Οι εμπειρίες εκείνες που μας στοιχειώνουν και εν τέλει μας διαμορφώνουν, παρά την έντονη δυναμική τους και τα αναχώματα, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρά, που υψώνουν, παρασέρνονται στο πέρασμα του χρόνου, υπάγονται στο βασίλειο της μνήμης, υπό την εκτελεστική εξουσία της νοσταλγίας, κόρης της μνήμης, και προσαρμόζονται στο παρόν του καθενός. Ίσως γι' αυτό η επιστροφή είναι ταξίδι αυτόνομο και όχι επανάληψη εκείνου του πρώτου. Τα τελευταία χρόνια επιστρέφω ξανά σε βιβλία -και όχι μόνο-, το άγχος για την αντίστροφη μέτρηση του χρόνου δεν με πτοεί, τουλάχιστον όχι πια, όχι σε τέτοιο βαθμό όσο άλλοτε, η λίστα με τα αδιάβαστα μεγαλώνει, ε και; Οι απόψεις ενός κλόουν, έλεγα, είναι το πλέον θλιμμένο βιβλίο που έχω διαβάσει, ίσως μαζί με το Μαύρο κουτί του Άμος Οζ. Ο κλόουν-αφηγητής, θυμόμουν, απευθύνεται ευθέως στη γυναίκα που τον εγκατέλειψε, της καταλογίζει σφάλματα και της αναγνωρίζει αλήθειες, ενώ το μίσος διαδέχεται την αγάπη, αυτό θυμόμουν. Η επιστροφή, δώδεκα χρόνια μετά, έδειξε πως δεν ήταν έτσι ακριβώς.
Μπαίνοντας στη Βόννη είχε σκοτεινιάσει για καλά, κι είπα πως αυτή τη φορά θα προσπαθήσω, πως τούτη η άφιξη δεν θα έχει τον αυτοματισμό που αποκτάς πέντε χρόνια στο δρόμο: κατεβαίνεις την πρώτη σκάλα του σταθμού, ανεβαίνεις τη δεύτερη, αφήνεις το βαλιτσάκι, βγάζεις το εισιτήριο απ' την τσέπη του παλτού, ξαναπιάνεις το βαλιτσάκι, δίνεις το εισιτήριο στον ελεγκτή, πηγαίνεις στο περίπτερο, αγοράζεις βραδινές εφημερίδες, βγαίνεις στο δρόμο, φωνάζεις ταξί. Πέντε ολόκληρα χρόνια, σχεδόν κάθε μέρα, όλο για κάπου φεύγω κι όλο κάπου φτάνω, το πρωί ανεβαίνω και κατεβαίνω σκάλες σταθμών, το απόγευμα κατεβαίνω και ανεβαίνω, φωνάζω ταξί, ψάχνω στην τσέπη του σακακιού μου για ψιλά, πληρώνω τον οδηγό, αγοράζω βραδινές εφημερίδες στα περίπτερα, και σε μια γωνιά του μυαλού μου απολαμβάνω τούτο τον ανέμελο αυτοματισμό, που είναι ωστόσο μελετημένος ως την παραμικρή του λεπτομέρεια. Από τότε που με παράτησε η Μαρί για να παντρευτεί εκείνον τον καθολικό, τον Τσύπφνερ, η διαδικασία έχει γίνει ακόμα πιο μηχανική, χωρίς να χάσει τίποτε απ' την ανεμελιά της.
Ναι, η εγκατάλειψή του από τη Μαρί είναι εκείνο που περισσότερο απ' όλα απασχολεί και βαραίνει τον Χανς Σνηρ, γόνο πλούσιας οικογένειας, που αδιαφόρησε για τη σίγουρη ζωή που ανοιγόταν μπροστά του, έγινε κλόουν, ναι κλόουν, ούτε αρλεκίνος, ούτε μίμος, ούτε τίποτα άλλο καλλιτεχνικό και κουλτουριάρικο, παρά ένας κλόουν, και μάλιστα καλός, όσο εκείνη ήταν στο πλάι του, σε διαρκή κίνηση, περιοδείες από πόλη σε πόλη, διαμονή σε ξενοδοχεία πέντε αστέρων και σιδηροδρομικά ταξίδια στην πρώτη θέση, μια ζωή μποέμικη κατά πολλούς, μια ζωή κανονική κατ' εκείνον, χωρίς την υποκρισία της μεταπολεμικής Γερμανίας, που όλοι ξαφνικά έγιναν σφοδροί πολέμιοι του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, ανακαλύπτοντας στη θρησκεία και την οικονομία νέα πεδία δόξας και τιμής, σαν να μην έγινε ποτέ ό,τι έγινε, σαν να μη συμμετείχε ποτέ κανείς τους.
Στη δική μου μνήμη είχε εντυπωθεί το τέλος μιας ιστορίας αγάπης, η φυγή της Μαρί προς μια ζωή σίγουρη, ασφαλή, αποστειρωμένη· αυτό είχε εντυπωθεί ως κεντρικό θέμα της εξομολόγησης ή του λιβέλλου του Χανς προς τη Μαρί, ένα τεράστιο εσύ, μια επιστολή προσωπική σε δημόσια θέα, το απονενοημένο διάβημα ενός ερωτευμένου.
Ο Χανς Σνηρ επιστρέφει στη Βόννη μετά από μια ακόμα αποτυχημένη παράσταση, τραυματισμένος από μια πτώση, ένας σωματικός τραυματισμός που έρχεται να συναντήσει τον αντίστοιχο συναισθηματικό, επιστρέφει, λοιπόν, στη Βόννη, την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, και με χαρά εγκατέλειψε παρέα με την Μαρί κάποτε, με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη, χωρίς άλλες παραστάσεις στο πρόγραμμα, με ελάχιστα τσιγάρα στο πακέτο και ένα μπουκάλι κονιάκ στο ψυγείο. Προσπαθεί, και μάλιστα σκληρά, να αντιμετωπίσει ψύχραιμα και λογικά την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, φτιάχνει μια λίστα με ανθρώπους, που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν, ανθρώπους που δεν θα ήθελε υπό άλλες συνθήκες να συναντήσει ξανά, όπως οι γονείς του, ή εκείνοι οι καθολικοί από τον Κύκλο, αρχίζει να τηλεφωνά, οι πόρτες κλείνουν, τα ανταλλάγματα είναι σκληρά, ο θυμός τον κατακλύζει και του στερεί το καθαρό μυαλό που απαιτείται για το καλόπιασμα και τη στρατηγική, για την επιβίωση.
Μέσω του Σνηρ, και της ιστορίας του, ο Μπελ κατακεραυνώνει την υποκρισία της γερμανικής κοινωνίας, της μεταπολεμικής περιόδου, της λήθης και του ξεπλύματος του ναζιστικού παρελθόντος, καθώς όλοι είναι δημοκράτες και ενάντιοι σε οποιοδήποτε ολοκληρωτικό καθεστώς, ασχέτως που πριν λίγα χρόνια το υποστήριζαν με μανία, θυσιάζοντας τα ίδια τους τα παιδιά στις πρώτες γραμμές του μετώπου, αυτό τώρα σε τίποτα δεν τους πτοεί να περιοδεύουν στην Αμερική ως πρόεδροι συλλόγων ενάντια στον ρατσισμό και τον πόλεμο. Υποκριτές. Και οι οργανωμένες θρησκείες, με την ευπροσάρμοστη ηθική τους, τη δίψα τους για χρήμα και εξουσία, έτεροι πρεσβευτές της αγάπης και της συμπόνιας. Και οι καλλιτέχνες, που τόσα υπέφεραν, κατά τα λεγόμενά τους, ζώντας σε σαλόνια κυριών, και τώρα χτίζουν ξανά την καριέρα τους ως θύματα ενός φρικτού καθεστώτος.
Η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Μπελ, ακόμα και τη δεύτερη φορά, ακόμα και σε μεγαλύτερη ηλικία, ήταν επώδυνη. Δεν μπορούσα να αντέξω παρά λίγες, ελάχιστες σελίδες τη φορά. Η αναγνωστική απόλαυση είναι μια έννοια σχετική άλλωστε.
-Αφήστε τις ανοησίες, κύριε Σνηρ. Τι σας έπιασε, τέλος πάντων.
-Οι καθολικοί μού δίνουν στα νεύρα, του λέω, γιατί είναι άδικοι.
-Και οι προτεστάντες; με ρώτησε γελώντας.
-Αυτοί με αηδιάζουν με τα συνειδησιακά τους φούμαρα.
-Και οι άθεοι; Γέλασε πάλι.
-Τους βαριέμαι, γιατί όλο για το Θεό μιλάνε.
-Τελικά εσείς τι είστε;
-Εγώ είμαι κλόουν, του λέω, και μάλιστα καλός, παρά την τωρινή μου φήμη. Και υπάρχει ένα καθολικό πλάσμα που το χρειάζομαι επιτακτικά: η Μαρί -αλλά μου την κλέψατε.
Οι απόψεις ενός κλόουν είναι το πλέον θλιμμένο βιβλίο που έχω διαβάσει
Μετάφραση Τζένη Μαστοράκη
Εκδόσεις Γράμματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου