Πριν από ό,τι άλλο ας καταστεί σαφές πως το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα αριστούργημα. Ας πάμε τώρα παρακάτω.
Ήτανε ολομόναχος, άκουγε τις φωνές των παιδιών, δεν τον εκνευρίζανε, μα ούτε του κάναν ευχαρίστηση. Όπως και νάχει, όλ' αυτά ήταν πολύ μακριά. Δεν ζήτησε να βγει έξω, να επισκεφτεί την πόλη, τους δρόμους, τα φοινικόδεντρα. Τίποτα. Περίμενε νάρθουν να τον γυρέψουν, για να συνεχίσει το ταξίδι. Μέσα στην αυλή του σπιτιού υπήρχε ένα δέντρο γιομάτο κόκκινα λουλούδια, ένα πυριφλεγές των Αντιλλών. Κοίταζε αυτό το δέντρο, περίμενε να περάσει ο καιρός. Κατάλαβε τότε, πως κανένας δε θα του ζήταγε τίποτα πια, πως όλος ο κόσμος θα υποκρινότανε ότι αγνοεί αυτό που είχε συμβεί πριν από είκοσι χρόνια. Κατάλαβε πως δε θα μπορέσει ποτέ να κατονομάσει αυτά τα πράγματα, να τα κάνει να ζήσουν, έξω απ' τον εαυτό του, να τους δώσει μιαν επίφαση αντικειμενικής υπάρξεως. Ούτε λόγος να γίνεται. Θα τον αφήνανε ολομόναχο με τούτη την ανάμνηση, λες και τούτη η ανάμνηση αφορούσε αυτόν και μόνο. Κατάλαβε ότι είχε μπει στην έρημη και παγωμένη περιοχή του θανάτου, ότι η σιωπή του και η πίστη του στο σκοπό δεν είχαν χρησιμεύσει σε τίποτα, ότι οι δικοί του δεν θα τον αναγνωρίζανε, ότι κανένας δεν θα προθυμοποιούτανε να μοιραστεί αυτό το αίμα, αυτό το θάνατο, αυτή τη χαμέρπεια, αυτή την αυτοθυσία. Ωστόσο, ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να διαπράξει αυτό το έγκλημα, ο οιοσδήποτε αγωνιστής. Τον είχανε διαλέξει, γιατί είχε ορισμένες αρετές, μα θα τον αφήνανε να επωμισθεί ολομόναχος την ευθύνη αυτής της αυταπάρνησης, αυτής της υπομονετικής πανουργίας, αυτής της ολοκληρωτικής θυσίας. Δεν είχε πλέον ούτε όνομα, ούτε παρελθόν, δεν είχε τίποτα πλέον έξω απ' το έγκλημα που κανείς δεν ήθελε να το δεχτεί μαζί του, για να μη βρεθεί στην ανάγκη[...]
Το μυθιστόρημα αυτό κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1969, και κρίθηκε σκόπιμο στο εξώφυλλο να διευκρινιστεί πως επρόκειτο για μυθιστόρημα, ενώ, αμέσως μετά την αφιέρωση του Σεμπρούν Στην Κολέτ, για τις λιακάδες που μοιραστήκαμε, η διευκρίνηση γίνεται ακόμα πιο σαφής: Τα γεγονότα που αναφέρονται σε τούτ' εδώ τ' αφήγημα είναι τελείως φανταστικά. Κάτι παραπάνω: κάθε αντιστοιχία με την πραγματικότητα, θα ήταν όχι μόνο συμπτωματική, αλλά και αυτόχρημα σκανδαλώδης. Και μπορεί στον σημερινό, νεότερο αναγνώστη το όνομα του Ραμόν Μερκαντέρ να μην θυμίζει κάτι, και επομένως να μην αμφιβάλλει για τη μυθοπλαστική φύση της ιστορίας αυτής, όμως τότε, το όνομα Ραμόν Μερκαντέρ σε αρκετούς αναγνώστες θα προκαλούσε σίγουρα έντονα, αν και ανάμεικτα, συναισθήματα, καθώς στο όνομα αυτό αναγνώριζαν τον δολοφόνο του Τρότσκι, που ακόμα ήταν ακόμα εν ζωή.
Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ είναι ένα μυθιστόρημα κατασκοπίας κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Όταν ο Ραμόν Μερκαντέρ θα πετάξει αεροπορικώς για το Άμστερνταμ, από τη Μαδρίτη όπου διαμένει, αρκετές μυστικές υπηρεσίες θα βρεθούν στο κατόπι του. Εκείνος το υποψιάζεται εξ αρχής και γυρεύει να βρει τον υπαίτιο της διαρροής. Στην ιστορία αυτή, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα λάβουν μέρος και πρόσωπα άσχετα με τα κατασκοπευτικά παιχνίδια, όπως ένας καθηγητής γαλλικής φιλολογίας, που θα βρεθεί με την οικογένειά του για διακοπές επίσης στο Άμστερνταμ, και ένας Αμερικανός σκηνοθέτης, που δουλεύει πάνω σε ένα σενάριο σχετικά με τη δολοφονία του Τρότσκι και βρέθηκε στην ίδια πτήση με τον Μερκαντέρ από τη Μαδρίτη.
Με έντονες επιρροές από το nouveau roman, αλλά και το έργο του Αντρέ Ζιντ, ο Σεμπρούν, γνώριμος κυρίως -μαζί με τον Πρίμο Λέβι- για τα αυτοβιογραφικά αφηγήματα από την εποχή του εγκλεισμού του στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, παραδίδει εδώ ένα μυθιστόρημα αφηγηματικά φιλόδοξο, με διάθεση να παίξει με τις νόρμες και τα αποδεκτά καλούπια του κατασκοπικού -και όχι μόνο- μυθιστορήματος. Βασικό μέλημά του μοιάζει να είναι να κρύψει τον αφηγητή του, εναλλάσσοντας διαρκώς τόσο τα αφηγηματικά πρόσωπα (μεταξύ α' και γ' ενικού, ενίοτε όμως και α' πληθυντικού) αλλά και την απεύθυνση, πότε άμεση και πότε έμμεση, πότε στον αναγνώστη και πότε σε κάποιον χαρακτήρα, ενώ, παράλληλα με αυτή την αφηγηματική πολυφωνία, έχουμε και την επανάληψη της αφήγησης διαφόρων περιστατικών ιδωμένων από διαφορετική οπτική γωνία. Και αυτή η συνεχής απόπειρα απόκρυψης του αφηγηματικού ίχνους συντελεί από τη μεριά της στην ένταση της ατμόσφαιρας μυστηρίου και σασπένς, καθώς ο αναγνώστης, αναζητώντας τον αφηγητή, επιχειρεί να διαλευκάνει την υπόθεση. Τα αφηγηματικά αυτά τεχνάσματα αποτυπώνουν ταυτόχρονα και τους σύνθετους λαβύρινθους των μυστικών υπηρεσιών, τους διπλούς ρόλους των κατασκόπων, τη διαρκή αναρώτηση για το ποιος παρακολουθεί ποιον.
Βασικός πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα αυτό είναι η γλώσσα. Γλωσσολογικού ενδιαφέροντος σημειώσεις σχετικά με το πώς ακούγεται μια λέξη ή έκφραση σε μια γλώσσα και πώς σε μια άλλη, διαρκής απόπειρα για την ακριβή περιγραφή, η αγωνία της παρανόησης, τα ελάχιστα εκείνα ψήγματα στον λόγο που μαρτυρούν την καταγωγή κάποιου. Ο Σεμπρούν, γλωσσικός μετανάστης και ο ίδιος, καθότι για πολλά χρόνια έζησε στη Γαλλία, σκεφτόταν από ένα σημείο και μετά σε δύο γλώσσες, έγραφε στα γαλλικά και μετέφερε τα έργα του στα ισπανικά και το αντίστροφο, παρατηρώντας έτσι όλες αυτές τις ελάχιστες διαφορές που τα βιβλία της γραμματικής και τα λεξικά δεν αρκούν για να απαλύνουν.
Η αγάπη για τη λογοτεχνία, η απόδοση θαυμασμού στον Κάρλος Φουέντες και ο σκεπτικισμός σχετικά με τα δυστοπικά μυθιστορήματα του Όργουελ (1984) και του Χάξλεϋ (Θαυμαστός καινούριος κόσμος) και την αξία του πολιτικού τους στοχασμού. Ο Μαρσέλ Προυστ και το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, που ο καθηγητής της γαλλικής λογοτεχνίας δεν έχει καταφέρει να διαβάσει πέρα από τον πρώτο τόμο, και κάθε καλοκαίρι υπόσχεται στη σύζυγό του πως θα το ξαναδιαβάσει, επιμένοντας σε αυτό το επαναληπτικό πρόθεμα για να επιβάλλει μια νέα αλήθεια, ο οποίος όμως έχει διαβάσει επισταμένως ό,τι σχετικό με τον Προυστ και το έργο του, ακόμα και την πιο μικρή πανεπιστημιακή εργασία, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ως σπουδαίος γνώστης, επισημαίνοντας δυσδιάκριτες αποχρώσεις του προυστικού σύμπαντος, σε σκηνές που προκαλούν το γέλιο και θίγουν τη στείρα αυτή ακαδημαϊκή προσέγγιση της λογοτεχνίας.
Δεν θα μπορούσε να μη γίνει αναφορά στην πολιτική διάσταση του μυθιστορήματος αυτού, παράμετρος ίσως σημαντικότερη και από την ίδια την ιστορία ή τον λογοτεχνικό πειραματισμό, και εδώ έρχεται να προστεθεί ο μεταφραστής Άρης Αλεξάνδρου, σε μια από τις ευτυχείς συγκυρίες της λογοτεχνίας, όπου η μετάφραση ενός βιβλίου μοιάζει να γίνεται από τον πλέον κατάλληλο, από τον ιδανικό ίσως αναγνώστη ενός βιβλίου όπως αυτό, αφού ο μεταφραστής μοιράζεται παρόμοιες ιδεολογικές αγωνίες με τον συγγραφέα και εκείνο που τον απασχολεί είναι αν θα στεγνώσει τάχα ποτέ το αίμα. Οι θυσίες και οι απογοητεύσεις πολλών ανθρώπων που πίστεψαν στο όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, που αγωνίστηκαν γι' αυτόν και ένιωσαν προδομένοι, ξανά και ξανά. Άνθρωποι για τους οποίους η ιδεολογία δεν είναι ένα παλτό αλλά το πετσί τους το ίδιο.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτό συνειδητοποιεί κανείς την επίδραση του Σεμπρούν σε νεότερες γενιές συγγραφέων, κυρίως ισπανόφωνων, στον τρόπο με τον οποίο γυρεύουν και εμπλέκουν στα έργα τους την αλήθεια, στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν την ιστορία και την πολιτική, επιχειρώντας να καταλάβουν γεγονότα που δεν έζησαν, μέσα από μαρτυρίες και έρευνα, αλλά και στη διάθεση να κινηθούν στον ευρύτερο χώρο του νουάρ μυθιστορήματος· και το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα νομίζω πως είναι ο Χαβιέρ Θέρκας (όπως στον Απατεώνα για παράδειγμα), ενώ ακόμα ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσει κανείς είναι το Μάταιο χτες του Ισαάκ Ρόσα.
Ο αναγνώστης θα ανταμειφθεί και με το παραπάνω για την απαιτούμενη προσήλωσή του σε μια εμπειρία μοναδική, που έρχεται να αναπροσαρμόσει κάθε λίστα με αγαπημένα βιβλία που έχω διαχρονικά συντάξει.
υγ. Αρκετά είναι τα βιβλία που αναφέρθηκαν στο κείμενο αυτό. Λίγα περισσότερα λόγια θα βρείτε εδώ για τους Κιβδηλοποιούς του Ζιντ, εδώ για τον Απατεώνα του Θέρκας και εδώ για Το μάταιο χτες του Ισαάκ Ρόσα
Μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου
Εκδόσεις Θεμέλιο