(Στον κ. Τάσσο)
Βιβλίο αφιερωμένο στη γενιά εκείνη, που βγαίνοντας από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο είδε τις ελπίδες και τα αλλότρια όνειρα να χάνονται γρήγορα. Γραμμένο το 1945 και όμως, αν εξαιρέσει κάποιος τη γλώσσα, τόσο μα τόσο τρομακτικά επίκαιρο. Τότε ήταν το όραμα της μεγάλης Ελλάδας των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων, στις μέρες μας η μικρή μεν Ελλάδα που όμως πέτυχε(;) ένα οικονομικό θαύμα και έφτασε στο απόγειο της δύναμής της με την διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων.
" Η μητέρα τα' χει με τον Παπαδήμα. Πάλι ξαναπέρασε ο θεοσεβούμενος και έριξε το βαρύ του ίσκιο στο σπίτι. Ώρες ολόκληρες ο πατέρας μιλούσε μαζί του για τα Χριστούγεννα, είπανε κιόλας κι ένα τροπάρι: Επισκέψατο ημάς... και κουβεντιάσανε για τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στη χριστουγεννιάτικη και στις μεγαλοβδομαδιάτικες ακολουθίες, ήταν όμορφα πράγματα, μόνο που το καθετί έπαιρνε στο στόμα του Παπαδήμα ένα χρώμα καμάτου, σαν ένας αργός και ύπουλος θάνατος. Στο τέλος, ο Παπαδήμας φεύγοντας φαίνεται πωα άφησε με τρόπο κάποια βοήθεια, ήθελε να τακτοποιήσει τη συνείδησή του πριν από τη μεγάλη εορτή."
Ο πατέρας που μεροκάματο το μεροκάματο προσπαθεί να συντηρήσει την οικογένειά του, κόβει από παντού έξοδα εκτός από την καθημερινή εφημερίδα, διψάει για γνώση, θέλει να έχει άποψη. Η μητέρα που μαντάρει και ξαναμαντάρει τα ίδια κουρέλια. Ο θάνατος που χτυπά την πόρτα. Η ελπίδα πως ο γιος θα πάρει το πτυχίο του και θα γίνει μισθωτός, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει ο μισθός σίγουρος, τέρμα στα βάσανα. Ο Άγγελος πηγαίνει στο σχολείο, η παρέα του είναι πλουσιόπαιδα, ερωτεύεται και πονάει. Ο έρωτας πάντα θα είναι παρών ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.
Πλούσιοι και φτωχοί, δίδυμο που εμφανίζεται συχνά τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον ελληνικό κινηματογράφο. Ο τρόπος είναι που κάνει τη διαφορά. Όπως και στον Λουντέμη, μια συγκίνηση, ένα δάκρυ που παραφυλάει πίσω από κάθε γύρισμα σελίδας. Θυμήθηκα και το Μονοπάτι στη Θάλασσα του Σουρούνη, θα έπρεπε να είναι και αυτό στη φωτογραφία της ανάρτησης αλλά βρίσκεται σε άλλη βιβλιοθήκη χιλιόμετρα μακριά. Η αλήθεια είναι πως ετούτο το είδος λογοτεχνίας είναι πιθανόν να σε κουράσει, γι' αυτό ίσως θα έπρεπε να ερχόμαστε μαζί του σε επαφή αφήνοντας από βιβλίο σε βιβλίο να κυλήσει ο καιρός, αλλιώς μπορεί τη θέση της συγκίνησης να πάρει η κακομοιριά, είναι λεπτά τα όρια.
Αυτό που μου κέντρισε περισσότερο από ολά τη σκέψη είναι η ατυχία του Άγγελου να συναναστρέφεται με παιδιά "ανώτερης" τάξης. Σκεφτόμουν και παλιότερα βλέποντας τα πούλμαν από τα εκπαιδευτήρια των προαστίων να αφήνουν κουρασμένα από το δρόμο παιδιά σε λιγότερο λαμπερές γειτονιές, παιδιά που οι γονείς τους κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να τους δώσουν ένα καλύτερο μέλλον αλλά που εν αγνοία τους στέλνουν τα βλαστάρια τους στο λάκο των λεόντων. Και τα τραύματα αυτής της ηλικίας δύσκολα επουλώνονται.