Την τελευταία φορά που τον είδα, ο Κάρλος Καρβάγιο ανέβαινε με κόπο σε μια αστυνομική κλούβα, με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, με χειροπέδες, και το κεφάλι βυθισμένο ανάμεσα στους ώμους, ενώ μια λεζάντα στο κάτω μέρος της οθόνης πληροφορούσε για τους λόγους της σύλληψής του: είχε προσπαθήσει να κλέψει το υφασμάτινο κοστούμι ενός δολοφονημένου πολιτικού.Μεγαλώνοντας, ανάμεσα σε τόσα και τόσα άλλα, μαθαίνουμε την ιστορία του τόπου μας, κυρίως αυτήν, μέσα από διηγήσεις του περιβάλλοντός μας αλλά και από την ιστορία, ως μάθημα στο σχολείο, έτσι όπως αυτή επικράτησε. Αργότερα, εξαιτίας της κυκλικότητας της ιστορίας αλλά και της ιδιότητας του παρελθόντος να καθορίζει το παρόν και να συνδιαμορφώνει το μέλλον, επιμένουμε -ίσως όχι όλοι, σίγουρα όχι όλοι- να διερευνήσουμε τι πραγματικά συνέβη. Κάποιοι -ίσως ακόμα λιγότεροι- επιθυμούν να εξερευνήσουν εκείνη την άλλη πραγματικότητα, να περιηγηθούν στο βασίλειο των ενδεχομένων και των εικασιών, σε μέρη που ούτε ο ιστορικός ούτε ο δημοσιογράφος είχαν τη δυνατότητα να εισέλθουν.
Έτσι λειτουργεί ο Βάσκες, κάτι που γνωρίζαμε και από τα προηγούμενα βιβλία του που κυκλοφορούν στα ελληνικά, Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν και Οι πληροφοριοδότες, αυτό τον ενδιαφέρει και όχι μια απλή μυθιστορηματική αναπαράσταση των γεγονότων. Το πάντρεμα της ιστορίας και της μυθοπλασίας, της αλήθειας και της φαντασίας, η ανάδειξη μιας λεπτομέρειας σε κύριο σημείο περιστροφής, ο παραλληλισμός και η ταυτόχρονη αντιπαράθεση μυθιστοριογράφου και συνωμοσιολόγου. Και αν, διαβάζοντας τον Ήχο των πραγμάτων όταν πέφτουν, στα μάτια μου ήταν προφανής η λογοτεχνική συγγένεια με τον σπουδαίο στυλίστα Χαβιέρ Μαρίας, πλέον, με τους Πληροφοριοδότες και τη Μορφή των λειψάνων, είναι ορατή μια άλλη εκλεκτική συγγένεια με τον επίσης σπουδαίο Χαβιέρ Θέρκας.
Δύο δολοφονίες με απόσταση χρόνων μεταξύ τους, του φιλελεύθερου ηγέτη Ουρίμπε το 1914 και του επίσης φιλελεύθερου Γκαϊτάν το 1948, που στιγμάτισαν την κολομβιανή ιστορία και την οδήγησαν από διαφορετικά μονοπάτια μέχρι σήμερα, αποτελούν τον διπλό πυρήνα του μυθιστορήματος αυτού, ενός μυθιστορήματος που συγχρόνως αποτελεί το χρονικό της συγγραφής του, με αφηγητή τον ίδιο τον Βάσκεζ, ο οποίος, επιμένοντας στο δίπολο πραγματικότητα-φαντασία, εντάσσει και τη δική του βιογραφία στο μυθιστόρημα, ώστε να παραμένουν δυσδιάκριτα για τον αναγνώστη τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και την επινόηση, μια απόφαση που δικαιολογεί ωστόσο απόλυτα τον τρόπο με τον οποίο ο Βάσκες προσεγγίζει τη λογοτεχνία που τον παθιάζει. Ο Βάσκες δίνει τον απαραίτητο χώρο, ώστε να διαφανεί όχι μόνο η σημαντικότητα των λεπτομερειών σχετικά με αυτές τις δύο δολοφονίες, αλλά κυρίως να αναδειχτεί το πάθος και η εμμονή των ηρώων για το κυνήγι της αλήθειας, για την ανασκευή της επίσημης εκδοχής των γεγονότων, και μαζί με αυτή και η εμμονή του ίδιου.
Οι τρεις κεντρικοί ήρωες, ο Βάσκες, ο Καρβάγιο και ο Ανσόλα, μπαίνουν στο κυνήγι της ανάδειξης της κρυφής πλευράς της ιστορίας ξεκινώντας από μια υπόσχεση σε κάποιον· στην εξέλιξη της έρευνας το προσωπικό πάθος επικρατεί και τυφλώνει, η έρευνα μετατρέπεται σε προσωπική υπόθεση. Το πάθος, που τόσο λείπει από την καθημερινότητα, σε σημείο εμμονής, κυριαρχεί.
Η απαράμιλλη αφηγηματική άνεση του Βάσκες, η ικανότητά του να ελίσσεται ανάμεσα στις υποϊστορίες που απαρτίζουν την ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί τα μπρος πίσω στον χρόνο, επιτρέπουν στον αναγνώστη μία απρόσκοπτη ανάγνωση, μέσα από την οποία αναδεικνύονται ξεκάθαρες οι προθέσεις του συγγραφέα, αλλά και το σημαντικότερο -μάλλον- όλων, η αυθύπαρκτη υπόσταση του μυθιστορήματος ως πραγματικότητας παράλληλης με την πραγματικότητα του αναγνώστη.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ίκαρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου