Ένοχη απόλαυση. Έτσι θα χαρακτήριζα τα βιβλία του Ελβετού συγγραφέα Ζοέλ Ντικέρ, που, αρχής γενομένης από το Η αλήθεια για την υπόθεση Χάρρυ Κέμπερτ, ακολουθώ φανατικά. Κάθε καινούρια κυκλοφορία ενός βιβλίου του στα ελληνικά λαμβάνει περίοπτη θέση στο ράφι με τα προσεχώς, εκεί που βρίσκονται τα βιβλία ειδικών αποστολών. Δεν διαβάζουμε πάντοτε κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, δεν γυρεύουμε πάντοτε το ίδιο από ένα βιβλίο, η ανάγνωση δεν είναι ποτέ ανεξάρτητη της ζωής που συμβαίνει καθημερινά. Κάτι πολυσέλιδο, ένα pageturner που θα μου χαρίσει απόλαυση εγκλωβίζοντας την προσοχή μου σε μια περίοδο δύσκολων συνθηκών, ωστόσο καλογραμμένο και ξεχωριστό στο είδος του. Αυτή είναι η ειδική αποστολή για τα βιβλία του Ντικέρ. Τέτοια ήταν και η περίοδος τώρα. Ζητούσα ένα μεγάλο μυθιστόρημα, μια αποκοπή από την πραγματικότητα, κάτι που θα με κρατούσε ξύπνιο μέχρι αργά διαβάζοντας, που θα με ανάγκαζε να ξεκλέψω έστω και ένα πεντάλεπτο μέσα στη μέρα για να προχωρήσω λίγες σελίδες ακόμα. Και ο Ντικέρ δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ ως τώρα.
Ο Ντικέρ, αφηγητής της ιστορίας αυτής, επιθυμεί να γράψει ένα βιβλίο φόρο τιμής στον Γάλλο εκδότη του που πέθανε πρόσφατα. Είναι καλοκαίρι και η βοηθός του έχει πάρει άδεια, ενώ μια ακόμα αποτυχημένη ερωτική σχέση έχει βυθίσει τον συγγραφέα στη θλίψη. Οι συνθήκες δεν μοιάζουν ιδανικές για συγγραφή, η επιθυμία συχνά δεν είναι αρκετή από μόνη της. Αποφασίζει να αφήσει πίσω του τη Γενεύη και να πάει σε ένα ξενοδοχείο στις Άλπεις για να ξεκουραστεί και να γεμίσει μπαταρίες. Μια γοητευτική γυναίκα, ένοικος του διπλανού δωματίου θα παρατηρήσει πως ανάμεσα στα δωμάτια 621 και 623 δεν υπάρχει το 622 αλλά το 621β. Θα αυτοανακυρηχθεί σε βοηθό του διάσημου συγγραφέα και με πείσμα θα επιχειρήσει να τον πείσει να ανακαλύψει και ακολούθως να λύσει το μυστήριο πίσω από την παράδοξη αυτή αρίθμηση. Εκείνος αρχικά θα αποκρούσει την επιμονή της, σύντομα όμως θα δελεαστεί και θα υποκύψει. Οι ιστορίες καμιά φορά σε βρίσκουν στον πραγματικό κόσμο εκεί που δεν τις γυρεύεις. Οι πρώτες απαντήσεις των υπαλλήλων του ξενοδοχείου δεν είναι διόλου πειστικές. Σύντομα θα αποκαλυφθεί πως η αλλαγή στην αρίθμηση συνέβη ώστε το έγκλημα που έγινε πριν από χρόνια στο δωμάτιο αυτό να περιπέσει στη λήθη, επιτρέποντας στο ξενοδοχείο να διατηρήσει την πελατεία του. Σιγά σιγά τα κομμάτια του παζλ παίρνουν τη θέση τους.
Ο Ντικέρ, με την έκδηλη αφηγηματική του ικανότητα, θα στήσει ένα μυθιστόρημα δύο χρονικών επιπέδων, εντάσσοντας την ίδια τη διαδικασία της συγγραφής στο σώμα του μυθιστορήματος. Έτσι, τα κεφάλαια διαδέχονται το ένα το άλλο, η έρευνα των δύο και η συγγραφική ανάπλαση της επίλυσης του εγκλήματος συνυπάρχουν με έναν τρόπο περίτεχνο αλλά ταυτόχρονα απλό και εύκολο για τον αναγνώστη, προωθώντας την πλοκή και δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα ιδιότυπο ημερολόγιο συγγραφής, στο οποίο αργά και σταθερά προστίθενται οι ανατροπές και τα νέα στοιχεία της έρευνας μέχρι να οδηγηθούμε στην τελική λύση. Ο συγγραφέας δεν αρκείται στο αφηγηματικό αυτό εύρημα, αλλά φροντίζει να επωφεληθεί τα μέγιστα από αυτό, γεγονός που το αναβαθμίζει πέρα από την απλή λειτουργικότητά του. Η συνύπαρξη της έρευνας και της συγγραφής επιτρέπει στον Ντικέρ να παίξει με τις υποθέσεις και τις βεβαιότητες που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης των στοιχείων και να τις ενσωματώσει στον αφηγηματικό ιστό, προσφέροντας στον αναγνώστη μια ενδιαφέρουσα θέα στο συγγραφικό εργαστήρι, εκεί που το πρώτο σκαρίφημα παίρνει σάρκα και οστά, ένα πρώτο ντραφτ στο οποίο, υπό άλλες συνθήκες, ο συγγραφέας με τη βοήθεια του επιμελητή θα επέστρεφε ώστε να επιληφθεί των ανακριβειών και των πραγματολογικών κενών, καλύπτοντας κενά και πιθανές ανακρίβειες. Όμως, ο δαιμόνιος συγγραφέας καθιστά πλήρες μυθιστόρημα κάτι που μοιάζει με ένα πρώτο, παρότι καλογραμμένο, ντραφτ.
Το αφηγηματικό εύρημα ωστόσο δεν λειτουργεί εις βάρος της αστυνομικής πλοκής. Η ιστορία της διαδοχής στην ηγεσία μιας εκ των μεγαλύτερων ιδιωτικών ελβετικών τραπεζών, που κατέληξε στη δολοφονία του δωματίου 622, είναι από μόνη της χορταστική, παρά την αναπόφευκτη ειδολογική στερεοτυπία, γεμάτη από μυστήριο και ίντριγκα, ικανή να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το αίνιγμα του δωματίου 622 είναι ένα κλασικότροπο «ποιος το έκανε» αστυνομικό μυθιστόρημα κατασκευασμένο ωστόσο με μια μεταμοντέρνα παιγνιώδη διάθεση, που το απογειώνει, καθώς οι ανατροπές και η κατάρρευση των βεβαιοτήτων αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη. Ο Ντικέρ εργαλειοποιεί τη σύλληψη της πλοκής, προσφέροντας απλόχερα την απαραίτητη πειστική ψευδαίσθηση στον αναγνώστη πως οι δυο τους βαδίζουν ταυτόχρονα, επιτείνοντας το αίσθημα της συγχρονίας ανάμεσα στη συγγραφή και την ανάγνωση.
Τα βιβλία του Ντικέρ δεν διακρίνονται για την οικονομία τους με τον βερμπαλισμό να κυριαρχεί. Ωστόσο, η ικανότητα του συγγραφέα στη σύνθεση και τη διαχείριση του υλικού του είναι τέτοια που αυτή η ιδιαιτερότητα, που αρχικά δημιουργεί εύλογο προβληματισμό, μετατρέπεται σε πλεονέκτημα, σε κύριο γνώρισμα της λογοτεχνίας του, σε αναγνωστικό ζητούμενο για το κάθε επόμενο βιβλίο του. Εδώ, περισσότερο από τα προηγούμενα βιβλία του, κλείνει το μάτι στην αυτομυθοπλασία, τοποθετώντας τον εαυτό του στο επίκεντρο της πλοκής, κάνοντας χρήση πραγματικών γεγονότων, και το κάνει με έναν τρόπο παιγνιώδη αλλά και λειτουργικό ως προς την τελική κατασκευή, μη χάνοντας την ευκαιρία στο τέλος να μας υπενθυμίσει πόσο παράξενο μέρος είναι συχνά η φαντασία. Από τα βιβλία του Ελβετού δεν λείπει και η βιβλιοφιλική διάσταση, διακειμενικές αναφορές, βιβλία που παίζουν καθοριστικό ρόλο, συγγραφείς και το λογοτεχνικό σινάφι εμφανίζονται συχνά πυκνά στις σελίδες των μυθιστορημάτων. Ένα χαρακτηριστικό που επιτείνει τη γοητεία που μου ασκούν τα βιβλία του.
Στη σύγχρονη λογοτεχνία, και δη στην ευρύτερη κατηγορία του αστυνομικού της σκέλους, εμφανίζεται συχνά ένας κινηματογραφικός τρόπος σύνθεσης και γραφής, βιβλία έτοιμα να πάρουν τον δρόμο για τη μεγάλη ή τη μικρή οθόνη, που περισσότερο μοιάζουν με σενάρια παρά με μυθιστορήματα. Αυτό το γεγονός, παρότι κερδοφόρο για τους συντελεστές, αποδεικνύεται μάλλον προβληματικό για τους αναγνώστες. Ο Ντικέρ, ωστόσο, δεν πέφτει σε αυτή την λούπα, όχι φανερά τουλάχιστον, όχι ενοχλητικά. Τα βιβλία του διαθέτουν την απαραίτητη λογοτεχνικότητα, την αίσθηση βιβλίου. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να επισημανθεί και να αναγνωριστεί.
Επίσης, χαρακτηρίζοντας τα βιβλία του Ντικέρ ως ένοχη απόλαυση φοβάμαι πως δημιουργώ μια σύγχυση σε σχέση με τη λογοτεχνική αξία τους και, πριν κλείσω, θα ήθελα να διαλευκάνω τα πράγματα. Βιβλία, όπως του Ντικέρ, τα τοποθετώ στην κατηγορία μιας ένοχης απόλαυσης εξαιτίας της αχόρταγης ανάγνωσης στην οποία με βυθίζουν, της αίσθησης κατανάλωσης που μου προκαλούν. Ένοχη, λοιπόν, είναι η ανάγνωσή μου, η πεποίθηση πως δεν δίνω τον απαραίτητο χώρο και χρόνο στο βιβλίο αλλά υποκύπτω σε ένα αίσθημα αναγνωστικής βουλιμίας. Και αυτό το συναίσθημα, παρότι άμεσα συνδεδεμένο με το ίδιο το βιβλίο, δεν αποτελεί αξιολογικό κριτήριο, θέλω να πω πως νιώθω ενοχή για το πώς διαβάζω το βιβλίο και όχι γιατί το διαβάζω. Διόλου απλό και εύκολο δεν είναι να γράψει κανείς ένα βιβλίο που να δημιουργεί αναγνωστική βουλιμία, και ο Ντικέρ γράφει τέτοια βιβλία. Είπαμε, δεν καλύπτουν όλα τα βιβλία τις ίδιες ανάγκες, και τα βιβλία του Ντικέρ μπορεί να μην ανήκουν στο σώμα της μεγάλης λογοτεχνίας, διαθέτουν ωστόσο ευδιάκριτες και ποθητές αρετές.
Ο Ντικέρ, ακόμα μια φορά, ικανοποίησε στο έπακρο τις αναγνωστικές μου ανάγκες. Μέχρι το επόμενο, λοιπόν!
υγ. Είχαν προηγηθεί: Η αλήθεια για την υπόθεση Χάρρυ Κέμπερτ, Το βιβλίο των Μπάλτιμορ και Η εξαφάνιση της Στέφανι Μέηλερ.