Σάββατο 30 Μαΐου 2015
Η διόρθωση
Δεν έφυγαν, γιε μου, τους έδιωξαν, τον διόρθωνε κάθε φορά που εκείνος, μικρό παιδί ακόμα, έλεγε: Όταν ο παππούς και η γιαγιά έφυγαν απ' το χωριό για να πάνε στην Αθήνα. Τον διόρθωνε κάθε φορά έγκαιρα, πριν προλάβει να αλλοιώσει, θαρρείς, άθελά του την πραγματική ιστορία. Δεν έφυγαν, τους έδιωξαν. Και, πριν τους διώξουν, τους εκμεταλλεύτηκαν, τους φοβέρισαν, τους κυνήγησαν. Όμως αυτά του τα είπε μετά, όταν ήταν μεγάλος πια, παλιά, όσο ήταν μικρό παιδί, του αρκούσε η διόρθωση: Δεν έφυγαν, τους έδιωξαν. Ο βασικός πυρήνας της οικογενειακής μνήμης κρυβόταν σε εκείνη τη βίαιη μετατόπιση: Δεν έφυγαν, τους έδιωξαν. Αυτή ήταν η πληροφορία που έπρεπε να διαφυλαχτεί· μόνο γύρω από τον διωγμό μπορούσε κι έπρεπε να ανασυντεθεί η ιστορία.
Τον παππού δεν τον θυμάται, ήταν μικρός όταν πέθανε. Χρόνια μετά σκεφτόταν: Και γιατί ήθελε να τον θάψουνε εκεί; Εκείνη του έλεγε: Μην τα σκαλίζεις, ήταν δύσκολα χρόνια, όμως, πέρασαν, πάνε πια, εσύ να κοιτάς το σχολείο σου. Και σήμερα αυτό θα του έλεγε. Και εκείνη την ίδια επιθυμία με τον παππού είχε. Και τώρα δεν μπορεί να τους διώξει κανείς. Πεθαμένοι δεν τους πειράζουν.
Πέμπτη 28 Μαΐου 2015
Η Αλμπέρτα βρίσκει καινούριο εραστή - Birgit Vanderbeke
Η πρώτη γνωριμία με την Βάντερμπέκε τυχαία, απόρροια μιας κοπιαστικής μετακόμισης, που περιελάμβανε κυρίως βιβλία και την απαραίτητη διάθεση για ξεκαθάρισμα, το Δείπνο με μύδια δεν θα έβρισκε καταφύγιο στα ανοιχτά χαρτόκουτα, διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων, μαζί με τα υπόλοιπα, που τη στιγμή της κρίσης τοποθετούνταν στα δεξιά του διαλογέα, αλλά στα αριστερά, εκεί που βρισκόταν μια επιφάνεια γραφείου σκονισμένη και μάλλον ετοιμόρροπη, μαζεύτηκαν αρκετά ακόμα "ανεπιθύμητα"· στο τέλος εκείνος είπε: διαλέξτε όποια θέλετε. Έτσι διάβασα το Δείπνο με μύδια. Είναι σημαντικό ενίοτε να παραθέτει κανείς στοιχεία βιογραφικά, συνήθως αδιάφορα και μόνο ποσοτικά χρήσιμα όταν οι λέξεις γίνονται αυτοσκοπός, εδώ όμως χρήσιμα για τον αφορισμό που σκοπεύω να παραθέσω: είναι πολύ του γούστου μου τελικά οι γερμανόφωνες συγγραφείς, οι προερχόμενες από την ανατολική πραγματικότητα, ενσωματωμένες στη δυτική -ή ενιαία αν προτιμάτε-, κάθε μία με τα δικά της βιώματα και δυσκολίες. Η Βάντερμπέκε γεννήθηκε το 1956 στην Aνατολικογερμανική πόλη Dahme. Η πρώτη γνωριμία μού έσφιξε το στομάχι, με πόνεσε. Ύστερα ο πόνος υποχώρησε και διέκρινα την παραβολή, με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια, η οικογένεια και η ιστορία. Αντίστοιχα είχα νιώσει όταν γνώρισα την Έρπενμπεκ και μου διηγήθηκε την Ιστορία του γερασμένου παιδιού. Η Τζέννυ Έρπενμπεκ γεννήθηκε το 1967 στο Ανατολικό Βερολίνο. Υπάρχουν ακόμα μερικές κυρίες που συνθέτουν αυτή την ειδική κατηγορία λογοτεχνικού ενδιαφέροντος, ας αναφέρω ακόμα τη Χέρτα Μύλερ και ας σταματήσω εδώ.
Η δεύτερη συνάντηση τυχαία επίσης, απόρροια του ενεργοποιημένου φίλτρου αναζήτησης σε υπαίθριες αγορές και παλαιοβιβλιοπωλεία. Δεν ξέρω αν θα ονόμαζα μυθιστορήματα, όπως ο εκδοτικός οίκος της, ή νουβέλες τα ολιγοσέλιδα έργα της, δεν έχει και σημασία μάλλον, απλώς το σκέφτηκα τώρα, κρατώντας το Αρκετά Καλά στα χέρια μου, λίγο πριν το ξεφυλλίσω ξανά, διαβάζοντας τυχαία αποσπάσματα, η επιρροή του Μπέρνχαρντ πιο εμφανής από ποτέ, όχι μόνο στυλιστικά αλλά και ως προς την πικρή χολή απέναντι στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, για την οποία άπαντες είναι πλασμένοι και προορισμένοι, νιώθοντας άνετα στον καινούριο τους ρόλο, συζητώντας ολημερίς για τις θυσίες και τα χαμένα όνειρα, προβάλλοντας τον εαυτό τους, τα κόμπλεξ και τα απωθημένα τους δηλαδή, αν και εκείνοι τα ονομάζουν όνειρα και φιλοδοξίες, στα τέκνα τους. Αρκετά καλά. Όχι.
Κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια κάνουμε αυτή την ανακάλυψη, λέμε: αυτός/αυτή είναι· ανακάλυψη που διαρκεί ελάχιστα, σε σύγκριση τουλάχιστον με το διάστημα μίσους που ακολουθεί. Κάποια στιγμή προχωρά κανείς σε συμβιβασμό, με τον εαυτό του, όχι ιδιαίτερα έντιμο αλλά συνθήκη ικανή να προσδώσει μια κανονικότητα, μιμητική και σύμφωνη με τα κοινά βιώματα: συμβιβασμός, δεσμός, απόγονοι κ.τ.λ. κ.τ.λ. Και είναι πάλι αυτό, η οικογένεια, που στον πυρήνα της ιστορίας απασχολεί την Βάντερμπέκε, αυτή είναι η εμμονή της, αν και σε αυτό το βιβλίο φαίνεται να βάζει περισσότερο μέσα τον ίδιο της τον εαυτό, μέσα από την αφηγήτρια-συγγραφέα, που γράφει την ιστορία της Αλμπέρτα, αρχικώς ένα απλό διήγημα στο διάλειμμα των μητρικών καθηκόντων και του μεταφραστικού έργου της, στη συνέχεια η ιστορία αρχίζει να μεγαλώνει, γεγονός στο οποίο συμβάλλει και εκείνος, ο άντρας της, που σε ανύποπτες στιγμές, έτσι ξαφνικά, ρωτάει: τι κάνει η Αλμπέρτα; Ο άντρας της δουλεύει στην πόλη και έρχεται τα σαββατοκύριακα στο χωριό, εκεί που ζουν η γυναίκα του με το παιδί του, στο σπίτι των γονιών του, εργένης όλη την εβδομάδα και οικογενειάρχης το σαββατοκύριακο, αν δεν προκύψει κάποια υποχρέωση.
Λίγο προ της Αναλήψεως το σκάσαμε.
Στα τέλη Μαρτίου είχαμε ανακαλύψει πως αγαπιόμαστε, πως αγαπιόμασταν ήδη μια ζωή, από την αρχή μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάναμε αυτή την ανακάλυψη, βασικά την κάνουμε κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια, αυτό όμως που κάνουμε στη συνέχεια είναι πολύ κουραστικό και οι ζημιές που προκαλεί είναι τεράστιες, και μετά από λίγο δεν είμαστε πάλι καθόλου σίγουροι πως αγαπιόμασταν από πάντα και θεωρούσαμε πως ήταν το πιο μοιραίο λάθος της ζωής μας να πιστέψουμε πως θα ήταν δυνατόν να βρισκόμαστε έστω και για πέντε λεπτά και οι δυο στον ίδιο χώρο ταυτόχρονα, χωρίς να κινδυνεύει ο ένας από τον άλλο, χωρίς να συμβεί κάποια συμφορά.
Και είναι η σκιά της Μπάχμαν παρούσα, μια επιρροή γόνιμη, εδώ πιο ευδιάκριτη από ό,τι στα υπόλοιπα έργα της, αυτή η συναισθηματική εγκεφαλική γραφή, η αδιαπραγμάτευτη επιμονή στη δομή και το ύφος, ένα αποτέλεσμα τεχνικά άρτιο, δίχως καμία έκπτωση στο συναίσθημα, επίτευγμα φοβερό. Είναι, η Βάντερμπέκε, μια συγγραφέας τόσο εύστοχη, ναι, εύστοχη, αυτό είναι το επίθετο που αναζητούσα, είναι και ενδιαφέρουσα, και σημαντική, και σπουδαία, αλλά είναι, πρώτα και κύρια, εύστοχη, κατορθώνοντας να πει αυτό που θέλει, όπως το θέλει, δίχως να χρειαστεί να φωνάζει άναρθρα ή να κουνάει τα χέρια για να τραβήξει την προσοχή, έχει μια ιστορία να διηγηθεί και την διηγείται.
Μετάφραση Λένα Σακαλή
Εκδόσεις Μελάνι
Δευτέρα 25 Μαΐου 2015
Φάντασμα με κουστούμι - Roberto Arlt
Ο Αργεντινός συγγραφέας Ρομπέρτο Αρλτ (1900-1942), αντίποδας του Μπόρχες, όχι μόνο λογοτεχνικός αλλά και κοινωνικός, συνετέλεσε στην έκρηξη της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, κυρίως εκείνης του περιθωρίου, απομακρυσμένος καθώς στάθηκε από τον καλλιτεχνικά αχρείαστο ευπρεπισμό, επιχειρώντας να ισορροπήσει στο όριο ανάμεσα στην πραγματικότητα και το φανταστικό, μη φοβούμενος μια πτώση στο παράλογο της ύπαρξης, δίνοντας φωνή σε ένα πλήθος αποκλεισμένο από τα σαλόνια και τα μπουντουάρ μιας ελίτ με πρωταρχική έγνοια την αποστείρωση. Και μια φωνή τόσο πρωτοπόρα, μην ξεχνάτε πως βρισκόμαστε ακόμα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, δεν θα μπορούσε να χωρέσει στα σύνορα της ισπανικής γλώσσας, θα δραπετεύσει και θα καθορίσει, ανάμεσα σε άλλα ερεθίσματα, συγγραφείς όπως ο Ουίλιαμ Μπάρουοζ ή ο Ίρβιν Γουέλς, για παράδειγμα. Παραδόξως στην χώρα μας, που τόσο αγαπάμε τους Λατίνους συγγραφείς, ο Αρλτ δεν βρήκε ποτέ τη θέση που του αναλογεί, ίσως η σχετικά πρόσφατη συμπλήρωση των οικονομικώς κρίσιμων εβδομήντα χρόνων από το θάνατό του με την απελευθέρωση των δικαιωμάτων που αυτά φέρουν να αποτελέσει ένα δέλεαρ. Ίσως και όχι.
Μάταιες φάνηκαν οι προσπάθειές μου να εξηγήσω τους λόγους, για τους οποίους βρέθηκα ολόγυμνος στη γωνία της οδού Φλορίδα με την Κοριέντες στις έξι το απόγευμα, προκαλώντας τον αναμενόμενο πανικό σε κοπελίτσες και κυρίες που εκείνη την ώρα έκαναν τον περίπατό τους εκεί γύρω. Η οικογένειά μου, που έσπευσε να με επισκεφτεί στο τρελοκομείο όπου με μετέφεραν, άκουσε τις εξηγήσεις μου κουνώντας με θλίψη το κεφάλι και οι δημοσιογράφοι κυκλοφόρησαν τις πιο απρόβλεπτες εκδοχές αυτής της περιπέτειας.Έτσι ξεκινά η απόπειρα του ήρωα-αφηγητή να διηγηθεί τη δική του εκδοχή μιας ιστορίας, φαινομενικά παράξενης -όπως και ο ίδιος άλλωστε παραδέχεται-, όμως τελικά απόλυτα φυσιολογικής και απλής για εκείνον στον οποίο συνέβη, και τώρα έκπληκτος βλέπει τη διαστρέβλωση και τη μη κατανόηση εκ μέρους όχι μόνο της απρόσωπης κοινωνίας και των αδίστακτων μέσων ενημέρωσης, αλλά και της ίδιας του της οικογένειας ακόμα. Είναι ο τρόπος πρόσληψης της πραγματικότητας εκείνος που πρωτίστως διαφοροποιεί τον ήρωα από την κοινωνία που τον περιβάλλει, ενοχλημένη καθώς στέκει στη θέα του γυμνού του κορμιού, και τον μετατρέπει σε έναν τρελό που δεν ξέρει τι λέει ή ακόμα χειρότερα σε κάποιον που παριστάνει τον τρελό, για να διαφύγει των επιπτώσεων του νόμου και της ηθικής. Μια καταιγιστική, πρωτοπρόσωπη απολογία, ένα φλερτ με το παράλογο και το ντελίριο, με τα σύνορα ανάμεσα στο φανταστικό και το ρεαλιστικό να απλώνουν και να μαζεύουν ανάλογα με τα κέφια του Αρλτ, που στιγμή δεν χάνει την ευκαιρία να μετατοπίσει το παράλογο προς την απέναντι πλευρά, υπενθυμίζοντας διακριτικά την παιδική ανάγκη για μύθο, την διάκριση ανάμεσα στο ψεύδος και τη φαντασία, που τόσο συγχέονται. Αν ο Αρλτ δεν είχε τις συγκεκριμένες προσλαμβάνουσες, ίσως αντί για το Φάντασμα με κοστούμι να έγραφε το δικό του Κόκκινο Λουλούδι όπως ο Ρώσος Γκάρσιν ή τη δική του Ομολογία ενός δολοφόνου μέσα σε μια νύχτα όπως ο Γιόζεφ Ροτ· όμως τις είχε, χρόνια πριν την καθιέρωση του ρεύματος του Μαγικού Ρεαλισμού.
Μια ευχάριστη εκδοτική έκπληξη της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις Καλλιγράφος. Ο Αρλτ είναι ένας κλασικός που αξίζει να ανακαλύψει κανείς.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Μαρία Μπεζαντάκου
Εκδόσεις Καλλιγράφος
Πέμπτη 21 Μαΐου 2015
Ο Κύκλος - Dave Eggers
Η Μέι είναι ένας τυχερός άνθρωπος. Δεν ήταν πάντα, ή τουλάχιστον δεν το ένιωθε, καθώς ήταν εργασιακά εγκλωβισμένη σε μια δημόσια υπηρεσία, στη μικρή πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, αντιμέτωπη με τον χειρότερο εχθρό κάθε ανθρώπου με φιλοδοξίες: τη γραφειοκρατία. Μετά τις σπουδές της στο Κάρλτον, γεγονός που αποτελούσε εξαίρεση για τους συνομήλικούς της, αναγκάστηκε να επιστρέψει, με την ουρά στα σκέλια, να δεχτεί την ευκαιρία της μονιμότητας, και να βαλτώσει. Τότε, πάνω που κάθε ελπίδα έμοιαζε απατηλή, εμφανίστηκε η Άνη, φίλη της από το πανεπιστήμιο για να της κάνει μια απίστευτη προσφορά: να δουλέψει για τον Κύκλο! Ποιος θα μπορούσε άραγε να αρνηθεί μια τέτοια προοπτική; Κανείς!
Ο Τάε επινόησε το αρχικό σύστημα, το Ενοποιημένο Σύστημα Λειτουργίας, το οποίο συνδύασε οτιδήποτε διαδικτυακό μέχρι τότε ήταν χωρισμένο και τσαπατσούλικο -τα προφίλ των χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα συστήματα πληρωμής τους, τους πολλαπλούς κωδικούς, τους λογαριασμούς ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, τα ονόματα χρηστών, τις προτιμήσεις, όλα τα εργαλεία και τα ενδιαφέροντά τους. Ο παλιός τρόπος -νέα συναλλαγή, νέο σύστημα για κάθε τοποθεσία, για κάθε αγορά- ήταν σαν να μπαίνεις σε διαφορετικό αμάξι για κάθε διαφορετική δουλειά. "Δεν πρέπει να έχουμε ογδόντα εφτά διαφορετικά αμάξια", είπε αργότερα, αφού πρώτα το σύστημά του κατέκτησε το διαδίκτυο και τον κόσμο.Αυτή ήταν η αρχική ιδέα, όλα σε ένα. Και ο Κύκλος άρχισε να μεγαλώνει και να καλύπτει κάθε οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, από την κοινωνική δικτύωση μέχρι τον εποικισμό άλλων πλανητών. Πλέον, με τεράστιες κτιριακές εγκαταστάσεις, εφοδιασμένες με υπερσύγχρονες και ποικίλες υποδομές, και πάνω από δέκα χιλιάδες παθιασμένους εργαζόμενους, ο Κύκλος αποτελεί το όνειρο κάθε ανθρώπου με φιλοδοξίες. Η Μέι δεν πιστεύει τα όσα αντικρίζει, σίγουρα υπήρχαν φήμες και άρθρα παντού σχετικά με τον Κύκλο, αλλά είναι πάντα διαφορετικό να είσαι αυτόπτης μάρτυρας, και όχι μόνο, η Μέι αποτελεί πια μέρος αυτού του κόσμου. Ενθουσιασμένη και αποφασισμένη να μην αφήσει την ευκαιρία αυτή να χαθεί, δίνει τον καλύτερό της εαυτό για να αποδείξει πως μπορεί να ανταποκριθεί σε ό,τι και αν της ζητηθεί, να συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη του Κύκλου, αφήνοντας πίσω της το τμήμα εξυπηρέτησης πελατών και ακολουθώντας το δρόμο της ανέλιξης μέχρι τέλους. Όλα πάνε πρίμα! Αλλά για πόσο;
Υπάρχουν, πιστεύω, εκεί έξω, αρκετοί συγγραφείς που επιχειρούν να γράψουν το μεγάλο μυθιστόρημα αναφορικά με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Κύκλος του Eggers αποτελεί σίγουρα ένα από τα σημαντικότερα -προς το παρόν τουλάχιστον- δείγματα της θεματικής αυτής. Σε ένα μέλλον σχεδόν σύγχρονο, μια εταιρεία, ο Κύκλος, συνδυάζει στοιχεία διάφορων εταιρειών, γνωστών και υπαρκτών, σε ένα μεγάλο και πολύμορφο οργανισμό που στοχεύει να περιβάλει το σύνολο των δραστηριοτήτων, ένα πανίσχυρο μονοπώλιο. Ο Eggers επιχειρεί κάτι μεγάλο και φιλόδοξο, με το αποτέλεσμα αναπόφευκτα να διαθέτει θετικά και αρνητικά στοιχεία, όμως ως σύνολο μάλλον καταφέρνει να αποδώσει το αρχικό όραμα του συγγραφέα, μέσα από ένα ογκώδες μυθιστόρημα με γλώσσα ταυτόχρονα απλή αλλά και με εξειδικευμένη ορολογία, με στοιχεία ήδη γνωστά αλλά και επινοημένα από τον συγγραφέα, μια ιστορία αναμενόμενη μέσα στο χάος της καθημερινότητας στον Κύκλο. Ο Eggers καταφέρνει να απαλύνει τις αδυναμίες του μυθιστορήματος, εντάσσοντάς τες στην εξίσωση, για παράδειγμα ο πλατιασμός που κουράζει τον αναγνώστη, όσο κουράζει και τη Μέι, αποτυπώνει το δαιδαλώδες σύστημα λειτουργίας του Κύκλου και αποτελεί τελικά αναπόσπαστο μέρος της αναγνωστικής εμπειρίας. Και η απλή γλώσσα, που λειτουργεί τόσο ως αντίβαρο στην απαραίτητη ορολογία, όσο και ως κατάλληλος τρόπος ξενάγησης του αναγνώστη στον μεγάλο κόσμο που χτίζει ο Eggers. Και τέλος τα κλισέ, απαραίτητα για το στήσιμο της ιστορίας και την ανάδειξη της δεδομένης υπερβολής που χαρακτηρίζει τη δυστοπική λογοτεχνία.
Δεν ξέρω αν ο Κύκλος θα μπορούσε να θεωρηθεί το 1984 της εποχής μας, αυτό θα το δείξει ο χρόνος, πρόκειται όμως για ένα αρκετά ενδιαφέρον μυθιστόρημα, που, ακόμα και αν νιώσεις πως δεν σου μαθαίνει κάτι καινούριο ή πως σε κάποια σημεία υπερβάλλει, εντούτοις μάλλον θα αναγνωρίσεις στοιχεία και συμπεριφορές της ψηφιακής εποχής που διανύουμε, ένας, έστω και επιφανειακός, συλλογισμός στην ταχύτατη επέκταση του διαδικτύου στην καθημερινότητα.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Ιλάειρα Διονυσοπούλου
Εκδόσεις Κέδρος
Δευτέρα 18 Μαΐου 2015
νταρκ - Δημήτρης Κωνσταντίνου
Αυτή δεν είναι μια ιστορία αγάπης, ποτέ δεν ήταν. Όταν συναντήθηκαν, η Φρανκ και ο Ντάρκο, ένιωθαν μόνοι, αυτή είναι η παγίδα, πάντα αυτή είναι η παγίδα, η μοναξιά· ήθελαν να ξεφύγουν, απλώς να ξεφύγουν, δίχως κανένα σχέδιο. Κανείς όμως δεν ξεφεύγει δίχως να πληρώσει το τίμημα, η πόρτα μιας φυλακής οδηγεί στην επόμενη, αρχικά πιο ευρύχωρη, μα σύντομα εξίσου ασφυκτική, ή μάλλον ακόμα χειρότερη, καθώς μια γλυκιά σκιά λήθης σκεπάζει το παρελθόν, καθώς η μοναξιά σε συνωστισμό είναι πιο τρομακτική, αναιρώντας την προφανή της λύση. Ύστερα ακολούθησαν τα παιδιά, ο συνωστισμός εντάθηκε, η μάχη απέκτησε τα απαραίτητα για τη λάμψη της λάφυρα, το τίμημα όμως δεν διαιρέθηκε, πολλαπλασιάστηκε, να έχει το κάθε μέλος το δικό του, να διαιωνίζεται ο πόνος και η μοναξιά.
Το πλέον άστοχο ερώτημα: ποιος έχει δίκιο τελικά;
Η ρεαλιστική διάσταση της νουβέλας του Κωνσταντίνου δεν περιορίζεται στον ίδιο της τον εαυτό, διαθέτει τα πολλαπλά της είδωλα στον έξω κόσμο· ακόμα μια ιστορία συναισθηματικής αποτυχίας, ακόμα ένα λανθασμένο μητρικό/πατρικό κάλεσμα, ακόμα μια ακάλυπτη κοινωνική/οικογενειακή επιταγή. Σίγουρα όχι η τελευταία. Επομένως η ιστορία του Ντάρκο και της Φρανκ από μόνη της δεν θα αρκούσε, θα κούραζε, είτε η επανάληψη, είτε ο συναισθηματικός εκβιασμός. Ο συγγραφέας δείχνει να γνωρίζει την έλλειψη πρωτοτυπίας της ιστορίας του, επιλέγει συνειδητά τη μικρή φόρμα αρνούμενος να αναλύσει υπέρ το δέον πρόσωπα και καταστάσεις, επιτείνοντας το αίσθημα ασφυξίας, με τον αφηγητή να στρέφει τον προβολέα εκ περιτροπής στα πρόσωπα του δράματος, για τα οποία επέλεξε ονόματα ξενικά, τρικ που λειτουργεί τόσο γλωσσικά, όσο και ως αίσθηση, φέροντας μια αμερικανίλα, κάτι από την ατμόσφαιρα των έργων του -τεράστιου- Μαίηλερ, θυμίζοντας πως όχι μόνο η συναισθηματική αστοχία, μα και οι κοινωνικές παθογένειες δεν περιορίζονται στα εθνικά μας σύνορα, μια αχρείαστη οικουμενικότητα στον πόνο.
Το πλέον καίριο ερώτημα: τι κάνω εγώ;
Μια ιστορία, όπως αυτή, έλκει, βρίσκοντας διάφορα πατήματα: την περιέργεια, τη ροπή προς τη θλίψη, την ελπίδα πως θα είσαι η εξαίρεση ενός κανόνα, την αίσθηση πως είσαι διαφορετικός και ξεχωριστός, τη χαιρεκακία, τον προσωπικό ελιτισμό, την εθελοτυφλία. Τελειώνοντας θες να βγεις έξω, εγώ τουλάχιστον ήθελα να βγω έξω, να σταθώ σε έναν πολυσύχναστο πεζόδρομο, σε ώρα αιχμής, να σταθώ με την πλάτη στον τοίχο και να παρατηρώ τα ζευγάρια που θα περνούν, να δω αγάπη και πόθο. Δεν το έκανα όμως.
Εκδόσεις Εξάρχεια
Παρασκευή 15 Μαΐου 2015
Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί - Νίκος Α. Μάντης
Φαινόμενο σύνηθες: ο συγγραφέας καθισμένος στο γραφείο του και στον μικρόκοσμό του επιχειρεί να αποτυπώσει ρεαλιστικά και με αληθοφάνεια τον μεγάλο κόσμο. Συνήθως το αποτέλεσμα δεν διαφέρει και πολύ από ένα σύνολο στερεότυπων και άψυχων χαρακτήρων, που κινούνται σε ένα περιβάλλον ελάχιστα πειστικό. Βέβαια, συχνά οι παραπάνω συγγραφείς συναντούν τους αναγνώστες τους, επίσης αποκομμένους απ' την πραγματικότητα, οπότε και δέχονται τις επευφημίες: ρεαλιστικότατο, σκληρό, πραγματικό. Όλοι ευχαριστημένοι. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, με την οικονομική κρίση να δεσπόζει και να επισκιάζει τα πάντα, αρκετοί ακόμα επίδοξοι συγγραφείς πρόσθεσαν το όνομά τους στην παραπάνω λίστα, επιχειρώντας μια δημοσιογραφικού χαρακτήρα λογοτεχνία, την οποία ο "ρεαλισμός" θα έσωζε από τις εξόφθαλμες αδυναμίες της αφήγησης, της δομής, των χαρακτήρων κ.τ.λ. κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Η περίπτωση του Μάντη δεν είναι η παραπάνω. Ευτυχώς. Στο Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί, σπονδυλωτό μυθιστόρημα όπως σωστά διευκρινίζεται στο εξώφυλλο, ο βραβευμένος, από το ηλεκτρονικό περιοδικό Αναγνώστης για την Άγρια Ακρόπολη(2013), συγγραφέας στρέφει το βλέμμα του στο παρόν. Μοιάζει να εμπνέεται από όσα τον περιβάλλουν, την πόλη που διασχίζει, τους ανθρώπους που συναντά, τις ιστορίες που ακούει. Υπάρχει μια αίσθηση οικειότητας, που συνοδεύει την ανάγνωση, κάτι αναμενόμενο, καθώς όλοι είμαστε εκτεθειμένοι, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, στα ίδια ερεθίσματα.
Έξι ιστορίες αποτελούν τον πυρήνα του μυθιστορήματος, ιστορίες των οποίων οι πρωταγωνιστές συνδέονται και διασταυρώνονται στη σημερινή Αθήνα, ό,τι κοντινότερο σε μητρόπολη διαθέτουμε στη μικρή μας χώρα. Ο Μάντης δεν εκβιάζει τη σύνδεση των ιστοριών του, δεν είναι αυτό που τον ενδιαφέρει άλλωστε. Επιλέγει τον δύσκολο δρόμο της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, δύσκολο λόγω των εναλλαγών στις αφηγηματικές φωνές, άνθρωποι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Εκεί φαίνεται και η ικανότητα του συγγραφέα στην αφήγηση, η πειστικότητα των χαρακτήρων που "αναγκάζει" τον αναγνώστη να κοιτάξει από τη δική τους σκοπιά τις καταστάσεις και τα γεγονότα, να αισθανθεί τις βαθύτερες ανάγκες τους, τις φοβίες και τις ελπίδες τους. Χαρακτηριστικότερο δείγμα αυτής της ικανότητας αποτελεί ο χρήστης ναρκωτικών, πρωταγωνιστής της πρώτης ιστορίας, ο οποίος μας ξεναγεί στο κέντρο της Αθήνας μέσα από μια πυρετική και παραληρηματική αφήγηση, στον αγώνα του να εξασφαλίσει χρήματα για μια ακόμα δόση.
Ο Μάντης επιθυμεί όμως τον πλουραλισμό, στοιχείο απαραίτητο για τη σύνθεση της πραγματικότητας εκεί έξω. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, αυτή άλλωστε μοιάζει να είναι και η επιδίωξη του συγγραφέα, και όχι μια συλλογή διηγημάτων με κοινό θεματικό άξονα τη σύγχρονη Αθήνα. Και μπορεί το περιβάλλον να είναι όντως η Αθήνα της οικονομικής κρίσης, όμως οι ιστορίες, εκτός ίσως από μία, θα μπορούσαν να έχουν συμβεί και την προηγούμενη δεκαετία, τη χρυσή κατά πολλούς. Γεγονός που απαλλάσσει το μυθιστόρημα απ' τον αχρείαστο και ακόμα άγουρο τίτλο: λογοτεχνία της κρίσης.
Και είναι αυτή η οικειότητα, για να επιστρέψω στον αρχικό συλλογισμό, που τόσο λείπει στην πλειοψηφία της λογοτεχνίας του πραγματικού, ιδιαίτερα της εγχώριας, όχι για λόγους γονιδιακούς, αλλά επειδή αφορά γνώριμα μέρη και καταστάσεις, οικειότητα που τόσο έντονα πηγάζει από τις σελίδες του μυθιστορήματος αυτού και του προσδίδει την απαραίτητη δυναμική, για να σε παρασύρει μακριά από αναμασημένες αστικές δοξασίες και εξ αποστάσεως κρίσεις. Μυθιστόρημα σίγουρα διαφορετικό από τη δυστοπική Άγρια Ακρόπολη, που είχε ως φόντο την Αθήνα του μέλλοντος όπως την οραματίστηκε ο Μάντης, με ευδιάκριτους όμως τους συνδετικούς εκείνους ιστούς ανάμεσα σε αυτά τα δύο ύστερα έργα, περισσότερο κοινωνικοπολιτικά σε σχέση με τα προηγούμενα. Γνώριμα στοιχεία της γραφής του Μάντη ο σκεπτικισμός και η προσπάθεια για κατανόηση, που τόσο λείπουν, όχι μόνο από τη λογοτεχνία μα γενικότερα.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Εκδόσεις Καστανιώτη
Τετάρτη 13 Μαΐου 2015
Για προσδοκίες, ξανά.
Μου είπε: δεν ξέρω τι περίμενα, όμως δεν με κάλυψε τελικά, ίσως να φταίω εγώ, ίσως απλώς οι προσδοκίες. Αναφερόταν σε ένα μυθιστόρημα, δεν έχει σημασία σε ποιο, εμένα με είχε ενθουσιάσει και δεν είχα διστάσει να το επικοινωνήσω. Ενοχή διπλή: ίσως να φταίω εγώ, ίσως απλώς οι προσδοκίες. Μία για εκείνη, μία για μένα -μεταξύ άλλων. Μιλώντας για την ενοχή που μου αναλογεί: είναι ένας από τους λίγους, η αλήθεια, λόγους που θα αυτολογοκρινόμουν· ο φόβος για τη δημιουργία προσδοκιών σε έναν αναγνώστη που δεν είναι εγώ. Παλιά ήμουν αυστηρός: αν έχεις προσδοκίες, τότε γιατί δεν δοκιμάζεις να γράψεις εσύ το αριστούργημα; Το σκεφτόμουν, δεν το έλεγα. Τώρα πια όχι. Μιλώντας για την ενοχή που της αναλογεί: Αναγνωστικές προσδοκίες, σχεδόν τρία χρόνια πριν.
Ο ενθουσιασμός και πώς να τον κρύψεις, ένα υπέροχο βιβλίο διάβασες και θες να το μοιραστείς, δημόσια και κατ' ιδίαν, αν και μάλλον αυτό το δεύτερο είναι πιο ειλικρινές, δυστυχώς για το δημόσιο. Το κατάλληλο ρήμα για να περιγράψει αυτό που νιώθω, και θα αναλύσω στη συνέχεια, είναι: μπουκώνω. Αυτό αισθάνομαι, ένα μπούκωμα, όταν οι έπαινοι για ένα βιβλίο με περικυκλώνουν και έρχονται από διάφορες μεριές και όχι μόνο από συμμαχικά -και αναγνωρίσιμα πια- στρατόπεδα, όταν εχθροί συνθηκολογούν: αυτό, λένε, είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Ο καθένας βέβαια το λέει με τον τρόπο του, ακόμα και αν δεν θέλει να το πει. Κι εγώ μπουκώνω, αδυνατώντας να κλείσω τα αυτιά μου στους επαίνους, μόνη ελπίδα η έγκαιρη -ως προς τους επαίνους πρωτερόχρονη- ανάγνωση, τότε συντάσσομαι και εγώ με τους θιασώτες του εκάστοτε βιβλίου, και ίσως μπουκώνω με τη σειρά μου άλλους. Αρκετά με την ενοχή.
Μια στιγμή, λίγο ακόμα. Και αν δεν το κρίνω σωστά; Αυτό, σε συνδυασμό με μια ενστικτώδη αντίδραση, φέρνει την άρνηση: όχι ακόμα. Πέρυσι, δύο βιβλία που συζητήθηκαν και επαινέθηκαν πολύ ήταν: Τα πορφυρά πανιά του Αλεξάντρ Γκριν (εκδόσεις Κίχλη) και ο Αστερισμός ζωτικών φαινομένων του Άντονυ Μάρα (εκδόσεις Ίκαρος). Ακόμα να τα διαβάσω. Φέτος είναι η συλλογή διηγημάτων Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου (εκδόσεις Αντίποδες), εδώ το έχω και όμως διστάζω, και ας έχω διαβάσει τη Μεταποίηση. Θα 'ρθει ο καιρός, θα 'ρθει.
Δευτέρα 11 Μαΐου 2015
Αίσθημα Ιλίγγου - W.G. Sebald
Σαράντα τεσσάρων, τόσο ήταν ο Ζέμπαλντ όταν εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, ηλικία προχωρημένη για έργο πρωτόλειο, ιδιαίτερα ενός ανθρώπου που είχε περάσει όλη την έως τότε ζωή του, αλλά και τη μετέπειτα, μελετώντας σε βάθος, όχι μόνο τη λογοτεχνία, αλλά το σύνολο των ανθρωπιστικών σπουδών και της τέχνης, ένας Homo Universalis στον καιρό της ακραίας εξειδίκευσης. Σαράντα τεσσάρων ετών, κάπου στα μισά του δρόμου θεωρητικά -αν και η μοίρα είχε καταστρώσει άλλα σχέδια -, με αρκετό υλικό μνήμης αλλά και τη λήθη να χτυπά πιο επίμονα από ποτέ την πόρτα, άλλωστε, σε αυτό το δίπολο μνήμη-λήθη στηρίχτηκε το σύνολο του έργου του, καθώς το ένα βιβλίο διαδεχόταν το άλλο, άπαξ κι έγινε η αρχή, η ροή δεν ανακόπηκε παρά μόνο οριστικά. Και πώς να περιγράψει κανείς το έργο του Ζέμπαλντ με τεχνικούς όρους γνωστούς μα τελικώς άχρηστους, για να μην πω άψυχους. Αυτή η αίσθηση περιπάτου στο πλευρό ενός ουσιαστικά πλούσιου ανθρώπου όπως ο Ζέμπαλντ, με διάθεση να μοιραστεί και να σκαλίσει, όχι από μια διάθεση επίδειξης, τι ανάγκη θα είχε άλλωστε να επιδείξει το ίδιο του το βίωμα άραγε; Ξέρω, θα πείτε πως ο τόπος βρωμά από "δημιουργούς" που στήνονται στο παζάρι διαλαλώντας το προσωπικό τους βίωμα, να πιάσει τιμή καλή. Και δεν έχω κάτι να αντικρούσω σε αυτό, έτσι είναι. Και θα προσθέτατε: και από ξερόλες και εξυπνάκηδες επίσης βοά ο τόπος. Και επίσης δεν θα είχα κάτι να αντικρούσω σε αυτό, έτσι είναι. Όμως, αυτή η αίσθηση περιπάτου στο πλευρό ενός πραγματικά πλούσιου ανθρώπου, που πασχίζει να θυμηθεί και να ενώσει τα προσωπικά νήματα της μνήμης, να κρατήσει μακριά τη λήθη, να καταλάβει, έστω και αργά, τις διαδρομές, να αναφωνήσει: δεν έγιναν όλα μάταια, διάολε. Αυτό το διάολε χρεώστε το σε μένα. Αυτή η αίσθηση είναι μοναδική, ένας ιδιαίτερος παραμυθάς, ναι, αυτό μου ταιριάζει: παραμυθάς, τουλάχιστον ως προς την επίδραση του λόγου του πάνω μου, που σταματά τον ειρμό της σκέψης του, για να σου δείξει μια φωτογραφία, ένα απόκομμα-πειστήριο, ένα αποκούμπι της μνήμης, ενώ παράλληλα αναλογίζεται τη χαμένη ευκαιρία, να έχει μια φωτογραφία από τα δίδυμα εκείνα παιδιά, σε ένα λεωφορείο, διασχίζοντας την ιταλική ύπαιθρο, και την εκπληκτική ομοιότητά τους με τον Δόκτορα Κ. στην ίδια ηλικία, με την πραγματικότητα να έχει ήδη προ πολλού διαλύσει το σύννεφο των προσδοκιών σχετικά με το ταξίδι, κάθε φορά συμβαίνει αυτό, ένα ταξίδι που έμοιαζε τόσο τέλειο κατά τη χάραξή του με τους χάρτες και τους οδηγούς στο τραπέζι, κάπου στη συνεχώς βροχερή Αγγλία, εκεί που βρήκε καταφύγιο, όχι μόνο ακαδημαϊκό, ο Ζέμπαλντ, και που τώρα, το ταξίδι, αναμετράται με την πραγματικότητα, τη ζέστη και τα λάθος δρομολόγια των λεωφορείων, και όλα εκείνα τα αναπάντεχα της ζωής, δυσκολία και ανωμαλία στο παρόν, μα υλικό πλούσιο αύριο, για κάποιον, όπως εκείνος, που ξέρει να ενώνει τα νήματα, για να μετατρέψει τελικώς το ατομικό σε οικουμενικό, να διαθέσει με τη σειρά του τις δυνάμεις του στον αγώνα ενάντια στη λήθη, μήπως και τελικώς αποσοβηθεί η παρακμή.
Ο πρωτότυπος τίτλος, Schwindel. Gefühle, σε πιστή μετάφραση θα ήταν: Ίλιγγος. Συναισθήματα, κι εγώ θα ένιωθα ακόμα πιο οικεία.
Μετάφραση Ιωάννα Μεϊτάνη
Εκδόσεις Άγρα
Παρασκευή 8 Μαΐου 2015
Καρδιά σκύλου - Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ
Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα είναι το βιβλίο εκείνο που πειστικότερα απέδιδε την παράλογη και σκληρή πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζούσα την περίοδο που αποφάσισα να το διαβάσω. Αντιλαμβάνομαι τη δυσπιστία που προκαλεί το σχόλιο αυτό σε όποιον έχει διαβάσει το μυθιστόρημα του Μπουλγκάκοφ, αλλά είναι ακριβές. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη δεδομένη αξία του έργου, κατέταξε την ανάγνωση εκείνη ως μια από τις πλέον καθοριστικές εμπειρίες μου. Λίγους μήνες αργότερα, ελεύθερος πια από δεσμά και υποχρεώσεις, παρακολούθησα τη θεατρική του μεταφορά, βασισμένη σε ελάχιστα μέσα, μα απόρροια μιας ανάγνωσης σε βάθος. Από τότε πέρασαν χρόνια.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ο νεοσύστατος εκδοτικός οίκος Αντίποδες εκδίδει τη νουβέλα του Ρώσου συγγραφέα, Καρδιά Σκύλου, σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου, έργο που ανήκει στην πρώιμη συγγραφική περίοδο του Μπουλγκάκοφ, και που, παρά την εμφανή πολιτική του χροιά, κατάφερε να περάσει απαρατήρητο από τα γρανάζια της λογοκρισίας.
Βρισκόμαστε στη Μόσχα, τέλη του 1924. Ο καθηγητής Πρεομπραζένσκι επιχειρεί ένα τολμηρό ιατρικό πείραμα: μεταμοσχεύουν την υπόφυση και τους όρχεις ενός νεαρού άντρα στον αδέσποτο σκύλο Σάρικ, τον οποίο έχουν νωρίτερα περιμαζέψει από τους δρόμους. Η επέμβαση κρίνεται επιτυχής, όμως τα αποτελέσματα είναι πέρα από κάθε ιατρική λογική...
22 Δεκεμβρίου 1924. Δευτέρα.
Ιστορικό Ασθενούς
Πειραματόζωο: σκύλος, δύο ετών περίπου. Αρσενικός. Ράτσα: μαντρόσκυλο. Όνομα: Σάρικ. Τρίχωμα: πυκνό, φουντωτό, καφετί, με ξανθωπές ανταύγειες, ουρά χρώματος κρεμ. Στη δεξιά πλευρά του ίχνη από έγκαυμα που έχει αποκατασταθεί πλήρως. Θρέψη μέχρι να φτάσει στον καθηγητή κακή, μετά από διαμονή μιας βδομάδας εξαιρετικά θρεμμένος. Βάρος 8 κιλά (θαυμαστικό). Καρδιά, πνεύμονες, στομάχι, θερμοκρασία, φυσιολογικά.
23 Δεκεμβρίου. Στις οκτώ και μισή το βράδυ πραγματοποιήθηκε η πρώτη στην Ευρώπη εγχείρηση με τη μέθοδο του καθηγητή Πρεομπραζένσκι: με χλωροφορμική νάρκωση αποσπάστηκαν από τον Σάρικ οι όρχεις και στη θέση τους φυτεύτηκαν ανθρώπινοι όρχεις με τις επιδυμίδες και τους σπερματοδόχους πόρους οι οποίοι αφαιρέθηκαν από άντρα 28 ετών, που απεβίωσε 4 ώρες και 4 λεπτά πριν την επέμβαση, και διατηρήθηκαν σε αποστειρωμένο φυσιολογικό ορό με τη μέθοδο του καθηγητή Πρεομπραζένσκι.
Αμέσως μετά αποσπάστηκε με πριονισμό του κρανιακού οστού το φύμα του εγκεφάλου -η υπόφυση- και αντικαταστάθηκε με ανθρώπινη, του προαναφερθέντος άντρα.
Με όχημα την επιστημονική φαντασία, ο Μπουλγκάκοφ μας διηγείται την ιστορία του σκύλου Σάρικ στη Μόσχα του 1924. Όμως, παρά το παραπλανητικό και σχηματικό περιτύλιγμα, εκείνο που ενδιαφέρει τον συγγραφέα είναι η κριτική ματιά απέναντι στην πολιτική, και όχι μόνο, επικαιρότητα. Καμία από τις συγγραφικές επιλογές δεν είναι τυχαία ή αθώα. Το χιούμορ που προκύπτει είναι αρκετά πικρό και μαύρο, και αποτελεί μάλλον μια αρκετά επιφανειακή πρόσληψη του έργου, τέτοια που το προστάτεψε από τα απαίδευτα μάτια των κριτών, μαθημένων στο πρόδηλο μήνυμα, δίχως φαντασία και οξυδέρκεια, ένας σκύλος με ανθρώπινο μυαλό και όρχεις, πόσο αστείο! Κείμενο βαθιά πολιτικό, με πρωτοποριακές προεκτάσεις επιστημονικής ηθικής και προβληματισμού, θέτει ερωτήματα με τα οποία η σύγχρονη βιολογία βρίσκεται αντιμέτωπη. Η λογοτεχνία αποτελεί όμως το πρωταρχικό μέλημα του Μπουλγκάκοφ· η γλώσσα, η πλοκή, το ύφος, η ατμόσφαιρα, οι χαρακτήρες. Αυτή ακριβώς η λογοτεχνική αξία του κειμένου είναι που το καθιστά σημαντικό για τον σημερινό αναγνώστη, και όχι η χαριτωμένη σάτιρα μιας παρελθούσας εποχής.
Η έκδοση διαθέτει χαρακτήρα και αισθητική, ενώ η υπογραφή της μεταφράστριας αποτελεί εγγύηση για το τελικό αποτέλεσμα. Άξιο σχολιασμού και επαίνου η ύπαρξη βιογραφικού της μεταφράστριας, εκδοτική επιλογή γεμάτη νόημα και με ισχυρό συμβολισμό, δείγμα των αξιών που φαίνεται να διέπουν το νέο αυτό εκδοτικό εγχείρημα.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου
Εκδόσεις αντίποδες
Τετάρτη 6 Μαΐου 2015
Mommy (2014)
Αναλογίζομαι πώς θα ήταν δυνατό να μιλήσει κάποιος για τον κινηματογράφο του Xavier Dolan, δίχως να αναφερθεί στην ηλικία του, είκοσι έξι, ή στον αριθμό των μεγάλου μήκους ταινιών που έχει σκηνοθετήσει, πέντε. Όχι τόσο από μια λατρεία στο κλισέ, ή απ' την εμμονή που προκαλεί η οσμή νέου αίματος, σε κάθε τομέα του δημόσιου βίου, από την πολιτική μέχρι την τέχνη -πανάκεια θαρρείς από μόνο του-, αλλά για να αποδώσει ένα εύσημο, το οποίο, μάλλον αναγκαστικά, επέρχεται με το πέρασμα των χρόνων, στην ύπαρξη προσωπικού και αναγνωρίσιμου ύφους που διακρίνει τη φιλμογραφία του γεννημένου στο Κεμπέκ δημιουργού.
Ύφος προσωπικό, διακριτό ήδη από το πρώτο καρέ, με το τετράγωνο φορμά να προκαλεί ένα αίσθημα ασφυξίας, καθώς παρατηρούμε την Diane (Anne Dorval), γνωστή ως Die, να κατευθύνεται με το αυτοκίνητό της προς το ίδρυμα, για να παραλάβει τον έφηβο γιο της Steve (Antoine-Olivier Pilon), μετά την οριστική αποβολή του, εξαιτίας της φωτιάς που προκάλεσε στην καφετέρια του ιδρύματος. Ο Steve πάσχει από ΔΕΠΥ, μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερκινητικότητα, διάσπαση προσοχής, ενώ ενίοτε περιλαμβάνει βίαια ξεσπάσματα. Τρία χρόνια νωρίτερα, ο θάνατος του πατέρα του, επιβάρυνε την ήδη εύθραυστη προσωπικότητα του νεαρού αγοριού, ενώ ταυτόχρονα άφηνε την Die μόνη, να παλεύει με τους λογαριασμούς και τα έξοδα. Η αποβολή του Steve από το ίδρυμα θα δυσκολέψει περαιτέρω την κατάσταση καθώς, και αφού κανένα σχολείο δεν τον δέχεται, η Die είναι αναγκασμένη να βρίσκεται συνέχεια στο πλευρό του, γεγονός που περιορίζει ακόμα περισσότερο την δυνατότητά της να εργαστεί. Όμως, μια γειτόνισσα, η Kyla (Suzanne Clément), καθηγήτρια στο επάγγελμα, ευρισκόμενη σε αναρρωτική άδεια τα τελευταία δύο χρόνια εξαιτίας κάποιας νευρολογικής διαταραχής, φαίνεται πως μπορεί να αποτελέσει μια σανίδα σωτηρίας, καθώς αναλαμβάνει την κατ' οίκον διδασκαλία του Steve.
Επανερχόμενος σε ένα θέμα που δείχνει να τον απασχολεί έντονα, αυτό της σχέσης μητέρας-γιου, πάνω στο οποίο άλλωστε βασίστηκε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, J' ai tué ma mère, ο Dolan επιλέγει να μας διηγηθεί μια ιστορία δυνατή, με ισχυρή δόση ρεαλισμού, έχοντας την τύχη να διαθέτει -ή την ικανότητα να επιλέξει- μια τριάδα εξαιρετικών ηθοποιών, ικανών να ισορροπήσουν ανάμεσα στις εσωτερικές ερμηνείες, απαραίτητες για το θέμα, δίχως όμως να υστερήσουν στις αντίστοιχες εξωστρεφείς και έως ένα βαθμό πομπώδεις, σήμα κατατεθέν των ταινιών του Καναδού σκηνοθέτη. Και επί αυτού σκεφτόμουν, εξερχόμενος της εντυπωσιακά ανακαινισμένης και θερμώς καλοδεχούμενης, κρίνοντας και από το πρόγραμμα προβολών, αίθουσας του κινηματογράφου ΑΣΤΟΡ, πως ο Dolan διηγείται μια ιστορία τόσο ρεαλιστική, η οποία θα μπορούσε να έχει για σκηνοθέτες τα αδέρφια Νταρντέν -μιλώντας για γαλλόφωνο κινηματογράφο- με μια σκηνοθετική προσέγγιση, επικεντρωμένη στους χαρακτήρες και την ιστορία, απλή και ίσως κάπως αυστηρή, δίχως επιπρόσθετα φτιασίδια και χαραμάδες φωτός. Ο Dolan δεν αρνείται κανένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, ξέροντας πως αποτελούν μια βάση στέρεα, πάνω στην οποία μπορεί να χτίσει το όραμά του, για να μας θυμίσει πως ο κινηματογράφος είναι θέαμα, στην υπηρεσία του οποίου θέτει την εικόνα και τον ήχο, την ενσωμάτωση και την συνύπαρξη αυτών, στοχεύοντας σε ένα αποτέλεσμα πιο ολιστικό, ξεμακραίνοντας από τον μονόδρομο της συναισθηματικής φόρτισης, επιθυμώντας να ικανοποιήσει και το οπτικό νεύρο του θεατή. Μια ταινία δυνατή, συγκινητική δίχως να εκβιάζει, ένα ακόμα στολίδι στη φιλμογραφία του Dolan.
υ.γ Πριν δύο χρόνια έγραφα για το Λόρενς για πάντα.
Δευτέρα 4 Μαΐου 2015
Ό,τι ψάχνεις θα το βρεις και ό,τι νομίζεις πως χάθηκε παντοτινά θα επιστρέψει
Αργά ή γρήγορα ό,τι ψάχνεις θα το βρεις και ό,τι νομίζεις πως χάθηκε παντοτινά θα επιστρέψει, της είπα εγώ και εκείνη γέλασε· Έτοιμο το σουξέ, είπε, ίσως βέβαια εγώ να έβαζα τα ρήματα σε χρόνο παρελθοντικό αλλά εσύ είσαι ο στιχουργός και δεν επεμβαίνω, συμπλήρωσε. Γέλασα, είχε δίκιο. Αχρείαστη επιτήδευση, απλώς και μόνο για να εκφράσω τη χαρά μου, που δυο βιβλία, τα οποία αναζητούσα για καιρό, τώρα είναι εδώ, δίπλα στον φορητό υπολογιστή μου, τον πλέον ευαίσθητο οργανισμό του σπιτιού στην άνοδο της θερμοκρασίας. Δύο βιβλία, δύο διαφορετικές ιστορίες και ένα happy end.
Βιβλίο Α. Το Κοντραμπάσο του Ζίσκιντ, τον οποίο οι περισσότεροι γνώρισαν μέσα από το Άρωμα, ιδιαίτερα μετά την -ατυχή- μεταφορά του στον κινηματογράφο απ' τον επίσης Γερμανό Τομ Τίκβερ, γνωστού με τη σειρά του -δικαίως αυτή τη φορά- από το Τρέξε, Λόλα, Τρέξε.
Ιστορία Α. Το Κοντραμπάσο, λοιπόν, το πρωτοδιάβασα πριν από δεκαπέντε χρόνια.Ο Ζίσκιντ ήταν ένας από τους πρώτους συγγραφείς τους οποίους άπαξ και μου άρεσε ένα έργο τους, εντοπισμένο συνήθως χάρη σε μια τυχαιότητα ή στιγμιαία έμπνευση, έπεφτα με τα μούτρα και στα υπόλοιπα. Έτσι έγινε και με τον Ζίσκιντ, μετά το Άρωμα ακολούθησαν όλα τα υπόλοιπα: το Περιστέρι, το Καλοκαίρι του κ.Ζομερ, Τρεις παλιές ιστορίες. Και φυσικά το Κοντραμπάσο. Ένας θεατρικός μονόλογος, με αφηγητή-πρωταγωνιστή έναν κοντραμπασίστα, ο οποίος εξηγεί στο κοινό τον τρόπο με τον οποίο η ζωή του όχι μόνο περιστρέφεται γύρω από το μουσικό όργανο που επέλεξε -ή τον επέλεξε, ποιος ξέρει;- αλλά και καθορίζεται μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια απ' αυτό. Το ενοχικό γέλιο που πηγάζει αβίαστα και η ενδελεχής έρευνα του συγγραφέα σε σχέση με τη μουσική είναι τα στοιχεία εκείνα που αποτύπωσαν το Κοντραμπάσο στην ασθενή μου μνήμη ως ένα βιβλίο υπέροχο και με "ανάγκασαν" -ας μη λείψει η επιτήδευση- να επιστρέφω σε εκείνο ξανά και ξανά, για να διαπιστώνω πως το γέλιο υποχωρούσε και η θλίψη καταλάμβανε τα εδάφη που της αναλογούσαν εξ αρχής και που η συναισθηματική ανωριμότητα του αναγνώστη της στερούσε. Μιλούσα με πάθος γι' αυτό το βιβλίο, ακόμα μιλάω, απλώς τότε μπορούσα και να το δανείζω, έτσι έγινε: το δάνεισα στη Φ. και ύστερα εκείνη μετακόμισε. Από τότε μπορούσα απλώς να μιλάω για το Κοντραμπάσο δίχως τον κίνδυνο να το δανείσω σε κάποιον που δεν θα μου το επέστρεφε. Όμως δεν το έβαλα κάτω και συνεχίζω να δανείζω, πριν τρία χρόνια μάλιστα ανέβασα στο ιστολόγιο αυτό εδώ το κείμενο: Περί δανεισμού.
Βιβλίο Β. Αμέριμνη δυστυχία του Πέτερ Χάντκε.
Ιστορία Β. Καλοκαίρι του 2010, Λουτράκι. Ανάμεσα σε άλλα το καλοκαίρι του Homo Faber, ξεκάθαρα το καλοκαίρι του Φρις. Η αναφορά στην Αμέριμνη Δυστυχία του Χάντκε μου εξάπτει το ενδιαφέρον και την αναγνωστική περιέργεια. Τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη επιστρέφω στην Αθήνα, η επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο γεννά απογοήτευση: εξαντλημένο. Διαβάζω το επίσης δικό του Σύντομο γράμμα για έναν μεγάλο αποχωρισμό, να ξεγελάσω τη δίψα, δεν απογοητεύομαι από τον συγγραφέα, το αντίθετο, ενθουσιάζομαι, όσο μπορεί κανείς να ενθουσιαστεί με μια θλιβερή ερωτική ιστορία όπως αυτή, στη λίστα των οποίων σε θέση περίοπτη ηγείται ο Κλόουν του Μπελ. Ο ενθουσιασμός εντείνει την επιθυμία, καθώς οι αυθαίρετες προσδοκίες μοιάζουν να δικαιώνονται, το θέλω. Κάθε βόλτα σε κάποιο βιβλιοπωλείο, όσο ανοιχτή και αν στέκει απέναντι στην έκπληξη και στο απρόοπτο, δεν θα πάψει ποτέ να διαθέτει μια άγραφη λίστα με επιθυμίες. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Αμέριμνης δυστυχίας.
Επίλογος κοινός, με απόσταση λίγων ημερών.
Τρίτη απόγευμα, κατεβαίνω τη Μαυρομιχάλη, τα αβέβαια δρομολόγια των λεωφορείων διαστρεβλώνουν τον έλεγχο επί του χρόνου, έξω από τον Φαρφουλά οι πάγκοι με τα μεταχειρισμένα, δελεάζομαι -αργότερα θα έλεγα σε εκείνη: σαν κάτι να με μαγνήτισε προς τα εκεί, σε μια προσπάθεια να την κάνω ξανά να γελάσει- και κοντοστέκομαι. Το Κοντραμπάσο.
Πέμπτη βράδυ, κατεβαίνω την Τρικούπη, καμία βιασύνη, βόλτα στο κέντρο. Η βιτρίνα του Ναυτίλου, παρά το προστατευτικό ρολό που δυσχεραίνει την οπτική επαφή, αποτελεί "υποχρεωτική" στάση. Πλησιάζω αρκετά κοντά, ώστε να διακρίνω τους τίτλους που κοσμούν την πρόσοψη αυτού του μυθικού βιβλιοπωλείου. Αμέριμνη δυστυχία.