Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

Πρόσωπα σε απόγνωση - Paula Fox

Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος που το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε στα ελληνικά, με την άκρως υμνητική εισαγωγή του Τζόναθαν Φράνζεν να το συνοδεύει. Αφού ανεβοκατέβηκε στη στοίβα με τα προς ανάγνωση, έφτασε η στιγμή του, διόλου τυχαία σε μια εποχή που γυροφέρνω την ιδέα να επανέλθω, μετά από χρόνια ολόκληρα, στη φιλμογραφία του Μπέργκμαν. Άργησε γιατί δεν είναι απλό να νιώσει κανείς συναισθηματικά έτοιμος για μια ιστορία όπως αυτή που το οπισθόφυλλο περιγράφει και ο τίτλος υπογραμμίζει, ένα δράμα με ένα ζευγάρι σε κρίση παρότι —φαινομενικά— όλα μοιάζουν να βαίνουν καλώς, μια ιστορία γνώριμη, όχι μόνο λογοτεχνικά. Και δεν είναι απλό, γιατί ο κίνδυνος να αντικρίσεις κάποια ρωγμή στη δική σου ζωή παραμονεύει στη γωνία του δωματίου των Μπέντγουντ.

Δεκαετία τού εξήντα, ο Ότο και η Σόφη Μπέντγουντ ζουν στο Μπρούκλιν, είναι μορφωμένοι και ευκατάστατοι, έχουν μόλις ανακαινίσει το σπίτι τους. Η εποχή που σκέφτονταν να αποκτήσουν παιδί έχει παρέλθει προ πολλού. Εκείνος δουλεύει ως δικηγόρος, έχει τη δική του εταιρεία, εκείνη σποραδικά μεταφράζει από τα γαλλικά. Κάνουν μια καλή ζωή, έντονα κοινωνική, χωρίς στερήσεις και άγχη, απολαμβάνουν τα προνόμια τους. Ένα —φαινομενικά— απλό συμβάν έρχεται να ταρακουνήσει την ήρεμη επιφάνεια των πραγμάτων. Μια αδέσποτη γάτα, που συχνάζει στην κοινόχρηστη πίσω αυλή και η Σόφη με αγάπη φροντίζει, τη δαγκώνει. Καθυστερεί να πει στον Ότο τι συνέβη, νιώθει μια ενοχή, έναν φόβο παιδικό. Έτσι ξεκινάει η ιστορία αυτή, από αυτό το μικρό, ελάχιστο γεγονός. Μια ανεπαίσθητη δόνηση έρχεται να ταρακουνήσει συθέμελα ένα ολόκληρο οικοδόμημα.

Η ιστορία λαμβάνει χώρα σε ένα διάστημα λίγων ημερών. Το δάγκωμα της γάτας, ο φόβος για μια πιθανή μόλυνση, η αμφιθυμία της Σόφη σχετικά με το αν χρειάζεται ή όχι ιατρική φροντίδα, η εναλλαγή των συναισθημάτων του Ότο από την αυστηρότητα στη φροντίδα και πάλι πίσω, μαζί με μια σειρά από μικροσυμβάντα της καθημερινότητας συνθέτουν τον καμβά της ζωής των Μπέντγουντ. Η επιμονή της Φοξ στο ελάχιστο έρχεται να αναδείξει τη σπουδαιότητα της λεπτομέρειας, των μικρών πραγμάτων. Το ελάχιστο ρήγμα που προσφέρει απλόχερα διέξοδο στο υγρό που κοχλάζει κάτω από την επιφάνεια. Δεν είναι τυχαία η επιλογή ενός επιτυχημένου ζευγαριού, που η ζωή του κυλάει άκοπα, που ο αγώνας για τα πιο απλά πράγματα δεν μακιγιάρει τις πιο μύχιες σκέψεις και δεν βαραίνει τα βλέφαρα. Και όμως το συναίσθημα δεν υπακούει στη θετική αποτίμηση των πραγμάτων με βάση τη λογική, η αποτυχία δεν αποτυπώνεται πάντοτε με νούμερα και λόγια.

Η Φοξ, με οξυδέρκεια και υπομονή, πλησιάζει και παρατηρεί τους Μπέντγουντ, ενώ χρησιμοποιεί έναν παντογνώστη αφηγητή που προσέρχεται χωρίς διάθεση να κρίνει, ούτε όμως και να κατανοήσει. Διατηρεί την απαραίτητη απόσταση, επιχειρώντας να ισορροπήσει με αμεροληψία απέναντι στα δύο πρόσωπα, να αποφύγει τις ταμπέλες σωστό-λάθος, δίκιο-άδικο, ενοχή-αθωότητα. Κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Ωστόσο, η Φοξ επιλέγει να εστιάσει περισσότερο στον εσωτερικό κόσμο της Σόφη, στις σκέψεις και τα συναισθήματά της, ο αναγνώστης λίγα πράγματα μαθαίνει για τον Ότο και αυτά ως απλός εξωτερικός παρατηρητής των αντιδράσεων του, των σκέψεων και των συναισθημάτων της Σόφη γι' αυτόν. Αυτό αποτελεί ένα μειονέκτημα της αφήγησης, καθώς η ισορροπία τελικά δεν αποτυπώνεται, η Σόφη μοιάζει να βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόγνωση από τον Ότο, με εκείνον να λαμβάνει μεγαλύτερο μέρος ενοχής γι' αυτό απ' όσο του αναλογεί με βάση την ίδια την αφήγηση των γεγονότων.

Η συγγραφέας, παρότι εστιάζει στο ζευγάρι, πετυχαίνει να αποτυπώσει ικανοποιητικά και το χωροχρονικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν, την πόλη και τους ανθρώπους της, με προσεγμένους δεύτερους ρόλους, κυρίως αυτόν του συνεταίρου του Ότο, αλλά και λεπτομέρειες από τον έξω κόσμο, όπως η οικιστική αναδιαμόρφωση της πόλης, τα υψηλά ενοίκια και η βρώμα στους δρόμους. Το περιβάλλον παίζει άλλωστε καθοριστικό ρόλο. Τα διαλογικά μέρη του μυθιστορήματος είναι υποδειγματικά, χωρίς να είναι υπερβολικά θεατρικά, προωθούν την πλοκή ενώ ταυτόχρονα ολοκληρώνουν τα πρόσωπα. Η χρήση παρομοιώσεων είναι καθοριστικής σημασίας στην αφήγηση, καθώς, πέραν του στολισμού της, μέσω αυτών γίνεται απόπειρα να γίνει συγκεκριμένο το αόριστο, να δοθεί απάντηση στο πώς νιώθει η Σόφη, μια γέφυρα, όχι πάντοτε στέρεη, με τον απτό κόσμο. Εκείνο στο οποίο η Φοξ αποδεικνύεται άριστη μαστόρισσα είναι η μαεστρία με την οποία διατηρεί την ένταση, που δεν την εκτονώνει, που αρνείται τις ευκολίες των κορυφώσεων και το δέλεαρ των δήθεν λύσεων. Η χαμηλότονη αφήγηση επιτείνει το αίσθημα ασφυξίας, το εύρημα με το δάγκωμα της γάτας λειτουργεί θεσπέσια και όχι μόνο σε επίπεδο συμβολικό.

Η Φοξ παίρνει το ρίσκο να τοποθετήσει το ζευγάρι απέναντι σ' έναν αναγνώστη που θα σκεφτεί ειρωνικά: έχουν και οι πλούσιοι τα προβλήματά τους· έναν αναγνώστη που καμία ενσυναίσθηση δεν θα νιώσει για τον Ότο και τη Σόφη, έναν αναγνώστη για τον οποίο ίσως να αποτελεί πολυτέλεια η ενασχόληση με τον ίδιο του τον εαυτό. Και είναι ένα ρίσκο ελιτισμού, μια λογοτεχνία που δεν αφορά το σύνολο του κόσμου εκεί έξω, ούτε κατά τη δεκαετία του εξήντα, αλλά ούτε και σήμερα. Δεν μπορώ να ξέρω πώς το ρίσκο αυτό λειτουργεί στο σύνολο του αναγνωστικού κοινού, εκείνο που ξέρω είναι πως η ανάγνωση του, λογοτεχνικά άρτιου, Πρόσωπα σε απόγνωση με αναστάτωσε συναισθηματικά, λειτουργώντας υποβλητικά, ένιωσα το συναίσθημα του πνιγμού, το κοινό έδαφος, που καθιστά την ιστορία των Μπέντγουντ ανθρώπινη και στον πυρήνα της οικουμενική, παρά τις κοινωνικοπολιτικές της ιδιαιτερότητες, την αδυναμία υπόταξης του συναισθήματος στη λογική, τη σκληρή απουσία ενός εγχειριδίου επιτυχούς πλοήγησης.

Μετάφραση Ρένα Χατχούτ
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

Kuessipan - Naomi Fontaine

Στη γλώσσα των Ιννού, kuessipan θα πει είναι η σειρά σου. Η Ναομί Φονταίν γεννήθηκε στο Uashat, προστατευόμενη οικιστική περιοχή των Ιννού στον Καναδά, το 1987. Αυτό είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Το Kuessipan ανήκει στη λογοτεχνία των Πρώτων Εθνών. Η ιδιαίτερη καταγωγή του βιβλίου αποτέλεσε ταυτόχρονα πόλο έλξης και προβληματισμού, γέννησε την περιέργεια αλλά ταυτόχρονα καλλιέργησε και τον σκεπτικισμό. Να εξηγήσω: ο λογοτεχνικός εξωτισμός δεν είναι ιδιαίτερα του γούστου μου, γεγονός που με κρατάει μακριά από ένα αρκετά μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής, στερώντας μου, πέραν πάσης αμφιβολίας, την επαφή με σημαντικά βιβλία. Το τίμημα της προκατάληψης είναι πάντοτε υψηλό· η ασφάλεια δεν προστατεύει μόνο. Ωστόσο, εδώ, δεν ήταν αρκετό για να με κρατήσει ολότελα σε απόσταση, η περιέργειά μου ενεργοποιήθηκε, ίσως το ένστικτο του αναγνώστη να απαίτησε τον χώρο του για να ακουστεί. Έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου και διάβασα τις πρώτες γραμμές:

Επινόησα ζωές. Ο άνδρας με το ταμπούρλο δεν μου μίλησε ποτέ για τον εαυτό του. Ύφανα την ιστορία παρατηρώντας τα ταλαιπωρημένα χέρια του και την κυρτή του πλάτη. Μουρμούριζε σε μια γλώσσα παλιά, μακρινή. Ισχυρίστηκα πως γνώριζα τα πάντα γι' αυτόν. Τον άνδρα που επινόησα, τον αγαπούσα. Και τις ζωές, τις άλλες, τις έκανα όμορφες. Ήθελα να δω την ομορφιά, ήθελα να τη φτιάξω. Να αναμορφώσω τα πράγματα —δεν θέλω να τα ονομάσω— για να κρατήσω μόνο το κάρβουνο που καίει ακόμα στην καρδιά των πρώτων κατοίκων. Η περηφάνια είναι ένα σύμβολο, ο πόνος είναι το τίμημα που δεν θέλω να πληρώσω. Κι όμως επινόησα. Δημιούργησα έναν κόσμο ψεύτικο. Έναν καινούργιο καταυλισμό, όπου τα παιδιά παίζουν έξω, οι μάνες γεννούν παιδιά για να τ' αγαπήσουν και κρατάμε ζωντανή τη γλώσσα. Θα προτιμούσα τα πράγματα να λέγονταν πιο εύκολα, να τα διηγούμουν, να τα κατέγραφα, χωρίς να ελπίζω σε τίποτα, παρά μόνο στην κατανόηση. Αλλά ποιος θέλει να διαβάζει λέξεις όπως ναρκωτικά, αιμομιξία, αλκοόλ, μοναξιά, αυτοκτονία, πέτσινες επιταγές, βιασμός; Πονάω κι ακόμα δεν έχω πει τίποτα. Δεν μίλησα για κανέναν. Δεν τολμάω.

Ένιωσα έλξη, την άκρατη επιθυμία να συνεχίσω παρακάτω. Το εναρκτήριο απόσπασμα έμοιαζε με μια δήλωση συγγραφικών προθέσεων. Η αγωνία της αφηγηματικής φωνής αναδυόταν ανεπιτήδευτη, καμία διάθεση για πώληση εξωτισμού δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα. Ο κοφτός, ποιητικός λόγος της Φονταίν υποστήριζε το αίτημα της αφηγήτριας, «ήθελα να δω την ομορφιά, ήθελα να τη φτιάξω», χωρίς να επιτρέπει ωστόσο στην ωραιοποίηση να εισβάλλει. Η ειλικρίνεια της πρόθεσης, η παραδοχή της αφηγηματικής κατασκευής, η ικανοποίηση της ανάγκης, όλα αυτά ήταν εξ αρχής παρόντα, δοσμένα με έναν ιδιαίτερα θελκτικό λογοτεχνικό τρόπο. Το Kuessipan θα μπορούσε να είναι μια πολυσέλιδη σάγκα, η συγγραφέας επέλεξε ωστόσο κάτι πιο αφαιρετικό, ένα ιδιότυπο κολάζ από στιγμιότυπα, επιλογή άκρως λειτουργική τόσο σε επίπεδο κατασκευής όσο και απόλαυσης. Η θραυσματική αφήγηση, χωρισμένη σε μικρά κεφάλαια, πολλά εκ των οποίων με έκταση μικρότερη της μιας σελίδας, υπηρετεί τις συγγραφικές προθέσεις. Το βιβλίο, από τις πρώτες γραμμές, στήνεται πάνω σε ζεύγη αντιθετικά. Το ατομικό και το συλλογικό, το πραγματικό και το μυθοπλαστικό, το ρεαλιστικό και το ευκτικό, το χτες και το σήμερα, μεταξύ άλλων. Τα ζεύγη αυτά ωστόσο δεν συγκρούονται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται.

Μιλώντας για αντιθετικά ζεύγη, αξίζει να σταθεί κανείς στη γλώσσα. Η αφηγήτρια, αναγκαστικά, καταφεύγει στα γαλλικά για να αφηγηθεί την ιστορία αυτή, η γλώσσα των Ιννού είναι μια γλώσσα προφορική άλλωστε. Αυτή η επιλογή αποτελεί μια αντίφαση στα θεμέλια του βιβλίου, μια αντίφαση που ωστόσο λειτουργεί και δεν υπονομεύει. Η γλώσσα είναι καθοριστική στην πρόσληψη και την αποτύπωση του συναισθήματος, του μέσα και του έξω κόσμου, του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται κανείς τα πράγματα, που επικοινωνεί και ονειρεύεται. Ο μηχανισμός λειτουργίας της γλώσσας αποτελεί ένα πολιτισμικό στοιχείο στο οποίο αναγράφεται μεγάλο μέρος των κοινωνικοπολιτικών ιδιαιτεροτήτων. Η εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας από τους Ιννού είναι η βασικότερη επιδίωξη της καναδικής κυβέρνησης, η περιβόητη ενσωμάτωση, μια έννοια έμπλεη αντιφάσεων, όπως καθετί που κατασκευάζεται με όρους μονόδρομου, ή προσαρμόζεσαι ή χάνεσαι. Μια γέφυρα που ταυτόχρονα απομακρύνει και συνδέει. Η ίδια η συγγραφέας διδάσκει γαλλικά στην προστατευόμενη οικιστική περιοχή όπου γεννήθηκε και ζει. Αυτές οι προστατευόμενες οικιστικές περιοχές, η σταθερή βάση ενός λαού νομαδικού, διέπονται επίσης από αντιφάσεις, χώρος προστασίας και ταυτόχρονης ασφυξίας. Υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών και χρήσης αλκοόλ και ναρκωτικών, αλλά και καθημερινοί αγώνες διεκδικήσεων για τη γη και την ελευθερία.

Επανέρχομαι στην αγωνία που η αφηγηματική φωνή διαθέτει και που πάνω της στήνεται ολόκληρη η κατασκευή, που πυροδοτεί αβίαστα το συναίσθημα και δικαιολογεί μια σειρά από συγγραφικές αποφάσεις και επιλογές. Μια κρυψώνα του προσωπικού που ωστόσο βρίσκει τις χαραμάδες για να αναδυθεί στην επιφάνεια, χωρίς να φωνάζει και να ωρύεται για να τραβήξει την προσοχή, χωρίς να μιλάει εξ ονόματος όλων των Ιννού, χωρίς να ισχυρίζεται πως κατέχει την απόλυτη αλήθεια, αλλά απλώς νιώθει την ανάγκη να αναμορφώσει τα πράγματα, να κρατήσει μόνο το κάρβουνο που ακόμα καίει στην καρδιά των πρώτων κατοίκων, στην καρδιά της αφηγήτριας. Η Φονταίν, χωρίς να παρασυρθεί ή να επενδύσει υπερβολικά στον εξωτισμό και το στυλιζάρισμα, στήνει μια γοητευτική και ισχυρής έλξης αφήγηση. Το Kuessipan παρά το μικρό του μέγεθος και τον αφαιρετικό του χαρακτήρα καταφέρνει να αφήσει αποτύπωμα που, συνήθως, σφιχτοδεμένες πολυσέλιδες αφηγήσεις πετυχαίνουν, και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να δείξει την αξία του βιβλίου αυτού, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις νεοσύστατες εκδόσεις Πλήθος, σε μετάφραση Πατρίσιας Μπόνου.

υγ. Ο αφηγηματικός τρόπος της Φονταίν μου θύμισε εκείνον της Οφίλ στο Καιρός (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Στερέωμα), βιβλίο για το οποίο περισσότερα θα βρείτε εδώ.

Μετάφραση Πατρίσια Μπόνου
Εκδόσεις Πλήθος

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Το όνομά σου - Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης

Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία χωρίς να διαβάσω κάτι του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Η επαφή με το έργο του υπήρξε καταλυτική στη μεταστροφή της γνώμης μου ως νεαρού αναγνώστη τότε για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία εν γένει. Έκτοτε, αναζητούσα, μεταξύ άλλων, το όνομά του σε κάθε αφιέρωμα με προσεχείς κυκλοφορίες, μάταια ωστόσο, μέχρι που πριν από κάποιες μέρες αντίκρισα με χαρά τη νέα του νουβέλα, Το όνομά σου, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, πάντα από τις εκδόσεις Ροδακιό. Κάθε προτεραιότητα παραμέρισε στην άφιξη του βιβλίου αυτού στο σπίτι, η σειρά με τα προς ανάγνωση αναπροσαρμόστηκε πάραυτα, πώς αλλιώς;

Ο ανώνυμος αφηγητής πέρασε οχτώμισι χρόνια στη φυλακή. Στο αφηγηματικό σήμερα, βρίσκεται στο χωρίς ρεύμα και νερό σπίτι του. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για εκείνον όλα αυτά τα χρόνια, κανείς δεν τον υποδέχτηκε έξω από την πύλη, κανείς δεν φρόντισε να καταστήσει βιώσιμο το διαμέρισμά του, κανείς και κυρίως ο πατέρας του, το όνομα του οποίου κηλίδωσε με την αποτρόπαια πράξη του. Καθισμένος σε μια καρέκλα, με το πράσινο φωτισμό από τα μαγαζιά της γειτονιάς που άνοιξαν κατά την απουσία του να τον συντροφεύει, συνθέτει μια νοερή επιστολή προς τον πατέρα, μια επιστολή που ίσως δεν βρει ποτέ τη δύναμη ή το νόημα να γράψει και να στείλει, εξιστορώντας όσα έγιναν, μια άτυπη ομολογία σε εκείνον, τη μόνη έδρα που τον ενδιαφέρει να πείσει για τις προθέσεις του και να κερδίσει τη συγχώρεση.

Η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση διαθέτει μια συγκεκριμένη απεύθυνση, που δικαιολογεί τη συγγραφική επιλογή. Η ανάγκη του αφηγητή να μιλήσει σ' εκείνον, έστω και εν τη απουσία του, για όσα τον βαραίνουν, είναι δεδομένη, ανάγκη η οποία προσδίδει την απαραίτητη ένταση και νεύρο στα λόγια του. Ο αναγνώστης καθίσταται κατά αυτόν τον τρόπο ένας αυτήκοος μάρτυρας μιας εξομολόγησης ενός γιου προς τον πατέρα του. Ο Χατζηγιαννίδης, συνεπικουρούμενος από το έγκλημα και την ακόλουθη τιμωρία του αφηγητή, προσέρχεται προσκυνητής σ' έναν γνώριμο λογοτεχνικό, και όχι μόνο, τόπο, διαπραγματεύεται την αρχέγονη σχέση πατέρα γιου. Ο πατέρας, πανταχού παρών και εκκωφαντικά απών, ρίχνει τη σκιά του βαριά από την αρχή ως το τέλος της νουβέλας. Η νοερή επιστολή διαθέτει την αναμενόμενη παιδικότητα, δεν αποτελεί τον άτυπο διάλογο δύο ενηλίκων, πόσο μάλλον δύο ισοδύναμων μερών. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο συγγραφέας λειτουργικά, και όχι μόνο συμβολικά, ανασύρει την παιδική ζημιά του αφηγητή με το πέταλο που βρήκε στο διπλανό χωράφι και το έφερε στο εξοχικό ποντάροντας στην καλοτυχία που εκείνο θα έφερνε, όμως, το μόνο που προκάλεσε ήταν ένα σημάδι σκουριάς που, παρά τη χρήση καθαριστικών, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στο πάτωμα του σπιτιού.

Με κλιμακούμενη ένταση και αποκαλύπτοντας σταδιακά τις λεπτομέρειες του εγκλήματος, ο Χατζηγιαννίδης με μαεστρία εγκλωβίζει τον αναγνώστη στο σασπένς που δημιουργεί. Με τον τρόπο αυτό τον παραπλανά, αποσπώντας αρχικά τη συνειδητή προσοχή του από τα παρασκήνια της ιστορίας, από τον αρχετυπικό χαρακτήρα της και πετυχαίνει, χωρίς εκπτώσεις στην ιστορία του, να καταστήσει τη νοερή αυτή επιστολή ένα μέρος στο οποίο κάθε αναγνώστης, αργά ή γρήγορα, αναγνωρίζει —και— κάτι δικό του, τοποθετώντας στο κέντρο της σύλληψής του το βάρος της κληρονομιάς, χωρίς ωστόσο να καθιστά την κεντρική ιστορία προσχηματική, χωρίς να έχει ανάγκη να φωνάξει τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα των συγγραφικών του επιδιώξεων. Επιτρέπει, έτσι, στον κάθε αναγνώστη να διαβάσει τη νουβέλα κινώντας από τα δικά του βιώματα, τη δική του στάση απέναντι στα πράγματα, να δικαιολογήσει ή να κατηγορήσει, να συναισθανθεί ή όχι τον αφηγητή, να συμπορευτεί μαζί του ή να απομείνει να τον κοιτάζει από απόσταση σαν να πρόκειται για ένα τέρας.

Σφιχτοδεμένη, όπως οφείλει να είναι η μικρή φόρμα, η νουβέλα τού Χατζηγιαννίδη διαφεύγει με άνεση το όποιο κλισέ, χωρίς ωστόσο να επιζητά την πρωτοτυπία ως καταφύγιο. Οι εκλεκτές συγγένειες είναι επίσης διακριτές, όχι όμως πασπαλισμένες με επιτήδευση.  Οι θεατρικές καταβολές τού συγγραφέα του εξασφαλίζουν τα απαραίτητα εφόδια, ιδιαίτερα ως προς την κατασκευή του χαρακτήρα του αφηγητή μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά και ως προς τον ζητούμενο αφηγηματικό ρυθμό. Το όνομά σου σηματοδοτεί την πεζογραφική επιστροφή του Χατζηγιαννίδη, δικαιολογώντας την προσμονή που τα προηγούμενα έργα του δημιούργησαν.

υγ. Κάποτε, πάνε πολλά χρόνια πια, ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος έφτιαξε το Bookstand. Το εγχείρημα, στο οποίο συμμετείχα, για διάφορους λόγους δεν μακροημέρευσε. Ωστόσο, το αρχείο του είναι ακόμα ψηφιακά διαθέσιμο. Το κείμενο που είχα γράψει τότε για Το ελάχιστο ίχνος μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Εκδόσει Το Ροδακιό

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

Όλα γίνονται - Elizabeth Strout

Σε μια παρατεταμένα άνυδρη αναγνωστική περίοδο είναι σύνηθες να αναζητεί κανείς καταφύγιο σε κάτι που ο ορίζοντας προσδοκιών του γι' αυτό διαθέτει κάτι το οικείο.  Οι προσδοκίες τρέφονται —και— από την οικειότητα. Το Όλα γίνονται θα ήταν το τρίτο βιβλίο της Ελίζαμπεθ Στράουτ που θα διάβαζα. Τα προηγούμενα δύο και ειδικά Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον, με το οποίο το Όλα γίνονται συνθέτει μια διλογία, μου άρεσαν πάρα πολύ, γεγονός ικανό ώστε να ανυπομονώ αρκετά για την κυκλοφορία κάποιου επόμενου βιβλίου της Αμερικανίδας συγγραφέως στα ελληνικά. Να γιατί επέλεξα να διαβάσω τώρα το βιβλίο αυτό.

Αξίζει να ξεκαθαρίσει κανείς ήδη από την αρχή πως το Όλα γίνονται στέκει αυτόνομο, δεν απαιτείται, δηλαδή, να έχει προηγηθεί η ανάγνωση του Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον, όχι όσον αφορά την κατανόηση τουλάχιστον. Στο δεύτερο αυτό μέρος της ιστορίας, η Στράουτ εγκαταλείπει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ένας παντογνώστης αφηγητής αναλαμβάνει δράση. Το αφηγηματικό εύρημα ωστόσο είναι εν πολλοίς κοινό. Στο Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον, που φαινομενικά τουλάχιστον ανήκει στο είδος της αυτομυθοπλασίας, η Λούσυ βρίσκεται στο κρεβάτι του νοσοκομείου όπου την επισκέπτεται η μητέρα της, πολλά χρόνια μετά την τελευταία φορά που ειδώθηκαν οι δυο τους, και η επίδοξη συγγραφέας τής ζητάει να της αφηγηθεί ιστορίες από την μικρή πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, ένα περιβάλλον αποπνιχτικό από το οποίο κατάφερε να γλιτώσει εξαιτίας της υποτροφίας που έλαβε για να σπουδάσει. Από τότε μένει στη Νέα Υόρκη, και τώρα, χρόνια μετά, είναι μια αρκετά γνωστή συγγραφέας, που μόλις κυκλοφόρησε το τελευταίο της βιβλίο, στο οποίο πρωταγωνιστεί η μικρή εκείνη πόλη και οι κάτοικοί της. 

Στο Όλα γίνονται, η Στράουτ, με το γνώριμο αφηγηματικό της στυλ, συνθέτει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, αφηγούμενη τις ιστορίες των ανθρώπων εκείνων, χρόνια μετά την εποχή της νοσηλείας τής Λούσυ. Η σύνδεση μεταξύ των ιστοριών είναι αρκετά χαλαρή, το βιβλίο της Λούσυ Μπάρτον αποτελεί τον βασικό ιστό, παρότι ελάχιστα μαθαίνει κανείς για το ίδιο το βιβλίο, πέρα από την παρουσία του στο τοπικό βιβλιοπωλείο, βιβλίο το οποίο ο αναγνώστης υποθέτει πως είναι Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον. Ωστόσο, το εύρημα της Στράουτ εδώ είναι περισσότερο τεχνικό και λειτουργικό κυρίως ως προς τη συγγραφή και όχι τόσο ως προς την αναγνωστική απόλαυση. Η απουσία της αφηγήτριας-μητέρας και η σχέση μάνας και κόρης που υφαίνεται μέσα από αυτό το μάλλον αμήχανο αίτημα της Λούσυ για «κουτσομπολιό» ώστε να καλυφτεί το κενό που τα χρόνια της απουσίας έχουν επιφέρει στη σχέση τους εδώ δεν αναπληρώνεται παρά την τεχνική αρτιότητα που χαρακτηρίζει και αυτό το βιβλίο της Στράουτ. Όπως επίσης δεν υπάρχει ο ισχυρός παρότι απών χαρακτήρας της Όλιβ Κίττριτζ στο ομώνυμο μυθιστόρημα, η παρουσία απουσία της Λούσυ και του βιβλίου της δεν καταφέρνουν να καλύψουν το κενό αυτό, να γεμίσουν το δωμάτιο.

Εντούτοις, οι ιστορίες που αποτελούν το μυθιστόρημα διαθέτουν τη γοητεία που η κλασικότροπη γραφή της Στράουτ προσφέρει, μαζί με την ικανότητά της στο χτίσιμο των χαρακτήρων, αλλά και την αγάπη της για συγγραφείς όπως ο Κάρβερ ή η Μπερλίν, μια κάπως παράδοξη αγάπη στη μικρή φόρμα από μια συγγραφέα μυθιστορημάτων. Οι ιστορίες διαθέτουν αρκετό βάθος παρά τις λίγες σελίδες εντός των οποίων διαδραματίζονται, κάτι το οποίο σίγουρα αποτελεί συγγραφική επιτυχία, αλλά και περαιτέρω συνεκτικό ιστό στην ειδολογική κατάταξη του βιβλίου αυτού ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Η αμερικανική επαρχία και οι άνθρωποί της είναι οι πρωταγωνιστές εδώ, τα ασφυκτικά όρια παρά τις απέραντες εκτάσεις και τον ανοιχτό ορίζοντα, τα μυστικά και τα συμβάντα της ζωής, η φτώχεια και η συναισθηματική δυστυχία, η αποτυχία που βαραίνει τους ώμους των ανθρώπων, το παρελθόν από το οποίο κανείς δεν μπορεί να απαλλαγεί, ακόμα και αν ταξιδέψει χιλιόμετρα μακριά. Η απόσταση της Λούσυ που κατάφερε να ξεφύγει από τις συγκεκριμένες δυσκολίες, ίσως για να συναντήσει άλλες στη μεγάλη πόλη, δυσκολίες οι οποίες δεν αναφέρονται εδώ, τονίζει αυτή την αδυναμία απαλλαγής από το βίωμα, τη στιγμή που προσφέρει ένα αόρατο μα αισθητό σημείο παρατήρησης εκ του μακρόθεν, γεγονός το οποίο μετατρέπει σε λογοτεχνικό υλικό τις ιστορίες αυτές.

Το Όλα γίνονται είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο που καταφέρνει να διατηρήσει σε υψηλό βαθμό την αναγνωστική εγρήγορση, ένα βιβλίο βαθιά ανθρώπινο, που πετυχαίνει να υπερκεράσει τα γεωγραφικά όρια της βορειοαμερικανικής πραγματικότητας. Ωστόσο, σε σύγκριση με τα άλλα δύο βιβλία της Στράουτ, σύγκριση ίσως άδικη αλλά αναπόφευκτη, στέκει κάπως αδύναμο τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα, παρότι τεχνικά διόλου δεν υστερεί. Η Στράουτ είναι μια γοητευτική συγγραφέας που αξίζει να γνωρίσει κανείς.

υγ. Περισσότερα για Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον θα βρείτε εδώ, ενώ για το Όλιβ Κίττριτζ εδώ.

Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Άγρα

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη - Gianfranco Calligarich

 

Η μη ανάγνωση, για όσους η ανάγνωση αποτελεί σημείο περιστροφής, είναι ένδειξη πως κάτι δεν πάει καλά, πως κάτι έχει διαφύγει του ελέγχου. Όσο μεγαλώνει η στοίβα με τα παρατημένα μετά από λίγες σελίδες βιβλία τόσο η πίεση αυξάνει, τόσο η απόσταση αποκτά χαρακτηριστικά αβύσσου. Η επιλογή του βιβλίου που θα σε τραβήξει μακριά από τον βούρκο της ανηδονίας —γιατί, παρά το βάρος της λέξης, περί αυτού πρόκειται— πρέπει να γίνεται με τη μέγιστη φροντίδα. Με τα χρόνια, ο αναγνώστης αναπτύσσει διάφορες τεχνικές επιστροφής στις ράγες, δεν είναι άλλωστε κάτι που συμβαίνει σπάνια, κάθε άλλο. Όμως, ας μη γελιόμαστε, παρά την ψευδαίσθηση ελέγχου, η τύχη και η συγκυρία παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο και εδώ.

Το μυθιστόρημα του Καλίγκαριτς το είχα για καιρό ψηλά στη λίστα με τα προς ανάγνωση βιβλία. Ωστόσο, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, δεν έπαιρνα την απόφαση, κάποιο άλλο έκοβε πρώτο το νήμα. Τώρα, που το παράξενο αυτό καλοκαίρι πνέει τα λοίσθια, που μια εποχή έλαβε τέλος, έστω και προσωρινό, ο τίτλος απέκτησε, θαρρείς, ένα νόημα συμβολικό· το τελευταίο καλοκαίρι, και ας μην ήταν στη Ρώμη το δικό μου. Αυτό το βιβλίο έπρεπε να είναι καλό, είχα ανάγκη να παρασυρθώ, λαχταρούσα την αποκοπή από τον έξω κόσμο, την  εκ νέου διάνοιξη της σήραγγας με τον μέσα εαυτό και το βιβλίο έπρεπε να αποτελέσει το απαραίτητο δεκανίκι, την αναγκαία συνθήκη επαναφοράς, και οι, πάντα τεράστιας σημασίας, πρώτες γραμμές με γέμισαν αισιοδοξία:

Εξάλλου πάντα έτσι γίνεται. Κάνεις ό,τι μπορείς για να μένεις απομονωμένος, ώσπου μια ωραία πρωία, άγνωστο πώς, βρίσκεσαι στη δίνη μιας ιστορίας που σε παρασύρει μέχρις εσχάτων. Όσο για μένα, θα ήμουν ευτυχής αν έμενα αμέτοχος.

Αυτή είναι η ιστορία του τριαντάρη Λέο Γκατζάρα, που εγκατέλειψε πριν λίγα χρόνια το Μιλάνο για τη Ρώμη, ακολουθώντας μια παρόρμηση.Ένιωσε τη δύναμη που ο αντικομφορμισμός γεννά, την άρνηση διάσχισης ενός από τα πριν χαρτογραφημένου μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια μονοπατιού, όπως εκείνου που οι αδερφές του πίσω στο Μιλάνο ακολούθησαν. Ήταν νέος και η δύναμη του περίσσευε. Έκανε δουλειές του ποδαριού, ζούσε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, συναναστρεφόταν άλλους σαν εκείνον, έβρισκε καταφύγιο στο αλκοόλ και στην αγκαλιά εφήμερων σχέσεων, οδηγούσε μέχρι την παραλία όπου διάβαζε λογοτεχνία. Παρασύρθηκε στον ρυθμό τής Αιώνιας Πόλης, γνώρισε τις φωτεινές και σκοτεινές πλευρές της. Ωστόσο, η υπαρξιακή αγωνία παραμόνευε στη γωνία περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να ορμήσει. Και τη βρήκε, και τον διέλυσε. Τώρα αφηγείται την ιστορία αυτή, την ιστορία του.

Ο Καλίγκαριτς συνθέτει έναν αντιήρωα που γεννά ανάμεικτα συναισθήματα στον αναγνώστη και του παραδίδει τα σκήπτρα της αφήγησης. Η συγγραφική απόφαση δικαιολογείται πλήρως ήδη από τις πρώτες γραμμές, καθώς η αφήγηση διαθέτει την απαραίτητη αγωνία και νεύρο, η ανάγκη του Γκατζάρα να αφηγηθεί την ιστορία του είναι πανταχού παρούσα. Δεν επιθυμεί απλώς να πει την ιστορία του, αλλά είναι κατά κάποιο τρόπο αναγκασμένος να το κάνει και αυτό αποτελεί κάτι παραπάνω από μια απλή λεπτομέρεια στη σύνθεση του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας απαλλάσσει με αυτόν τον τρόπο τον αφηγητή του από την ωραιοπάθεια, του επιτρέπει να σταθεί ειλικρινής απέναντι στον αναγνώστη, έτσι όπως ο εντυπωσιασμός ή ακόμα και η λύπηση δεν αποτελούν εμφανή στόχευση, καθώς πρώτα και κύρια η αφήγηση αυτή έχει έναν χαρακτήρα απολογιστικό απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.

Ο χαρακτήρας του Γκατζάρα χτίζεται σταδιακά μέσα από την αφήγηση, μαζί με αυτόν η πόλη και η εποχή. Ο αναγνώστης, όπως προείπα, στέκεται σχετικά αμήχανος απέναντί του, τα αντικρουόμενα συναισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, διαδικασία η οποία ωστόσο υφαίνει τον απαραίτητο δεσμό μεταξύ των δύο μερών, ενώ γεννά και μια παράδοξη γοητεία. Ο Μαστρογιάννι για τους πιο παλιούς σινεφίλ, στο 8 1/2 του Φελίνι ή στη Νύχτα του Αντονιόνι για παράδειγμα, ή οι άντρες πρωταγωνιστές του Σορεντίνο για τους νεότερους έρχονται συχνά στο μυαλό του αναγνώστη καθώς επιχειρεί να εικονοποιήσει τον Γκατζάρα. Η γραφή του Καλίγκαριτς διαθέτει κάτι το καλώς εννοούμενο κινηματογραφικό. Ο συγγραφέας πετυχαίνει έναν διπλό στόχο. Χωρίς να καταφύγει σ' έναν προσχηματικό χαρακτήρα-όχημα, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση καταφέρνει να αποδώσει το κλίμα της πόλης και της εποχής, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να απομονώσει τον Γκατζάρα από το ευρύτερο πλαίσιο, γεγονός που προσδίδει στο μυθιστόρημα επιπλέον διαστάσεις και ενδιαφέρον, χωρίς να υπονομεύει τον ζητούμενο προσωποκεντρικό χαρακτήρα της αφήγησης.

Ωστόσο, Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη, δεν αποτελεί, ευτυχώς, έναν ταξιδιωτικό οδηγό της πόλης. Ο Καλίγκαριτς αποφεύγει με άνεση τον σκόπελο του εξωτισμού, δεν καταφεύγει στην ευκολία τού ατμοσφαιρικού. Η Ρώμη δεν πρωταγωνιστεί παρότι είναι πανταχού παρούσα και καθοριστική, όπως, αναπόφευκτα, κάθε πόλη σαν αυτή. Επιπλέον, ο συγγραφέας δίνει τον απαραίτητο χώρο και στα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής με προεξέχουσα την Αριάννα, ένα αποπροσανατολισμένο αερικό, που εμφανίζεται στη ζωή του Γκατζάρα ανήμερα των τριακοστών γενεθλίων του, ένας χαρακτήρας καταλύτης, μια ερωτική ιστορία, της οποίας την όποια ευκολία ο συγγραφέας επίσης αρνείται να καρπωθεί, γεγονός που την καθιστά κάτι πολύ παραπάνω από λειτουργική.    

Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη αποδείχτηκε ένα ωραίο βιβλίο, που ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Το μυθιστόρημα, γραμμένο το 1973 και ύστερα μάλλον ξεχασμένο, γνωρίζει τα τελευταία χρόνια μια δεύτερη περίοδο ενδιαφέροντος, τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό όπου και μεταφράζεται.

Μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις Ίκαρος

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

Ο μικρός Γκοντάρ - Μαρία Γαβαλά

 

Ο μικρός Γκοντάρ, το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημα της πολυγραφότατης Μαρίας Γαβαλά (Κορωπί, 1947), αποτελεί ταυτόχρονα έναν ύμνο και μια απόπειρα κατανόησης μιας εποχής που παρά τη σκοτεινότητά της επέτρεπε να ακουστεί ο αντίλαλος μιας ελπίδας ερχόμενης από το μέλλον.

Παρίσι, άνοιξη 1969. Η Λουκία Βακάρη αφήνει πίσω της μια χώρα στον γύψο για να σπουδάσει κινηματογράφο. Η μητέρα της έχει από χρόνια εγκαταλείψει τη συζυγική σκέπη για να ακολουθήσει τον Δανό εραστή της στη χώρα του. Ο πατέρας της, οδοντίατρος στο επάγγελμα, αμφιβάλλει διαρκώς για τη χρονική συγκυρία υπό την οποία η κόρη του βρέθηκε για σπουδές στο Παρίσι, έναν χρόνο μετά τα γεγονότα του Μάη. Η Λουκία θα γνωρίσει, και θα ερωτευτεί, τον σχεδόν συνομήλικό της Γκασπάρ Φρενέλ, αγνώστου πατρός, έναν ερασιτέχνη κινηματογραφιστή, που με μια 16άρα κάμερα στον ώμο τριγυρνάει και καταγράφει όσα συμβαίνουν γύρω του. Η αβεβαιότητα του έρωτα, με τις εξαφανίσεις τού Γκασπάρ και τα δυσερμήνευτα σημάδια, και η είδηση της φυλάκισης του θείου της από τη χούντα, δίδυμου αδερφού του πατέρα της, με τον οποίο διατηρούσε ανέκαθεν μια ιδιαίτερη σχέση, θα πυροδοτήσουν την ανάγκη της Λουκίας να κατανοήσει, θα γεννήσουν μέσα της συναισθήματα ακραία που δεν γνώριζε πως ήταν ικανή να βιώσει, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κινηματογράφο, τη λειτουργία και τη δυναμική του.  

Ο μικρός Γκοντάρ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με την οποία η Γαβαλά επιλέγει να αφηγηθεί αυτή την ιστορία, αποτυπώνει ευκρινώς τη στενωπό την οποία η Λουκία διέρχεται, οι εσκεμμένες επαναλήψεις και εμμονές σε συγκεκριμένα γεγονότα λειτουργούν και επιτείνουν την αληθοφάνεια της αφήγησης. Η συγγραφέας τοποθετεί σε πρώτο πλάνο την προσωπική αφήγηση της ιστορίας, το συναίσθημα και την υποκειμενικότητα της ματιάς στα πρόσωπα και τα γεγονότα, αφού επιθυμία της είναι η μυθοπλασία, και όχι το ιστορικό ντοκουμέντο ή το δοκίμιο γύρω από το σινεμά. Η κατασκευή της αφήγησης είναι τέτοια που λειτουργεί ως ένα κουκούλι του προσωπικού, είναι η ιστορία της Λουκίας αυτή με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο να λειτουργεί ως τέτοιο, χωρίς να πρωταγωνιστεί περισσότερο απ' όσο του αναλογεί. Αυτή είναι η πλέον κομβική απόφαση που η συγγραφέας παίρνει, απόφαση που απαλλάσσει το μυθιστόρημα από την αναμάσηση γνώριμων κλισέ. Η Γαβαλά πετυχαίνει να ενσωματώσει την ιστορία στην εποχή της, αλλά και την εποχή στην ιστορία της.

Η Γαβαλά έχει μια ωραία ιστορία να αφηγηθεί και τα καταφέρνει περίφημα χωρίς να παρασύρεται από την εξωτικότητα της εποχής, ενώ αποτυπώνει αρκετά πειστικά τους παρισινούς δρόμους, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές. Ο μικρός Γκοντάρ στον πυρήνα του φέρει ευκρινώς την αγάπη της συγγραφέως για τον κινηματογράφο, την πίστη της πως η μαρτυρία και η καταγραφή συμβάλλουν στην εξέλιξη της ιστορίας και στη διάσωση της συλλογικής μνήμης, της α-λήθειας. Η ιστορία αυτή δεν διέπεται μόνο από νοσταλγία, αλλά διαθέτει και κάτι το επίκαιρο. Και ο επίκαιρος αυτός χαρακτήρας της δεν έχει να κάνει μόνο με τις αναλογίες της ζωής κάθε νεαρής κοπέλας σε κάθε εποχή, αλλά με την αποστροφή της κάθε εξουσίας με την καταγραφή των πεπραγμένων της, τη λογοκρισία της μαρτυρίας.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 26 Μαρτίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.

Εκδόσεις Πόλις

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

Ένας μακρύς Αύγουστος

 

Ήταν ένας μακρύς Αύγουστος αυτός, δύσκολος, παρότι όλα έμοιαζαν να γίνονται για καλό. Αυτό τουλάχιστον υπαγόρευε η λογική, υπομονετικά και επίμονα, προσπαθώντας να κερδίσει στην άτυπη μονομαχία το ανάστατο συναίσθημα, προσκομίζοντας διαρκώς νέα επιχειρήματα. Το γύρω περιβάλλον επικοινωνούσε τη χαρά, εγώ δεν τη διέκρινα, τουλάχιστον όχι σε βαθμό παρηγορητικό. Όσα χάνει κανείς λάμπουν περισσότερο σε σχέση με εκείνα που μοιάζει να κερδίζει, το γνώριμο υπερισχύει της αλλαγής και της προσδοκίας, η διατήρηση του κεκτημένου φαντάζει πιο εύκολη από τη διεκδίκηση του καινούργιου. Οι δυνατότητες δεν απελευθέρωναν αλλά στοιβάζονταν η μια πάνω στην άλλη με μένα από κάτω. Έτσι, ο μικρόκοσμος αποκτούσε ολοένα και ψηλότερα τείχη, το συναίσθημα οχυρωνόταν στην πολιορκία της λογικής και εγώ ένιωθα ηλίθιος που δεν μπορούσα να αισθανθώ τη σαγήνη της. Οι μέρες περνούσαν, η ποθητή ρουτίνα κατέρρεε, η μετάβαση υπερίσχυε.

Τον Αύγουστο αυτόν δεν διάβασα ούτε ένα βιβλίο, δεν τα κατάφερα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο συνέβη, άλλωστε το καλοκαίρι παραδοσιακά διαβάζω λιγότερο από τον χειμώνα. Εκείνο που ήταν διαφορετικό ήταν πως αυτή τη φορά αιτία δεν ήταν οι σειρήνες της καλοπέρασης, η θάλασσα και οι φίλοι, οι νέες εικόνες, δεν ήταν η ανάγκη για επανεφεύρεση της χαράς της ρουτίνας της οποίας η ανάγνωση αποτελεί σημαντικό πυλώνα, δεν ήταν η απουσία συγκέντρωσης αλλά η ανηδονία και η απομόνωση εντός των τειχών. Θυμήθηκα τους πρώτους μήνες της στρατιωτικής μου θητείας, παρότι κάτι τέτοιο από μόνο του αποτελεί μια ύβρη απέναντι στη ζωή, η σύγκριση δηλαδή μιας περιόδου υποχρεωτικού εγκλεισμού με μια αλλαγή, όσο δύσκολη και αν μοιάζει. Τότε, τους πρώτους μήνες δεν διάβαζα καθόλου παρότι είχα φροντίσει να κρύψω επιμελώς στον σάκο μου κάποια βιβλία. Ανηδονία και τείχη τριγύρω. Στο τρίμηνο συνειδητοποίησα πως δεν έβλεπα πια όνειρα, πως τίποτα έξω από τα κάγκελα δεν με ενδιέφερε. Αδυνατούσα να επικοινωνήσω με τον έξω κόσμο, με απασχολούσε μόνο η χακί καθημερινότητα, οι σκοπιές και οι υπηρεσίες, ο χρόνος που είχε κολλήσει. Πίεσα τον εαυτό μου σκληρά, έστω δυο γραμμές πριν κοιμηθώ, αποφάσισα. Δεν ήξερα άλλο τρόπο για να επιβιώσω συναισθηματικά, το σώμα το είχα εγκαταλείψει στο ένστικτο της επιβίωσης. Ναι, η ανάγνωση σώζει.

Ήδη σήμερα, που ο Αύγουστος, έστω και μόνο ημερολογιακά έχει παρέλθει, νιώθω καλύτερα. Η προσαρμογή είναι άλλωστε μία από τις ιδιότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Δεν κρίνω το συναίσθημά μου, τουλάχιστον προσπαθώ να μην το κάνω. Δοκιμάζω να του δώσω χώρο, να του επιτρέψω να εκτονώνεται, να αναζητήσω τα όρια της ελαστικότητάς του. Γυρεύω καταφύγιο στη λογική, από εκεί αντλώ μικρότερες ή μεγαλύτερες συμμαχίες. Δεν είναι πάντοτε εφικτό. Ωστόσο, τα πρακτικά ζητήματα απαιτούν άμεσες λύσεις, συνθήκη δύσκολη αλλά ταυτόχρονα σωτήρια, και σε μια μετάβαση τα πρακτικά ζητήματα είναι αρκετά. Η επίλυσή τους λειτουργεί ως μια ιδιότυπη μαγνητική έλξη περιστροφής που σώζει από την απώλεια της τροχιάς και την περιδίνηση στο χάος, προσφέροντας μια ικανοποίηση επιτυχίας, που, παρότι δεν διαθέτει τίποτα το ηδονικό, λειτουργεί θεραπευτικά. Η ζωή αναλαμβάνει τα υπόλοιπα, οι κοντινοί άνθρωποι επίσης. Οι άνθρωποι εκείνοι που με υπομονή ανέχτηκαν το παραλήρημα χωρίς να πουν μην στεναχωριέσαι και μην αγχώνεσαι, χωρίς να πουν πως όλα καλά θα πάνε και πως όλα για καλό γίνονται, οι άνθρωποι εκείνοι που συνεισέφεραν μόνο τη χαρά και την αγάπη τους την ώρα που η δική τους ζωή είχε τις δικές της ανηφόρες. Έτσι, το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο σε εκείνους τους ανθρώπους.