αντίστοιχη ιστορία του ίδιου του Λουί. Τι πήγε στραβά και ο πατέρας του δεν απέφυγε την επανάληψη; Αν καταφέρει κανείς να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, τότε ίσως αυτό το επαναλαμβανόμενο μοντέλο διαρραγεί, αυτό επιχειρεί να κάνει ο Λουί, αυτή την απάντηση γυρεύει.
Η προσωπική ιστορία του Λουί -παρά τις όποιες εξατομικευμένες ιδιαιτερότητές της- είναι μια ιστορία γνώριμη στον αναγνώστη, και αυτό, σε συνδυασμό με τον τρόπο που την αφηγείται, δικαιολογεί την επιτυχία που τα βιβλία του γνωρίζουν. Η αμεσότητα της γραφής, ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει ο Λουί το συναίσθημα και η αλήθεια που η αφήγησή του φέρει συντελούν σε αυτό, αν και από μόνα τους δεν θα ήταν αρκετά για να διατηρήσουν ακέραιο το ενδιαφέρον του αναγνώστη από βιβλίο σε βιβλίο. Στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου ο Λουί εμφανίζεται πιο δυνατός συναισθηματικά, με λιγότερες ανασφάλειες. Μοιάζει να έχει τελειώσει με τις δικαιολογίες μια και καλή. Κάτι τέτοιο δεν ήταν απλό, δεν ήταν αναίμακτο. Τώρα μπορεί να στρέψει το βλέμμα γύρω του. Ο συγγραφέας φεύγει από το συναισθηματικά προσωπικό και επιχειρεί μια καίρια μεταστροφή της παρατήρησής του στο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, στους παράγοντες που διαμόρφωσαν -σκότωσαν κατά τον συγγραφέα- τον πατέρα του. Εδώ ο συγκεκριμένος αφηγηματικός κύκλος δείχνει να κλείνει. Μια τριλογία που δεν σχεδιάστηκε εξ αρχής, αλλά προέκυψε στην πορεία. Δεν ξέρω τι ετοιμάζει τώρα ο Λουί, ποιο μπορεί να είναι το επόμενο λογοτεχνικό του βήμα, αλλά διαισθητικά αναμένω ένα περαιτέρω άνοιγμα από μεριάς του, μια λογοτεχνία ακόμα πιο πολιτική και εξίσου σύγχρονη της εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου