Δεκαέξι χρόνια μετά τον Δρόμο, έργο που τον καθιέρωσε σ' ένα ακόμα μεγαλύτερο κοινό, ο Κόρμακ Μακάρθι επιστρέφει μ' ένα μυθιστορηματικό δίπτυχο ικανό να υπερβεί τις κορυφαίες
στιγμές της εργογραφίας του, μια σπάνιας οξυδέρκειας αποφώνηση καριέρας
ενός εκ των σπουδαιότερων συγγραφέων του καιρού μας. Στα μέρη μας υπήρξαμε τυχεροί, ίσως για πρώτη φορά σε ό,τι έχει να κάνει με το έργο του Μακάρθι, καθώς τα δύο βιβλία κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα με την Αμερική σε μεταφραστική φροντίδα του Γιώργου Κυριαζή. Είναι η ιστορία δύο αδελφών, της Αλίσια και του Μπόμπι Γουέστερν. Ο πατέρας τους, νεκρός πια, υπήρξε μέλος της ομάδος που εφηύρε την ατομική βόμβα. Τα δύο αδέρφια, αναπόφευκτα, κουβαλούν αυτή την ιδιότυπη κληρονομιά.
Στον Επιβάτη, ο Μπόμπι, που έχει πια εγκαταλείψει σκέψεις και φιλοδοξίες για μια καριέρα στη φυσική και αφού δοκίμασε στην Ευρώπη τις ικανότητές του ως οδηγός αγώνων, δουλεύει ως δύτης διάσωσης. Την πλοκή θα πυροδοτήσει η κατάδυσή του σ' ένα αεροπλάνο στον βυθό της θάλασσας, όπου θα εντοπίσει τους εννέα από τους δέκα νεκρούς επιβάτες του. Από τη στιγμή εκείνη ένας ολόκληρος μηχανισμός θα βρεθεί στο κατόπι του. Μια ιστορία δράσης, με ένα εύρημα έξυπνο, που προσιδιάζει στα μυστήρια κλειστού δωματίου, δίνει την ευκαιρία στον Μακάρθι να αναφερθεί σε διάφορα από τα ενδιαφέροντά του, σχετικά με τη φυσική, την πολιτική, τη γλώσσα, την αγάπη, τις θεωρίες συνωμοσίας, αλλά κυρίως, την ακατανόητη φύση του κόσμου ακόμα και για ένα δυνατό μυαλό με πλείστες γνώσεις, την αδυναμία της λογικής απέναντι στο συναίσθημα, το ένστικτο της επιβίωσης απέναντι στην απελπισία και όλα αυτά στο πλαίσιο ενός καταιγιστικού ανθρωποκυνηγητού.
Στο Stella Maris, δέκα χρόνια νωρίτερα, η Αλίσια, είκοσι χρονών, προσέρχεται αυτοβούλως για τρίτη φορά στην ομώνυμη ψυχιατρική κλινική, έχοντας ως μοναδική αποσκευή μια πλαστική τσάντα με σαράντα χιλιάδες δολάρια. Αποκλειστικά σε διαλογική μορφή, οι συνεδρίες της ιδιοφυούς Αλίσια με τον ψυχίατρο που έχει αναλάβει την παρακολούθησή της, αποτελούν ένα σπάνιο λογοτεχνικό επίτευγμα, που αναδεικνύει εκείνο που περισσότερο βρίσκεται στο επίκεντρο του δίπτυχου αυτού, που δεν είναι άλλο από τη γλώσσα. Η Αλίσια λέει κάποια στιγμή στον θεράποντα ιατρό της: «Πρέπει να αναγνωρίσεις όμως τον αντίκτυπο της εμφάνισης της γλώσσας. Ο εγκέφαλος τα πήγαινε μια χαρά χωρίς αυτήν για κάμποσα εκατομμύρια χρόνια. Ο ερχομός της γλώσσας ήταν σαν εισβολή ενός παρασιτικού συστήματος. Το οποίο ιδιοποιήθηκε τις λιγότερο δεσμευμένες περιοχές του εγκεφάλου. Τις πιο επιρρεπείς στην προσάρτηση». Το Stella Maris είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Μακάρθι στο οποίο πρωταγωνιστεί γυναίκα, κάτι το οποίο επί χρόνια κάποιοι του επισήμαιναν ως αδυναμία. Ένας ακόμα λογαριασμός που κλείνει πριν από το τέλος.
Είναι εντυπωσιακή η οξυδέρκεια του ενενηντάχρονου Μακάρθι, η καθαρότητα
της σκέψης του, η ικανότητά του στη διαχείριση θεωριών που βρίσκονται
στην υπεραιχμή της επιστημονικής επικαιρότητας, η ανάγκη του να γυρεύει
απαντήσεις λίγο πριν το τέλος, χωρίς να καταφεύγει σε μια λογοτεχνία δυσπρόσιτη, προορισμένη για λίγους. Η παραμονή του για χρόνια στο Ινστιτούτο Σάντα Φε, παρέα με μερικά από τα πιο δυνατά μυαλά της εποχής μας, είναι σίγουρο πως επηρέασε ποικιλοτρόπως τη σκέψη του, κάτι που φαίνεται (και) σ' αυτό το τελευταίο έργο του, το οποίο δούλευε πολλά χρόνια, αρκετά περισσότερα της απουσίας του από τα εκδοτικά πράγματα. Ο Μακάρθι, ωστόσο, πρώτα και κύρια είναι λογοτέχνης. Η γλώσσα είναι εκείνη που τον απασχολεί, τα όρια και οι δυνατότητές της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συγγραφικής του διαδρομής, η πρόσληψή της επίσης. Η ανάγκη για απαντήσεις αποτελεί το κοινό έδαφος για κάθε μυαλό, ανεξαρτήτως δυναμικού, αυτή η ανάγκη είναι που χαρακτηρίζει τόσο την Αλίσια όσο και τον Μπόμπι, δύο δυνατά μυαλά, με ικανή σκευή για την κατανόηση των πλέον περίπλοκων θεωριών, αδύναμα ωστόσο τελικά, ανήσυχα. Όλες οι απαντήσεις συναντούν, αργά ή γρήγορα έναν τοίχο, το μυαλό αδυνατεί να απαντήσει στα ερωτήματα που το ίδιο θέτει.
Είναι απαραίτητο, τόσο για τον αναγνώστη, όσο και για τον επίδοξο κριτικό, να αντιμετωπίσει τα δύο βιβλία ως ένα ενιαίο έργο, καθώς, χωρίς το άλλο, καθένα μοιάζει λειψό κατ' αντιστοιχία με τα δύο αδέρφια, ικανό να παραπλανήσει εμφανίζοντας ανύπαρκτους ανεμόμυλους. Η ενιαία πρόσληψη αποτελεί οργανική προϋπόθεση, όχι τόσο ως προς την πλοκή ή την κατασκευή των δύο χαρακτήρων, όσο ως προς την ευκρινέστερη εικόνα του οικοδομήματος που ο συγγραφέας υψώνει. Και μπορεί στη λογοτεχνία, και στη ζωή εν γένει, να μην υπάρχει παρθενογένεση, όμως στην περίπτωση αυτή, τις επιρροές και ομοιότητες είναι μάλλον πιο ασφαλές να τις αναζητήσει κανείς στο πεδίο των επιστημών, θετικών και θεωρητικών, κυρίως, και όχι σε εκείνο της λογοτεχνίας, άλλωστε τα υπέροχα έργα της ανθρώπινης γραμματείας συγγενεύουν μεταξύ τους. Ο Μακάρθι ανήκει στη συνομοταξία των σπουδαίων, μιας γενιάς ζηλευτής για το εύρος των ενδιαφερόντων της και τη μετάγγιση αυτών στο σώμα της λογοτεχνίας, μια γενιά που σιγά σιγά δίνει (ή έδωσε κιόλας) τα τελευταία έργα της.
Είμαστε τυχεροί που ζούμε στα χρόνια αυτών των σπουδαίων συγγραφέων, την επίδραση και την αξία του έργου τους, παρά τα όσα ισχυριζόμαστε, δεν έχουμε ακόμα συλλάβει στον απόλυτο βαθμό. Τέτοιας πάστας έργα είναι Ο επιβάτης και το Stella Maris.
υγ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη στήλη Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 14 Ιανουαρίου και μπορείτε να το βρείτε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου