Είχε προηγηθεί η Επιστροφή στη Ρενς του Ντιντιέ Εριμπόν. Αυτό ήταν το νήμα για το επόμενο βιβλίο. Άλλωστε και ο Λουί μια ερώτηση του Εριμπόν δανείζεται πριν μας αφηγηθεί την ιστορία της μητέρας του: Μπορεί η θεωρία να κλαίει; Έμοιαζε να είναι η κατάλληλη ευκαιρία να παρακάμψω τις επιφυλάξεις μου. Μίνι παρέκβαση-αναδρομή στο αναγνωστικό μου παρελθόν με τον Λουί: Το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ έσκασε από το πουθενά και με διέλυσε με την αλήθεια του. Τότε ξεκίνησαν οι επιφυλάξεις περί ενδεχόμενης μανιέρας: Η Ιστορία της βίας τις διέλυσε με το έξοχο αφηγηματικό εύρημα των δύο φωνών. Επανήλθαν ωστόσο στη θέα τού Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου: εδώ ήταν το πολιτικό που ήρθε να συναντήσει το βίωμα. Και τώρα το Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας. Τρίτη και φαρμακερή;
Όλα άρχισαν με μια φωτογραφία. Δεν γνώριζα την ύπαρξη αυτής της φωτογραφίας, ούτε καν ότι την είχα εγώ ‒ ποιος μου την έδωσε; Και πότε;
Είναι μια φωτογραφία της μητέρας του όταν εκείνη ήταν είκοσι χρονών, από μια εποχή μακρινή, πριν τη γέννηση του αφηγητή. Μια φωτογραφία που εκείνη είχε βγάλει μόνη της, στρέφοντας την κάμερα προς το πρόσωπό της, πριν ο όρος σέλφι επινοηθεί. Είναι μια φωτογραφία που η μητέρα του είναι όμορφη και γοητευτική, έτοιμη για όσα επρόκειτο να 'ρθουν, έτοιμη για ένα μέλλον λαμπρό, γεμάτο υποσχέσεις. Τι απέγινε εκείνο το μέλλον; Αυτό είναι που κινητοποιεί τον αφηγητή στη θέα της φωτογραφίας. Τι απέγινε εκείνο το κορίτσι; Είναι μια σκέψη προκλητική, η ζωή των γονιών μας πριν από τη γέννησή μας, συχνά ξεχνάμε, ή αφηνόμαστε να ξεχάσουμε, πως δεν είχαν πάντοτε τη γονεϊκή ιδιότητα, πως δεν κινείτο η ζωή τους γύρω από τη δική μας. Ο αφηγητής θυμάται πάντοτε τη μητέρα του να είναι κουρασμένη, να παλεύει με τις δουλειές του σπιτιού, τα λεφτά να μην φτάνουν, η σχέση και με τον δεύτερο άντρα της να είναι τουλάχιστον προβληματική. Το πρόσωπο στη φωτογραφία του μοιάζει οικείο μα ξένο.
Η γνώριμη αφηγηματική φωνή είναι εδώ, με την ποιητική-νοσταλγική διάθεση, με μια γλυκύτητα για να σπάσει η έντονη γεύση του ζόφου, με έντονο τον βιωματικό χαρακτήρα. Ο αφηγητής κοιτάζει τη φωτογραφία και συνθέτει τα κομμάτια της ζωής της μητέρας του, κάποιες στιγμές ωστόσο συνομιλεί μαζί της, της απευθύνεται για να της πει πως θυμάται, για να τη ρωτήσει, για να τη μαλώσει, για να τη συγχωρήσει. Το κοινωνικοπολιτικό κατηγορώ υπάρχει κι εδώ, αν και όχι τόσο έντονο, η σκιά του πατέρα του στη ζωή της πέφτει επίσης βαριά. Η αφήγηση είναι που καθιστά το κείμενο αυτό προσωπικό, περισσότερο και από το περιεχόμενό της, ακόμα και αν εκείνο είναι λέξη προς λέξη πραγματικό. Η αφήγηση είναι επίσης εκείνη που απομακρύνει τα βιβλία του Λουί από το νεοσύστατο είδος της αυτομυθοπλασίας. Ο Λουί δεν επιχειρεί να πάρει αποστάσεις από τον αφηγητή του, να αποστασιοποιηθεί, να κάνει εαυτόν χαρακτήρα της πλοκής, να προβάλει την κατασκευή ενός βιβλίου με υλικά μιας πραγματικής ζωής. Εδώ το πρώτο πρόσωπο δεν είναι αφηγηματικό εύρημα, είναι τρόπος έκφρασης, μονόδρομος για την ακρίβεια. Η φωνή είναι εκείνη που θα καθηλώσει ή θα εκδιώξει τον αναγνώστη, το εγώ άλλωστε πάντοτε τραβάει στα άκρα τις καταστάσεις.
Η αφηγηματική φωνή, στα τελευταία δύο βιβλία του Λουί, διαθέτει μια οργή πέρα από την προφανή και ευδιάκριτη κοινωνικοπολιτική, μια οργή απέναντι στους γονείς του, όχι πια για τον τρόπο τους απέναντί του αλλά για τη συνολική στάση τους απέναντι στη ζωή τους την ίδια, μια οργή που λειτουργεί ως ένας συνδετικός ιστός με τα πρώτα δύο βιβλία και την αμιγώς προσωπική ιστορία του Λουί, μια οργή γεμάτη από αγάπη και θυμό, μια οργή που πίσω από κάθε μια λέξη αντηχεί: γιατί δεν αντέδρασες; Είναι η ερώτηση κάποιου που αντέδρασε και πήρε το παιχνίδι στα χέρια του, κάποιου που ωστόσο κάποιες στιγμές ξεχνάει ή επιλέγει να ξεχάσει πόσο δύσκολη ήταν η αντίδραση αυτή, πόσο χρονοβόρα και επίπονη, και τότε κυριαρχεί ο θυμός στην οργή του αυτή και δυσκολεύεται να δικαιολογήσει και να αποδεχτεί την αδυναμία, μετατρέπεται σε αυστηρότητα και κινείται στο όριο της αποστροφής. Μια οργή σκληρή κάποιου που εν πολλοίς κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια, που ωστόσο όταν θυμάται γλυκαίνει. Και η αναγνώριση αυτής της οργής, παρά τον συχνά αποκρουστικό της χαρακτήρα, λειτούργησε, παράδοξα ίσως, ενισχυτικά ως προς την προσωπική αλήθεια που τα βιβλία του Λουί φέρουν.
Στο Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας δεν έχω κάποιο επιχείρημα ενάντια στην πιθανότητα ύπαρξης μιας συγγραφικής μανιέρας εκ μέρους του Λουί. Συνειδητοποιώ πως και τα επιχειρήματα τις προηγούμενες φορές ήταν τελικά σαθρά. Παρά τις λογοτεχνικές αρετές του Ιστορία της βίας ή τον έντονο πολιτικό χαρακτήρα του Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου εκείνο που με ελκύει στη λογοτεχνία του Λουί είναι η αφηγηματική φωνή. Εκείνη είναι που παραμένει στη μνήμη, που διεγείρει το συναίσθημα, που υποστηρίζει την αλήθεια που φέρει, που καθιστά λογοτεχνικό και όχι κλειδαροτρυπικό το προσωπικό. Εδώ ήταν ξεκάθαρο. Η φεμινιστική κατεύθυνση δεν ήταν αρκετή να ξεγελάσει, το μοτίβο υπάρχει, η μανιέρα υφίσταται. Και ξέρετε κάτι; Δεν έχει καμία σημασία. Για τον Λουί ισχύει πως κάποιοι συγγραφείς γράφουν διαρκώς το ίδιο βιβλίο, και μερικοί το κάνουν καλά, ο Λουί ως τώρα, επίσης. Και τελικά η επιφύλαξη περισσότερο με φόβο αποκαθήλωσης μοιάζει. Άτιμο πράγμα οι προσδοκίες και η ασφάλεια που χαρίζουν. Ασφάλεια ναι. Γιατί τι άλλο παρά ασφάλεια είναι να ξέρεις πως την κρίσιμη στιγμή θα υπάρχει μια γνώριμη καινούργια αφήγηση για σένα;
υγ. Σύνδεσμοι για τα προηγούμενα βιβλία του Λουί: Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (εδώ), Ιστορία της βίας (εδώ) και Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου; (εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου