Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος που το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε στα ελληνικά, με την άκρως υμνητική εισαγωγή του Τζόναθαν Φράνζεν να το συνοδεύει. Αφού ανεβοκατέβηκε στη στοίβα με τα προς ανάγνωση, έφτασε η στιγμή του, διόλου τυχαία σε μια εποχή που γυροφέρνω την ιδέα να επανέλθω, μετά από χρόνια ολόκληρα, στη φιλμογραφία του Μπέργκμαν. Άργησε γιατί δεν είναι απλό να νιώσει κανείς συναισθηματικά έτοιμος για μια ιστορία όπως αυτή που το οπισθόφυλλο περιγράφει και ο τίτλος υπογραμμίζει, ένα δράμα με ένα ζευγάρι σε κρίση παρότι —φαινομενικά— όλα μοιάζουν να βαίνουν καλώς, μια ιστορία γνώριμη, όχι μόνο λογοτεχνικά. Και δεν είναι απλό, γιατί ο κίνδυνος να αντικρίσεις κάποια ρωγμή στη δική σου ζωή παραμονεύει στη γωνία του δωματίου των Μπέντγουντ.
Δεκαετία τού εξήντα, ο Ότο και η Σόφη Μπέντγουντ ζουν στο Μπρούκλιν, είναι μορφωμένοι και ευκατάστατοι, έχουν μόλις ανακαινίσει το σπίτι τους. Η εποχή που σκέφτονταν να αποκτήσουν παιδί έχει παρέλθει προ πολλού. Εκείνος δουλεύει ως δικηγόρος, έχει τη δική του εταιρεία, εκείνη σποραδικά μεταφράζει από τα γαλλικά. Κάνουν μια καλή ζωή, έντονα κοινωνική, χωρίς στερήσεις και άγχη, απολαμβάνουν τα προνόμια τους. Ένα —φαινομενικά— απλό συμβάν έρχεται να ταρακουνήσει την ήρεμη επιφάνεια των πραγμάτων. Μια αδέσποτη γάτα, που συχνάζει στην κοινόχρηστη πίσω αυλή και η Σόφη με αγάπη φροντίζει, τη δαγκώνει. Καθυστερεί να πει στον Ότο τι συνέβη, νιώθει μια ενοχή, έναν φόβο παιδικό. Έτσι ξεκινάει η ιστορία αυτή, από αυτό το μικρό, ελάχιστο γεγονός. Μια ανεπαίσθητη δόνηση έρχεται να ταρακουνήσει συθέμελα ένα ολόκληρο οικοδόμημα.
Η ιστορία λαμβάνει χώρα σε ένα διάστημα λίγων ημερών. Το δάγκωμα της γάτας, ο
φόβος για μια πιθανή μόλυνση, η αμφιθυμία της Σόφη σχετικά με το αν
χρειάζεται ή όχι ιατρική φροντίδα, η εναλλαγή των συναισθημάτων του Ότο
από την αυστηρότητα στη φροντίδα και πάλι πίσω, μαζί με μια σειρά από
μικροσυμβάντα της καθημερινότητας συνθέτουν τον καμβά της ζωής των
Μπέντγουντ. Η επιμονή της Φοξ στο ελάχιστο έρχεται να αναδείξει τη
σπουδαιότητα της λεπτομέρειας, των μικρών πραγμάτων. Το ελάχιστο ρήγμα
που προσφέρει απλόχερα διέξοδο στο υγρό που κοχλάζει κάτω από την επιφάνεια. Δεν
είναι τυχαία η επιλογή ενός επιτυχημένου ζευγαριού, που η ζωή του κυλάει άκοπα, που ο αγώνας για τα πιο απλά πράγματα δεν μακιγιάρει τις πιο μύχιες σκέψεις και δεν βαραίνει τα βλέφαρα. Και όμως το συναίσθημα δεν υπακούει στη θετική αποτίμηση
των πραγμάτων με βάση τη λογική, η αποτυχία δεν αποτυπώνεται πάντοτε με νούμερα και λόγια.
Η Φοξ, με οξυδέρκεια και υπομονή, πλησιάζει και παρατηρεί τους Μπέντγουντ, ενώ χρησιμοποιεί έναν παντογνώστη αφηγητή που προσέρχεται χωρίς διάθεση να κρίνει, ούτε όμως και να κατανοήσει. Διατηρεί την απαραίτητη απόσταση, επιχειρώντας να ισορροπήσει με αμεροληψία απέναντι στα δύο πρόσωπα, να αποφύγει τις ταμπέλες σωστό-λάθος, δίκιο-άδικο, ενοχή-αθωότητα. Κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Ωστόσο, η Φοξ επιλέγει να εστιάσει περισσότερο στον εσωτερικό κόσμο της Σόφη, στις σκέψεις και τα συναισθήματά της, ο αναγνώστης λίγα πράγματα μαθαίνει για τον Ότο και αυτά ως απλός εξωτερικός παρατηρητής των αντιδράσεων του, των σκέψεων και των συναισθημάτων της Σόφη γι' αυτόν. Αυτό αποτελεί ένα μειονέκτημα της αφήγησης, καθώς η ισορροπία τελικά δεν αποτυπώνεται, η Σόφη μοιάζει να βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόγνωση από τον Ότο, με εκείνον να λαμβάνει μεγαλύτερο μέρος ενοχής γι' αυτό απ' όσο του αναλογεί με βάση την ίδια την αφήγηση των γεγονότων.
Η συγγραφέας, παρότι εστιάζει στο ζευγάρι, πετυχαίνει να αποτυπώσει ικανοποιητικά και το χωροχρονικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν, την πόλη και τους ανθρώπους της, με προσεγμένους δεύτερους ρόλους, κυρίως αυτόν του συνεταίρου του Ότο, αλλά και λεπτομέρειες από τον έξω κόσμο, όπως η οικιστική αναδιαμόρφωση της πόλης, τα υψηλά ενοίκια και η βρώμα στους δρόμους. Το περιβάλλον παίζει άλλωστε καθοριστικό ρόλο. Τα διαλογικά μέρη του μυθιστορήματος είναι υποδειγματικά, χωρίς να είναι υπερβολικά θεατρικά, προωθούν την πλοκή ενώ ταυτόχρονα ολοκληρώνουν τα πρόσωπα. Η χρήση παρομοιώσεων είναι καθοριστικής σημασίας στην αφήγηση, καθώς, πέραν του στολισμού της, μέσω αυτών γίνεται απόπειρα να γίνει συγκεκριμένο το αόριστο, να δοθεί απάντηση στο πώς νιώθει η Σόφη, μια γέφυρα, όχι πάντοτε στέρεη, με τον απτό κόσμο. Εκείνο στο οποίο η Φοξ αποδεικνύεται άριστη μαστόρισσα είναι η μαεστρία με την οποία διατηρεί την ένταση, που δεν την εκτονώνει, που αρνείται τις ευκολίες των κορυφώσεων και το δέλεαρ των δήθεν λύσεων. Η χαμηλότονη αφήγηση επιτείνει το αίσθημα ασφυξίας, το εύρημα με το δάγκωμα της γάτας λειτουργεί θεσπέσια και όχι μόνο σε επίπεδο συμβολικό.
Η Φοξ παίρνει το ρίσκο να τοποθετήσει το ζευγάρι απέναντι σ' έναν αναγνώστη που θα σκεφτεί ειρωνικά: έχουν και οι πλούσιοι τα προβλήματά τους· έναν αναγνώστη που καμία ενσυναίσθηση δεν θα νιώσει για τον Ότο και τη Σόφη, έναν αναγνώστη για τον οποίο ίσως να αποτελεί πολυτέλεια η ενασχόληση με τον ίδιο του τον εαυτό. Και είναι ένα ρίσκο ελιτισμού, μια λογοτεχνία που δεν αφορά το σύνολο του κόσμου εκεί έξω, ούτε κατά τη δεκαετία του εξήντα, αλλά ούτε και σήμερα. Δεν μπορώ να ξέρω πώς το ρίσκο αυτό λειτουργεί στο σύνολο του αναγνωστικού κοινού, εκείνο που ξέρω είναι πως η ανάγνωση του, λογοτεχνικά άρτιου, Πρόσωπα σε απόγνωση με αναστάτωσε συναισθηματικά, λειτουργώντας υποβλητικά, ένιωσα το συναίσθημα του πνιγμού, το κοινό έδαφος, που καθιστά την ιστορία των Μπέντγουντ ανθρώπινη και στον πυρήνα της οικουμενική, παρά τις κοινωνικοπολιτικές της ιδιαιτερότητες, την αδυναμία υπόταξης του συναισθήματος στη λογική, τη σκληρή απουσία ενός εγχειριδίου επιτυχούς πλοήγησης.