Το Ημερολόγιο του χειμώνα ήταν ένα από τα λίγα μεταφρασμένα βιβλία του Πολ Όστερ που δεν είχα ως τώρα διαβάσει. Δεν βιάστηκα καν να το αποκτήσω όταν κυκλοφόρησε, αντίθετα με τη συνήθη λαχτάρα που με καταλαμβάνει στο άκουσμα και μόνο της κυκλοφορίας ενός νέου βιβλίου του Νεοϋορκέζου συγγραφέα, με αποτέλεσμα ο χρόνος να περάσει και τελικά να το βρω στο περσινό παζάρι της πλατείας Κοτζιά και, παρότι το έφερα μαζί μου στο νησί, παρά τους περιορισμούς βάρους που διέπουν μια τέτοια μετακίνηση, παρέμεινε αρκετά βαθιά στο ράφι με τα αδιάβαστα τη στιγμή που άλλα, μετέπειτα αποκτημένα βιβλία, έβρισκαν αργά ή γρήγορα τον δρόμο τους προς την ανάγνωση. Αιτία αυτής της συμπεριφοράς μου απέναντί του αποτέλεσε ο αυτοβιογραφικός του χαρακτήρας, καθώς οι (αυτό-)βιογραφίες δεν είναι του γούστου μου. Και όπως είθισται να συμβαίνει, ήταν μια στιγμιαία παρόρμηση εκείνη που με ώθησε να το τραβήξω έξω από το ντουλάπι, ντουλάπι που μετά τον σεισμό αντικατέστησε τη μικρή βιβλιοθήκη, καθώς ο φόβος της πτώσης επικράτησε της οπτικής επιθυμίας. Και αν κάτι έχω μάθει να θεωρώ ασφαλές αυτά τα χρόνια άλλο δεν είναι παρά η εμπιστοσύνη στο αναγνωστικό ένστικτο που καθορίζει, άγνωστο πώς, την κατάλληλη στιγμή για ένα βιβλίο, κόντρα σε προκαταλήψεις και παγιωμένες απόψεις.
Στις 3 Ιανουαρίου του 2011, έναν μήνα πριν από τα εξηκοστά τέταρτα γενέθλιά του, ο Όστερ έγραψε την πρώτη καταχώρηση στο ιδιότυπο αυτό ημερολόγιο. Δεν ξέρω αν μέχρι κάποιο σημείο οι καταχωρήσεις αυτές, που εν τέλει αποτέλεσαν το Ημερολόγιο του χειμώνα, έστεκαν διακριτές, χωρισμένες ανά μέρα καταγραφής, όπως θα συνέβαινε δηλαδή σε ένα πιο τυπικό ημερολόγιο, παρότι σ' αυτές τις καταγραφές δεν είναι το παρόν εκείνο που διαπραγματεύεται ο συντάκτης τους αλλά το παρελθόν, στην τελική του μορφή το κείμενο είναι ενιαίο, και έτσι μοιάζει να λειτουργεί καλύτερα, καθώς εκείνη η πρώτη καταχώρηση αποδεικνύεται, τόσο για τον ίδιο τον συγγραφέα όσο και για τον αναγνώστη, μια πύλη εισόδου στο παρελθόν, ένα σημείο στάσης και παρατήρησης των όσων προηγήθηκαν, και είναι τα κομμάτια εκείνα της μνήμης που πότε συνειρμικά και πότε αιτιοκρατικά διαδεχόμενα το ένα το άλλο δημιουργούν το μονοπάτι που οδήγησε τον Όστερ σε εκείνο το διαμέρισμα στις 3 Ιανουαρίου του 2011, ένα μήνα πριν από τα εξηκοστά τέταρτα γενέθλιά του.
Θαρρείς ότι αυτό δεν θα σου συμβεί ποτέ, ότι δεν μπορεί να συμβεί σ' εσένα, ότι είσαι το μοναδικό άτομο στον κόσμο στο οποίο τίποτε από αυτά τα πράγματα δεν θα συμβεί ποτέ. Κι έπειτα, το ένα μετά το άλλο, αρχίζουν να σου συμβαίνουν τα πάντα, κατά τον ίδιο τρόπο που συμβαίνουν σε οποιονδήποτε άλλο.
Ο Όστερ επιλέγει μια τριτοπρόσωπη αφήγηση δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης και πράττει ευφυώς, αφού παντογνώστης αφηγητής σε μια αυτοβιογραφία άλλος δεν μπορεί να είναι παρά ο ίδιος ο αυτοβιογραφούμενος, εκείνος που υπήρξε υποκείμενο και μάρτυρας όλων των επεισοδίων της ζωής του, αλλά και πρωταρχικός αποδέκτης ενός τέτοιου κειμένου, με έντονο το απολογιστικό στοιχείο, άλλος δεν μπορεί να είναι παρά επίσης ο ίδιος ο αυτοβιογραφούμενος, εκείνος που έχει την ανάγκη να ακολουθήσει ξανά από την αρχή το μονοπάτι. Με την επιλογή αυτή ο Όστερ πετυχαίνει μεταξύ άλλων να αποφύγει το πρώτο πρόσωπο που ξενίζει αλλά και να εντείνει αυτή την αίσθηση ανάγκης που δικαιολογεί την αυτοβιογραφική αφήγηση. Η χρήση του ιστορικού ενεστώτα κάνει την αφήγηση ακόμα πιο ζωντανή καθώς μετακινεί διαρκώς το αφηγηματικό παρόν. Παρότι ξεκινά από το εξάχρονο αγόρι με τα γυμνά πόδια στο παγωμένο πάτωμα καθώς κατεβαίνει από το κρεβάτι του και πλησιάζει προς το παράθυρο για να φτάσει στον εξηντατετράχρονο εαυτό του στο διαμέρισμα στο Μπρούκλιν, η αφήγηση δεν είναι πιστά γραμμική, καθώς διαρκείς αναλήψεις μεσολαβούν ακολουθώντας το νήμα της μνήμης. Ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει κάποια ευδιάκριτα υποκεφάλαια στο σώμα του κειμένου, όπως για παράδειγμα εκείνο στο οποίο ο Όστερ καταγράφει τα σπίτια στα οποία έμεινε ή τη γνωριμία και τον γάμο με τη δεύτερη γυναίκα του. Το Ημερολόγιο του χειμώνα λειτουργεί ως προπομπός του 4 3 2 1, όχι μόνο ως προς την αυτοβιογραφική του διάθεση, αλλά κυρίως γιατί εδώ διαφαίνεται το εύρημα του τι θα συνέβαινε εάν που αποτελεί ραχοκοκκαλιά του οστερικού magnus opus.
Εκείνο που προσδίδει λογοτεχνική αξία και αναγνωστικό ενδιαφέρον στο Ημερολόγιο του χειμώνα, εκτός των τεχνικών αποφάσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι η απαράμιλλη ικανότητα του Όστερ στην πρόζα, της ικανότητάς του να δημιουργεί λογοτεχνία με πρώτη ύλη την ίδια του τη ζωή και όχι καταφεύγοντας στο μπαούλο της φαντασίας και της έμπνευσης. Πρώτη ύλη, που ως ένα βαθμό, και πάντοτε σε αναλογία, είναι κοινή για τους περισσότερους ανθρώπους· τα παιδικά βιώματα, τα σπίτια, οι σχέσεις με τους γονείς, οι φιλίες, οι έρωτες, οι σπουδές, τα ταξίδια, η απώλεια, οι φιλοδοξίες, οι φόβοι, όλα αυτά, ανάμεσα σε τόσα άλλα. Η απουσία και της παραμικρότερης ακόμα υποψίας διδακτισμού ή μιας αίσθησης ανωτερότητας επιτρέπει στον αναγνώστη να πλησιάσει ακόμα πιο κοντά για να ακούσει κάποιον, που ακόμα και αν τον θαυμάζει ως συγγραφέα δεν τον γνωρίζει, να του αφηγείται τη ζωή του, ξέροντας καλά πως μπορεί να μην έχει ξανά την ευκαιρία να το κάνει. Μία αντίστοιχη εμπειρία αποτέλεσε η ανάγνωση της Θιβετιανής ροδακινόπιτας του Τομ Ρόμπινς κάποια χρόνια πριν. Δεν περίμενα πως ένα αυτοβιογραφικό κείμενο θα με γοήτευε σε τέτοιο βαθμό, αν έστω το υποψιαζόμουν δεν θα είχα αφήσει τόσο καιρό το βιβλίο αυτό στο ντουλάπι.
Για το 4 3 2 1 μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ, ενώ για τη Θιβετιανή ροδακινόπιτα εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου