Αυτή η κατηγορία βιβλιοφιλικών βιβλίων, όπως συνηθίζουμε να τα αποκαλούμε καλώς (γιατί χαρακτηρίζονται από την αγάπη για τη λογοτεχνία) ή κακώς (γιατί δεν υπάρχει, μάλλον, βιβλιοεθχρική λογοτεχνία), είναι η δική μου αναγνωστική ανάπαυση, ένα συχνό καταλυτικό του εκάστοτε μπλοκαρίσματος ή της πρότερης υψηλής αναγνωστικής στάθμης ή της πάσης φύσεως απελπισίας. Τέτοια βιβλία, όπως αυτό, στο όριο ανάμεσα στο δοκίμιο και την αυτοβιογραφία με τη λογοτεχνία στον πυρήνα, με ξεκουράζουν, αλλά κυρίως αναθερμαίνουν το πάθος και την εξάρτησή μου από την ανάγνωση, μου υπενθυμίζουν πως (και) εκεί βρίσκεται η διέξοδος. Στα παραπάνω συμπυκνώνονται οι προσδοκίες και το μικροκλίμα όταν έπιασα στα χέρια μου το Η τέχνη της φυγής, το πρώτο μέρος της Τριλογίας της μνήμης του Μεξικανού Σέρχιο Πιτόλ.
Κάποια χρόνια πριν, εν μέσω έρωτα κεραυνοβόλου με τον γοητευτικό Ενρίκε Βίλα Μάτας και το σύμπαν του, ακολούθησα πιστά το νήμα που μου άπλωσε, πώς αλλιώς, και διάβασα το μυθιστόρημα του Πιτόλ, Η συζυγική ζωή. Απογοητεύτηκα. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την ανάγνωση παρά εκείνα που το τότε κείμενο περιλαμβάνει. Η ανάγνωση είναι πάντοτε ένα παιχνίδι έρμαιο στον χρόνο και τον καιρό, τη στιγμή και τη συγκυρία, την ετοιμότητα και τις προσλαμβάνουσες, και εγώ τότε δεν μπόρεσα, παρά τις όποιες αρετές της γραφής του, κάτι που για παράδειγμα αργότερα με τη Λισπέκτορ συνέβη, να αντλήσω απόλαυση από μια ιστορία που θύμιζε, περισσότερο απ' όσο είναι του γούστου μου, σαπουνόπερα, καλογραμμένη και με διάθεση υπονόμευσης, πλην όμως σαπουνόπερα. Άλλο βιβλίο του δεν διάβασα.
Και μια μέρα ξαφνικά, όπως οι εκδόσεις Δώμα συνηθίζουν να κάνουν, εμφανίστηκε στο βιβλιοπωλείο Η τέχνη της φυγής. Έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου να το ξεφυλλίσω, να δω περί τίνος πρόκειται, να διατρέξω κάποια τυχαία αποσπάσματα, να πάρω μια γεύση, να αναζητήσω το γιατί ο εκδότης επέλεξε να βγάλει αυτό το βιβλίο· μια ακόμα μέρα στη δουλειά, δηλαδή. Με ανακούφιση, εντάξει, ίσως και να είμαι υπερβολικός, αντιλήφθηκα γρήγορα πως δεν ήταν ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, αλλά κάποιου είδους, λιγότερο ή περισσότερο, σύντομα θα αποδεικνυόταν, ιδιότυπο μεμουάρ, εκεί που το βίωμα και η λογοτεχνία συναντιούνται στα φανερά έξω από την κρυψώνα της μυθοπλαστικής συνθήκης, σε πλήρη θέα κάτω από το φως, εκεί που η περασμένη ζωή ανασκαλεύεται αναπόφευκτα, αφού πρόκειται για τη ζωή ενός ανθρώπου της γραφής, με όρους λογοτεχνίας, ανάγνωσης και συγγραφής.
Μου αρέσει να με χαρακτηρίζω αναγνώστη, περισσότερο από κάθε άλλη πιθανή ή απίθανη ιδιότητα. Και όταν αντικρίζω έναν αναγνώστη και συνομιλώ μαζί του, συνήθως περνάω καλά, ανάλογα, βέβαια, και με το πάθος και την ηθική που εκείνος φέρει. Η μοναχική εμπειρία της ανάγνωσης, και πόσο μάλλον της συγγραφής, παρότι στις μέρες μας, λόγω του ψηφιακού, έχει ως ένα βαθμό μεταλλαχθεί, στον πυρήνα της αναντίρρητα διατηρεί την ιδιότητά της αυτή, εκ της οποίας πηγάζει συχνά η ανάγκη για συνάντηση με κάποιο άλλο εξαρτημένο επίσης στη λογοτεχνία πρόσωπο. Έχοντας πιθανότατα μεγάλη ιδέα για όσα αφήνω σε ετούτη την ψηφιακή γωνιά, συχνά σκέφτομαι την ενασχόληση αυτή με όρους αναγνωστικού ημερολογίου, μέσω του οποίου μια εμπειρική και προσωπική λογοτεχνική θεωρία προκύπτει, μια αναγνωστική αισθητική διαμορφώνεται, το αόριστο γίνεται τότε λίγο πιο συγκεκριμένο, οι λέξεις για τις λέξεις εμφανίζονται, ίσως για να καταπέσουν με πάταγο λίγο αργότερα, αλλά όπως και να έχει, προκύπτουν για να οδηγήσουν λίγο πιο βαθιά στη σήραγγα του εαυτού πυρήνα.
Συγγραφικές απόπειρες, όπως αυτή του Πιτόλ εδώ, υποδεικνύουν και υπενθυμίζουν πως η ανάγνωση είναι μια πράξη δυναμική, όχι παθητική και όχι απόλυτα κατανοητή και επεξηγήσιμη, όχι, τουλάχιστον, με τον τρόπο που οι θετικές επιστήμες λειτουργούν. Καλή η φιλολογία και η δοκιμιακή θεωρία, δύσκολα ωστόσο καταφέρνουν να εξηγήσουν το γιατί της ανάγνωσης, την ανάγκη μας να κατανοήσουμε το παράλογο της ύπαρξης μέσα από τις ιστορίες, την ευγνωμοσύνη για εκείνον που ικανοποιώντας μια δική του ανάγκη μας πρόσφερε, σε ανύποπτη στιγμή και χωρίς εκούσια πρόθεση, το απαραίτητο δεκανίκι για ακόμα μια νύχτα, την άρση του συναισθήματος της μοναξιάς στον ακατανόητο ετούτο κόσμο. Μέσα από τις ιστορίες και την αφήγηση των άλλων ελπίζουμε να κατανοήσουμε λίγο ακόμα τον εαυτό μας, να ικανοποιήσουμε τη διαρκώς παρούσα ανησυχία μας, την ακόρεστη δίψα, την απαλοιφή του χρόνιου άλγους που το καθημερινό πεζό προκαλεί.
Και η υπενθύμιση αυτή είναι άκρως σημαντική και απαραίτητη, όταν η διέξοδος μοιάζει δεδομένη και δεν εκτιμάται δεόντως, όταν έχουμε αμελήσει την τύχη, ναι την τύχη, να έχουμε δημιουργήσει ένα μπούνκερ που συνεχώς διευρύνεται έστω και όχι ανάλογα με την επέκταση του περιρρέοντος ζόφου. Είναι, για να κάνω μια αντιστοιχία, όταν λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από την πόλη και την εκεί ρουτίνα, σωτήρια μεν ρουτίνα δε, θυμάσαι πόσο ανάγκη είχες τη φυγή. Το λογοπαίγνιο προκύπτει μάλλον εύκολα: ο Πιτόλ κατέχει την τέχνη της φυγής.
Ας πω, παρότι το θεωρώ προφανές, πως δεν έχουμε να κάνουμε με ένα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας, κάτι του στυλ πώς να δραπετεύετε μέσα από τη λογοτεχνία, τέτοια βιβλία κυκλοφορούν αρκετά τον τελευταίο καιρό, ούτε, επίσης, ένα άθροισμα λέξεων διδακτικών και βαρυφορτωμένων με ένα σπουδαίο εγώ που όλα τα έκανε σωστά και με σύστημα. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Η απόπειρα του συγγραφέα να ανασυνθέσει και να επισκεφτεί συνειδητά τα περασμένα χρόνια τον ρίχνει ξανά και ξανά στα βράχια της τυχαιότητας και του ακατανόητου, ένα πώς τα κατάφερα ιδέα δεν έχω αιωρείται από σελίδα σε σελίδα. Η ευγνωμοσύνη, που μάλλον διαισθητικά αναδύεται, προς τη λογοτεχνία, αλλά και την τέχνη εν γένει, αλλά και στις παρέες, στη φιλία κυρίως, για να μη μιλήσουμε για την τυχαιότητα και την τύχη, και όλες τις υπόλοιπες ραγισματιές και χαραμάδες που θέτουν σε σωτήρια αστάθεια την όποια ορθολογική απόπειρα ερμηνείας και κατανόησης.
Αυτό το πάθος, με τον σεβασμό που το ανεξήγητο γεννά, ο αναγνώστης ως ένα βαθμό το μοιράζεται με τον συγγραφέα, αυτά τα κρακ που κατά καιρούς ακούγονται από το εσωτερικό του κρανίου, όλα όσα πέφτουν από το ίδιο τους το βάρος με το άγγιγμα μιας φράσης απλής, αμελητέας ποσοτικά και ποιοτικά. Και έτσι, ο αναγνώστης αναγνωρίζει δικά του βιώματα, και ας μη συμφωνεί με την κρίση για το ένα ή το άλλο βιβλίο, ποιος νοιάζεται άραγε, δεν είναι αυτό το νόημα, όχι αν δεν είσαι φιλόλογος ή αν ήθελες να είσαι ή αν έτσι έχεις στήσει τη ζωή σου, με αναχώματα ισχυρογνωμοσύνης που αργά ή γρήγορα θα ισοπεδωθούν από το πέρασμα του παράλογου, του ανερμήνευτου, όταν παρότι όλα θα τα έχεις κάνει σωστά το αποτέλεσμα θα είναι αποτυχημένο.
Βιβλία όπως αυτό του Πιτόλ, τα έχουμε ανάγκη περισσότερο ίσως από όσο τα έχει ανάγκη ο ίδιος ο συγγραφέας τους, είναι παράδοξη μια τέτοια σκέψη, το ξέρω, αλλά αυτό νιώθω.
υγ. Για το Η συζυγική ζωή έγραφα πριν από έντεκα χρόνια αυτό.