(δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Yusra)
Με την αμάδα στη μύτη του παπουτσιού
Δέκα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που διάβασα το Κουτσό. Το ήξερα καλά από τότε, αργά ή γρήγορα θα επέστρεφα ξανά. Υπήρξαν φορές που ένιωσα πως ήρθε η στιγμή αυτή, όμως δεν ήρθε. Λίγες σελίδες σκόρπιες, κάποια διηγήματα ξανά και ξανά, βίντεο με τον Κορτάσαρ να διαβάζει κάποια κεφάλαια, λίστες μουσικής παρμένες απ' το βιβλίο, συζητήσεις, διαφωνίες, διακινδυνευμένοι δανεισμοί με αίσιο φινάλε. Η επανακυκλοφορία σε νέα μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη αναζωπύρωσε την ανάμνηση της επιθυμίας. Πέρασαν κάποιοι μήνες. Και ξαφνικά ήρθε η στιγμή.
Η στιγμή να ξαναδιαβάσω το Κουτσό, ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα πως η αόριστη επιθυμία να ξαναδιαβάσω το Κουτσό κάποια στιγμή μετατράπηκε σε επιτακτική ανάγκη που επιζητούσε την άμεση ικανοποίησή της. Βιβλία στη μέση δεν αφήνω, όμως εκείνη τη στιγμή έπρεπε να σταματήσω ό,τι έκανα και να ξαναδιαβάσω το Κουτσό. Η ανάγνωση τελείωσε (σχεδόν) και τώρα ένα κείμενο γράφεται. Ένα κείμενο για το Κουτσό δεν μπορεί παρά να είναι ένα κείμενο κυρίως, αν όχι αμιγώς, προσωπικό, και ίσως αυτό, σκέφτομαι, να οφείλεται σε αυτή την επιτακτικότητα γραφής που αποπνέει η κάθε σελίδα του, η ανάγκη του Κορτάσαρ να γράψει αυτό το βιβλίο για να μην πέσει στα νερά του Σηκουάνα, να παίξει κουτσό με την αμάδα στη μύτη του παπουτσιού.
Οδηγίες παιχνιδιού. Το κουτσό παίζεται με μιαν αμάδα, που πρέπει να τη σπρώχνεις με τη μύτη του παπουτσιού. Υλικά: ένα πεζοδρόμιο, μια αμάδα, ένα παπούτσι κι ένα όμορφο σχεδιάγραμμα με κιμωλία, κατά προτίμηση χρωματιστή. Ψηλά είναι ο Ουρανός, χαμηλά η Γη, είναι πολύ δύσκολο να φτάσεις με την αμάδα στον Ουρανό, σχεδόν πάντα κάνεις λάθος στον υπολογισμό, και η αμάδα βγαίνει έξω από το σχεδιάγραμμα. Σιγά σιγά, πάντως, αποκτάς την αναγκαία επιδεξιότητα για να περνάς τα διαφορετικά τετράγωνα (κουτσό σαλιγκάρι, κουτσό παραλληλόγραμμο, κουτσό φαντεζί που παίζεται ελάχιστα), και μια μέρα μαθαίνεις πώς να βγαίνεις απ' τη Γη και ν' ανεβάζεις την αμάδα ως τον Ουρανό, ώσπου να μπεις στον Ουρανό ("Et tous nos amours", τραγουδούσε μπρούμυτα η Εμανιέλ, με αναφιλητά), το κακό είναι πως, ακριβώς σ' αυτό το σημείο, όταν κανείς σχεδόν δεν έχει μάθει ακόμα ν' ανεβάζει την αμάδα ως τον Ουρανό, λήγει ξαφνικά η παιδική ηλικία και πέφτεις στα μυθιστορήματα, στο ανώφελο άγχος, στη θεώρηση ενός άλλου Ουρανού στον οποίο επίσης πρέπει να μάθεις να φτάνεις.
Οδηγίες ανάγνωσης. Δύο μονοπάτια σηματοδοτεί ο συγγραφέας για τον αναγνώστη. Το γραμμικό μονοπάτι, ξεκινώντας απ' το πρώτο κεφάλαιο και τερματίζοντας στο πεντηκοστό έκτο, εκεί όπου τρία χαριτωμένα αστεράκια σηματοδοτούν το τέλος, εκεί μπορεί ο αναγνώστης χωρίς ντροπή και τύψεις να σταματήσει. Και το μονοπάτι σε σχεδιάγραμμα Κουτσό, τοποθετώντας αρχικά την αμάδα στο εβδομηκοστό τρίτο τετράγωνο και ακολουθώντας την αρίθμηση στο τέλος κάθε κεφαλαίου, μπρος πίσω, μέχρι το τετράγωνο εκατόν τριάντα ένα ή -σύμφωνα με άλλους- το πενήντα οχτώ, αν και αρκετοί πιστεύουν πως αν ακολουθήσεις πιστά τη σήμανση το μονοπάτι δεν τελειώνει ποτέ, παρά μόνο ίσως στον Ουρανό.
Τότε, δέκα χρόνια πριν, ξεκίνησα από το κεφάλαιο ένα. Θα συναντούσα άραγε τη Μάγα; Τώρα από το κεφάλαιο εβδομήντα τρία. Ναι, αλλά ποιος θα μας σώσει απ' την υπόκωφη φωτιά;
Δέκα χρόνια μετά, από τη μια ένιωθα λαχτάρα για την επικείμενη επιστροφή στις πλάκες με τα πολύχρωμα νούμερα, απ' την άλλη φοβόμουν την απομάγευση των χρόνων που μεσολάβησαν, χρόνων σε στενό μαρκάρισμα απ' τον ρεαλισμό, την εμφάνιση εκείνου του άλλου Ουρανού.
Έπρεπε, σκέφτομαι τώρα, να γράψω ένα κείμενο για το Κουτσό πριν το ξαναδιαβάσω, ένα κείμενο για το Κουτσό δέκα χρόνια μετά. Υπήρξε μια περίοδος που έγραφα τέτοια κείμενα, κείμενα πριν από την ανάγνωση, στα οποία προσπαθούσα να διερευνήσω τα μονοπάτια που με οδήγησαν στο ένα ή το άλλο βιβλίο, τις προσδοκίες που καλλιεργούσα, σε διάφορα επίπεδα, περισσότερο ή λιγότερο προσβάσιμα στη συνείδηση, άλλωστε η ανάγνωση, όπως τόσα και τόσα στη ζωή, είναι -και- ζήτημα προσδοκιών. Τώρα είναι αργά, τώρα θα πρέπει να περιμένω να περάσουν κάποια χρόνια. Θα είχε όμως ενδιαφέρον ένα τέτοιο κείμενο. Και αυτό το συνειδητοποίησα όταν ήδη ξαναδιάβαζα το Κουτσό, δέκα χρόνια μετά, ξεκινώντας από το κεφάλαιο εβδομήντα τρία και ακολουθώντας την αρίθμηση στο τέλος του κάθε κεφαλαίου, χωρίς να ξέρω ακριβώς πόσες σελίδες έχω διαβάσει, χωρίς να μπορώ να απαντήσω στην ερώτηση πόσες σελίδες μου μένουν έτσι μπρος πίσω που πήγαινα, και σκέφτομαι πως ήταν και αυτή μία παράπλευρη της ανάγνωσης απόλαυση, μία μικρή ελάχιστη επικράτηση απέναντι στο ποσοτικό μετρήσιμο των πάντων, και ήξερα, ξαναδιαβάζοντας το Κουτσό, πως ένα κείμενο που θα είχε προηγηθεί της ανάγνωσης, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα αναδείκνυε πιθανά παιχνίδια της μνήμης, κατασκευαστικές αυθαιρεσίες, μέρος της μυθολογίας που με το πέρασμα του χρόνου έπεται της ανάγνωσης, αν και για βιβλία όπως αυτό είναι πιο ακριβές να πω της αναγνωστικής εμπειρίας.
Όσο γράφω αυτό το κείμενο -και πιο πριν, όσο έλεγα πως πρέπει να καθίσω
και να γράψω αυτό το κείμενο- βρίσκω συνεχώς την ευκαιρία να ξαναδιαβάσω
ακόμα ένα απόσπασμα, ακόμα και ένα ολόκληρο κεφάλαιο (που αν έπρεπε να
είναι αυστηρά μόνο ένα θα ήταν το σαράντα ένα, στο δεύτερο μέρος του
βιβλίου, στο Μπουένος Άιρες, όταν ο Ολιβέιρα επιθυμεί ένα μάτε όσο
τίποτα άλλο, όμως το μάτε έχει τελειώσει και ο Ολιβέιρα προφανώς και δεν
έχει το κουράγιο να κατέβει μέχρι το μαγαζί της γωνίας, και τότε, σε
έναν από τους πλέον ευφάνταστους διαλόγους της λογοτεχνίας, αυτός και ο Τράβελερ επιχειρούν, ο καθένας στο μπαλκόνι του, να βρουν μια λύση σε αυτό το
πρόβλημα) και κάπως έτσι η ολοκλήρωση του κειμένου αυτού
διαρκώς αναβάλλεται, για την ακρίβεια η ολοκλήρωση της αναγνωστικής εμπειρίας αναβάλλεται
διαρκώς.
Τσακωμοί για το Κουτσό, όχι αρκετοί, θυμάμαι έναν όμως καλά. Εκείνος, λάτρης των βιβλίων και δυνατός αναγνώστης, με περισσή αυτοπεποίθηση και επιμονή ισχυριζόταν πως το Κουτσό είναι ένα λαϊκό μυθιστόρημα. Απέναντί του είχε αρκετούς με αντίθετη γνώμη, η αναλογία υπέρ των οποίων τους επέτρεπε να ανασκουμπώνονται πριν ορμήσουν ξανά στην αρένα. Εκείνος μόνος, με υπομονή, χωρίς να κάνει ούτε βήμα πίσω, όχι μόνο απέκρουε το κάθε επιχείρημα αλλά κέρδιζε και λίγο έδαφος. Η αντιπαράθεση τέλειωσε όταν κάποιος από τους απέναντι ζήτησε τον λογαριασμό.
Ένα βράδυ, πάει κάποιος καιρός, μελαγχολούμε με έναν φίλο αναλογιζόμενοι την αναπόφευκτη συντήρηση που φέρνει στον άνθρωπο η ηλικία. Πώς θα ξεφύγουμε από αυτή την παγίδα εμείς, αναρωτιόμαστε, μα λύση δεν βρίσκουμε και κάπως έτσι, αμίλητοι και αποθαρρυμένοι γυρίζουμε ο καθένας σπίτι του. Λίγες μέρες μετά, του έστειλα δύο φωτογραφίες του Κορτάσαρ, η μία τραβηγμένη λίγο αφότου έφυγε από την Αργεντινή, και η άλλη λίγο προτού πεθάνει. Ίσως και να γίνεται τελικά, συμπλήρωσα.
Μπορεί άραγε η λογοτεχνία να δημιουργήσει την πραγματικότητα, να επηρεάσει την εξέλιξη των πραγμάτων, να ανακατευτεί με τη ζωή; Στις 25 Φεβρουαρίου του 1980 ο Ρολάν Μπαρτ επιστρέφει περπατώντας στο σπίτι του, ένα μικρό φορτηγό θα τον παρασύρει, έναν μήνα αργότερα θα πεθάνει. Ο Μορελί, για να γυρίσουμε δεκαεπτά χρόνια πριν, είναι ο συγγραφέας που θαυμάζουν ο Ολιβέιρα και οι φίλοι του στο Παρίσι, ο οποίος, ανάμεσα σε τόσα άλλα, ισχυρίζεται πως πρέπει να τελειώνουμε άπαξ και δια παντός με τις ισχύουσες γλωσσικές φόρμες. Ο Ολιβέιρα και οι φίλοι του τον αναζητούν παντού, γυρεύουν με μανία τα γραπτά του, συνήθως μάταια, ώσπου ο Ολιβέιρα θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας ενός ατυχήματος, ένα αυτοκίνητο θα χτυπήσει έναν πεζό.
Και αν πίσω από τον χαρακτήρα μυστήριο του Μορελί ο Κορτάσαρ έκρυψε καλά ιδέες δικές του και άλλων, αυτό δεν σημαίνει πως το Κουτσό δεν βρίθει αναφορών. Θα ξεχώριζα την παρουσία του Μάλκολμ Λόουρυ, τον συγγραφέα του πλέον πυρετικού μυθιστορήματος. Και του Βίτολντ Γκομπρόβιτς, για την αντίθετη με τον Κορτάσαρ διαδρομή από την Ευρώπη στη Λατινική Αμερική. Κυρίως όμως τη μουσική. Κυρίως το Les amoureux du Havre. Το Παρίσι μέσα από τα μάτια ενός ξένου, ο ξένος μέσα στα βουλεβάρτα του Παρισιού. Και το Μπουένος Άιρες από το δωμάτιο του Ολιβέιρα. Και, φυσικά, η Μάγα.
Μπορεί άραγε η λογοτεχνία να δημιουργήσει την πραγματικότητα, να επηρεάσει την εξέλιξη των πραγμάτων, να ανακατευτεί με τη ζωή; Στις 25 Φεβρουαρίου του 1980 ο Ρολάν Μπαρτ επιστρέφει περπατώντας στο σπίτι του, ένα μικρό φορτηγό θα τον παρασύρει, έναν μήνα αργότερα θα πεθάνει. Ο Μορελί, για να γυρίσουμε δεκαεπτά χρόνια πριν, είναι ο συγγραφέας που θαυμάζουν ο Ολιβέιρα και οι φίλοι του στο Παρίσι, ο οποίος, ανάμεσα σε τόσα άλλα, ισχυρίζεται πως πρέπει να τελειώνουμε άπαξ και δια παντός με τις ισχύουσες γλωσσικές φόρμες. Ο Ολιβέιρα και οι φίλοι του τον αναζητούν παντού, γυρεύουν με μανία τα γραπτά του, συνήθως μάταια, ώσπου ο Ολιβέιρα θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας ενός ατυχήματος, ένα αυτοκίνητο θα χτυπήσει έναν πεζό.
Και αν πίσω από τον χαρακτήρα μυστήριο του Μορελί ο Κορτάσαρ έκρυψε καλά ιδέες δικές του και άλλων, αυτό δεν σημαίνει πως το Κουτσό δεν βρίθει αναφορών. Θα ξεχώριζα την παρουσία του Μάλκολμ Λόουρυ, τον συγγραφέα του πλέον πυρετικού μυθιστορήματος. Και του Βίτολντ Γκομπρόβιτς, για την αντίθετη με τον Κορτάσαρ διαδρομή από την Ευρώπη στη Λατινική Αμερική. Κυρίως όμως τη μουσική. Κυρίως το Les amoureux du Havre. Το Παρίσι μέσα από τα μάτια ενός ξένου, ο ξένος μέσα στα βουλεβάρτα του Παρισιού. Και το Μπουένος Άιρες από το δωμάτιο του Ολιβέιρα. Και, φυσικά, η Μάγα.
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις opera
Εκδόσεις opera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου