Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Αστροφεγγιά - Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος



(Στον κ. Τάσσο)


Βιβλίο αφιερωμένο στη γενιά εκείνη, που βγαίνοντας από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο είδε τις ελπίδες και τα αλλότρια όνειρα να χάνονται γρήγορα. Γραμμένο το 1945 και όμως, αν εξαιρέσει κάποιος τη γλώσσα, τόσο μα τόσο τρομακτικά επίκαιρο. Τότε ήταν το όραμα της μεγάλης Ελλάδας των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων, στις μέρες μας η μικρή μεν Ελλάδα που όμως πέτυχε(;) ένα οικονομικό θαύμα και έφτασε στο απόγειο της δύναμής της με την διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων.


" Η μητέρα τα' χει με τον Παπαδήμα. Πάλι ξαναπέρασε ο θεοσεβούμενος και έριξε το βαρύ του ίσκιο στο σπίτι. Ώρες ολόκληρες ο πατέρας μιλούσε μαζί του για τα Χριστούγεννα, είπανε κιόλας κι ένα τροπάρι: Επισκέψατο ημάς... και κουβεντιάσανε για τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στη χριστουγεννιάτικη και στις μεγαλοβδομαδιάτικες ακολουθίες, ήταν όμορφα πράγματα, μόνο που το καθετί έπαιρνε στο στόμα του Παπαδήμα ένα χρώμα καμάτου, σαν ένας αργός και ύπουλος θάνατος. Στο τέλος, ο Παπαδήμας φεύγοντας φαίνεται πωα άφησε με τρόπο κάποια βοήθεια, ήθελε να τακτοποιήσει τη συνείδησή του πριν από τη μεγάλη εορτή."


Ο πατέρας που μεροκάματο το μεροκάματο προσπαθεί να συντηρήσει την οικογένειά του, κόβει από παντού έξοδα εκτός από την καθημερινή εφημερίδα, διψάει για γνώση, θέλει να έχει άποψη. Η μητέρα που μαντάρει και ξαναμαντάρει τα ίδια κουρέλια. Ο θάνατος που χτυπά την πόρτα. Η ελπίδα πως ο γιος θα πάρει το πτυχίο του και θα γίνει μισθωτός, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει ο μισθός σίγουρος, τέρμα στα βάσανα. Ο Άγγελος πηγαίνει στο σχολείο, η παρέα του είναι πλουσιόπαιδα, ερωτεύεται και πονάει. Ο έρωτας πάντα θα είναι παρών ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.

Πλούσιοι και φτωχοί, δίδυμο που εμφανίζεται συχνά τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον ελληνικό κινηματογράφο. Ο τρόπος είναι που κάνει τη διαφορά. Όπως και στον Λουντέμη, μια συγκίνηση, ένα δάκρυ που παραφυλάει πίσω από κάθε γύρισμα σελίδας. Θυμήθηκα και το Μονοπάτι στη Θάλασσα του Σουρούνη, θα έπρεπε να είναι και αυτό στη φωτογραφία της ανάρτησης αλλά βρίσκεται σε άλλη βιβλιοθήκη χιλιόμετρα μακριά. Η αλήθεια είναι πως ετούτο το είδος λογοτεχνίας είναι πιθανόν να σε κουράσει, γι' αυτό ίσως θα έπρεπε να ερχόμαστε μαζί του σε επαφή αφήνοντας από βιβλίο σε βιβλίο να κυλήσει ο καιρός, αλλιώς μπορεί τη θέση της συγκίνησης να πάρει η κακομοιριά, είναι λεπτά τα όρια.

Αυτό που μου κέντρισε περισσότερο από ολά τη σκέψη είναι η ατυχία του Άγγελου να συναναστρέφεται με παιδιά "ανώτερης" τάξης. Σκεφτόμουν και παλιότερα βλέποντας τα πούλμαν από τα εκπαιδευτήρια των προαστίων να αφήνουν κουρασμένα από το δρόμο παιδιά σε λιγότερο λαμπερές γειτονιές, παιδιά που οι γονείς τους κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να τους δώσουν ένα καλύτερο μέλλον αλλά που εν αγνοία τους στέλνουν τα βλαστάρια τους στο λάκο των λεόντων. Και τα τραύματα αυτής της ηλικίας δύσκολα επουλώνονται.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Φίλοι - Βαγγέλης Ραπτόπουλος






Δεν είχε τύχει να διαβάσω κάποιο βιβλίο του Ραπτόπουλου ως τώρα, πάντα το ανέβαλα για κάποια άλλη φορά, κάτι άλλο πάντα προηγείτο. Κυριακάτικη βόλτα στο παζάρι του Κεραμεικού, οι Φίλοι ανάμεσα σε άλλα αραδιασμένα πάνω σε ένα πανί, ένα ευρώ το βιβλίο και όμως κάποιοι είχαν όρεξη για παζάρια.

Η ιστορία μιας γενιάς και μιας χώρας. Τρεις φίλοι, μαζί από το σχολείο. Από το παρελθόν του καθενός στην οικονομική ανάπτυξη (φούσκα). Από τους χωματόδρομους στα Ολυμπιακά μεγαλεία. Πάνω από όλα όμως είναι η ιστορία των τριών φίλων και εκείνων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονται μαζί τους. Η ιδανική φιλία.

Είναι το θέμα καυτό. Η ιδανική φιλία, ο φόβος της μοναξιάς. Όσο περνούν τα χρόνια όλο και πιο δύσκολο φαντάζει να διατηρήσεις τις παρέες, όλα τρέχουν, όλα αλλάζουν. Βλέπεις ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, σε μια τεράστια απρόσωπη πόλη, δίχως ίχνος γειτονιάς, να στέκουν μόνοι τους. Ακόμα περισσότεροι είναι εκείνοι που δεν βλέπεις, που ζουν ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους με μια "γυναίκα" να τους φροντίζει.

Και ο έρωτας, τι είναι άραγε ο έρωτας αν όχι μια ύψιστη φιλία;

Ειδικά οι τηλεοπτικές παραγωγές, είτε σε τοπικό είτε σε παγκόσμιο επίπεδο, που καταπιάστηκαν με τη Φιλία γνώρισαν τεράστια επιτυχία ακόμα και στην νιοστή επανάληψή τους.
Είναι κάτι το οποίο πολλούς απασχολεί, ίσως όλους αν εξαιρέσεις όσους τη θεωρούν δεδομένη.

Δεν μπορώ να πω πως το βιβλίο ως βιβλίο με γοήτευσε, πέρασα ένα ήσυχο απόγευμα με την παρέα του. Μια ματιά στις τελευταίες δεκαετίες που δεν έφερε κάτι φρέσκο μαζί της. Όμως επανέφερε για μένα λογοτεχνικά μετά από καιρό το θέμα της φιλίας αν και με έναν τρόπο αρκετά απλό και προφανή εντούτοις ικανό για να μου προκαλέσει μια κάποια μελαγχολία λίγο πριν τη δύση του ηλίου.

Ειδική Έκδοση για την Ελευθεροτυπία.
Εκδόσεις Κέδρος.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Ο Μανικιουρίστας - Χρήστος Χρυσόπουλος





Και ενώ το τελευταίο πόνημα του Χρήστου Χρυσόπουλου, Φακός στο στόμα, βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και φιγουράρει στις λίστες με τα ευπώλητα της εβδομάδας, σήμερα εδώ θα μιλήσουμε για ένα παλιότερο μυθιστόρημά του (ή μεγάλη νουβέλα) το Μανικιουρίστα. Βιβλίο το οποίο προμηθεύτηκα από το φετινό παζάρι βιβλίου στην Πλατεία Κλαυθμώνος, κάτι το οποίο μάλλον το καθιστά πλέον δυσεύρετο(;).

Μια σπουδή για τα χέρια κρυμμένη σε σώμα μυθιστορηματικό.

Ο Φίλιππος εξασκεί το επάγγελμα του μανικιουρίστα, επάγγελμα a priori γένους θηλυκού. Ο Φίλιππος δε μιλά πολύ, ότι γνωρίζουμε για εκείνον εκτός δουλειάς είναι κάποια κομμάτια από τις σημειώσεις που μας παραθέτει ο συγγραφέας. Βασικό του γνώρισμα η αγάπη για το επάγγελμά του και η εμμονή του με τα άνω άκρα. Ιεροτελεστία για το Φίλιππο η περιποιήση των νυχιών. Είναι κλειστός χαρακτήρας, η Κυρία των Σιωπών τον σημαδεύει, στεκόμενη καθημερινά στο ίδιο πάντα σημείο της διαδρομής, η παρουσία της άλλοτε τον ενοχλεί και άλλοτε τον αφήνει αδιάφορο, ώσπου θα γνωρίσει τα Μαρμάρινα χέρια και όλα θα αλλάξουν.

Η αφήγηση αν και λιτή κρύβει κάτι, υπάρχει μια ηρεμία που σε κάνει να υποπτεύεσαι αλλά και να φοβάσαι την ανατροπή. Δουλεύει πολύ για τη δημιουργία ατμόσφαιρας ο Χρυσόπουλος και τα καταφέρνει. Σοφή επιλογή η τοποθέτηση της δράσης σε κεντροευρωπαϊκη χώρα (τουλάχιστον εγώ αυτό εξέλαβα παρότι δεν δίνεται κάποιο στοιχείο). Ο συγγραφέας επιλέγει να δώσει μη ελληνικά ονόματα στους χαρακτήρες του, εκτός από το Φίλιππος που ναι μεν είναι ελληνικό αλλά συναντάται σε πολλές χώρες. Είναι μια επιλογή που κάνει το έργο λιγότερο ελληνικό, ότι και αν σημαίνει για τον καθένα αυτό. Ίσως τόσο για τον τόπο όσο και για τα ονόματα να επηρεάστηκε από την παραμονή του, κατά τη συγγραφή, στην Τσεχία, αλλά αυτό δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω παρά μια υπόθεση πιθανώς αυθαίρετη.

Ο Φίλιππος θυμίζει κάπως τον πρωταγωνιστή από το Άρωμα του Ζίσκιντ.

Είναι το τρίτο βιβλίο του Χρυσόπουλου που διαβάζω. Πριν καιρό είχα διαβάσει Το Βομβιστή του Παρθενώνα και Τη Λονδρέζικη Μέρα της Λώρα Τζάκσον, εδώ μπορείτε να διαβάσετε την τότε σχετική ανάρτηση.

Εκδόσεις Οδυσσέας.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Σα σήμερα, δύο χρόνια πριν

Η ιδέα για τη δημιουργία αυτού του ιστολογίου μου ήρθε ένα πρωί, σα λαμπάκι, ίσως και να το ονειρεύτηκα. Ήταν μια εικόνα αρκετά στρογγυλή και διάφανη, σαν το μυαλό μου να την επεξεργαζόταν στα παρασκήνια από καιρό θαρρείς.
Από την ιδέα στην υλοποίηση μεσολάβησε καιρός. Αφορμή στάθηκε ένα ποίημα του Λειβαδίτη, το οποίο και δικαιωματικά αποτέλεσε την πρώτη ανάρτηση σε αυτό το ιστολόγιο στις 23 Μαρτίου του 2010.




"Πρέπει, οπωσδήποτε, ν'αλλάξω ζωή, αλλιώς
είμαι χαμένος. Βέβαια, έχω καιρό μπροστά μου, είμαι ακόμα
νέος. Αν μπορούσα να ξεφύγω αυτήν την άθλια καθημερινότητα,
υποχρεώσεις και συνήθειες και συμβιβασμοί, αν σταθώ
λιγότερο εύκολος
στις διάφορες προφάσεις - μα ιδιαίτερα
αν βάλω πια ένα τέλος σε τούτες τις αιώνιες αναβολές.
Τότε ,αλήθεια, ίσως φτιάξω κάτι, ίσως μάλιστα και κάτι το
μεγάλο
όπως ονειρευόμουν από παιδί..."

Έτσι έγραφε κάποιος ένα βράδυ με χέρια που τρέμανε.
Κι έκλαιγε. Ύστερα νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.
Το πρωί, μόλις θυμόταν κάτι αόριστα. Και σε μερικά χρόνια
πέθανε.
(Βιογραφία - Τάσσος Λειβαδίτης)


Από τότε πέρασαν δύο χρόνια. Οι πρώτες αναρτήσεις μικρές, δειλές, απόλυτα προσωπικές. Ένιωθα πως ήταν νωρίς για να μιλήσω γι'αυτό, ήθελα να πάρει πρώτα μορφή, ήταν η πρώτη μου απόπειρα να μετατρέψω τον προφορικό λόγο σε γραπτό. Προφορικά πάντα διατηρούσα το ιστολόγιο αυτό.

Σιγά σιγά βρήκα τη φωνή μου, οι αναρτήσεις ολοκλήρωναν την εμπειρία, έδιναν άλλη διάσταση σε ό,τι έβλεπα, διάβαζα και άκουγα. Συνειδητοποίησα πως το μπλογκ πρωτίστως απευθυνόταν σε μέναν τον ίδιο, σαν ένα ημερολόγιο υποστηρικτικό στην ασθενή μου μνήμη. Είναι σημαντική (για μένα) η διαδικασία σύνταξης της κάθε ανάρτησης, οι αποσπασματικές σκέψεις έρχονται να δέσουν με τη στιγμή και το συναίσθημα, ολοκληρώνουν την εμπειρία.

Δεν είναι όμως μόνο οι αναρτήσεις, είναι όλο το στήσιμο. Αν εξαιρέσει κάποιος το χώρο που μου παραχωρεί η google, όλα τα υπόλοιπα φέρουν τη δική μου σφραγίδα, από το χρώμα και το όνομα μέχρι τη μικρότερη ή μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Είναι όμορφο το συναίσθημα να βλέπεις μια αρχική ιδέα να παίρνει σάρκα και οστά, σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα. Δεν ήταν όλες οι μέρες εύκολες, υπήρξαν και εκείνες οι γεμάτες αμφιβολία και ματαιότητα, οι απαιτούμενες παύσεις. Όλα είναι στο πρόγραμμα.

Με το πέρασμα του καιρού και την αύξηση των αναρτήσεων όλο και περισσότεροι άνθρωποι βρέθηκαν έστω και για λίγα δευτερόλεπτα σε αυτή τη μικρή στεριά του απέραντου διαδικτύου. Δεν είναι τόσο τα συνολικά χιτς που με κάνουν χαρούμενο (ψεύτης όποιος το αρνηθεί) όσο η δημιουργία μόνιμων σχέσεων, άνθρωποι που δεν τους γνωρίζω και οι οποίοι επισκέπτονται συστηματικά το μπλογκ.

Πέρασαν κιόλας δύο χρόνια, δίπλα σε όλα όσα έζησα στέκει και ετούτο εδώ το ιστολόγιο. Το πιο σημαντικό είναι να μη θέτεις περιορισμούς σε αυτό που αγαπάς, να μην το περιορίζεις με αχρείαστα πρέπει και εγώ αγαπώ να γράφω για ό,τι είδα, διάβασα και άκουσα.

υ.γ Την πρώτη επέτειο την προσπέρασα γιατί ξεχάστηκα...!



Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο ( 2011)




Σχέσεις καχυποψίας με συνδέουν με το γαλλόφωνο σινεμά εδώ και χρόνια. Ικανό να προσφέρει διαμάντια αλλά και άνθρακες, κυρίως στη μετά Αμελί εποχή. Ελπίζω ο Κυνόδοντας σε βάθος χρόνου να μην εξελιχθεί από ευχή σε κατάρα και για το δικό μας το φτωχό σινεμά.

Η κοινωνικοοικονομική κρίση που μαστίζει (και) την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια είναι λογικό να επηρεάζει και το σινεμά, όχι μόνο στη δυσκολία ανεύρεσης κεφαλαίων αλλά και στη θεματική του. Είναι αναμενόμενο πολλές από αυτές τις ταινίες να περάσουν αδιάφορες στοχεύοντας απλώς σε μια θεματική που είναι (δυστυχώς) της μόδας ώστε να κόψουν απλώς λίγα εισιτήρια στις αίθουσες.

O Γάλλος σκηνοθέτης Robert Guédiguian καταφέρνει να υπερκεράσει και τις δύο ανωτέρω παγίδες προσφέροντας μια υπέροχα απλή ταινία που, χωρίς να υπερβάλλει και να εκβιάζει, καταφέρνει να συγκινήσει και να προβληματίσει.

Η κρίση χτυπά ένα εργοστάσιο στη Μασσαλία. Το συνδικάτο αποφασίζει να προβεί σε κλήρωση με σκοπό να επιλεγούν οι είκοσι προς απόλυση εργάτες μήπως και επιτευχθεί η βιωσιμότητα της επιχείρησης. Ο πρωταγωνιστής αν και επικεφαλής του συνδικάτου δεν εξαιρεί εαυτόν από την κλήρωση με αποτέλεσμα το όνομά του να είναι ανάμεσα σε αυτά των "τυχερών". Λίγες μέρες μετά θα πέσει θύμα ληστείας. Όλα θα γίνουν πιο περίπλοκα όταν θα αποδειχθεί πως ο ένοχος είναι ένας νεαρός, πρώην συνάδελφός του, που ήταν επίσης ανάμεσα στους είκοσι της κλήρωσης και ο οποίος ζει με τα δύο ανήλικα αδέρφια του.

Μπορεί από την περιγραφή αρκετοί να πιστέψουν πως πρόκειται για κάτι το γλυκανάλατο, μεσήλικοι που ανασκοπώντας τη ζωή τους επιχειρούν να δουν αν πρόδωσαν τα ιδανικά τους και προσπαθούν να κάνουν μια μικρή προσωπική επανάσταση παρά τις πιέσεις των παιδιών τους. Θα μπορούσε να είναι έτσι όντως, αλλά όχι. Νομίζω πως είναι αρκετά επιτυχημένη η στόχευση στη συγκεκριμένη ηλικιακή και κοινωνική τάξη, είναι η γενιά που πολέμησε για πολλά από όσα σήμερα με ευκολία χάνονται αλλά και που φέρει το βάρος της αλλοτρίωσης που υπέστη με το πέρας των χρόνων. Είναι λοιπόν τα πρώτα θύματα σε ιδεολογικό επίπεδο. Είναι ίσως μια ευκαιρία για προβληματισμό και γεφύρωση του χάσματος που υπάρχει ανάμεσα στη νέα γενιά και τη "βολεμένη" γενιά των γονιών της.

Το σενάριο είναι αρκετά σφιχτό χωρίς υπερβολές και μελοδραματισμούς αχρείαστους, οι ερμηνείες είναι γειωμένες καλά, η Μασσαλία λούζεται από το φως της Μεσογείου. Ένα μόνο θέμα υπάρχει με το μοντάζ που δεν είναι αρκετά φιναρισμένο από cut σε cut, αλλά δεν ενοχλεί ιδιαίτερα στο τελικό αποτέλεσμα και ίσως να αποτελεί αισθητική επιλογή.

Ταινία που συγγενεύει με το Λιμάνι της Χάβρης του Φινλανδού Καουρισμάκι και το Amador του Ισπανού Φερνάντο Λεόν Ντε Αρανόα, ταινίες επίσης υπέροχες που προβλήθηκαν στις αίθουσες το δεύτερο εξάμηνο του 2011.

Σύμφωνα με τους τίτλους τέλους ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε το σενάριο από το ποίημα του Βίκτωρος Ουγκό Les Pauvres Gens (Οι φτωχοί άνθρωποι) το οποίο στα γαλλικά μπορείτε να βρείτε εδώ.


Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Θέλω να ακούσω ένα παράξενο τραγούδι

Κατά την προσωπική μου άποψη ο Παυλίδης είναι ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς. Έχει μια απίστευτη ικανότητα να δημιουργεί εικόνες, να λέει ιστορίες. Ίσως αυτό να οφείλεται στην κληρονομικότητα, ο παππούς του ήταν βλέπετε παραμυθάς.


"Θά΄θελα νά' μουν σαν εσένα,
ιστιοφόρο με τα πανιά του απλωμένα,
αυτούς που με οδηγούν στην καταιγίδα,
σε κάθε αμμουδιά να τους χαρίζω μια πατρίδα"


Το Σάββατο το βράδυ, μετά από ένα χρόνο, τον είδα πάλι live. Χόρεψα και συγκινήθηκα. Πέρασαν τα χρόνια και όμως ακόμα τα τραγούδια του με αγγίζουν, είναι τρομερά ιντριγκαδόρικο για μένα το γεγονός αυτό. Μάλλον όμως δεν είμαι μόνος, όσο πιο πίσω στο χρόνο μας ταξίδευε τόσο ο κόσμος γούσταρε.


"Το είπε παλιά και ο μάγκας που δήλωσε θεός,
χωρίς αγάπη όλους ο διάολος θα μας πάρει"


Πόσα χρόνια είχα να ακούσω τον παραπάνω στίχο άραγε; Ήταν σα χτες θαρρείς που το άκουγα από την κασσέτα στο walkman ενώ η υπόλοιπη παρέα έκανε μπάνιο στη θάλασσα. Σήμερα με λίγους από εκείνους κρατώ επαφές, παίζουν όλες οι πιθανές δικαιολογίες, ο χρόνος, η ζωή, τα ενδιαφέροντα, οι έρωτες.

Είναι ίσως το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μουσικής αυτή η χρονική συσσώρευση που λαμβάνει χώρα στις συναυλίες. Τραγούδια που τα έχεις συνδυάσει με συγκεκριμένες καταστάσεις, πρόσωπα, εποχές, τώρα τα ακούς υπό άλλο πρίσμα, άλλοτε η μαγεία χάνεται για πάντα και άλλοτε μια γλυκιά νοσταλγία σε επισκέπτεται.


"Μπορεί στα αλήθεια τσιριτρό να πει όλοι με λένε χαζό,
γιατί όπως στήσει την παγίδα του με πιάνει,
ίσως σημαίνει τσιριτρί εγώ είμαι ένα χαζό πουλί
εμένα ο ουρανός αυτός μου φτάνει"


Η αποχώρηση του από τα Μωρά Στη Φωτιά είναι ένα από τα πιο καυτά κουτσομπολιά των λίγων, ήταν άραγε όντως μια γυναίκα η αιτία για να χαλάσει η φιλία τους με τον Σαλβαδόρ;
Ύστερα από μια απουσία στο εξωτερικό επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και δημιουργεί τα Ξύλινα Σπαθιά τα οποία και θα αποτελέσουν τον τρίτο πόλο μαζί με τις Τρύπες και τα Διάφανα Κρίνα. Συχνά πολλοι κατηγορούσαν ως φλώρους όσους άκουγαν Σπαθιά και ως καταθλιπτικούς όσους άκουγαν Κρίνα, οι Τρύπες είχαν πάντα ευρύτερη αποδοχή. Ο Παυλίδης σε κάθε ευκαιρία δήλωνε πως η μουσική του είναι ποπ, λέξη ταμπού για τους ψαγμένους ακροατές για τους οποίους το ροκ λειτουργούσε ανέκαθεν ως κολυμπήθρα.


"Πόσες φορές θα στρίψει αυτή η σφαίρα,
ώσπου να αρχίσω πια να σε εμπιστεύομαι,
ώσπου να πάψω να φοβάμαι,
μου είχες πει πως θα έρθει κάποια μέρα,
ότι αντικρίζω θα το ερωτεύομαι,
τώρα αρχίζω και θυμάμαι"


Το Λιωμένο Παγωτό είναι πολύ ψηλά στη λίστα με τα τραγούδια που όλοι ανεξαιρέτως έχουμε ακούσει εκατοντάδες φορές, άσχετα αν τις περισσότερες δεν αποτέλεσε επιλογή μας. Παρόμοια ιστορία, όπου το τραγούδι ξεπερνάει το δημιουργό και πια χάνει την αξία που είχε για αυτόν και τον κάνει να νιώθει άβολα καθώς το κοινό επιμένει να ζητά να ακούσει αυτό το Ένα κομμάτι, όπως συνέβη και με το Creep των Radiohead. Αυτό που θα ήθελα ίσως θα ήταν να ακούσω μια άλλη προσέγγιση του ίδιου τραγουδιού από τον ίδιο τον δημιουργό του.


"Μη με ρωτάς αν η αγάπη ανασταίνει,
μου είπε κάποιος κάποτε το είδε να συμβαίνει,
θυμίσου τότε που σε άφησαν μονάχο
το σκορπιό που βρήκες όταν σήκωσες το βράχο,
το βράχο που επάνω του το κάστρο φτάνει στους ουρανούς"


Δεν αλλάζουν πολλά με τη διάλυση των Σπαθιών, πάντα εκείνος ήταν ο πρωταγωνιστής, όπως και ο Αγγελάκας στις Τρύπες. Εκτίμησα τότε το γεγονός πως ποτέ δεν έγινε προσπάθεια να πλασαριστεί, μέσα από μια παρένθεση δίπλα στο όνομά του, η προέλευσή του από τα Σπαθιά. Κάτι που ακόμα και μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας σκηνής δεν δίστασαν να κάνουν (εκτός και αν η ευθύνη βαραίνει απόλυτα τους μάνατζερ και τους διοργανωτές).

Βέβαια, αντίθετα με τον Αγγελάκα, επέλεξε (αν εξαιρέσει κάποιος τη μικρή απόκλιση με το ακουστικό Αφού λοιπόν ξεχάστηκα) να συνεχίσει στον ίδιο δρόμο έκφρασης. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να τον κατακρίνω γι'αυτό. Το συζήταγα με τον Α. και μου εξέφραζε τις ενστάσεις του περί της μουσικής αν και παραδεχόταν την ομορφιά των στίχων. Ίσως η αλήθεια να είναι όπως τις περισσότερες φορές κάπου στη μέση.


"Ξέρω τα κύματα μια μέρα αυτά τα βράχια

θα τα διαλύσουν θα τα κάνουν όλα σκόνη
θα έρχεται εκείνο το κορίτσι να ξαπλώνει
πάνω στην άμμο και να τραγουδάει τάχα
ότι θα έρθω από μακριά και εγώ σε λίγο
ότι θα μείνουμε εκεί μαζί για πάντα
αντίο θάλασσες και κύματα σαράντα
θα λέω ψέματα πως δεν θα ξαναφύγω."


Μετά τη συναυλία ένα βρώμικο στο σταθμό Λαρίσης με το ψωμάκι ψημένο στα κάρβουνα και επιστροφή στο σπίτι. Ο αέρας είχε μια μυρωδιά από παλιά.


"Θέλω να ακούσω ένα παράξενο τραγούδι που να λέει
για ένα αυτοκίνητο ανοιχτό στην παραλία,
για μία βόλτα
με μια παρέα που δε χρειάζεται κανείς τους να μιλάει
μονάχα ο καθένας να κοιτάζει όπου γουστάρει"


Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Ο Τριστάνο πεθαίνει - Antonio Tabucchi






Οι ήρωες στοιχειώνουν συχνά το μυαλό του συγγραφέα στο οποίο γεννήθηκαν, αποκτούν έτσι ύπαρξη, εξωτερικά χαρακτηριστικά, άποψη και ιδιαιτερότητες. Ζουν και πεθαίνουν εκεί όπου γεννήθηκαν. Ο Ταμπούκι στρέφει όλα τα φώτα στον ήρωά του, τον Τριστάνο. Στέκεται στην κάμαρα στο πλευρό του ετοιμοθάνατου χαρακτήρα του, δεν παίρνει καθόλου το λόγο, υπάκουος καταγράφει τη μαρτυρία του.

Ο Τριστάνο νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί την ιστορία του, φωνάζει το συγγραφέα, λίγο πριν το τέλος, με σκοπό να καταγράψει τα λεγόμενά του. Ο συγγραφέας δεν επεμβαίνει καθόλου σε αυτά, δείχνει να νιώθει άνετα στο ρόλο του γραφιά. Έτσι γινόμαστε και εμείς μάρτυρες. Η ιστορία ξεκινά από την Πλάκα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, συνεχίζεται στην Ιταλία με τη συμμετοχή του στο αντάρτικο, μεταφέρεται στην Ισπανία του Χέμινγουέυ και καταλήγει στην Ιταλία του '70.

Πανέξυπνο το τέχνασμα του Ιταλού συγγραφέα το οποίο δίνει φόρμα στο λόγο του και του επιτρέπει να δώσει μια άλλη διάσταση στο κείμενο μέσα από τη μαρτυρία, τινάζοντας από πάνω του το βάρος της καθαρά προσωπικής άποψης. Δεν έχω διαβάσει κάτι άλλο δικό του και άρα δεν μπορώ να γνωρίζω αν αποτελεί γνώρισμα το οποίο συναντάται στο σύνολο, του μεγάλου σε έκταση, έργου του. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα με καθήλωσε με την ιδιαιτερότητά του. Συγγραφικό τέχνασμα ουσίας και όχι στείρου εντυπωσιασμού. Ένιωθα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης να βρίσκομαι στον πυρήνα της έμπνευσης του δημιουργού, να ακούω το μουρμουρητό της συνομιλίας του συγγραφέα με τον ήρωά του, να νιώθω τους πόνους του συγγραφικού τοκετού.

Ο Ταμπούκι καταφέρνει να αναφερθεί σε ένα μεγάλο μέρος της Ιστορίας της Νότιας Ευρώπης μέσα από ένα πανέμορφο και καθάριο μυθιστόρημα που αποπνέει την αγάπη του συγγραφέα για ετούτη τη μεριά του πλανήτη που βρέχεται από τα νερά της Μεσογείου. Αποδίδει ένα φόρο τιμής σε όλους αυτούς που πάλεψαν για ιδανικά και όρθωσαν το ατομικό τους ανάστημα παρά τις αμφιβολίες και τις αδυναμίες τους.

Ο Αντόνιο Ταμπούκι γεννήθηκε στην Πίζα της Ιταλίας το 1943, πόλη στην οποία εξακολουθεί να μένει, μετά από πολύχρονη παραμονή στην Πορτογαλία. Εκτός από συγγραφέας είναι γνωστός και για την μετάφραση στα ιταλικά του μεγάλου Πορτογάλου συγγραφέα Φερνάντο Πεσόα.


(Υπέροχη) μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης.
Εκδόσεις Άγρα.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Μία κατάβαση δεν είναι αρκετή

Πέδρο Πάραμο - Χουάν Ρούλφο









Νιώθεις την ανάγκη να επιστρέψεις, να πιάσεις το νήμα της αναζήτησης του Χουάν Πρεσιάδο από την αρχή, από την ιερή υπόσχεση στην ετοιμοθάνατη μητέρα πως θα αναζητήσει τον πατέρα του, Πέδρο Πάραμο, στην Κομάλα, από την οποία εκείνη αναγκάστηκε να φύγει πριν χρόνια.

" Ήρθα στην Κομάλα γιατί μου είπαν πως εδώ ζούσε ο πατέρας μου, κάποιος Πέδρο Πάραμο. Μου το' πε η μητέρα μου. Κι εγώ της υποσχέθηκα πως θα ερχόμουν να τον βρω μόλις θα πέθαινε. Της έσφιξα τα χέρια, σημάδι ότι θα το έκανα, γιατί εκείνη βάδιζε τότε προς το θάνατο κι εγώ ήμουν πρόθυμος να της υποσχεθώ τα πάντα."


Δυσδιάκριτο το όριο ανάμεσα στους δύο κόσμους, τον πάνω και τον κάτω, ακόμα και για τον ίδιο τον ήρωα που σαν άλλος Ορφέας δείχνει αποφασισμένος να τηρήσει την υπόσχεση και να περάσει στο άχρονο βασίλειο των νεκρών. Θα επιστρέψει στην όμορφη Κομάλα των μητρικών αναμνήσεων η οποία πια έχει μετατραπεί σε κόλαση λόγω του τύρρανου πατέρα του. Θα βρεθεί ανάμεσα σε μουρμουρητά και φαντάσματα, θα γνωρίσει έτσι το βιός του άγνωστου ως τότε σε αυτόν πατέρα, αλλά και την ιστορία του Μεξικού.

Όλα γίνονται ένα, με προεξάρχοντα το χρόνο. Ρεαλισμός και φαντασία, ζωή και θάνατος, όλα ένα. Η μορφολογία του κειμένου φαινομενικά άτακτη φανερώνει μια συγγραφική ιδιοφυία η οποία μακριά από υπάρχοντες κανόνες θα καταφέρει να παραδώσει ένα κείμενο διαθήκη για τις επόμενες γενιές, να αποτελέσει οδηγό για τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, που θα φτάσει στο απόγειό της με το μαγικό ρεαλισμό.

Και ύστερα ο συγγραφέας σώπασε μέχρι το θάνατό του, είπε όσα είχε να πει και παρά τις εξαγγελίες του εκδότη του, κανένα άλλο έργο του δεν ήρθε στην επιφάνεια. Καταξιώθηκε νωρίς, βραβεύτηκε, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης αλλά έμεινε τριάντα χρόνια στη σιωπή, δίνοντας μόνο κατά καιρούς διαλέξεις και συνεντεύξεις. Ο Χουάν Ρούλφο, με μόλις μια συλλογή διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του περασμένου αιώνα. Μερικοί άνθρωποι αρκεί να αφήσουν ένα και μόνο σημάδι
από το πέρασμά τους.

Με το πέρας της πρώτης ανάγνωσης επέστρεψα δίχως δεύτερη σκέψη πίσω στην αρχή, ανάγκη για παράταση της απόλαυσης. Υπέροχη η μετάφραση από την Έφη Γιαννοπούλου ενός απαιτητικού κειμένου. Μπόρεσε να αποδώσει στα ελληνικά τον λυρισμό και την ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας του συγγραφέα. Όμορφη και πλήρης η έκδοση, από τη σειρά Σύγχρονοι Κλασικοί των εκδόσεων Πατάκη, σειρά η οποία επενδύει στο - συχνά- δυσεύρετο κλασικό ανάγνωσμα.

Αρχικά στο βιβλίο θα δινόταν ο τίτλος Μουρμουρητά, τελικά επικράτησε το όνομα του πατέρα, ίσως προσωπικά να προτιμούσα εκείνον τον πρώτο τίτλο αν και, μάλλον, μικρή σημασία έχει.

Πώς αλλιώς θα μπορούσε να τελειώνει άραγε μια ανάρτηση για ένα τόσο όμορφο και σημαντικό βιβλίο παρά με μια προτροπή;

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Εκεί που χτυπά η καρδιά μου ( 2011 )




Υπάρχει ζωή στον ιταλικό κινηματογράφο τελικά και ας μη φτάνει στα λαμπρά επίπεδα του παρελθόντος, του χρυσού παρελθόντος, της σινετσιτά, του Φελίνι, του Αντονιόνι, του Παζολίνι, του Ντε Σίκα, των αδερφών Ταβιάνι και τόσων άλλων δημιουργών.

Η Ιταλία είναι η ευρωπαϊκή χώρα που, κατά τη γνώμη μου, επηρεάστηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη από το αμερικάνικο όνειρο σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Δυστυχώς θύμα αυτής της αμερικανοποίησης υπήρξε και ο πολιτισμός σε όλες του τις εκφάνσεις. Γιατί μπορεί στην Ελλάδα η κινηματογραφική παραγωγή να στηρίχτηκε στο σεξουαλικό χιούμορ λόγω της μικρής αγοράς και άρα των μετρημένων οικονομικά παραγωγών, αλλά στην Ιταλία παρατηρήθηκε το φαινόμενο της πλήρους αμερικανοποίησης με λαμπερές παραγωγές οι οποίες όμως μακριά στέκονται από το καλλιτεχνικό όραμα, κινηματογράφος των παραγωγών και των διαφημιστών.

Ο Μορέτι και ο Μπενίνι την προηγούμενη δεκαετία κάτι προσπάθησαν να πουν και μάλλον το είπαν αλλά στην πορεία το έχασαν υποκύπτοντας σε μια αντιμπερλουσκονική μανία, δικαιολογημένη μεν αλλά μικρού καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος.

Με το σινεμά του Σορεντίνο ήρθα σε επαφή πριν ένα χρόνο σχεδόν. Οι συνέπειες του έρωτα (2004) με άφησε αποσβολωμένο, μαγεμένο από τις εικόνες τους, δεν είχα βρει τα λόγια εκείνα τα ικανά που θα μπορούσαν να με οδηγήσουν σε μια ανάρτηση αντάξια της ταινίας. Ακόμα φέρνω στο νου μου πλάνα, την αργή κίνηση της κάμερας, την μετατόπιση στον άξονα, τον τρόπο με τον οποίο σε μια τόσο στατική ταινία ο σκηνοθέτης κατάφερε να σπείρει τη δράση, έστω και αν επρόκειτο για την καρικατούρα αυτής. Αισθητικά συγγενής του In the mood for love του Wong Kar Wai, τεράστιο παράσημο αυτό.

Στη συνέχεια είδα το L'amico di famiglia (2006), το οποίο μπορεί να μην με ενθουσίασε αλλά μου επέτρεψε να δω τον ίδιο δημιουργό πίσω από την ταινία, σημαντικότατο χαρακτηριστικό το οποίο πάντα αναζητώ στη φιλμογραφία του εκάστοτε δημιουργού-σκηνοθέτη. Και τελικά την ταινία με την οποία ο Σορεντίνο έγινε ευρύτερα γνωστός, το Il divo (2008), δεν την έχω δει ακόμα.

Το Εκεί που χτυπά η καρδιά μου είναι η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Σορεντίνο, ιταλογαλλική παραγωγή με γυρίσματα στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ. Θα χωρούσε να μπει στην κατηγορία των road movies παρά την ιδιαιτερότητά του.

Ο πρωταγωνιστής (Σον Πεν) είναι ένας πρώην διάσημος αστέρας της μουσικής. Εδώ και είκοσι χρόνια απέχει από τη δημιουργία και ζει με τη σύζυγό του σε ένα τεράστιο σπίτι μια ζωή γεμάτη πλήξη. Η είδηση πως ο πατέρας του πεθαίνει θα τον οδηγήσει στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Μετά την κηδεία θα μάθει πως ο εβραικής καταγωγής πατέρας του αναζητούσε καθ'όλη τη διάρκεια της ζωής του ένα Γερμανό στρατιωτικό ο οποίος κατάφερε να αποφύγει τη δίκη για εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος. Τότε θα βρει ένα νόημα στη ζωή του και τη δυνατότητα να ξεφύγει από μια προσωπίκη παρεξήγηση η οποία του επέβαλε μια εκκεντρική εξωτερική εμφάνιση.

Όπως και στις προηγούμενες δημιουργίες του, ο Σορεντίνο στήνει την ταινία του γύρω από μια καρικατούρα. Έχω την εντύπωση πως αυτές ακριβώς οι καρικατούρες αποτελούν το πρώτο σπέρμα της έμπνευσης για τον Ιταλό σκηνοθέτη. Γιατί τι άλλο παρά ως καρικατούρα μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει τον πρωταγωνιστή;

Μεγάλη τύχη να έχεις υπό τις οδηγίες σου ως σκηνοθέτης έναν τεράστιο ηθοποιό όπως ο Σον Πεν, ο οποίος δεν διστάζει να δεχτεί τις κατά καιρούς υποκριτικές προκλήσεις που του παρουσιάζονται και ας πρέπει να τσαλακώσει την εικόνα του. Η σκηνή με τον David Byrne θα πρέπει να διδάσκεται σε κάθε δραματική σχολή.

Η εξωτερική εμφάνιση του πρωταγωνιστή μου έφερε στο μυαλό τον τραγουδιστή των Cure , Robert Smith. Αναρωτιόμουν, πριν λίγα χρόνια μετά από μια συναυλία τους, πώς είναι δυνατό να μην έχει βαρεθεί όλα αυτά τα χρόνια την ιδιαίτερα απαιτητική εξωτερική του εμφάνιση, και μπορεί τότε να απάντησα σχετικά αβίαστα πως απλώς υπηρετεί την εμπορική του εικόνα αλλά η ταινία έδωσε και μια άλλη διάσταση στην τότε απορία μου με εφαρμογή και σε πιο απλές καθημερινές καταστάσεις.

Υπέροχη ταινία αν και ιδιαίτερη. Εκτός από τον Wong Kar Wai, ο Σορεντίνο συγγενεύει και με τον Wes Anderson (The Royal Tenenbaums, The life aquatic with Steve Zissou, The Darjeeling Limited). Επίσης η συγκεκριμένη ταινία μου έφερε στο νου ακόμα μια ταινία που μου άρεσε αλλά που δεν είχε απήχηση παρά την σκηνοθετική υπογραφή του Τζάρμους, το The Limits of Control.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Υφαίνοντας τα Νήματα






Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Ας το ονομάσουμε Νήματα και ας δοκιμάσουμε να ενώσουμε με αυτά τρία βιβλία ή τρεις συγγραφείς που στο μυαλό μας σχηματίζουν μια φανερή ή κρυφή Τριάδα, μια διαδρομή που μας οδήγησε από το ένα στο άλλο και πίσω στο πρώτο, ακόμη και αν μεσολάβησε αρκετός καιρός ανάμεσα στις αναγνώσεις. Δε χρειάζεται ούτε να απολογηθούμε ούτε να δώσουμε ένα "επιστημονικό" υπόβαθρο στο χάρτη μας, αυτή, άλλωστε, θα είναι και η μαγεία του παιχνιδιού!

Συχνά πυκνά στις αναρτήσεις αυτού του ιστολογίου αναφέρομαι στα νήματα που με οδηγούν από βιβλίο σε βιβλίο. Πριν λίγες μέρες στην ανάρτηση με τίτλο Τα Νήματα (ένα παράδειγμα), επιχείρησα να καταδείξω με ένα παράδειγμα συγκεκριμένο τον τρόπο με τον οποίο ξεκινώντας από το Πάρκο των ελαφιών του Μαίηλερ, βρέθηκα να διαβάζω τη συλλογή διηγημάτων του Μόμ, Βροχή, και από εκεί τον Τόνιο Κρέγκερ του Τόμας Μαν.

Κάπως έτσι μου γεννήθηκε η ιδέα γι' αυτό το παιχνίδι ανταλλαγής νημάτων, όσοι πιστοί προσέλθετε!

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Τόνιο Κρέγκερ - Τόμας Μαν





Εμβληματική μορφή της γερμανόφωνης λογοτεχνίας υπήρξε ο Τόμας Μαν, το έργο του οποίου έχει γνωρίσει, εκτός από πολλές εκδόσεις και μεταφράσεις, πλήθος ακαδημαϊκών μελετών. Το Μαγικό βουνό το διάβασα πριν χρόνια, Πάσχα στην επαρχία, ησυχία και κατάλληλες συνθήκες ώστε να αφεθώ στην ανάβαση. Το τελείωσα και το άφησα στο κομονδίνο αργά κάποιο βράδυ. Πέντε μέρες αργότερα θα συνειδητοποιούσα το μέγεθος αυτού του αριστουργήματος.

Άργησα να επιστρέψω στο έργο του Γερμανού συγγραφέα παρά την υπόσχεση που είχα δώσει τότε στον εαυτό μου. Αιτία στάθηκε το διήγημα του Σόμερσετ Μομ με τίτλο Σανατόριο. Αμφιταλαντεύθηκα γύρω από το ποιο έργο του πολυγραφότατου δημιουργού θα επέλεγα, έπαιξαν δυνατά ο Δόκτορ Φάουστους και ο Θάνατος στη Βενετία, τελικά επέλεξα τη νουβέλα Τόνιο Κρέγκερ, ένα από τα πρώτα σχετικά έργα του συγγραφέα.

Νομίζω ότι έκανα καλή επιλογή. Η νουβέλα αυτή, που φαινομενικά διέπεται από μια μεστή απλότητα τόσο στη γραφή όσο και στη δομή, φανερώνει κομμάτια από το ταλέντο και την ιδιοφυία του νεαρού Τόμας Μαν. Νουβέλα, που μπορεί να θεωρηθεί έργο μαθητείας, γεμάτη από αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Ο Τόμας Μαν είναι σε αναζήτηση των εκφραστικών μέσων μέσω των οποίων στα επόμενα έργα του θα αφήσει βαθύ το χνάρι του στην αμμουδιά της λογοτεχνίας. Είναι όμως και σε προσωπική αναζήτηση. Μέσω της ιστορίας του Τόνιο Κρέγκερ εκφράζει προβληματισμούς προσωπικούς που τον απασχολούν τουλάχιστον σε εκείνη την περίοδο της ζωής του.

α) Η επιθυμία του ήρωα να γράφει τον κάνει να νιώθει ξένος ως προς την εποχή του, μακριά από όσα οι άλλοι περιμένουν από εκείνον.
β) Οι δύο ταυτότητες που παλεύουν εντός του, εκείνη του Γερμανού πατέρα και αυτή της μητέρας από το νότο (η μητέρα του Τόμας Μαν είχε ρίζες από τη Βραζιλία).
γ) Η σεξουαλική του ροπή που δεν είναι ξεκάθαρη ούτε στον ίδιο τον συγγραφέα (στη διαθήκη του, που άνοιξε χρόνια μετά το θάνατό του, παραδέχεται τις ομοφυλοφιλικές του σχέσεις τις οποίες απέκρυπτε κατά τη διάρκεια της ζωής του), κατάσταση ιδιαιτέρως βασανιστική.

Υπέροχη η μετάφραση και κατατοπιστικότατο το επίμετρο του Αλέξανδρου Ίσαρη. Μια νουβέλα που ναι μεν μπορεί να σταθεί μόνη της αλλά που μάλλον χρησιμεύει ως εργαλείο για τη γνωριμία με τον Τόμας Μαν.

Εκδόσεις Ύψιλον.


υ.γ Μη φοβηθείτε από το μέγεθος του Μαγικού βουνού, αξίζει τον κόπο η ανάβαση.

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Τα νήματα ( ένα παράδειγμα)




Ετούτη η ανάρτηση θα έπρεπε κανονικά να είναι αφιερωμένη στη συλλογή διηγημάτων του Σώμερσετ Μώμ με τίτλο Βροχή. Αποφάσισα όμως να χρησιμοποιήσω τις γραμμές αυτές για να δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο επιλέγω το επόμενο ανάγνωσμα.

Διαβάζοντας, λοιπόν, Το πάρκο των ελαφιών του Νόρμαν Μαίηλερ συνάντησα την ακόλουθη (έμμεση) προτροπή του συγγραφέως, " Ο πρώτος καλός Εγγλέζος πεζογράφος που διάβασα ποτέ μου ήταν ο Σόμερσετ Μομ και είχε γράψει κάπου ότι κανείς δεν είναι καλύτερος απ' όσο χρειάζεται να είναι."

Από καιρό είχα την επιθυμία να διαβάσω κάποιο διήγημα του γνωστού Εγγλέζου πεζογράφου, ο οποίος στην εποχή του ήταν ένα από τα πιο καυτά ονόματα, βάζοντας την υπογραφή του, εκτός από αρκετά διηγήματα, τόσο σε πολλά θεατρικά όσο και σε αρκετά σενάρια για τον κινηματογράφο. Μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά μου που στο παζάρι της πλατείας Κλαυθμώνος, μαζί με Το πάρκο των ελαφιών, είχα φροντίσει να προμηθευτώ και τη Βροχή.

Δε χρειάστηκε να κάνω τίποτε περισσότερο από το να ακολουθήσω το νήμα που μου πέταξε ο Μαίηλερ.

Η Βροχή (εκδόσεις Ηριδανός σε μετάφραση Δημήτρη Κωνσταντινίδη) αποτελείται από πέντε διηγήματα ( Βροχή, ο Νεωκόρος, ο Πολύξερος, Σανατόριο, Ζιγκολό και Ζιγκολέτ). Το βασικό χαρακτηριστικό της γραφής του Μωμ, όπως αποτυπώνεται τουλάχιστον σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων, είναι ο ξεκάθαρος πυρήνας του κάθε έργου, η ορατή έμπνευση του συγγραφέα που αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή της κάθε ιστορίας. Χωρίς να πλατιάζει, υπηρετεί πιστά το λογοτεχνικό είδος της μικρής φόρμας.

Στο ομώνυμο διήγημα θα ασχοληθεί με το έργο της ιεραποστολής. Οι δυτικοί που πιστεύουν πως ξέρουν τι πρέπει να κάνουν στο όνομα του δημιουργού για να "σώσουν" τους άγριους των άλλων ηπείρων. Η χριστιανική αγάπη και η ανθρώπινη τιμωρία.
Στο Νεωκόρο, ο αγράμματος νεωκόρος θα δει την πόρτα της εξόδου από την ενορία την οποία για χρόνια υπηρετούσε πιστά.
Ο Πολύξερος θα βρεθεί σε δύσκολη θέση όταν θα αναγκαστεί να παραδεχτεί την ήττα του κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με πλοίο.
Ο Ζιγκολό και η Ζιγκολέτ, ζευγάρι, θα πρέπει να αποφασίσουν αν υπάρχει γυρισμός στο παρελθόν της ένδειας και της συνεχούς ανασφάλειας ή αν εκείνη θα πρέπει να συνεχίσει να παίζει τη ζωή της κορώνα γράμματα εκτελώντας το τρικ που εκείνος επινόησε.

Δεν αναφέρθηκα παραπάνω στο διήγημα με τίτλο Σανατόριο εσκεμμένα. Ήταν εκείνο που μου έδωσε το νήμα εξόδου από τον Εγγλέζο Μωμ στο Γερμανό Τόμας Μαν.

Το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν είναι ένα από τα βιβλία εκείνα που όσος καιρός και αν περάσει δε θα πάψουν ποτέ να με στοιχειώνουν. Όταν το διάβασα δεν διατηρούσα ετούτο το ιστολόγιο. Είναι απόφαση που έχω πάρει να μην αναφέρομαι αναλυτικά σε περασμένα βιβλία. Μπήκα στον πειρασμό να το κάνω για αρκετά, μα αντιστάθηκα. Διαβάζοντας όμως το Σανατόριο επέστρεψα για ακόμα μια φορά σε εκείνα τα ύψη όπου οι φυματικοί αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο δημιουργούσαν τη δική τους κοινωνική μικρογραφία στο περιθώριο του αγώνα για ζωή. Θυμήθηκα την υπόσχεση που μου είχα δώσει να επιστρέψω στο έργο του Μαν. Έτσι το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσω θα είναι ένα από τα πρώτα έργα του συγγραφέα, η νουβέλα Τόνιο Κρέγκερ.

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Το πάρκο των ελαφιών - Norman Mailer




"Στη γεμάτη κάκτους ερημιά της Νότιας Καλιφόρνιας, διακόσια μίλια από την πρωτεύουσα του σινεμά, όπως αποφασίζω να την αποκαλέσω, υπάρχει η πόλη της Χρυσής Ερήμου. Εκεί πήγα, μόλις έφυγα από την αεροπορία, για να γλεντήσω. Πριν από κάμποσο καιρό."


Η σκοτεινή πλευρά της λαμπερής Αμερικής. Τα φώτα της παγκόσμιας μητρόπολης του κινηματογράφου ρίχνουν μια βαριά σκιά στην κοντινή έρημο. Εκεί, στο πάρκο των ελαφιών, καταφεύγει ο αφηγητής, πρώην πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, που πλούτισε σε κάποιο καζίνο της ανατολής, ανάμεσα σε ανθρώπους φιλόδοξους που βαδίζουν κάπως στα χαμένα, ψάχνοντας την ευκαιρία τους. Παραγωγοί και προαγωγοί καθορίζουν τους συναισθηματικούς κανόνες.

Μια βουτιά στο αμερικανικό όνειρο. Γιατί μπορεί ο Κέρουακ, ο Μπάροουζ και ο Μπουκόφσκι (με εξαίρεση ίσως το Hollywood) να έγραψαν για το περιθώριο της νέας ηπείρου, ο Μαίηλερ όμως ασχολείται με το λαμπερό εκ πρώτης όψεως προσκήνιο. Η λάμψη του θαμπώνει όσους, μέσα από τις εφημερίδες, παρακολουθούν τη ζωή των σταρς, όλα φαίνονται υπέροχα και ποθητά. Όμως τα ανθρώπινα πάθη καμία σχέση με το χρυσό δεν έχουν, φέρουν χρώματα μελανά, ανασφάλειες συναισθηματικές, φοβίες.

Η αλήθεια είναι πως η μικρή γραμματοσειρά αν και έδωσε μια παράξενη πυκνότητα στο κείμενο, εντούτοις με κούρασε κάπως, με αποτέλεσμα, παρά τη θέληση μου, να αναγκάζομαι να κάνω συχνά διαλείμματα από την ανάγνωση.

Καλή αμερικανική λογοτεχνία, σκοτεινή αλλά καλή, πολύ καλή.

Τις εκδόσεις Πλέθρον τις έχω ταυτισμένες στο μυαλό μου με το υπέροχο μυθιστόρημα του Κέρουακ Στο δρόμο, το οποίο είχα τη τύχη να διαβάσω σε μικρή αναγνωστική ηλικία.

Το συγγραφέα Νόρμαν Μαίηλερ τον ανακάλυψα τυχαία μόλις πριν ένα χρόνο, κανένα νήμα δε με οδήγησε ως εκεί, ήταν καθαρή τύχη. Διαβάστε εδώ τι έγραψα αφού διάβασα το μυθιστόρημα Οι σκληροί δε χορεύουν.



Μετάφραση Γιώργος Τασσόπουλος.
Επιμέλεια Αλέξης Ζήρας.
Εκδόσεις Πλέθρον.

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Ιστορίες από την Κολιμά - Βαρλάμ Σαλάμοφ





Το κείμενο μας απορροφά. Ο λόγος του γίνεται καρφί που πονάει και καθηλώνει. Οι Ιστορίες από την Κολιμά μας τοποθετούν στο κέντρο ενός εφιάλτη: απάνθρωπα στρατόπεδα στις ρωσικές στέπες, κόπωση και μια παγωνιά που παραλύει. Το αντιλαμβανόμαστε. Το κακό είναι πλέον κοινός τόπος και η επιβίωση πραγματικός άθλος.

Ο Σαλάμοφ έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε διάφορα στρατόπεδα εργασίας. Εξορίστηκε προς ιδεολογική αναμόρφωση. Ο χείμαρρος των μικρών του διηγήσεων περιγράφει την καθημερινότητα των καταδικασθέντων: εξαντλητική δουλειά σε στοές ορυχείων, πείνα, ξυλοδαρμοί, ανακρίσεις, ποδοπάτημα της βούλησης. Η αφήγηση ζωντανεύει και τις πιο μύχιες σκέψεις των καταδίκων. Δεν ελπίζουν σε μια κίβδηλη μελλοντική ελευθερία. Αυτό που προέχει είναι να γραπώσουν γερά τη ζωή και να διασωθούν στο παρόν. Ταυτόχρονα όμως επιθυμούν και να παραμείνουν ακέραιοι, να μην ξεπουλήσουν την ψυχή τους αποκτώντας μια ηθική σωστό λάστιχο. Οι δεσμοφύλακες βέβαια δεν τους αφήνουν σε ησυχία. Κάθε λεπτό τους βάζουν σε πειρασμό. Κραυγάζουν γύρω τους υποσχόμενοι δώρα σε όσους καταδίδουν και είναι δουλικοί. Πολλοί δεν αντέχουν, καταρρέουν και συνεργάζονται.

Και η θέση του πνεύματος; Ποια είναι μέσα σε αυτήν τη θύελλα απανθρωπιάς; Ο συγγραφέας μας εκμυστηρεύεται ότι τα περισσότερα βιβλία παραμένουν αδιάφορα στους πόνους των δοκιμαζόμενων. Νοιάζονται μόνο να τέρψουν τα αυτιά με γλυκερά τεχνάσματα και γι' αυτό στα δύσκολα ηττώνται. Έτσι στο έργο βλέπουμε κορυφαίους των ρωσικών γραμμάτων (Ζαμιάτιν, Αντρέγεφ, Πλατόνοφ, Μάντελσταμ) να παρελαύνουν αφοπλισμένοι. Είναι τραγικοί ήρωες που συνειδητοποιούν το μάταιο της τέχνης τους μπροστά στη θριαμβεύουσα ωμότητα. Αυτό που χρειάζεται, μας λέει ο Σαλάμοφ, είναι μια νέα λογοτεχνία. Κάθε φράση της θα είναι κατά τέτοιο τρόπο ζυγισμένη ώστε θα έχει αποβάλλει κάθε τι το περιττό και το πεποιημένο. Θα επιμένει σε μια ουσιώδη λιτότητα αποδίδοντας τόσο την τερατώδη βία όσο και την ανθρώπινη ανάγκη της αυτοσυντήρησης.

Τελειώνοντας την ανάγνωση και κλείνοντας το βιβλίο παρατηρούμε ότι όλα όσα μας έχει σκιαγραφήσει ο συγγραφέας, δε σβήνουν αλλά εντυπώνονται έντονα μέσα μας. Εξακολουθούμε να αντικρίζουμε στρατιές καταδίκων να οδεύουν μέσα σε παγωμένα τοπία. Είναι ταλαιπωρημένοι. Φοράνε κουρέλια. Το κρύο περονιάζει το κορμί τους ενώ η κούραση λάμπει μέσα στα μάτια τους. Τους φανταζόμαστε αποκαμωμένους να ξαπλώνουν πάνω στο χιόνι, να κοιμούνται και να εισέρχονται σε μια άλλη επικράτεια. Εκεί τουλάχιστον έχουν καλή συντροφιά. Συναντούν τους αχώριστους φίλους τους από το Λοιμό του Φραγκιά και από το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Λέβι.

Μια ιδιαίτερη, πάντως, μνεία αξίζει η ελληνική έκδοση του έργου· τόσο για το επιμελημένο της μετάφρασης όσο και για το ιδιαίτερα χρηστικό της μέγεθος, που χώρεσε κοντά δύο χιλιάδες σελίδες σε ένα μόνο ευλύγιστο τόμο.

Γιάννης Φλ.