Όταν στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς έκανα αφιέρωμα στα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22, ανάμεσα σε άλλα, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο βρέθηκαν εκεί, υπήρχε και το μυθιστόρημα του πολυαγαπημένου Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες, Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω. Ακόμα πιο αξιοπερίεργο είναι πως το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του '21. Μια ελπίδα και μια επιφύλαξη: η ελπίδα πως όταν ο έξω κόσμος θα σφίξει τον κλοιό τότε θα έχεις ένα σίγουρο και ασφαλές μπούνκερ καταφυγής, η επιφύλαξη πως η συγγραφική ιδιαιτερότητα μπορεί να αποδειχθεί μανιέρα. Όπως και αν έχει, σχεδόν δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του ήταν η στιγμή να τραβήξω το βιβλίο από τη στοίβα με τα αδιάβαστα.
Το μότο του βιβλίου, δια χειρός Φορντ Μάντοξ Φορντ, είναι καθοριστικό για τη συγγραφική επιδίωξη και την αναγνωστική πρόσληψη: «Οπότε, έτσι όπως εμείς βλέπουμε τα πράγματα, ένα μυθιστόρημα θα 'πρεπε να 'ναι η βιογραφία ενός ανθρώπου ή μιας σχέσης, και κάθε βιογραφία, είτε ενός ανθρώπου είτε μιας σχέσης, θα 'πρεπε να 'ναι ένα μυθιστόρημα». Είναι η ιστορία της οικογένειας του Σέρχιο Καμπρέρα, ενός Κολομβιανού σκηνοθέτη, δοσμένη με τρόπο μυθοπλαστικό χωρίς ωστόσο να περιέχει φανταστικά στοιχεία, απότοκη αρκετών ωρών συνέντευξης μεταξύ εκείνου και του Βάσκες. Η αφήγηση ξεκινάει τη στιγμή που ο σκηνοθέτης βρίσκεται στη Λισαβώνα, εκεί όπου πια ζει η δεύτερη σύζυγός του με το παιδί τους, ένας προορισμός σκαλοπάτι πριν βρεθεί στη Βαρκελώνη όπου πρόκειται να λάβει χώρα ένα αναδρομικό αφιέρωμα στο έργο του με τίτλο Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω. Στη Λισαβόνα, ενώ αναρωτιέται τι πήγε λάθος τελικά στον γάμο του, βλέποντας τους τρεις τους να περνάνε όμορφες στιγμές, ένα τηλεφώνημα από την Κολομβία θα τον ενημερώσει για τον θάνατο του πατέρα του. Παρότι αρχικά θα σκεφτεί να ακυρώσει την παρουσία του στη Βαρκελώνη και να επιστρέψει για την κηδεία, τελικά αποφασίζει να παραμείνει, παρά τις ενοχές και τις δεύτερες σκέψεις. Στη Βαρκελώνη θα συναντήσει τον δεκαεπτάχρονο γιο του, από τον πρώτο του γάμο, που πια ζει στην Ισπανία. Πατέρας και γιος θα περάσουν μαζί κάποιες μέρες, μέσα και έξω από την κινηματογραφική αίθουσα και ο Καμπρέρα θα έχει την ευκαιρία να αφηγηθεί στον γιο του την ιστορία της οικογένειας, ένας ιδιότυπος φόρος τιμής στη μνήμη του αποθανόντος πατέρα του.
Από τις πρώτες κιόλας γραμμές γίνεται εμφανής η καθησυχαστική γοητεία που η αφήγηση του Βάσκες διαθέτει, ο υπέροχος τρόπος με τον οποίο αναπτύσσει και προωθεί την πλοκή, η μαεστρία με την οποία διαπλέκει το παρελθόν με το παρόν, η ικανότητα στη μυθοπλασία της πραγματικότητας, η διαρκής παρουσία της κολομβιανής –κυρίως αυτής, αλλά και της παγκόσμιας– ιστορίας παράλληλα με την ατομική ιστορία των ηρώων του –επινοημένων ή πραγματικών. Και αυτό το καθησυχαστικό συναίσθημα περιγράφει εν πολλοίς με ακρίβεια το μπούνκερ στο οποίο παραπάνω αναφέρθηκα. Παρότι έχουμε να κάνουμε με ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, η γραφή του Βάσκες διαθέτει το στοιχείο της κοντοβελονιάς, λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, από την αρχή μέχρι το τέλος, χαρακτηριστικό στοιχείο ενός απαράμιλλου στυλίστα. Όμως, επειδή μιλάμε για μυθιστόρημα, και μάλιστα πολυσέλιδο, τίποτα δεν θα ήταν αρκετό, ούτε η ομορφιά των λέξεων, για να διατηρήσει το βλέμμα του αναγνώστη, παρά μια περίτεχνη, καίτοι στο μάτι απλή, συνολική αφηγηματική κατασκευή όπως αυτή που πετυχαίνει ο συγγραφέας–ερευνητής, που αποφεύγει να πιαστεί αιχμάλωτος στα δεδομένα όρια της πραγματικότητας. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, κατά δήλωση του ίδιου, τα γεγονότα που αναφέρονται είναι στο σύνολό τους πραγματικά. Και μπορεί μια τέτοια ζωή, όπως αυτή της οικογένειας Καμπρέρα, να μοιάζει από μόνη της μυθιστορηματική, όμως μια γραμμική αφήγηση και μια απομαγνητοφώνηση των τριάντα ωρών συνέντευξης δεν θα ήταν αρκετές για να την καταστήσουν μυθιστόρημα.
