Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Τραγούδια για την πυρκαγιά - Juan Gabriel Vásquez




Αυτή είναι η πιο λυπητερή ιστορία που 'χω ακούσει ποτέ μου, όπως είπε για τη δική του ένας μυθιστοριογράφος, και σ' αυτήν την ιστορία όλα ξεκινούν από ένα βιβλίο, αντίθετα απ' αυτό που είπε ένας ποιητής. Στην πραγματικότητα, δεν είναι μία, αλλά πολλές ιστορίες· ή, έστω, μία ιστορία με πολλές αρχές, αν και με ένα μόνο τέλος. Και πρέπει να τις πω όλες, όλες τις αρχές ή όλες τις ιστορίες, και να μη μου ξεφύγει καμία, γιατί η αλήθεια μπορεί να βρίσκεται σε οποιαδήποτε απ' αυτές, η συνεσταλμένη αλήθεια που ψάχνω μέσα σ' αυτά τα παράφορα γεγονότα.
Έτσι ξεκινάει το διήγημα Τραγούδια για την πυρκαγιά, με το οποίο ολοκληρώνεται η ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ίκαρος, πάντα σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη. Επέλεξα να ξεκινήσω παραθέτοντας το απόσπασμα αυτό γιατί το θεωρώ ιδανικό για να αναφερθεί κανείς στο σύνολο του έργου του Κολομβιανού συγγραφέα, χρησιμοποιώντας τα λόγια του ίδιου του του αφηγητή. Και αυτό γιατί περιλαμβάνει τον κοινό θεματικό πυρήνα όλων των έργων του, τη συνεσταλμένη αλήθεια που ψάχνω μέσα σ' αυτά τα παράφορα γεγονότα της ιδιωτικής αλλά και -κυρίως- της δημόσιας ζωής. Η Κολομβία είναι στο επίκεντρο ακόμα και όταν εκείνος βρίσκεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το ταραγμένο, διχαστικό και βίαιο παρελθόν της χώρας είναι για τον Βάσκες η πιο λυπητερή ιστορία που 'χω ακούσει ποτέ μου. Ο τρόπος με τον οποίο διηγείται την ιστορία αυτή, μία ιστορία με πολλές αρχές, αν και με ένα μόνο τέλος, μας δίνει την ποιητική τού συγγραφέα, τον τρόπο του να εργάζεται και να αφηγείται, ξεκινώντας από το τέλος, από το γεγονός που πυροδότησε μέσα του την περιέργεια, και που, αναζητώντας τις πηγές της ιστορίας, τα μονοπάτια που ακολούθησαν οι ήρωες ως εκεί, τις εναλλακτικές που ματαιώθηκαν, τα ψέματα που αποκαλύφθηκαν και τις συγκυρίες που επικράτησαν, επιχειρεί να συνθέσει μιαν αλήθεια. Δύο σημεία ενώνονται από μία και μόνη ευθεία γραμμή. Στις ιστορίες του Βάσκες το σημείο εκκίνησης αναζητείται, αμφισβητείται μέχρι τέλους, η γραμμή δεν είναι ποτέ ευθεία, τέμνει τον ίδιο της τον εαυτό, δημιουργεί σπείρες και αφήνει ίχνη από διαδρομές που αποδείχτηκαν αδιέξοδες. Αλλά και οι διακειμενικές αναφορές αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα στο έργο του, στην προκειμένη περίπτωση ο Φορντ Μάντοξ Φορντ και η αρκτική φράση του μυθιστορήματός του Ο καλός στρατιώτης και ο Στεφάν Μαλαρμέ με την περίφημη φράση του Ο κόσμος είναι πλασμένος για να καταλήξει σ' ένα ωραίο βιβλίο.

Στη συλλογή αυτή, που αποτελείται από εννέα διηγήματα, ο Βάσκες χρησιμοποιεί σε κάποια από αυτά πιο φανερά το προσωπικό του βίωμα, συγγραφέας και αφηγητής συναντώνται στο ίδιο πρόσωπο, κάτι το οποίο εξακριβώνεται και από μια απλή ανάγνωση του βιογραφικού του. Αναφέρεται ιδιαίτερα στην περίοδο που έζησε στο Παρίσι, μια πόλη, όπως λέει ο ίδιος, που συμπεριφέρεται καλά στους νικητές και άσχημα στους ηττημένους, και εκείνος τριγυρνούσε στα διάφορα καφέ για να ξεγελάσει τον χρόνο, σαφέστατα ένας από τους χαμένους της πόλης, και ήταν τότε που διέκρινε στον εαυτό του το ταλέντο του μαιευτήρα ιστοριών, καθώς για κάποιο λόγο οι άνθρωποι έμοιαζε να τον εμπιστεύονται, τη στιγμή που και ο ίδιος ένιωθε οικεία στον ρόλο του ακροατή. Το εντυπωσιακό με τις ιστορίες του Βάσκες είναι ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής εμπλέκεται τελικά σε μία ιστορία αρχικά ξένη, σε μία ιστορία ενός μεθυσμένου τύπου σε ένα μπαρ, για παράδειγμα, πώς ξάφνου (αυτο)εγκλωβίζεται σε αυτή και βρίσκεται να πρωταγωνιστεί, να πηγαίνει να γνωρίσει την κοπέλα εκείνη στην οποία ο άγνωστος συμπότης του είχε πει ψέματα για να τη ρίξει στο κρεβάτι, τη στιγμή που ο άντρας της και φίλος του κειτόταν νεκρός και εκείνος ήταν επιφορτισμένος με την αναγγελία του κακού μαντάτου. Είναι η πίστη του Βάσκες πως οι ιστορίες μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή -να σε σώσουν ή να σε καταστρέψουν, αυτό μένει να δειχτεί. Το διήγημα που φαινομενικά μοιάζει το πλέον αυτοβιογραφικό όλων είναι το Αεροδρόμιο, στο οποίο ο αφηγητής έκανε τον κομπάρσο σε μια ταινία του Ρομάν Πολάνσκι, του σκηνοθέτη με την τραγική ιστορία που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά, ένα πολύ δυνατό συναισθηματικά διήγημα με μια απόκοσμα ρεαλιστική αποτύπωση του κινηματογραφικού γυρίσματος. Ο τρόπος με τον οποίο στο συγκεκριμένο διήγημα ο αφηγητής αναπτύσσει το δικό του βίωμα, το άγνωστο και εν πολλοίς αδιάφορο, εντός του βιώματος του Πολάνκσι, και με τον οποίο τα δύο αυτά βιώματα κατά κάποιον τρόπο συνδιαλέγονται μεταξύ τους αποτελεί μια μικρογραφία του μοτίβου ιδιωτικό-δημόσιο που διαρκώς χρησιμοποιεί ο Βάσκες στην αφήγησή του.  

Το μέγεθος των διηγημάτων στερεί τον χώρο από τις επαναλήψεις και τις δίνες της γραφής του Βάσκες, το πέρασμα από το ίδιο σημείο ξανά και ξανά, αυτή την αίσθηση στροβιλισμού που διακρίνει τα μυθιστορήματά του, την αποτύπωση της εμμονής, τον αντίλαλο. Εντούτοις στα διηγήματα της συλλογής αυτής εντοπίζει κανείς αρκετές από τις γνώριμες αρετές της γραφής του Βάσκες, όπως για παράδειγμα την αφηγηματική δεινότητα, ή τον τρόπο να δημιουργεί διαρκώς ορόσημα στις ιστορίες του και ύστερα με άνεση να πηγαινοέρχεται στο πριν και το μετά, τριγυρνώντας γύρω από το εκάστοτε σημείο μηδέν, παίρνοντας κάθε φορά διαφορετικούς δρόμους, εκκινώντας από διαφορετική αρχή. Εκείνο που αναδεικνύεται στη μικρή φόρμα είναι η ικανότητα του Βάσκες να εισάγει τον αναγνώστη στην ιστορία του. Επ' αυτού, αξίζει να διαβάσει κανείς την πρώτη παράγραφο κάθε διηγήματος. Χαρακτηριστικός είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο κάνει μυθιστορηματικά πρόσωπα πραγματικά, όπως για παράδειγμα τη φωτογράφο φίλη του Χότα που πρωταγωνιστεί σε δύο από τις ιστορίες, τις οποίες ακολούθως αφηγήθηκε στον Βάσκες και εκείνος με τη σειρά του τις έφερε στα μυθοπλαστικά του μέτρα. Και δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτικό -αν και αβανταδόρικο λόγω χαρακτήρα και ζωής- παράδειγμα μετατροπής ενός αληθινού προσώπου σε μυθιστορηματικό χαρακτήρα από τον Εσκομπάρ, από τον νεκρό Εσκομπάρ στον Ήχο των πραγμάτων όταν πέφτουν.   

Οι περισσότερες από τις ιστορίες που διηγείται ο Βάσκες είναι θλιβερές και στενάχωρες, κάποιες χαραγματιές ελπίδας δεν αρκούν για να απαλύνουν το σκοτεινό συναίσθημα. Το παρελθόν είναι για τον Βάσκες ένας τόπος γεμάτος από μυστικά και απαντήσεις, ένας τόπος στον οποίο πρέπει κανείς να ψάξει καλά, να δυσπιστεί και να επιμένει, καθώς όλοι -ανεξαιρέτως όλοι- επιχειρούν να τον οικειοποιηθούν προς ίδιον όφελος, διαστρεβλώνοντας και αποκρύπτοντας, το παρελθόν είναι, επίσης, ένας τόπος γεμάτος από απογοητεύσεις και πόνο. Η ωραιοποίηση του παρελθόντος σε τίποτα δεν μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμη, ούτε καν στην παραγωγή καλής αναχωρητικής λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία του Βάσκες είναι πολιτική, ακόμα και όταν κάτι τέτοιο δεν είναι ορατό με μια πρώτη ματιά, και είναι πολιτική γιατί μέσω αυτής ο συγγραφέας μπορεί να ελπίσει σε ένα σήμερα γεφύρωσης και γλειψίματος πληγών, αλλά κυρίως σε ένα καλύτερο αύριο στο οποίο τα αντιπαραδείγματα του παρελθόντος θα αποτελούν φωτεινούς φάρους προς αποφυγή. Και χωρίς την αλήθεια κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό.

Με διακατείχε μια αμφιθυμία προσερχόμενος στην ανάγνωση αυτή. Στα μάτια μου, βλέπετε, ο Βάσκες είναι συγγραφέας μεγάλης φόρμας, και καλώς ή κακώς -κακώς αν με ρωτάτε-, υποσυνείδητα τουλάχιστον, τα διηγήματα των συγγραφέων αυτών τα φαντάζομαι ως δυνάμει μυθιστορήματα, ιδέες που δεν κάρπισαν, συμπυκνωμένο υλικό που δεν αραιώθηκε, χωρίς να τους προσδίδω -στο φαντασιακό και πριν την ανάγνωση- αξία αυτόνομη. Η διάψευση των προκαταλήψεων -γιατί, ας μη γελιόμαστε, περί τέτοιων πρόκειται- είναι μια από τις ιδιότητες της καλής λογοτεχνίας. Έτσι, και στην προκειμένη περίπτωση η ανάγνωση ισοπέδωσε και παραμέρισε όλες τις επιφυλάξεις, επιτρέποντας την απόλαυση της αφήγησης ενός σπουδαίου γραφιά όπως είναι ο Βάσκες, ο οποίος στα ελληνικά έχει ευτυχήσει να έχει για μεταφραστή τον Αχιλλέα Κυριακίδη και για σπίτι τις εκδόσεις Ίκαρος -και όχι μόνο για τα ξεχωριστά εξώφυλλα του Χρήστου Κούρτογλου.                 


υγ. Όλα ξεκίνησαν πριν έξι χρόνια όταν από το πουθενά, θαρρείς, ακούστηκε Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν, συνέχισαν την επόμενη χρονιά με τους Πληροφοριοδότες, για να αποκαλυφθεί μετά από μικρή παύση Η μορφή των λειψάνων. Πέρυσι ήταν το καλοκαίρι των Υπολήψεων

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ίκαρος  
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου