Ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος Κορίτσι της Καμίγ Λωράνς δημιούργησε προσδοκίες και επιφυλάξεις έτσι όπως συνδέθηκε με τη σπουδαία, νομπελίστρια πια, Αννί Ερνώ. Και αν οι προσδοκίες είναι μάλλον προφανείς –γυναικεία γραφή, αυτοβιογραφικό υλικό, φεμινισμός και κοινωνικοπολιτικό περίβλημα–, οι επιφυλάξεις είχαν μάλλον να κάνουν με μια κακώς εννοούμενη μανιέρα. Όσο και αν μοιάζει απλό να γράψει κάποια όπως η Ερνώ, καθόλου δεν είναι, ας διευκρινιστεί αυτό, πριν απ' ό,τι άλλο ειπωθεί.
Η Λωράνς πιάνει την ιστορία της από την αρχή, όταν γεννήθηκε και ο προγεννητικός έλεγχος ελάχιστα ανεπτυγμένος ήταν, με αποτέλεσμα μέχρι και την τελευταία στιγμή, την έξοδο δηλαδή του εμβρύου από τη μήτρα, ο πατέρας της, γιατρός σε μια μικρή πόλη κοντά στο Παρίσι, να ελπίζει πως το δεύτερο παιδί θα ήταν επιτέλους το αγόρι που τόσο προσδοκούσε και ήθελε. Είναι κορίτσι, η φωνή της μαίας ακούστηκε, λίγο πριν από το κλάμα που επέτρεψε στο βρέφος να πάρει την πρώτη του ανάσα. Το πρώτο εκείνο κομμάτι της ζωής της, από το οποίο η ίδια καμία ανάμνηση δεν διαθέτει, θα δοθεί μέσα από τις αφηγήσεις των τρίτων, γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, σαν να μιλάει η συγγραφέας σε κάποια που δεν γνώρισε παρά μόνο εξ αντανακλάσεως, για να πάρει στη συνέχεια τη σκυτάλη το μνημονικό, ολοένα και πιο λεπτομερές, καθώς η αφήγηση προχωρά μέσα στα χρόνια σε πρώτο πρόσωπο, μέχρι να συγχρονιστεί το παρόν της αφήγησης και της ζωής.
Ο αφηγηματικός τρόπος καθορίζει εν πολλοίς την αναγνωστική πρόσληψη. Ισορροπημένα στακάτος και απολογιστικός, χωρίς υπερβολικό φόρτωμα ποιητικού και γλυκερού ή νοσταλγικού λόγου, με μια εμφανή απόπειρα να σταθεί και να παρατηρήσει από απόσταση τον ίδιο της τον εαυτό, ο τρόπος της Λωράνς είναι επαρκώς καθηλωτικός, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να διατρέχει εξ αρχής τις σελίδες αβίαστα, παρακολουθώντας μια ιστορία, σε πρώτο επίπεδο, αυστηρά προσωπική, με ένα φαινομενικά δυσανάλογο του περιεχομένου ενδιαφέρον. Αυτό κρίνεται σημαντικό ώστε η αφήγηση να μπορέσει να κουβαλήσει στις πλάτες της το προσωπικό βίωμα, καταρρίπτοντας την προαναγνωστική επιφύλαξη: και τι με ενδιαφέρει εμένα η ιστορία της;
Το ύφος ωστόσο από μόνο του δεν είναι επαρκές συστατικό κατασκευής και κυρίως λειτουργίας για ένα μυθιστόρημα, όπως το Κορίτσι προσδοκά να χαρακτηριστεί. Το περιεχόμενο, στην προκειμένη περίπτωση, επίσης δεν είναι αρκετό. Θέλω να πω πως σε μια εποχή που η μυθοπλασία έχει εξερευνήσει πλείστες γωνιές της ύπαρξης, δύσκολα μια προσωπική ιστορία μπορεί να φέρει κάτι το ρηξικέλευθα πρωτότυπο και καινούργιο, ικανό να κεντρίσει και να διατηρήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Δεν είναι, λοιπόν, η ιστορία της Λωράνς, ασχέτως αν είναι ή όχι πιστή στα πραγματολογικά της συστατικά, από μόνη της συνθήκη ικανή ώστε να καταστήσει αξιανάγνωστο το μυθιστόρημα αυτό. Τότε, τι είναι αυτό που καθιστά ωραίο το Κορίτσι;
Η απόσταση από την οποία επιχειρεί την αναδρομή η συγγραφέας. Αυτή είναι που της επιτρέπει να τοποθετήσει τον εαυτό της και την ιστορία της εντός ενός ευρύτερου πλαισίου, εκεί είναι που ο αναγνώστης αντικρίζει ένα πρόσφορο κοινό παρελθόν, πάντοτε ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες και τα δικά του ενδιαφέροντα. Μέσα από μια ατομική εξιστόρηση ξεπηδά η θέση της γυναίκας στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Η απόσταση, επίσης, διαχωρίζει τις συγγραφικές προθέσεις, αφήνοντας εκτός τον συναισθηματικό εκβιασμό, το βιβλίο αυτό δεν έχει ως στόχο την (αυτο)λύπηση, το κούνημα του κεφαλιού με κατανόηση, το χτύπημα στην πλάτη. Διαφαίνεται, όμως, η ανάγκη της συγγραφέως να στρέψει το βλέμμα πίσω στον χρόνο και μέσα στον εαυτό της, να παρατηρήσει το περίβλημα, τις εξωτερικές συνθήκες που αναπόφευκτα καθόρισαν και σχημάτισαν αυτό που σήμερα νιώθει/πιστεύει/ελπίζει/φοβάται πως είναι.
Μια απόπειρα κατανόησης και διάκρισης του αυτοπροσδιορισμού και του απέξω αντίστοιχου. Τι απ' όλα επέλεξε η ίδια και τι της φορέθηκε. Αυτό είναι το Κορίτσι. Πιθανολογώ πως σε μια σκληρά ατομική εποχή όπως η σημερινή ίσως να μη βρεθούν αρκετοί αναγνώστες με υπομονή και διάθεση να αφήσουν αρχικά τον εαυτό τους έξω από το βιβλίο, για να τον ξαναβρούν ίσως αργότερα, να μη σκεφτούν πως και εκείνοι, ή η μητέρα τους μάλλον, θα μπορούσαν να γράψουν τη δική τους ιστορία, πως αυτό το μυθιστόρημα δεν τους ενδιαφέρει εξαιτίας του αυτοβιογραφικού του χαρακτήρα, αναγνώστες που θα βιαστούν να το εντάξουν σε μια τρέχουσα λογοτεχνική μόδα, της οποίας αρκετοί με λαχτάρα θα ήθελαν να αποτελέσουν μέρος.
Είναι μια γνώριμη αντιδραστική φωνή που ακούγεται καθάρια παρότι από το βάθος: τα είπατε αυτά ξανά και ξανά, μας έχετε ζαλίσει με τον φεμινισμό, τη ζωή σας και όλα αυτά. Ακριβώς αυτή η αντιδραστική φωνή είναι που δικαιώνει την ανάγκη για βιβλία όπως αυτό. Προσοχή, δεν λέω πως δεν υπάρχουν ευκαιριακές γραφές, απόπειρες επιβίβασης σε ένα όχημα που διασχίζει με προτεραιότητα την τρέχουσα εκδοτική πραγματικότητα. Υπάρχουν και βαραίνουν το σώμα μιας λογοτεχνίας που για χρόνια βρέθηκε στο περιθώριο της λευκής αντρικής λογοτεχνίας, εκείνης που κατασκεύαζε και έφερνε στα μέτρα της τον κόσμο. Ταυτόχρονα, όμως, λειτουργούν και συγκριτικά, και στη σύγκριση αυτή βιβλία όπως το Κορίτσι αναδεικνύονται, δεν μπορούμε όλοι να γράψουμε με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο γιατί η ζωή μας είναι πιο βαρετή και εύκολη, ενδεχομένως οπλισμένη με διάφορα προνόμια, αλλά γιατί δεν διαθέτουμε τη ματιά και την ικανότητα μεταφοράς της στο χαρτί.
Βιβλία όπως αυτό της Λωράνς δεν στοχεύουν να αναταράξουν το λογοτεχνικό γίγνεσθαι, λειτουργούν στο μεταίχμιο κοινωνίας και λογοτεχνίας, αναδεικνύουν και επισημαίνουν τον πάντοτε επίκαιρο χαρακτήρα τους, προσφέρουν χώρο επιβίβασης σε όποιο αναγνώστη το έχει ανάγκη, αμφισβητούν ευθέως το καλώς καμωμένο του πράγματος, η συντήρηση και το μάκρος του δρόμους που απομένει αναδύονται. Αναφέρθηκα προηγουμένως στην έλλειψη του στοιχείου της λύπησης, έλλειψη καθοριστική, όπως επίσης και η αντίθετή της, η αυτοηρωοποίηση, το τεράστιο εγώ της γαματοσύνης, το πόσο σπουδαία στάθηκα απέναντι σε όλο αυτό τον ζόφο, την άρνηση της όποιας υποψίας ατομικής ευθύνης. Άλλωστε, ένα, για κάποιους μεγάλο, ποσοστό των γυναικών αποδεικνύονται σε κάθε ευκαιρία οι πλέον φανατικές αντιφεμινίστριες, ο ύπουλος εσωτερικός εχθρός.
Το Κορίτσι, ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί πως είναι λογοτεχνία, και μάλιστα καλή, και όχι ένα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας, αυτά και αν έχουν κατακλύσει την αγορά του βιβλίου, λογοτεχνία σίγουρα πολιτική αλλά όχι ευνουχισμένη και αποκομμένη από τη ζωή υπό το βάρος και τις παρωπίδες του στρατευμένου λόγου. Ο αφηγηματικός τρόπος της Λωράνς είναι αναγνωστικά καθοριστικός, το περιεχόμενο της προσωπικής της ιστορίας αναγνωστικά ενδιαφέρον, αλλά είναι εκείνος ο χώρος που αφήνει για τον αναγνώστη ανάμεσα στα επεισόδια της δικής της ζωής εκείνος που καθιστά λειτουργικό και πολυεπίπεδο το τελικό αποτέλεσμα, που ξεχωρίζει το βιβλίο από τον σωρό και προσφέρει μια δυνατή ανάγνωση.