Το βιβλίο αυτό υπερβαίνει το δίπολο μου άρεσε/δεν μου άρεσε, στέκει πέρα και πάνω από τα ασφυκτικά του όρια, διερευνά νέες -σχεδόν άγνωστες- συναισθηματικές και λογικές εκτάσεις. Η εναρκτήρια παράγραφος αρκεί για να το πιστοποιήσει αυτό.
Ο Βον σκοτώθηκε χτες, στο τελευταίο του τρακάρισμα. Όσο καιρό ήμασταν φίλοι, είχε προβάρει τον θάνατό του σε πολλαπλές συγκρούσεις αυτοκινήτων, αλλά το χθεσινό ήταν το μοναδικό αληθινό του δυστύχημα. Ενώ οδηγούσε σκοπεύοντας να συγκρουστεί με τη λιμουζίνα της σταρ του σινεμά, το αμάξι του τινάχτηκε πάνω από το κιγκλίδωμα της γέφυρας στην ανισόπεδη διασταύρωση του Αεροδρομίου του Λονδίνου και βυθίστηκε σε ένα λεωφορείο που μετέφερε επιβάτες των αερογραμμών τρυπώντας την οροφή του. Τα τσακισμένα κορμιά των στριμωγμένων ταξιδιωτών κείτονταν ακόμη, σαν αιμορραγία του ήλιου, στο βινύλιο των καθισμάτων όταν κατάφερα μια ώρα αργότερα να φτάσω εκεί περνώντας μέσα από τους εμπειρογνώμονες μηχανικούς της αστυνομίας. Κρατώντας από το μπράτσο τον σοφέρ της λιμουζίνας της, η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Τέιλορ, με την οποία εδώ και τόσους μήνες ονειρευόταν να πεθάνει ο Βον, στεκόταν παράμερα κάτω από τον περιστρεφόμενο φάρο ενός ασθενοφόρου. Καθώς γονάτισα πάνω από το πτώμα του Βον, εκείνη άγγιξε τον λαιμό της με το γαντοφορεμένο χέρι της.
Ο Τζέιμς Μπάλαρντ, αφηγητής της ιστορίας αυτής, θα γνωρίσει τον Βον μετά το ατύχημα του πρώτου. Ο Βον ενδιαφέρεται για αυτοκινητιστικά ατυχήματα, για παραμορφωμένες μάζες αλουμινίου και σάρκας, για σπασμένες κλείδες και θρυμματισμένα τζάμια, για ομοιώματα σωμάτων δοκιμών ασφαλείας (βλ. dummies), φωτογραφίζει τα συντρίμμια, επισκέπτεται νεκροταφεία αυτοκινήτων, αναζητά σε αυτά την ηδονή. Ηδονή που του προκαλούν τα παραμορφωμένα σώματα μέσα σε παραμορφωμένα αμαξώματα, η αδρεναλίνη της ταχύτητας, της πρόσκρουσης, του σεξ, του τραύματος, η ιδιότυπη αυτή χορογραφία που όσο και αν δοκιμάσει κανείς παραμένει ανεπανάληπτη. Η έλξη που ασκεί ο Βον στους γύρω του είναι ισχυρή, ο αφηγητής δεν ξεφεύγει από αυτήν, σχεδόν υπνωτισμένος τον ακολουθεί στις νυχτερινές διαδρομές του.
Το βιβλίο του Μπάλαρντ είναι προκλητικό όχι γιατί προσβάλλει την αιδώ αλλά γιατί κυριολεκτικά προκαλεί τον αναγνώστη σε δύσβατα μονοπάτια, τη στιγμή που αντικρουόμενα συναισθήματα γεννιούνται, συναισθήματα που κυμαίνονται ανάμεσα στην ηδονοβλεψία και τη φρίκη, συναισθήματα που εμφανίζονται συχνά ταυτόχρονα και κυρίως αντιστικτικά. Η χρήση της αντίστιξης είναι κάτι που γενικότερα διέπει το πρωτότυπο αυτό μυθιστόρημα, η ησυχία μετά το ατύχημα που συνήθως περιγράφουν οι εμπλεκόμενοι τη στιγμή που ο θόρυβος ανθρώπων και μηχανών επικρατεί, η ταχύτητα των συγκρουόμενων αυτοκινήτων και των παλλόμενων σωμάτων και η σχεδόν στατική αφήγηση, ο πόνος και η ηδονή σε ένα μυθιστόρημα τόσο εγκεφαλικό, η δημιουργία τόσων συναισθημάτων από ένα κείμενο απολυμασμένο από οποιοδήποτε συναίσθημα.
Αν και το βιβλίο εντάσσεται στην ευρύχωρη και πολυσχιδή λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας, η ερωτική σχέση ανθρώπου αυτοκινήτου που περιγράφει δεν εκπληρώθηκε τελικώς στο μέλλον. Για κάποιο λόγο, που προσωπικά τον θεωρώ αρκετά διεστραμμένο, ένα από τα κριτήρια αξιολόγησης της λογοτεχνίας του είδους αυτού σχετίζεται με την εκπλήρωση της προφητείας. Νομίζω πως οι "προφήτες" δεν γύρευαν την επιβεβαίωση από την πραγματικότητα, την απεύχονταν. Δεν νομίζω δηλαδή ο Όργουελ να χαιρόταν για τον σημερινό κόσμο, για να δώσω ένα παράδειγμα. Υπό αυτό το κριτήριο, λοιπόν, το Crash δεν δικαιώθηκε, γεγονός το οποίο σε καμία περίπτωση δεν υποτιμά την αξία του βιβλίου αυτού, αξία όχι αποκλειστικά λογοτεχνική, αλλά και κοινωνικοπολιτική. Οι αναλογίες του γραμμένου το 1973 μυθιστορήματος με το σήμερα μπορεί να μην είναι προφανείς αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν κιόλας.
Και αν από τη μία πλευρά μπορεί κανείς, στο μυθιστόρημα αυτό, να διακρίνει ένα ακόμα υποκεφάλαιο της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της κατάρριψης των ταμπού και της επαναχάραξης των ορίων της ηδονής, ταυτόχρονα, από την άλλη πλευρά, διακρίνει και μια νέα κατηγορία σωματικώς παραμορφωμένων ανθρώπων, αυτή των μεταατυχηματικών, αξιοθέατα της ταχύτητας και της επιστήμης των υλικών, η συγκόλληση των οποίων προσομοιάζει σε εκείνη των μεταλλικών μερών ενός αυτοκινήτου, σε μια διαδικασία που οδηγεί το ανθρώπινο σε μηχανικό. Η παραμόρφωση ως μια εκδοχή της πλαστικής χειρουργικής.
Το βιβλίο γύρισε σε ταινία ο Κρόνεμπεργκ. Ποιος άλλος; θα αναρωτηθεί κάποιος, και ίσως με το δίκιο του. Θα έβαζα ακόμα μία επιλογή, τον Γάλλο Λεό Καράξ, επιλογή ίσως προφανής. Αλλά αν ήταν πραγματικά στο χέρι μου, πιστεύω πως θα ήθελα να δω τον Καρ Βάι να γυρίζει σε ταινία αυτό το βιβλίο, ίσως για να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η αντίστιξη, ίσως γιατί εκείνος θα κατάφερνε να αναδείξει τον ερωτισμό, να κάνει την ταινία ακόμα πιο προκλητική λόγω της ικανότητάς του να υπονοεί τον πόθο, χωρίς να χρειάζεται να δείξει πολλά.
Ο Κρόνεμπεργκ ενώνει τον Μπάλαρντ με τον ΝτεΛίλλο, καθώς μετέφερε στον κινηματογράφο μυθιστορήματα και των δύο. Και ο ΝτεΛίλλο είναι ό,τι πιο κοντινό στον Μπάλαρντ μπορώ να αναλογιστώ ως προς την αναγνωστική αίσθηση και κυρίως τον έλεγχο πάνω στον χρόνο, την μοναδική αυτή ικανότητα της αραίωσης και πύκνωσης που αυτοί οι δύο συγγραφείς διαθέτουν.
Αναγνωστική εμπειρία.
υ.γ/trivia Ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον Βον, τον μοναδικό ίσως λογοτεχνικό ήρωα που ούτε κατ' ελάχιστο δεν μπόρεσα να μορφοποιήσω κατά την ανάγνωση, στην ταινία του Κρόνεμπεργκ είναι ο ελληνικής καταγωγής Καναδός Elias Koteas.
Μετάφραση Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Κέδρος