Ο Κορντ, που μέχρι τότε ζούσε τη ζωή ενός ανώτερου υπάλληλου στην Αμερική -ανώτερος υπάλληλος δεν είναι και ο κοσμήτορας ενός Κολεγίου;- βρέθηκε ξαφνικά έξι ή εφτά χιλιάδες μίλια μακριά από τη βάση του, στο Βουκουρέστι, μες στο καταχείμωνο, κλεισμένος σ' ένα παλιοκαιρίτικο διαμέρισμα. Όλοι τους εδώ ήταν συμπαθητικοί, καλόκαρδοι άνθρωποι -οι φίλοι, οι συγγενείς- του άρεσαν πάρα πολύ -κι αντιπροσώπευαν γι' αυτόν την "παλιά Ευρώπη". Αλλά είχαν και εκείνοι τις δικές τους δουλειές και σκοτούρες. Δεν ήταν μια συνηθισμένη επίσκεψη. Η μητέρα της γυναίκας του βρισκόταν στα τελευταία της, κι ο Κορντ είχε έρθει μαζί της για να της συμπαρασταθεί. Ωστόσο, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα για τη Μίνα.Απ' το Σικάγο, λοιπόν, την πόλη των ανέμων, στο Βουκουρέστι, στην καρδιά της παλιάς Ευρώπης, της ανατολικής πλευράς του κόσμου, ο Κορντ θα βρεθεί σε ένα περιβάλλον εντελώς διαφορετικό από εκείνο που γνώριζε, αφήνοντας πίσω του ανοιχτούς λογαριασμούς, με σκοπό να συμπαρασταθεί, όσο μπορεί, στη γυναίκα του. Εκείνη δεν τον αφήνει να κυκλοφορεί μόνος του, ξέρει πως το καθεστώς είναι εχθρικά διακείμενο απέναντί τους, τόσο για το γεγονός πως η μητέρα της, η ετοιμοθάνατη κλινήρης μητέρα της, παλαιό στέλεχος του Κόμματος, αρνήθηκε να επιστρέψει χρόνια μετά την αποπομπή της, επιτυγχάνοντας παράλληλα να φυγαδεύσει την κόρη της στη Αμερική, όσο και γιατί κατά την άφιξη του ζεύγους τούς περίμενε αμάξι της αμερικάνικης πρεσβείας επιτρέποντας τους να αποφύγουν τον έλεγχο. Ο συνταγματάρχης, υπεύθυνος για τα επισκεπτήρια στο νοσοκομείο, παίρνει μια μίνι ρεβάνς από τη Μίνα και τους λοιπούς συγγενείς, απαγορεύοντας τους να βρίσκονται στο πλευρό της την ύστατη στιγμή. Ο Κορντ, μακριά από υποχρεώσεις και αποκομμένος από την πραγματικότητα της πέραν του Ατλαντικού ζωής του, βρίσκει τον χρόνο για ενδοσκόπηση και για παρατήρηση του έξω κόσμου, συναντάται με ένα παλιό του φίλο, με τον οποίο ακολούθησαν διαφορετικές πορείες με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν και να ψυχρανθούν με το πέρασμα των χρόνων, περιδιαβαίνει τους δρόμους της ρουμάνικης πρωτεύουσας, κάτω από έναν καταθλιπτικό ουρανό, αγοράζει κούτες τσιγάρων Κεντ από το ξενοδοχείο για το απαραίτητο λάδωμα των δημόσιων λειτουργών, αλλά κυρίως παλεύει να σταθεί συναισθηματικά -καθώς πρακτικά τίποτα άλλο δεν μπορεί να κάνει- στο πλευρό της Μίνας, παρατηρώντας την να αδυνατίζει μέρα με τη μέρα, να πέφτει σε μια σιωπηλή μελαγχολία, ανίκανη να τα βάλει με το σύστημα, αδυνατώντας να κάνει έστω και το ελάχιστο για τη μητέρα της.
Και αν πρόχειρα και βιαστικά θα μπορούσε κάπως να κάνει κανείς τη διάκριση των δύο κόσμων με βάση την ελευθερία - από τη μία ο ελεύθερος δυτικός κόσμος, και ειδικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, και από την άλλη ο ανελεύθερος ανατολικός, με τους άπειρους χαφιέδες-, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί το διακύβευμα για τον σπουδαίο Μπέλοου, βραβευμένο με Νόμπελ λογοτεχνίας, ο οποίος στηριζόμενος στο εύρημα του ταξιδιού του Κορντ στο Βουκουρέστι επιχειρεί μία παράλληλη παρατήρηση των δύο πλευρών του πλανήτη, αναδεικνύοντας και καυτηριάζοντας την πραγματικότητα, αναζητώντας τα πραγματικά -και όχι τα φαινομενικά και έως ένα βαθμό προπαγανδιστικά- όρια της ελευθερίας, της ελευθερίας του λόγου για τα κοινά και των αποφάσεων επί της προσωπικής ζωής, των κυρώσεων για τη μη τήρηση της γραμμής του ανωτέρου, είτε αυτός είναι ο κοσμήτορας, είτε ο ο γραμματέας του Κόμματος, είτε η κοινή γνώμη.
Πάνω απ' όλα όμως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται η αγάπη, ίσως όχι ο έρωτας και το πάθος, αλλά η συντροφική αγάπη, εκείνο που απομένει, ή που ελπίζει κανείς να απομείνει μετά το πέρας της συναισθηματικής έκρηξης, όταν η ρουτίνα επισκιάσει τις κάποτε ατελείωτες νύχτες, όταν ο σεξουαλικός πόθος υποταχθεί στην τυραννία του ξυπνητηριού. Η συντροφική αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνο που πραγματεύεται στον πυρήνα αυτού του πολιτικού μυθιστορήματος ο Μπέλοου. Η απεγνωσμένη προσπάθεια του Κορντ να σταθεί στη Μίνα, προσπάθεια απεγνωσμένη μα ανίσχυρη, σε ένα περιβάλλον ανοίκειο, στο οποίο δεν ξέρει πώς να κινηθεί και να δράσει, την ίδια στιγμή που ο ίδιος βρίσκεται στο επίκεντρο διάφορων ανακατατάξεων στην επαγγελματική και προσωπική του ζωή, την ώρα δηλαδή που και εκείνος έχει την ανάγκη της Μίνας, η οποία όμως μες στο πένθος της αδυνατεί να του συμπαρασταθεί, αδυνατεί να τον ακούσει, καθώς το συναισθηματικό κέντρο έχει πλησιάσει, όσο ποτέ ξανά, στο Εγώ της, νιώθει πως της αξίζει αδιαμφισβήτητα η πλήρης προσοχή.
Μυθιστόρημα πυκνογραμμένο και σύνθετο, μυθιστόρημα στο οποίο ο Μπέλοου εκτός από την αφηγηματική άνεση επιδεικνύει μία ζηλευτή ευρυμάθεια, διαπραγματεύεται ποικίλα και διαφορετικά μεταξύ τους θέματα, επιστημονικά, πολιτικά, οικονομικά και διεθνών σχέσεων, χωρίς να χάνει στιγμή τη συναισθηματική διάσταση, την ανθρωποκεντρική διάσταση των μυθιστορημάτων του, αποφεύγοντας την ευκολία να μιλήσει για έναν κόσμο ελάχιστα γνωστό, όπως η ανατολική Ευρώπη, φορτωμένο από εικασίες και προπαγάνδα, ασκώντας μία μονόπλευρη κριτική και χαϊδεύοντας τα αυτιά των συμπατριωτών του και να προχωρήσει σε έναν παιδικό διαχωρισμό του καλού απ' το κακό.
Ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, όπως εκείνα που ξέρουν να γράφουν οι σπουδαίοι Αμερικανοί συγγραφείς.
Μετάφραση Γιάννης Κωστόπουλος
Εκδόσεις Ψυχογιός