Ο Βάσκες προσθέτει την απαραίτητη παλέτα επί της οποίας θα οικοδομηθεί το μυθιστόρημα, δημιουργώντας αυτή την ελάχιστη μα τόσο απαραίτητη απόσταση από το έδαφος της πραγματικότητας. Στο Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω, ο Βάσκες φλερτάρει έντονα με το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, που τόσο σπουδαία στις μέρες μας εκπροσωπεί ο Χαβιέρ Θέρκας, αλλά δεν υποκύπτει στη γοητεία του, επιλέγοντας να αφήσει τον εαυτό του (τον ερευνητή–αφηγητή, αν προτιμάτε) αλλά και την ίδια τη συγγραφή του βιβλίου έξω από το αφηγηματικό πλαίσιο, επιθυμώντας να ακολουθήσει την προτροπή του Φορντ Μάντοξ Φορντ και να καταστήσει μυθιστόρημα τη βιογραφία της οικογένειας Καμπρέρα. Θεωρώ πως οι λάτρεις της ρεαλιστικής ακρίβειας, οι αναγνώστες που διαρκώς επισκέπτονται την ψηφιακή αναζήτηση για να επιβεβαιώσουν το ένα ή το άλλο στοιχείο της πλοκής, ίσως και να μην απολαύσουν το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, παρότι η αποτύπωση είναι πιστή, και αυτό γιατί μια τέτοια αντιμετώπιση άλλο δεν θα δείχνει παρά τη μη επιβίβασή τους στο μυθοπλαστικό όχημα της αφήγησης, συνθήκη απαραίτητη για την επίτευξη αναγνωστικής απόλαυσης. Στη μυθοπλασία του Βάσκες, η αλήθεια, παρότι παρούσα, κατέχει δευτερεύουσα θέση, η αναγνωστική απόλαυση δεν ικανοποιείται από την πιστότητα και την ακρίβεια, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτή η πραγματικότητα μετατρέπεται σε μυθιστόρημα.
Και κάποιος, κακοπροαίρετα πάντα, θα μπορούσε να ρωτήσει: και σε τι διαφέρει ένα μυθιστόρημα όπως αυτό από μια αυτοβιογραφία γραμμένη από έναν συγγραφέα φάντασμα, όπως τόσες και τόσες κυκλοφορούν ευρέως; Οι κακοπροαίρετες ερωτήσεις, ακριβώς επειδή είναι κακοπροαίρετες, καλό είναι να μην απαντώνται, απλώς τις προσπερνά κανείς και συνεχίζει τον δρόμο του. Το Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω είναι το έκτο βιβλίο του Βάσκες που διαβάζω, όσα δηλαδή έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά, πάντοτε από τις εκδόσεις Ίκαρος και σε ισάξια του πρωτότυπου μετάφραση δια χειρός Αχιλλέα Κυριακίδη. Στον πρόλογο αναφέρθηκα στην επιφύλαξη σχετικά με τον κίνδυνο αναγνωστικής πρόσκρουσης με μια συγγραφική μανιέρα. Υπήρχε στο μυαλό μου αυτό. Η επιφύλαξη ωστόσο σύντομα, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, εξαφανίστηκε, η οικειότητα της αφήγησης επικράτησε, ο τρόπος με τον οποίο αφηγήθηκε την ιστορία αυτή αποδείχτηκε καθηλωτικός, ακόμα μια φορά.
Και τώρα, τι κάνω χωρίς άλλο μεταφρασμένο βιβλίο του Βάσκες στη στοίβα με τα αδιάβαστα;
υγ. Σύνδεσμοι για τα υπόλοιπα έργα του Βάσκες: Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν (εδώ), Οι πληροφοριοδότες (εδώ), Η μορφή των λειψάνων (εδώ), Οι υπολήψεις (εδώ), Τραγούδια για την πυρκαγιά (εδώ). Τη λίστα με τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '22 τη βρίσκετε εδώ.