Ένα ειδεχθές έγκλημα λαμβάνει χώρα εν μέσω σφοδρής χιονοθύελλας. Το θύμα, ένας αναπληρωτής δάσκαλος που δουλεύει για πρώτη φορά σ' ένα χωριό της Κρήτης, ο Μάνος. Όταν εγκατέλειψε το χωριό, βρήκε καταφύγιο σ' ένα βενζινάδικο, να ξεχειμωνιάσει εκεί. Το αφεντικό έψαχνε υπάλληλο, ήθελε Έλληνα, κανείς δεν δεχόταν, τότε εμφανίστηκε ο Μάνος. Τον κατατόπισε και έφυγε. Δύο εργάτες της περιφέρειας ανακαλύπτουν το κατακρεουργημένο σώμα, οι αρχές δεν θα αργήσουν να εντοπίσουν τον θύτη, το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται, καθώς οι μάρτυρες σιμώνουν, ο αφηγητής αποπειράται να συνθέσει τα κομμάτια της ιστορίας, τι προηγήθηκε και τι ακολούθησε εκείνης της νύχτας.
Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία αυτή θυμίζει έντονα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, διαθέτοντας στοιχεία δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, καίτοι η ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Ο αφηγητής, φροντίζοντας επιμελώς να παραμένει στην αφάνεια, «συναντά» τα πρόσωπα της ιστορίας και εντάσσει τη μαρτυρία τους στην αφήγησή του με τρόπο οργανικό και άκρως λειτουργικό, χωρίς ωστόσο να απολύει την παντογνωσία του. Η επιλογή της συγκεκριμένης φόρμας δεν εξυπηρετεί απλώς και μόνο την αφήγηση, αλλά επιτρέπει στον Νικολούδη να αποτυπώσει αβίαστα το περιβάλλον της ‒κρητικής‒ επαρχίας και να κυκλώσει τον εκκωφαντικά σιωπηλό νεκρό, αλλά και τον αμετανόητο θύτη, με τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας. Οι μαρτυρίες διαθέτουν την απαραίτητη προφορικότητα, διαφέρουν υφολογικά
μεταξύ τους, σκιαγραφώντας επαρκώς τον εκάστοτε χαρακτήρα και τη
συναισθηματική του εμπλοκή με την ιστορία. Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας συνθέτει τον νεκρό Μάνο, σύνθεση στην οποία καθοριστικό ρόλο κατέχουν οι διάφορες μαρτυρίες, αποδίδει την απομόνωση του νεκρού, την ξενότητα του διαφορετικού, τη μοναξιά που βίωνε ο Μάνος.
Εκείνο που κυρίως χαρακτηρίζει το Από χώμα και κόκαλα είναι η λογοτεχνικότητά του, που λειτουργεί αντιστικτικά με τον ρεπορταζιακό χαρακτήρα της νουβέλας. Ο Νικολούδης πραγματώνει ένα αρκετά προσωπικό ύφος, με μια γλώσσα αβίαστα εικονοπλαστική, χωρίς σπατάλη, και δεν εγκλωβίζεται στις τεχνικές απαιτήσεις της φόρμας που επιλέγει, καταφέρνοντας να συνδυάσει ιδανικά ετερόκλητα λογοτεχνικά είδη. Παρότι αφηγείται μια ιστορία με πρόσωπα εν πολλοίς γνώριμα
και σ' ένα οικείο περιβάλλον, όπως αυτό της ελληνικής επαρχίας,
ο συγγραφέας πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό να αποφύγει τη χρήση στερεοτυπικών γνωρισμάτων. Η κατασκευαστική αρτιότητα του μακροπερίοδου λόγου εντυπωσιάζει, φανερώνοντας αφηγηματική δεινότητα και επίμονη δουλειά στη λεπτομέρεια. Το σασπένς, που δημιουργούν οι
αποκλίσεις στη χρονική ακολουθία της
ιστορίας και η εν γένει συναρμογή των κομματιών αυτής, χρησιμεύει ταυτόχρονα και ως ένας, ιδιοφυής κατά τη γνώμη μου, μηχανισμός διαρκούς
κατάρριψης των αναγνωστικών βεβαιοτήτων και των βιαστικών κρίσεων. Άλλωστε, στόχος του αφηγητή είναι η όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική
καταγραφή των γεγονότων.
Ο Γιάννης Νικολούδης, πέντε χρόνια μετά το Άμοιρο παιδί (εκδόσεις Παράξενες Μέρες), επανεμφανίζεται στη λογοτεχνική επικαιρότητα με την αξιοσύστατη νουβέλα Από χώμα και κόκαλα, που αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πως ο τρόπος με τον οποίο θα αφηγηθεί κανείς μια ιστορία είναι συχνά, αν όχι πάντοτε, εξίσου σημαντικός με την ίδια την ιστορία. Ο Νικολούδης έχει μια δυνατή ιστορία να αφηγηθεί και την αφηγείται με τρόπο υποδειγματικό, επιτρέποντάς της να λειτουργήσει και πέραν της λογοτεχνίας σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικό, ίδιον της μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας.
Το Από χώμα και κόκαλα αποτελεί ένα σταθερό και υποσχόμενο δεύτερο λογοτεχνικό βήμα για τον, γεννημένο στο Ηράκλειο, Γιάννη Νικολούδη.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 23 Οκτωβρίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
Εκδόσεις Σκαρίφημα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου