Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

Όλιβ Κίττριτζ - Elizabeth Strout

Από τη στιγμή που διάβασα Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον (περισσότερα σχετικά με εκείνη την ανάγνωση εδώ) ήταν ζήτημα χρόνου να διαβάσω και το έτερο μυθιστόρημα της Ελίζαμπεθ Στράουτ, Όλιβ Κίττριτζ. Οφείλω να παραδεχτώ, όχι ως κάποιου είδους απολογία, αλλά στο πλαίσιο της πάντοτε απαραίτητης σκιαγράφησης του ορίζοντα προσδοκιών, πως αρχικά απογοητεύτηκα από το γεγονός πως δεν επρόκειτο για ένα μυθιστόρημα αυτομυθοπλασίας. Κάτι τέτοιο περίμενα, επηρεασμένος καθώς ήμουν από Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον, ένα από τα πλέον έξοχα δείγματα autofiction που έχω υπόψη μου. Δεν ξέρω αν  πρέπει να αποδώσω το αρχικό μούδιασμα σ' αυτή την κατάρρευση, τη δυσκολία να ενταχθώ αναγνωστικά στο σύμπαν της Όλιβ Κίττριτζ, ή στον τρόπο με τον οποίο η Στράουτ έστησε -αριστοτεχνικά- το μυθιστόρημά της, τρόπος που απαιτεί έναν χρόνο προσαρμογής.

Η Όλιβ Κίττριτζ είναι ένα μυθιστόρημα που περιστρέφεται γύρω από την Όλιβ Κίττριτζ, μια συνταξιούχο πια καθηγήτρια γυμνασίου που μένει σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη του Μέην. Αυτό είναι κάτι εύκολο να υποθέσει κανείς, ορμώμενος από τον τίτλο του μυθιστορήματος. Όπως έχω αρκετές φορές επαναλάβει στις γραμμές αυτού εδώ του ιστολογίου, οι περισσότερες ιστορίες έχουν από καιρό ειπωθεί, και όσο και αν κάποιοι συγγραφείς επιμένουν να γυρεύουν να επενδύσουν στη θεματική πρωτοτυπία, εκείνο που τελικά απομένει είναι ο τρόπος να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία. Θέση η οποία δεν βρίθει πρωτοτυπίας, αλλά αντίθετα αποτελεί κοινό τόπο. Αντίστοιχα, κοινό τόπο αποτελεί και η προσέγγιση εκείνη που δηλώνει πως για να σχηματιστεί ένας ολοκληρωμένος λογοτεχνικός χαρακτήρας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η απόδοση του κόσμου μέσα στον οποίο ζει και ενεργεί. Η Στράουτ, εκκινώντας από το σημείο αυτό, μοιάζει, μέσω της αφηγηματικής τεχνικής που ακολουθεί, να προχωράει ένα βήμα πιο πέρα.

Η συγγραφέας επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση, κλασικότροπη, οικεία και γνώριμη. Η συγγραφική εκείνη επιλογή που κάνει την Όλιβ Κίττριτζ περαιτέρω ξεχωριστή είναι ο τρόπος με τον οποίο απλώνει την ιστορία της. Συνθέτει την προσωπογραφία της Όλιβ μέσα από ένα πλήθος αφηγήσεων του κόσμου της και των ανθρώπων που τον αποτελούν. Σε κάποια κεφάλαια η Όλιβ δεν εμφανίζεται καθόλου, σε κάποια απλώς συμμετέχει και σε κάποια πρωταγωνιστεί. Η Στράουτ, έχοντας διαρκώς την πρωταγωνίστριά της στο επίκεντρο, περιστρέφεται γύρω της, πλησιάζει και απομακρύνεται, και έτσι όπως κινείται στο κάδρο μπαίνουν αναπόφευκτα και τα υπόλοιπα πρόσωπα της μικρής παραθαλάσσιας πόλης, με τις φαινομενικά και μόνο άσχετες με την Όλιβ ιστορίες, απαραίτητες ωστόσο για την πληρότητα του τελικού κάδρου. Η Στράουτ κάνει ένα ακόμα ενδιαφέρον λογοτεχνικό παιχνίδι. Δημιουργεί μια συγγένεια γνώσης ανάμεσα στην Όλιβ και τον παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος μοιάζει να ξέρει αναλογικά όσα και η Όλιβ για τους ανθρώπους αυτούς, άμεσα ή έμμεσα, επιτείνοντας τον απόηχο της ζωής σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, στην οποία όλοι γνωρίζονται και όλοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σχετίζονται. Αίσθημα που ισορροπεί, όπως και στην πραγματική ζωή, ανάμεσα στην οικειότητα και την ασφυξία που προκαλεί η έλλειψη, καίτοι φαινομενική, της απρόσωπης ζωής της μεγαλούπολης.   

Το βιβλίο αυτό είχε κυκλοφορήσει και παλαιότερα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγκυρα ως Ο κόσμος της κυρίας Όλιβ, ενώ ο πρωτότυπος τίτλος του μυθιστορήματος περιορίζεται στο ονοματεπώνυμο της πρωταγωνίστριας. Είναι μια περίπτωση «παραποίησης» τίτλου κατά τη γλωσσική μεταφορά, που εμπεριέχει μια απόπειρα επεξήγησης και ερμηνευτικής προσέγγισης, με σκοπό να εξυπηρετήσει την ομαλότερη πρόσληψη και την καλύτερη προώθηση ενός έργου, γεγονός που κατά κόρον συμβαίνει με τους τίτλους των κινηματογραφικών ταινιών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αλλαγή αυτή μοιάζει να έρχεται ενάντια στην ίδια τη συγγραφική πρόθεση. Σκοπός της Στράουτ είναι η σύνθεση της Όλιβ ‒και‒ μέσω του κόσμου της. Ο κόσμος της, δηλαδή, αποτυπώνεται για να υπηρετήσει τη συγκεκριμένη πρόθεση, χωρίς να αποτελεί το κυρίως ζητούμενο όπως ο τίτλος Ο κόσμος της κυρίας Όλιβ προοικονομεί, στερώντας εξ αρχής από το μυθιστόρημα ακριβώς το στοιχείο που το ξεχωρίζει. Η Όλιβ είναι ένας απλός άνθρωπος, όσο απλός είναι ο κάθε άνθρωπος δηλαδή, που ζει σε μια φαινομενικά αδιάφορη εποχή, αρκετά οικεία για τον σύγχρονο αναγνώστη. Και στο συγκεκριμένο πλαίσιο η Στράουτ παραδίδει ένα τεχνικά άρτιο και συναισθηματικά πλήρες μυθιστόρημα, χωρίς να προσβλέπει στην άντληση κάποιου πλεονεκτήματος από την εποχή ή την κοινωνική πραγματικότητα εντός και μέσω της οποίας σκιαγραφεί αριστοτεχνικά την Όλιβ Κίττριτζ. 

Τέτοιου είδους συμβάσεις εμπεριέχουν αναπόφευκτα κάποιο ρίσκο, καθώς αν δεν λειτουργήσουν για τον αναγνώστη τότε αφήνουν ένα αίσθημα δυσαρέσκειας. Σημείο στο οποίο ανοίγει μια πολυκαιρισμένη συζήτηση αναφορικά με τη διάκριση ανάμεσα στο προσωπικό γούστο και την εν γένει αξία ενός έργου. Ως αφηγηματική τεχνική, το μυθιστόρημα ομοιάζει με ένα βιβλίο που δίχασε βαθιά, και που εγώ αγάπησα πολύ, τον Ταμιευτήρα 13 του ΜακΓκρέγκορ (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδόσεις Άγρα). Εκεί, ο ΜακΓκρέγκορ εκκινώντας από την εξαφάνιση ενός νεαρού κοριτσιού, ξεφεύγει γρήγορα από τις προσδοκίες ενός τυπικού αστυνομικού μυθιστορήματος για να παραδώσει τον απόηχο της εξαφάνισης αυτής για τη μικρή τοπική κοινότητα καθώς τα χρόνια περνούν. Κάτι αντίστοιχο κάνει και η πρωτοεμφανιζόμενη Φίλιπς στη Γη που χάνεται (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδόσεις Μεταίχμιο) στην άγνωστη και αρκούντως εξωτική Καμτσάτκα. Στο μυθιστόρημα της Στράουτ τώρα, αν οι ιστορίες των κατοίκων του χωριού δεν λειτουργήσουν ως απαραίτητο μέρος της διαδικασίας ύφανσης της Όλιβ, τότε είναι αναμενόμενο να κουράσουν και να θεωρηθούν ως αχρείαστες παρεκβάσεις.

Παρά την αρχική απογοήτευση στη συνειδητοποίηση πως δεν επρόκειτο για ένα μυθιστόρημα autofiction, που τόσο είχα ανάγκη να διαβάσω εκείνη την περίοδο, η Όλιβ Κίττριτζ αποδείχθηκε ένα έξοχο μυθιστόρημα που κυριάρχησε πλήρως στα συντρίμμια του αρχικού ορίζοντα προσδοκιών. Η Στράουτ, με το αφηγηματικό της εύρημα, κατορθώνει, μέσω της σκιαγράφησης του χαρακτήρα της Όλιβ, να αποδώσει μοναδικά τον τρόπο με τον οποίο ενεργούμε, σχετιζόμαστε, επηρεαζόμαστε, αποκαλυπτόμαστε και κρυβόμαστε, αλλά και πώς βλέπουμε τον εαυτό μας, πώς θεωρούμε πως οι άλλοι μας βλέπουν και πώς φαινόμαστε στον τριγύρω κόσμο, ειδικότερα στο πλαίσιο μιας μικρής κοινωνίας. Η Όλιβ Κίττριτζ, όπως κάθε σπουδαίο μυθιστόρημα, ξεπερνάει τα όρια μέσα στο οποία κινείται.

υγ. Για τον Ταμιευτήρα 13 περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ, ενώ για τη Γη που χάνεται εδώ.
 
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Άγρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου