Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Crash - J.G. Ballard





Το βιβλίο αυτό υπερβαίνει το δίπολο μου άρεσε/δεν μου άρεσε, στέκει πέρα και πάνω από τα ασφυκτικά του όρια, διερευνά νέες -σχεδόν άγνωστες- συναισθηματικές και λογικές εκτάσεις. Η εναρκτήρια παράγραφος αρκεί για να το πιστοποιήσει αυτό.
Ο Βον σκοτώθηκε χτες, στο τελευταίο του τρακάρισμα. Όσο καιρό ήμασταν φίλοι, είχε προβάρει τον θάνατό του σε πολλαπλές συγκρούσεις αυτοκινήτων, αλλά το χθεσινό ήταν το μοναδικό αληθινό του δυστύχημα. Ενώ οδηγούσε σκοπεύοντας να συγκρουστεί με τη λιμουζίνα της σταρ του σινεμά, το αμάξι του τινάχτηκε πάνω από το κιγκλίδωμα της γέφυρας στην ανισόπεδη διασταύρωση του Αεροδρομίου του Λονδίνου και βυθίστηκε σε ένα λεωφορείο που μετέφερε επιβάτες των αερογραμμών τρυπώντας την οροφή του. Τα τσακισμένα κορμιά των στριμωγμένων ταξιδιωτών κείτονταν ακόμη, σαν αιμορραγία του ήλιου, στο βινύλιο των καθισμάτων όταν κατάφερα μια ώρα αργότερα να φτάσω εκεί περνώντας μέσα από τους εμπειρογνώμονες μηχανικούς της αστυνομίας. Κρατώντας από το μπράτσο τον σοφέρ της λιμουζίνας της, η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Τέιλορ, με την οποία εδώ και τόσους μήνες ονειρευόταν να πεθάνει ο Βον, στεκόταν παράμερα κάτω από τον περιστρεφόμενο φάρο ενός ασθενοφόρου. Καθώς γονάτισα πάνω από το πτώμα του Βον, εκείνη άγγιξε τον λαιμό της με το γαντοφορεμένο χέρι της.

Ο Τζέιμς Μπάλαρντ, αφηγητής της ιστορίας αυτής, θα γνωρίσει τον Βον μετά το ατύχημα του πρώτου. Ο Βον ενδιαφέρεται για αυτοκινητιστικά ατυχήματα, για παραμορφωμένες μάζες αλουμινίου και σάρκας, για σπασμένες κλείδες και θρυμματισμένα τζάμια, για ομοιώματα σωμάτων δοκιμών ασφαλείας (βλ. dummies), φωτογραφίζει τα συντρίμμια, επισκέπτεται νεκροταφεία αυτοκινήτων, αναζητά σε αυτά την ηδονή. Ηδονή που του προκαλούν τα παραμορφωμένα σώματα μέσα σε παραμορφωμένα αμαξώματα, η αδρεναλίνη της ταχύτητας, της πρόσκρουσης, του σεξ, του τραύματος, η ιδιότυπη αυτή χορογραφία που όσο και αν δοκιμάσει κανείς παραμένει ανεπανάληπτη. Η έλξη που ασκεί ο Βον στους γύρω του είναι ισχυρή, ο αφηγητής δεν ξεφεύγει από αυτήν, σχεδόν υπνωτισμένος τον ακολουθεί στις νυχτερινές διαδρομές του.

Το βιβλίο του Μπάλαρντ είναι προκλητικό όχι γιατί προσβάλλει την αιδώ αλλά γιατί κυριολεκτικά προκαλεί τον αναγνώστη σε δύσβατα μονοπάτια, τη στιγμή που αντικρουόμενα συναισθήματα γεννιούνται, συναισθήματα που κυμαίνονται ανάμεσα στην ηδονοβλεψία και τη φρίκη, συναισθήματα που εμφανίζονται συχνά ταυτόχρονα και κυρίως αντιστικτικά. Η χρήση της αντίστιξης είναι κάτι που γενικότερα διέπει το πρωτότυπο αυτό μυθιστόρημα, η ησυχία μετά το ατύχημα που συνήθως περιγράφουν οι εμπλεκόμενοι τη στιγμή που ο θόρυβος ανθρώπων και μηχανών επικρατεί, η ταχύτητα των συγκρουόμενων αυτοκινήτων και των παλλόμενων σωμάτων και η σχεδόν στατική αφήγηση, ο πόνος και η ηδονή σε ένα μυθιστόρημα τόσο εγκεφαλικό, η δημιουργία τόσων συναισθημάτων από ένα κείμενο απολυμασμένο από οποιοδήποτε συναίσθημα.

Αν και το βιβλίο εντάσσεται στην ευρύχωρη και πολυσχιδή λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας, η ερωτική σχέση ανθρώπου αυτοκινήτου που περιγράφει δεν εκπληρώθηκε τελικώς στο μέλλον. Για κάποιο λόγο, που προσωπικά τον θεωρώ αρκετά διεστραμμένο, ένα από τα κριτήρια αξιολόγησης της λογοτεχνίας του είδους αυτού σχετίζεται με την εκπλήρωση της προφητείας. Νομίζω πως οι "προφήτες" δεν γύρευαν την επιβεβαίωση από την πραγματικότητα, την απεύχονταν. Δεν νομίζω δηλαδή ο Όργουελ να χαιρόταν για τον σημερινό κόσμο, για να δώσω ένα παράδειγμα. Υπό αυτό το κριτήριο, λοιπόν, το Crash δεν δικαιώθηκε, γεγονός το οποίο σε καμία περίπτωση δεν υποτιμά την αξία του βιβλίου αυτού, αξία όχι αποκλειστικά λογοτεχνική, αλλά και κοινωνικοπολιτική.  Οι αναλογίες του γραμμένου το 1973 μυθιστορήματος με το σήμερα μπορεί να μην είναι προφανείς αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν κιόλας.

Και αν από τη μία πλευρά μπορεί κανείς, στο μυθιστόρημα αυτό, να διακρίνει ένα ακόμα υποκεφάλαιο της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της κατάρριψης των ταμπού και της επαναχάραξης των ορίων της ηδονής, ταυτόχρονα, από την άλλη πλευρά, διακρίνει και μια νέα κατηγορία σωματικώς παραμορφωμένων ανθρώπων, αυτή των μεταατυχηματικών, αξιοθέατα της ταχύτητας και της επιστήμης των υλικών, η συγκόλληση των οποίων προσομοιάζει σε εκείνη των μεταλλικών μερών ενός αυτοκινήτου, σε μια διαδικασία που οδηγεί το ανθρώπινο σε μηχανικό. Η παραμόρφωση ως μια εκδοχή της πλαστικής χειρουργικής.

Το βιβλίο γύρισε σε ταινία ο Κρόνεμπεργκ. Ποιος άλλος; θα αναρωτηθεί κάποιος, και ίσως με το δίκιο του. Θα έβαζα ακόμα μία επιλογή, τον Γάλλο Λεό Καράξ, επιλογή ίσως προφανής. Αλλά αν ήταν πραγματικά στο χέρι μου, πιστεύω πως θα ήθελα να δω τον Καρ Βάι να γυρίζει σε ταινία αυτό το βιβλίο, ίσως για να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η αντίστιξη, ίσως γιατί εκείνος θα κατάφερνε να αναδείξει τον ερωτισμό, να κάνει την ταινία ακόμα πιο προκλητική λόγω της ικανότητάς του να υπονοεί τον πόθο, χωρίς να χρειάζεται να δείξει πολλά.

Ο Κρόνεμπεργκ ενώνει τον Μπάλαρντ με τον ΝτεΛίλλο, καθώς μετέφερε στον κινηματογράφο μυθιστορήματα και των δύο. Και ο ΝτεΛίλλο είναι ό,τι πιο κοντινό στον Μπάλαρντ μπορώ να αναλογιστώ ως προς την αναγνωστική αίσθηση και κυρίως τον έλεγχο πάνω στον χρόνο, την μοναδική αυτή ικανότητα της αραίωσης και πύκνωσης που αυτοί οι δύο συγγραφείς διαθέτουν.

Αναγνωστική εμπειρία.


υ.γ/trivia Ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον Βον, τον μοναδικό ίσως λογοτεχνικό ήρωα που ούτε κατ' ελάχιστο δεν μπόρεσα να μορφοποιήσω κατά την ανάγνωση, στην ταινία του Κρόνεμπεργκ είναι ο ελληνικής καταγωγής Καναδός Elias Koteas.

Μετάφραση Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Κέδρος          

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Zero K - Don DeLillo



Όλοι θέλουν δικό τους το τέλος του κόσμου.
Αυτό είπε ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στην τζαμαρία του γραφείου του στη Νέα Υόρκη -διαχείριση ιδιωτικού πλούτου, οικογενειακά καταπιστεύματα, αναδυόμενες αγορές. Μοιραζόμασταν μια σπάνια στιγμή στον χρόνο, περισυλλογής, και τη στιγμή συμπλήρωναν τα επώνυμα γυαλιά ηλίου του, που έφερναν τη νύχτα απ' έξω μέσα. Περιεργάστηκα τα έργα τέχνης στο δωμάτιο, ποικιλοτρόπως αφηρημένα, και άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι η παρατεταμένη σιωπή που ακολούθησε τα λόγια του δεν οφειλόταν σε κανέναν απ' τους δυο μας. Ο νους μου πήγε στη γυναίκα του, τη δεύτερη, την αρχαιολόγο, που το μυαλό και το ασθενικό κορμί της θα άρχιζαν σύντομα, την προγραμματισμένη ώρα, να γλιστρούν στο κενό.
Και κυρίως, αυτό που όλοι θέλουν είναι να ορίσουν εκείνοι το δικό τους τέλος, να αντισταθούν στις επιταγές της μοίρας και της συγκυρίας. Είναι ο τρόπος του Ρος Λόκχαρτ, πατέρα του αφηγητή, να δείξει στην άρρωστη σύντροφό του, διαπρεπή αρχαιολόγο, την αγάπη και την αφοσίωσή του. Χρηματοδοτεί ένα κέντρο έρευνας για το πάγωμα του θανάτου, μέχρι να είναι κατάλληλες οι συνθήκες για την επαναφορά στη ζωή, μακριά από τη φθορά της ασθένειας και τη διαφέντευση του κορμιού από τον πόνο. Ο αφηγητής θα ταξιδέψει, για να συναντήσει τον πατέρα του και τη σύντροφό του στις μυστικές εγκαταστάσεις του κέντρου έρευνας στα βάθη της Ασίας, λίγο πριν εκείνη βρεθεί στο μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, πριν περάσει σε λειτουργία αναμονής.

Παρότι η κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος σε γενικές γραμμές δεν είναι ιδιαιτέρως πρωτότυπη, ο τρόπος με τον οποίο ο ΝτεΛίλλο διαχειρίζεται το αρχικό υλικό της ιδέας του είναι, για ακόμα μια φορά, τουλάχιστον εντυπωσιακός. Και αυτό το κάνει όχι με έναν τρόπο αναμενόμενο, σκαρφιζόμενος διαρκείς ανατροπές και ευφάνταστα ευρήματα δηλαδή, αλλά μέσω της αφήγησης, μέσω της γλώσσας. Γιατί θα πρέπει να επαναληφθεί εδώ πως ο ΝτεΛίλλο είναι ποιητής. Και είναι ποιητής επειδή γνωρίζει ακριβώς τα όρια της γλώσσας. Δεν αρκείται όμως σε αυτά, επιχειρεί να τα διευρύνει, όχι κάνοντας επίδειξη λεξιπλασίας και εξεζητημένου λόγου, αλλά ευρισκόμενος ακριβώς στον αντίποδα αυτών, χρησιμοποιώντας με ακρίβεια τις λέξεις, τοποθετώντας τες αβίαστα σε τάξη, κάνοντας τα πάντα να μοιάζουν απλά και φυσικά, την ώρα που οι εγκεφαλικοί νευρώνες του αναγνώστη διευρύνονται και επανασυντάσσονται. Ο ΝτεΛίλλο κάνει κάτι φοβερό: δεν θέτει ερωτήματα που μας αφορούν, θέτει ερωτήματα που ξεπερνούν τα όρια της αντίληψής μας για τα πράγματα. Με τον τρόπο αυτό, η κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος δεν αναλώνεται σε απλοϊκά ερωτήματα ηθικής, δεν φθείρεται κατά την εξέλιξη της πλοκής, αντιθέτως, εξαπλώνεται, καλύπτοντας κάθε σημείο του μυθιστορήματος. 

Σε έναν κόσμο που διαρκώς επιταχύνει, ο ΝτεΛίλλο, σαν από πείσμα, επιδιώκει την επιβράδυνση του χρόνου, τον συμπυκνώνει και τον αραιώνει κατά βούληση, τον καθιστά κυρίαρχο των πάντων, πανταχού παρόντα, τον αποπροσωποποιεί, ακόμα και όταν τον ονομάζει πρωί ή βράδυ, δημιουργεί αυτό το αίσθημα χρονικού κενού, τη συνεχή στιγμή, οδηγεί τον αναγνώστη να βιώσει πώς θα 'ναι ο χρόνος κατά την αναμονή της επαναφοράς στη ζωή, στο διαρκές τώρα, πώς είναι το πάντα. Το δίπολο θρησκεία-τεχνολογία είναι και σε αυτό το βιβλίο παρόν. Η επιστράτευση της τεχνολογίας για την εκπλήρωση μιας θρησκευτικής υπόσχεσης, όχι όμως μετά τον θάνατο αλλά πριν, η ορθολογική προσέγγιση του θανάτου, η αναβολή μέχρι την οριστική του ματαίωση, ο ολοκληρωτικός θρίαμβος της ελεύθερης βούλησης.

Εδώ η επιστημονική φαντασία αποτελεί απλώς την αφορμή για ένα σχόλιο κοινωνικοπολιτικό. Ο ΝτεΛίλλο, άλλωστε, είναι ένας κατ' εξοχήν πολιτικός συγγραφέας και δεν θα του αρκούσε απλώς ο σχολιασμός της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Ο έλεγχος του τέλους μοιάζει να είναι το τελευταίο οχυρό ταξικής ισότητας, όσο και αν τα χρήματα για τις θεραπείες και την ποιότητα διαβίωσης καθυστερούν το μοιραίο, πρόκειται για μια αναβολή πριν από την τελική και αναπόφευκτη ήττα. Ο Ρος λέει: όλοι θέλουν δικό τους το τέλος του κόσμου. Εννοείται η συνέχεια: μόνο λίγοι, πραγματικά πλούσιοι, θα μπορούσαν να το έχουν. Και ο Ρος το θέλει δικό του, θέλει τον ίδιο να ορίζει. Το ένστικτο της επιβίωσης ατροφεί για κάποιους λίγους, υπόκειται σε γενετική μετάλλαξη από γενιά σε γενιά, η επιβίωση θεωρείται δεδομένη και από μόνη της δεν προσφέρει κάποια ικανοποίηση. Το ένστικτο δίνει τη θέση του στη λαχτάρα για αιωνιότητα, εκεί παίζεται πια το παιχνίδι.

Ο ΝτεΛίλλο δεν παρουσιάζει τον Ρος ως έναν πάμπλουτο διψασμένο απλώς για περισσότερο χρήμα, αλλά ως έναν καλλιεργημένο και συναισθηματικά ζωντανό άνθρωπο, ο οποίος δεν θέλει να χάσει τη σύντροφό του. Είναι και ένα μυθιστόρημα αγάπης αυτό, αγάπης βαθιάς, που οι εραστές αρνούνται στον θάνατο να τους χωρίσει. Είναι και ένα μυθιστόρημα για τη σχέση πατέρα γιου, για την περίπλοκη αυτή σχέση, ιδιαίτερα όταν ο πατέρας έχει εγκαταλείψει κατά το παρελθόν τη μητέρα του γιου του, είναι η στιγμή που ο πατέρας θα εξηγήσει στον γιο του τις αποφάσεις του, σε μια αντιστροφή των ρόλων, σε μια τελική πράξη ενηλικίωσης. Το Zero K είναι πολλά μυθιστορήματα, δεν είναι μόνο ένα, παρότι τριακόσιες σελίδες μόνο, άλλωστε ο ΝτεΛίλλο το έχει ήδη καταφέρει αυτό και σε λιγότερες σελίδες. Καθένας βρίσκει σε αυτό εκείνο που γυρεύει, εκείνο που πραγματικά είναι κατά βάθος. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα απουσίας και της πλέον ελάχιστης συναισθηματικής καθοδήγησης και εκβιασμού, κάτι που επιτείνει την αίσθηση στεγνότητας που αποπνέουν τα μυθιστορήματα του σπουδαίου αυτού Αμερικάνου συγγραφέα, θυμίζοντας πως ο πάγος προκαλεί εγκαύματα.


Μετάφραση Λαμπρινή Κουζέλη
Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας    

            

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Κίρκη - Madeline Miller




Όταν γεννήθηκα, το όνομα γι' αυτό που ήμουν δεν υπήρχε. Με αποκαλούσαν Νύμφη, υποθέτοντας πως θα ήμουν σαν τη μητέρα μου και τις θείες μου και τις χιλιάδες ξαδέρφες μου. Μια που ήμαστε κατώτερες από τις μικρότερες θεότητες, οι δυνάμεις μας ήταν τόσο περιορισμένες που μετά βίας μπορούσαν να εξασφαλίσουν την αιωνιότητά μας. Μιλούσαμε στα ψάρια και στα λουλούδια που φροντίζαμε, καλοπιάναμε τα σύννεφα για να ρίξουν στάλες ή τα κύματα για να μας δώσουν το αλάτι τους. Η λέξη Νύμφη αποτελούσε την αρχή και το τέλος του μέλλοντός μας. Στη γλώσσα μας δεν σημαίνει μόνο θεότητα αλλά και νύφη.
Η Κίρκη ήταν προορισμένη να ζήσει μια αναμενόμενη ζωή στις παρυφές των θεοτήτων, να παντρευτεί, ευχαριστώντας έτσι τον πατέρα της Ήλιο και τη μητέρα της Πέρση, να μην προκαλεί προβλήματα και να μην ανακατεύει τα πράγματα, να κινείται διακριτικά και στο περιθώριο, να αρκείται στο δώρο της αιωνιότητας, να ζήσει δηλαδή όπως έζησαν τόσες Νύμφες πριν από αυτήν. Η Κίρκη όμως ήταν διαφορετική, διεκδίκησε δυνάμεις μεγαλύτερες μέσω της κλίσης της στη μαγεία, ύψωσε ανάστημα και τιμωρήθηκε γι' αυτό, υπήρξε το εξιλαστήριο θύμα, ώστε να κατακάτσει η οργή -ποιου άλλου;- του Δία, εξορίστηκε να ζήσει μόνη της στην Αία, δεν το έβαλε όμως κάτω, διεκδικώντας μέχρι τέλους το δικαίωμα στην ευτυχία με τους δικούς της όρους, με τις δικές της δυνάμεις και αδυναμίες, το δικαίωμα να αποφασίζει η ίδια για την ίδια.

Η Μίλερ, γνωστή από το Τραγούδι του Αχιλλέα, το οποίο επίσης κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα και έχει κιόλας μπει στη λίστα με τα προσεχώς, αποφασίζει σε αυτό το μυθιστόρημα να συνθέσει τα διάσπαρτα κομμάτια της ιστορίας της Κίρκης, που αποτελούν επεισόδια άλλων μύθων, πιο γνωστών, όπως η Οδύσσεια, η Αργοναυτική Εκστρατεία, ο Μινώταυρος, ο Δαίδαλος κτλ. Η Μίλερ χρησιμοποιεί έναν παραμυθένιο τρόπο αφήγησης, κατάλληλο για τη μυθολογία και αρκετά εικονοποιητικό και οικείο για τον αναγνώστη, χωρίς όμως να στερεί καθόλου την αναγκαία αληθοφάνεια από την ιστορία, επιτυγχάνοντας αυτόν τον ακαταμάχητο συνδυασμό για τον οποίο μιλάει ο στίχος: "τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια/αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέμα"

Ναι, είναι ένας μύθος παλιός αυτός της Κίρκης, και όμως οι αναλογίες με τη σημερινή εποχή είναι δυστυχώς εμφανείς. Η Μίλερ με έναν ευφυή τρόπο, σεβόμενη τη μυθολογία για την οποία τη διακατέχει ένα τεράστιο πάθος, συνθέτει την ιστορία της μάγισσας Κίρκης, και επιτυγχάνει να γράψει ένα βιβλίο βαθιά πολιτικό, ένα βιβλίο φεμινιστικό σε μια εποχή που η επίφαση της ισότητας επικρατεί, που ο φεμινισμός εντέχνως παρουσιάζεται ως κάτι παρωχημένο, ως μια αχρείαστη γραφικότητα. Δεν πρόκειται όμως σε καμία περίπτωση για στρατευμένη λογοτεχνία, καθώς η Κίρκη διακρίνεται για τις λογοτεχνικές της αρετές, ένα χορταστικό μυθιστόρημα το οποίο μας υπενθυμίζει διάφορες πτυχές και συνδέσεις της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, της τόσο ευφάνταστης και χωρίς ταμπού μυθολογίας.

Η έλλειψη του ταμπού στην αρχαία μυθολογία, όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια, ο μη περιορισμός ανάμεσα στο τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να πει ο αφηγητής, αυτή η απλή διάκριση ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, τα διευρυμένα όρια ελευθερίας στην έκφραση εντός μύθου, προσφέρουν μια μοναδική αίσθηση στον αναγνώστη, και όλα αυτά συνέβαιναν χιλιάδες χρόνια πριν, τη στιγμή που σήμερα ισχύουν νόμοι προσβολής Θείων και ηθών, που παραστάσεις κατεβαίνουν και συγγραφείς αφορίζονται, σε μια κοινωνία με ολοένα και πιο συντηρητικά ένστικτα καμουφλαρισμένα πίσω από μια δήθεν προοδευτικότητα.

Η μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ αποτυπώνει με ακρίβεια το ύφος της συγγραφέως, μεταφέροντας το βιβλίο στη γλώσσα που γράφτηκε ο μύθος πάνω στον οποίο στηρίζεται, γεγονός που εμπεριέχει, εκτός της γοητείας του, και πλήθος τεχνικών δυσκολιών. Η Κίρκη υπήρξε μια τεράστια αναγνωστική έκπληξη, παρά τις όποιες αρχικές επιφυλάξεις που αφορούσαν το θέμα του βιβλίου. Η αχόρταγη ανάγνωση ενός υπέροχου βιβλίου στάθηκε η αιτία για την επιστροφή σε μια προεφηβική αναγνωστική εποχή, τότε που αχόρταγα διαβάζαμε -κάποιοι από εμάς- τους μύθους αυτούς ξανά και ξανά.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ
Εκδόσεις Διόπτρα          

      

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Το φιλί





Μεταλογοτεχνικό είπα, μελαγχολικό άκουσε. Κάπως έτσι με θέλησε. Για την ακρίβεια όχι εμένα, αλλά το βιβλίο που σκόπευα να γράψω. Τίποτα πιο ερωτικό, μου εκμυστηρεύτηκε αργότερα το ίδιο βράδυ, από το να ξαπλώνεις στο κρεβάτι με συγγραφέα, με ανατριχιάζει η αύρα της μυθοπλαστικής ματιάς στην εμπειρία, εκεί που και η ελάχιστη λεπτομέρεια αναπνέει. Δέχτηκα το σχόλιο ως κομπλιμέντο, χαμογελώντας, σχεδόν ντροπαλά. Φιληθήκαμε ξανά με το πάθος της πρώτης νύχτας. Ήταν μια συζήτηση υποθετική, μέρος του παιχνιδιού. Έτσι, τουλάχιστον, πίστεψα εγώ. Τι βιβλίο θα έγραφες;, με ρώτησε. Ήταν ήδη αργά, το μπαρ σε λίγο θα έκλεινε, ο σερβιτόρος μάς κοίταζε σχεδόν εχθρικά. Τετάρτη βράδυ στο κέντρο της πόλης. Και τι θα κερδίσω αν σου πω;, ρώτησα να μάθω. Ένα φιλί ως υποσχόμενη αμοιβή στάθηκε αρκετό για να με φανταστώ συγγραφέα. Μεταλογοτεχνικό, είπα με σιγουριά. Και εγώ κάπως έτσι το φανταζόμουν, είπε, σκοτεινό και ποιητικό, συμπλήρωσε. Κάποτε, σε μια συνέντευξη για δουλειά, μου είχαν ζητήσει να αναφέρω μία ικανότητά μου. Χρειαζόμουν εκείνη τη δουλειά απεγνωσμένα. Έτσι πίστευα τότε τουλάχιστον. Είχα προετοιμαστεί για την ερώτηση σχετικά με κάποιο μειονέκτημα του χαρακτήρα μου, εκεί που πρέπει να απαντήσεις κάτι εντυπωσιακό, όπως η τελειομανία ή η αυτοθυσία, εγώ ήμουν προετοιμασμένος να απαντήσω με ειλικρίνεια πως δεν με πειράζει να παραδέχομαι την άγνοιά μου, να λέω πως δεν ξέρω, σε μια εποχή που άπαντες άπαντα τα γνωρίζουν, είχα ποντάρει πολλά σε αυτό το σημείο της συνέντευξης. Όμως δεν μου ζήτησαν αυτό. Ήθελαν να ακούσουν για κάποια ικανότητά μου, που δεν είχε θέση στο βιογραφικό σημείωμα. Είπα, ξεχνώντας να κοιτάξω στα μάτια τον συνομιλητή μου, πως είμαι καλός στο να εντοπίζω το σημείο παρανόησης σε μια συζήτηση, τι εννοεί ο ένας και τι καταλαβαίνει ο άλλος δηλαδή, έσπευσα να διευκρινίσω. Ο υπεύθυνος δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται. Δεν θα μάθω ποτέ αν αυτή η απάντηση ήταν η αιτία της απόρριψής μου. Αμέσως μόλις μίλησε, κατάλαβα πως είχε ακούσει μελαγχολικό. Δεν είπα τίποτα. Χρειαζόμουν εκείνο το φιλί απεγνωσμένα. Έτσι πίστευα τότε τουλάχιστον.      

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Μετάβαση - Rachel Cusk




Μια αστρολόγος μου έστειλε ένα email, είχε, λέει, σημαντικά νέα να μου ανακοινώσει σχετικά με το άμεσο μέλλον μου. Έβλεπε πράγματα που εγώ δεν μπορούσα να δω: τα προσωπικά μου στοιχεία είχαν περιέλθει στην κατοχή της, δίνοντάς της τη δυνατότητα να μελετήσει τους πλανήτες για λογαριασμό μου. Ήθελε να μ' ενημερώσει ότι στο γενέθλιο χάρτη μου αναμενόταν σύντομα μια σημαντική μετάβαση.
Διαβάζοντας το Περίγραμμα, το πρώτο βιβλίο της τριλογίας της Κασκ, σκεφτόμουνα πως η Φαίη λειτουργεί κυρίως ως παρατηρήτρια, αφήνοντας να αποκαλυφθεί για εκείνη αυτό στο οποίο ο τίτλος εύστοχα αναφέρεται, και που για κάποιο λόγο, παρότι άσχετο εντελώς με την υπόθεση, συνειρμικά εξακολουθεί να μου φέρνει στον νου το ανθρώπινο περίγραμμα στην άσφαλτο ή στο πεζοδρόμιο μετά από το έγκλημα. Στη Μετάβαση, όχι ακριβώς αντίθετα, αλλά μάλλον συνεκδοχικά, η Φαίη, έστω και έμμεσα, αναφέρει περισσότερα στοιχεία για εκείνη, επιτρέποντας στον αναγνώστη να σχηματίσει μια, φαινομενικά τουλάχιστον, πιο ακριβή εικόνα για τον χαρακτήρα της, για τον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται με τους άξονες της καθημερινότητάς της, τα παιδιά της και τη δουλειά της για παράδειγμα, το πώς βλέπει η ίδια καταστάσεις όπως η φιλία ή το φλερτ, πώς διαχειρίζεται κοινωνικές σχέσεις όπως οι ενοχλητικοί γείτονες ή το συνεργείο που έχει αναλάβει την ανακαίνιση του σπιτιού της.

Η Φαίη που στο Περίγραμμα έμενε σ' ένα Airbnb κατά τη μηνιαία παραμονή της στην Αθήνα, επιστρέφοντας στο Λονδίνο αποφασίζει να αγοράσει ένα σπίτι, απόφαση που κατέχει οργανική θέση στη Μετάβαση, και όχι απλώς και μόνο σημειολογικά. Πράξη αυτονομίας και περαιτέρω ενηλικίωσης, πράξη με όρους όχι μόνο αισθητικούς και πρακτικούς αλλά και χρηματοοικονομικούς, μια κατάσταση που εμπεριέχει την έννοια της μονιμότητας. Προφανώς για όλα αυτά ο μέλλοντας χρόνος μάλλον θα γελάει με την αφέλεια κάποιου που σήμερα σκέφτεται με όρους μονιμότητας και σταθερότητας, αλλά η αίσθηση είναι παρούσα στο τώρα, ασχέτως του πώς θα εξελιχθούν τελικά τα πράγματα. Αυτή η αίσθηση, αυτή η μετάβαση της Φαίη προς κάτι καινούριο, προς κάτι διαφορετικό, τα πράγματα που πρέπει να κανονίσει, οι λεπτομέρειες και οι ανατροπές των χρονοδιαγραμμάτων, ενώ παράλληλα η καθημερινότητα κινείται με τους ίδιους γνωστούς, καθόλου υπομονετικούς, ρυθμούς, με τα δικά της απρόοπτα, είναι ο πυρήνας αυτού του βιβλίου, αυτής της περιόδου της ζωής της Φαίη.

Μια αμφιθυμία με διακατέχει, αμφιθυμία που σε αυτό το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας οξύνθηκε. Κι ενώ μου είναι εύκολο να απαριθμήσω τα όσα μου αρέσουν και με έλκουν στη γραφή της Κασκ, ο τρόπος με τον οποίο παρατηρεί τα πράγματα, η λογοτεχνικότητα με την οποία καταγράφει την καθημερινότητα της Φαίη, η αίσθηση πως όλο αυτό αφορά το τώρα, για να απαριθμήσω κάποια από αυτά, δεν ισχύει το ίδιο όταν επιχειρώ να διακρίνω τι είναι εκείνο που με ενοχλεί, εκείνο το χαλικάκι που εμποδίζει το αναγνωστικό βάδισμα. Πρώτη στη λίστα των πιθανών οχλήσεων βρίσκεται η απόσταση ανάμεσα στην αφηγήτρια και στη ζωή της, αυτό το κενό μεταξύ γραφής και ζωής, αυτή η συναισθηματική αποστασιοποίηση, το παγωμένο βλέμμα της παρατηρήτριας, που μοιάζει να παρακολουθεί από κάπου ψηλά τη ζωή της και να αναμεταδίδει, σχολιάζοντας παράλληλα, τα συμβάντα. Όμως αυτό είναι που προσδίδει την απαραίτητη λογοτεχνικότητα στο κείμενο, εκείνο που το απομακρύνει από ένα απλό ημερολόγιο χωρίς αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ίσως λοιπόν με ενοχλεί  η ίδια η αφηγήτρια, ο τρόπος της, ίσως αυτή η απόσταση να αποτρέπει τόσο την ταύτιση μαζί της όσο και την ενσυναίσθηση, και όμως δεν μπόρεσα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου, δεν μπορώ να περιμένω να διαβάσω τη συνέχεια. Δεύτερη στη λίστα έρχεται η αληθοφάνεια, η αυτοβιογραφική χροιά, η επινοημένη περσόνα πίσω από την οποία θα κρυφτεί η συγγραφέας. Η αίσθηση πως αυτό που διακυβεύεται έχει συμβεί στην πραγματικότητα, αίσθηση γνώριμη στους αναγνώστες λογοτεχνίας, εδώ είναι πιο έντονη, αποτελώντας σχεδόν βεβαιότητα. Η τρίτη εξήγηση είναι μια πιθανή υποσυνείδητη -ανεξήγητη έστω- αμφιβολία σχετικά με τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου, με το ίχνος που αυτή η ανάγνωση είναι ικανή να αφήσει πίσω της αφού γυρίσει η τελευταία σελίδα και το βιβλίο πάρει τη θέση του στη βιβλιοθήκη.

Δεν ξέρω αν έχει νόημα η περισυλλογή αυτή, δεν ξέρω αν μπορεί κανείς με λογικομαθηματικά βήματα να καταλήξει σε ένα ναι ή σε ένα όχι, στέρεο και απόλυτο χωρίς ναι μεν, αλλά. Εκείνο για το οποίο είμαι σίγουρος όμως είναι πως δεν υπάρχει χειρότερος χαρακτηρισμός για ένα μυθιστόρημα -στην προκειμένη περίπτωση- από το αδιάφορο. Αντίθετα, ένα μυθιστόρημα το οποίο προκαλεί τόσο έντονα συναισθήματα, ιδιαίτερα όταν αυτά διακρίνονται από τη δυναμική της ευθείας αντίθεσης, τότε σίγουρα κάτι καλό έχει κάνει η συγγραφέας.


υγ. Περισσότερα για το Περίγραμμα, το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, εδώ.


Μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου
Εκδόσεις Gutenberg   

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Graffiti Palace - A.G. Lombardo




Αγαπητή Κάρμαν,
Ανησυχείς πολύ για μένα, όμως κάνω ό,τι μπορώ για να επιστρέψω κοντά σου. Είσαι μια χορεύτρια, ξέρεις πώς να τους ξεγλιστρήσεις, τροφοδότησε τα άπληστα συναισθήματά τους, ποτέ μην τους αφήνεις πολύ κοντά ή μην τους κρατάς πολύ μακριά. Κάθε φορά που περπατώ αυτούς τους δρόμους, η πόλη για μένα γίνεται πιο ζωντανή... ένας ζωντανός οργανισμός σε συνεχή αλλαγή, υπερβολικά μεγάλος για να τον συλλάβει οποιοσδήποτε νους. Εμφανίζονται μανιφέστα ψεκασμένα με σπρέι και κρυφές εικόνες και σύμβολα, εξαφανίζονται, μεταμορφώνονται, επανεμφανίζονται σαν φανταστικά οράματα σε μια σιδερένια και συμπαγή ζούγκλα. Αλλάζουν τα νοήματά τους, ή μήπως εγώ αλλάζω καθώς προσπαθώ να τα δω και να τα καταλάβω;
Ο Αμέρικο Μονκ προσπαθεί να γυρίσει σπίτι του, εκεί που τον περιμένει η Κάρμαν, η έγκυος κοπέλα του, τη στιγμή που στην πόλη του Λος Άντζελες μαίνονται εκτεταμένες ταραχές, ολοένα αυξανόμενης έντασης, σε διάφορες υποβαθμισμένες γειτονιές, των οποίων οι κάτοικοι έχουν ξεσηκωθεί απαιτώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και ίσα δικαιώματα. Η αστυνομία μοιάζει ανεπαρκής να καταστείλει την εξέγερση, και καλείται ο στρατός να αναλάβει δράση. Είναι Αύγουστος του 1965. 

Το κυρίως εύρημα του Λομπάρντο, στο αρκετά φιλόδοξο πρώτο του μυθιστόρημα, Graffiti Palace, έγκειται στο πάθος του Μονκ για την καταγραφή των γκράφιτι της πόλης. Ο Μονκ έχει πάντοτε μαζί του το τετράδιο του, στο οποίο αποτυπώνει τα σχέδια, καταγράφει τις ταγκιές (υπογραφές των καλλιτεχνών), αποκωδικοποιεί τα μηνύματα των συμμοριών, χαρτογραφεί τα όρια επιρροής τους, διακρίνει μια μορφή τέχνης να αναδύεται, τέχνη με ξεκάθαρα πολιτικά μηνύματα, με καλλιτέχνες ακτιβιστές να παρεμβαίνουν στη σημειολογία της πόλης, στις διαφημίσεις και στον δημόσιο λόγο. Ο Μονκ καταλαβαίνει τη γλώσσα που μιλάει η πόλη, αναγνωρίζει τα σημάδια, τις κακοτοπιές, δεν φοβάται. Προσπαθεί να διανύσει με τα πόδια την τεράστια απόσταση που τον χωρίζει από το σπίτι του, κοιτάζοντας να αποφεύγει τα αστυνομικά μπλόκα και τις εστίες έντασης, μη σταματώντας στιγμή να ενημερώνει το τετράδιο του με νέα σημάδια και σχέδια. Ένας φλανέρ που κρατάει το αρχείο της πόλης. Έτσι ο παραλληλισμός με την Οδύσσεια καθίσταται προφανής, οι αναλογίες στα κεφάλαια επίσης έχουν μια χαλαρή σύνδεση με τα έπη του ομηρικού έργου. Αναγνωρίζει κανείς την κάθοδο στον κάτω κόσμο, το νησί της Κίρκης και της Καλυψώς, τους Μνηστήρες μεταξύ άλλων. Ο Μονκ αποτελεί τον ιχνηλάτη του συγγραφέα, που διασχίζει εκείνο το εξαήμερο των ταραχών που συγκλόνισε το Λος Άντζελες τον Αύγουστο του 1965, καταγράφοντας τα πάντα που αντικρίζει, παρατηρώντας προσεχτικά ακόμα και την ελάχιστη αλλαγή, ο αυτόπτης μάρτυρας της ιστορίας.

Χαρακτήρισα εξ αρχής ήδη το εγχείρημα του Λομπάρντο φιλόδοξο, και το χαρακτήρισα έτσι για τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να διηγηθεί την ιστορία εκείνου του εξαήμερου των ταραχών, την οπτική γωνία της αφήγησης μέσω της περιπλάνησης του Μονκ, τον συσχετισμό με την Οδύσσεια αλλά και τον φόρο τιμής στον Τζόις, την επιθυμία του να παραδώσει ένα πυκνογραμμένο και πολυδιάστατο μυθιστόρημα, την ένταξη του γκράφιτι σε αυτό ως αναπόσπαστο μέρος της αστικής κουλτούρας, και όλα αυτά χωρίς να αδιαφορεί για την διακριτή πλοκή και την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά και για τη λογοτεχνικότητα του κειμένου, ρισκάροντας να δώσει έναν ποιητικό, συχνά ελεγειακό τόνο, στην αφήγηση, που όμως, χωνεμένος καθώς είναι καλά, όχι μόνο δεν ξενίζει αλλά γοητεύει τον αναγνώστη, μετά τις πρώτες αναγνωριστικές του ύφους σελίδες. 

Ο Λομπάρντο δεν ήθελε να γράψει απλώς ένα βιβλίο για τις φυλετικές ταραχές στο Λος Άντζελες, μια απλή καταγραφή των γεγονότων, τέτοια βιβλία άλλωστε υπάρχουν αρκετά, ο Λομπάρντο θέλησε να γράψει λογοτεχνία υψηλού επιπέδου, ξεκάθαρα πολιτική, θέτοντας τον πήχη πολύ ψηλά, υπογράφοντας τελικά ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο, που πέρασε μάλλον απαρατήρητο στη χώρα μας, τουλάχιστον ως τώρα. 

Μια λεπτομέρεια, που αξίζει πιστεύω να σημειωθεί, αποτελεί η συγγένεια του Graffiti Palace με ένα ελληνικό μυθιστόρημα, τους Δενδρίτες, της Κάλλιας Παπαδάκη, η οποία υπογράφει και τη μετάφραση του απαιτητικού στη γλωσσική μεταφορά βιβλίου του Λομπάρντο.

Ένα ακόμα βιβλίο με σκηνικό τα ταραγμένα προάστια του Λος Άντζελες της δεκαετίας του '70, διαφορετικού βέβαια στυλ, αλλά που πολύ είχα ευχαριστηθεί την ανάγνωσή του, είναι το μυθιστόρημα του αφροαμερικανού Γουόλτερ Μόσλυ, Little Scarlet.

Μετάφραση Κάλλια Παπαδάκη
Εκδόσεις Μεταίχμιο 
  

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

Περί της καθαρότητας των βιβλίων





Συνειδητοποίησα μόλις πρόσφατα, μια μέρα ξαφνικά, έτσι όπως γίνονται τέτοιο είδους συνειδητοποιήσεις άλλωστε, την ώρα που περπατούσα γυρίζοντας σπίτι και ενώ το βήμα μου άνοιγε μπροστά στη θέα της επικείμενης καταιγίδας, πως ο πραγματικός λόγος, για τον οποίο δεν σημειώνω και δεν υπογραμμίζω τα βιβλία, δεν είναι άλλος παρά μια -ακόμα- απόπειρα ελέγχου του μέλλοντος, μια ακόμα απεγνωσμένη και εκ προοιμίου χαμένη μάχη. Σε αυτό το μέλλον που σχεδιάζω, μακρύ και πρόσφορο καθώς θα 'ναι, θα επιστρέφω διαρκώς στα βιβλία εκείνα με τα οποία θα έχουν μείνει ανοιχτοί οι λογαριασμοί. Συνειδητοποίησα λοιπόν πως οι υπογραμμίσεις ή οι σημειώσεις στο περιθώριο των βιβλίων -ακόμα και οι δικές μας, για να μην πω κυρίως αυτές- υπονομεύουν τις επόμενες αναγνώσεις, καθορίζουν για πάντα το σημαντικό, αφού, αν και μπορούμε να υπογραμμίσουμε ή να σημειώσουμε κάτι διαφορετικό, είναι μάλλον δύσκολο να αφαιρέσουμε τα γραπτά σημάδια της τότε ανάγνωσης. Για να εξακριβώσω την ορθότητα της σκέψης μου αυτής αναρωτήθηκα αν θα διάβαζα τις σημειώσεις μιας παλαιότερης ανάγνωσης εν όψει μιας νέας. Η απάντηση ήταν ξεκάθαρη: όχι. Και δεν θα το έκανα αυτό για τον πιο απλό απ' όλους τους λόγους που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, γιατί δεν θα ήθελα ο παλιός μου εαυτός να προκαταβάλει τον τωρινό, γιατί θα ήθελα, όσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό, η μεταγενέστερη ανάγνωση να προσομοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο στην πρώτη εκείνη διέλευση του ποταμού. 

Εδώ και λίγα χρόνια, η επιθυμία για αναγνωστική επιστροφή γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Η επιθυμία για αναμέτρηση με τον νεαρό μας εαυτό είναι σημάδι περάσματος στην αχαρτογράφητη και χωρίς ξεκάθαρα σύνορα περιοχή της μέσης ηλικίας. Η αναμέτρηση αυτή έχει διάφορες αφορμές, περισσότερο ή λιγότερο εμφανείς, άκρως υποκειμενικές και ξεχωριστές για τον καθένα μας. Κάποιοι δεν νιώθουν -ή έτσι ισχυρίζονται τουλάχιστον- την ανάγκη για αναμέτρηση, κάποιοι άλλοι δεν μπορούν -ή έτσι πιστεύουν τουλάχιστον- να επιβιώσουν έξω από αυτή την αρένα. Κάποτε πίστευα πως αυτή η συγκριτική αναμέτρηση με το παρελθόν είχε ως αποκλειστικό διακύβευμα την εξέλιξη, το περιβόητο προχώρημα προς τα εμπρός. Τώρα πια δεν είμαι σίγουρος πως αυτό είναι το μόνο επιδιωκόμενο. Και όσο περισσότερο φλερτάρω με την έννοια της απομάγευσης τόσο λιγότερο σίγουρος νιώθω για το ζητούμενο της αναμέτρησης. Είναι η στιγμή που προσπαθώ να σταθώ κάπου ανάμεσα στη συντήρηση, που φέρνει η ηλικία, και στη λάμψη του παρελθόντος, που κομίζει η λήθη. Η ανάγκη για επιστροφή στο παρελθόν είναι μια κρυψώνα από το παρόν, μια πιο φιλόξενη αίθουσα αναμονής για το μέλλον, φιλόξενη όπως το σπίτι των δικών μας, που κάποια στιγμή σε αναγκάζει να κλείσεις την πόρτα πίσω σου.     

Και όλα αυτά τα λόγια, για να πω απλώς πως δεν σημειώνω και δεν υπογραμμίζω στα βιβλία. Για να αφήσω να εννοηθεί πως κρατώ αναλυτικές σημειώσεις αρχειοθετημένες έντυπα και ψηφιακά. Δεν είναι πρωτότυπο η συζήτηση περί ανάγνωσης να είναι μια απλή αφορμή για έναν μονόλογο προσωπικό, άλλωστε στα βιβλία των άλλων πράγματα δικά μας γυρεύουμε. Και μπορεί τίποτα από τα παραπάνω να μην ισχύει, να είναι όλα αυτά θεωρητικές φιλοφρονήσεις προς εαυτόν, και οι άσπιλες σελίδες να είναι αποτέλεσμα ενός απλού, κοινότατου ψυχαναγκασμού.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

Ιστορία της βίας - Édouard Louis




Δεν είχε ξημερώσει ακόμα εντελώς. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ήμουν μόνος, σκουντούφλαγα, λίγα βήματα είχα να κάνω, κι όμως η βιασύνη με έκανε να τα μετράω: Καμιά πενηνταριά βήματα ακόμα, προχώρα, καμιά εικοσαριά βήματα ακόμα κι έφτασες. Επιτάχυνα. Και σκεφτόμουν - ανυπομονούσα να έρθει το μέλλον που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα μετέθετε, θα τοποθετούσε, θα περιόριζε αυτή τη σκηνή στο παρελθόν: Σε μια βδομάδα θα λες: Έχει περάσει ήδη μια βδομάδα από τότε, άντε, και σ' ένα χρόνο θα λες: Έχει περάσει ήδη ένας χρόνος από τότε.
Η κουλτούρα του βιασμού δεν γνωρίζει φύλο. Η μοναξιά του θύματος σχεδόν απόλυτη. Η κοινωνία ξέρει: κάτι θα έκανες και συ του λόγου σου, τα ήθελε και σένα ο κώλος σου, τέτοια ώρα μόνη να γυρνάς, σε τέτοια μέρη να συχνάζεις, εσείς οι γκέι όλο το σεξ έχετε στο μυαλό σας, σίγουρα θα σου άρεσε, ποιος ξέρει τι θα φορούσες. Η κατάθεση στις αρχές, οι ερωτήσεις των γιατρών, το οικογενειακό βάρος, το ψιθύρισμα στους φίλους, οι βραδινοί εφιάλτες, το τρίψιμο του δέρματος κάτω από το καυτό νερό, τα αλμυρά δάκρυα, η κομμένη ανάσα, η αίσθηση της βρωμιάς, η υποψία ενοχής. Η επιστροφή της ανάμνησης, τα κενά της μνήμης, η ανασύνθεση της φρίκης, η ανακολουθία των γεγονότων. Κι όσο μιλάει κανείς για κάτι τρομερό, τόσο εκείνο φαντάζει ολοένα και πιο μακρινό, πιο αχνό, πιο ψεύτικο. Κι όσο μιλάει κανείς για κάτι τρομερό, τόσο οι λέξεις αφήνουν μέσα του ένα κενό, μια μαύρη τρύπα, που ολοένα μεγαλώνει, απειλώντας να τον καταπιεί. Η ευχή να έρθει το μέλλον η μόνη παρηγοριά, μια παλιά, πολύ παλιά ανάμνηση να γίνει, ένας εφιάλτης που πέρασε και πάει.

Έχοντας διαβάσει το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ φοβόμουν την ύπαρξη μιας μανιέρας παρόμοιας και στην Ιστορία της βίας, επανάληψη αφηγηματική μιας ιστορίας διαφορετικής. Εκείνη η πρώτη νουβέλα του Λουί δεν έφερε σίγουρα κάποια αφηγηματική καινοτομία, της αρκούσε η δυναμική της ιστορίας, του βιώματος, η αλήθεια που είχε να διηγηθεί, το σφίξιμο στο στομάχι, η λύτρωση της φυγής προς μια νέα ζωή. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι πανάκεια, δεν λειτουργεί πάντα και παντού, απέχει αρκετά από το να δικαιολογηθεί ως προσωπικό ύφος και στυλ. Αυτή την επιφύλαξη κυρίως είχα. Επιφύλαξη που διαψεύστηκε πανηγυρικά. Η έλξη που ασκεί η Ιστορία της βίας στον αναγνώστη οφείλεται πρωτίστως στην πυρετώδη εναλλαγή των δύο αφηγηματικών φωνών, που ανασυνθέτουν την ιστορία λίγο λίγο, προσθέτοντας γεγονότα του παρελθόντος, στερεότυπα, φοβίες, ανασφάλειες, τύψεις, και -άχρηστες- λογικές εξηγήσεις ανάμεσα σε άλλα. Στη μία φωνή η αδερφή του, στο σπίτι της οποίας ζήτησε καταφύγιο ο ήρωας, στο χωριό των παιδικών του χρόνων. Είναι απίστευτο πως γυρεύει κανείς την οικογένεια, παρά το παρελθόν, την οικογένεια που από απόσταση μοιάζει ως η πλέον ακατάλληλη για καταφυγή, και όμως, εκεί καταφεύγουμε οι περισσότεροι. Η αδερφή του διηγείται στον άντρα της την ιστορία αυτή, όπως της την αφηγήθηκε το θύμα, όπως εκείνος επέλεξε και κατάφερε να τη διηγηθεί, αφηγείται την ιστορία αυτή σχολιάζοντας και κάνοντας παρεκβάσεις που η ίδια πιστεύει πως θα δώσουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα στον άντρα της, που δεν τον γνωρίζει τόσο καλά, όχι πως εκείνη βέβαια τον γνωρίζει καλύτερα παρά τη βεβαιότητα που τη διακρίνει, βεβαιότητα που χαρακτηρίζει συχνά τους ανθρώπους. Και στην άλλη φωνή ο αφηγητής, σε πρώτο πρόσωπο, διευκρινίζοντας τα λόγια της αδερφής του, διορθώνοντας τα λάθη και τις παραλείψεις της, προσπαθώντας να δικαιολογήσει λόγια, σκέψεις και καταστάσεις, προσπαθώντας να δώσει εξήγηση στα κίνητρα εκείνου του τύπου, να αντισταθεί στην εύκολη καταφυγή στην ξενοφοβία. Οι φωνές μπερδεύονται υπέροχα, ο αναγνώστης συχνά δεν ξέρει ποιος από τους δυο μιλάει. Μέσω της αδερφής αποτυπώνεται με πειστικότητα ο κοντινός άνθρωπος του καθενός, ο τεχνικά κοντινός, εκείνος που για κάθε ένα χάδι θα έχει και ένα προτεταμένο δάχτυλο, για κάθε δικαιολογία και μια κατηγορία, για κάθε "δεν πειράζει" ένα "το ήξερα εγώ" ή ένα "του τα έλεγα εγώ".

Βέβαια, αυτή η τεχνική θα έστεκε ως ένα απλό κατασκεύασμα χωρίς περιεχόμενο αν δεν υπήρχε η ιστορία αυτή, αν δεν υπήρχε όλος αυτός ο τρόμος και ο πόνος για να γεμίσουν το καλούπι ασφυκτικά, για να εντείνουν τη δίνη της εναλλαγής των φωνών, για να οδηγήσουν στην κορύφωση. Η λογοτεχνία του Λουί είναι μια λογοτεχνία που ουρλιάζει, μια λογοτεχνία άκρως πολιτική και όχι απλώς χαριτωμένη, μια λογοτεχνία που αναζητά χώρο για να εκφραστεί, για να πολεμήσει με τα στερεότυπα, όχι μόνο των άλλων αλλά και με τα δικά της. Η γκέι λογοτεχνία, που ακόμα θεωρείται περιθωριακή στη χώρα μας, που ακόμα και ως αναφορά προκαλεί αμήχανα γελάκια και σεξιστικά σχόλια, δεν είναι ένα σημερινό φαινόμενο, είναι εξέλιξη της λογοτεχνίας των καταπιεσμένων, συγγενεύει με τη φεμινιστική, τη μεταποικιοκρατική και την οικολογική λογοτεχνία. Συνομιλεί με το σήμερα και έχει να κάνει με το δικαίωμα του καθενός στην αυτοδιάθεση του δικού του σώματος, στην ελευθερία των επιλογών και στην ισότητα απέναντι στον νόμο. Με το δικαίωμα του καθενός να περπατάει στο κέντρο της πόλης και να μην πέφτει θύμα λιντσαρίσματος στον δρόμο για το σπίτι, να μην κείτεται νεκρός μέσα στα αίματα γιατί κάποιοι "κανονικοί" ενοχλήθηκαν από την εμφάνισή του. Η ιστορία της βίας δεν βρίσκεται κάπου αλλού, δεν είναι φανταστική, δεν είναι ξένη. Η ιστορία της βίας λαμβάνει χώρα δίπλα μας.

υγ Να διαβάσετε το Δωμάτιο του Τζοβάνι του Μπάλντουιν, το Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα της Δημητρακάκη, να δείτε το Σκότωσα τη μητέρα μου του Ντολάν.

Μετάφραση Στέλα Ζουμπουλάκη
Εκδόσεις αντίποδες