Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Το οπτικό νεύρο - María Gainza





Το οπτικό νεύρο μού κίνησε εξαρχής το ενδιαφέρον, αρχικά ο τίτλος και εν συνεχεία η δομή του εξωφύλλου. Άλλωστε οι εκδόσεις opera αποτελούν παραδοσιακά έναν ενδιαφέροντα κολπίσκο αλίευσης σύγχρονης και αξιόλογης ισπανόφωνης λογοτεχνίας. 

Η αλήθεια είναι πως παίρνοντας το βιβλίο στα χέρια μου και παρότι το βιογραφικό της Μαρία Γκάινσα και η σχέση της με την τέχνη και τη ζωγραφική φάνταζαν πολλά υποσχόμενα, ταυτόχρονα με μπέρδεψαν ως προς τον σχηματισμό ενός ευκρινούς ορίζοντα προσδοκιών. Το οπτικό νεύρο αποτελεί την πρώτη λογοτεχνική απόπειρα της γεννημένης στο Μπουένος Άιρες Μαρία Γκάινσα και είναι μάλλον αναμενόμενο να έχει ως πρώτη ύλη και σημείο περιστροφής τη ζωγραφική, αφού η ζωγραφική αποτελεί το επίκεντρο της επαγγελματικής και ακαδημαϊκής της πορείας. Η Άιρες Μαρία Γκάινσα εργάστηκε επί σειρά ετών ως ανταποκρίτρια για διάφορες εφημερίδες στον τομέα της τεχνοκριτικής, διοργάνωσε σεμινάρια και μαθήματα, συνεργάστηκε στην έκδοση βιβλίων, ενώ το 2011 δημοσίευσε μία συλλογή δοκιμίων για την τέχνη στην Αργεντινή. 
Τον Ντρε τον γνώρισα ένα φθινοπωρινό μεσημέρι· το ελάφι του, ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα. Εκείνο το πρώτο μεσημέρι είχα βγει από το σπίτι μ' ένα λαμπρό ήλιο και ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα, άρχισε να βρέχει. Έριχνε κατακλυσμό, και μέσα σε λίγα λεπτά οι στενοί δρόμοι της γειτονιάς του Μπελγκράνο μετατράπηκαν σε ύπουλα ποτάμια· οι γυναίκες στριμώχνονταν στις γωνίες υπολογίζοντας το πιο ρηχό σημείο για να περάσουν απέναντι· μια γριά χτυπούσε με την ομπρέλα της μια μεριά ενός λεωφορείου που δεν ήθελε να της ανοίξει, και στις πόρτες των καταστημάτων οι υπάλληλοι κοιτούσαν πώς το νερό έγλειφε το πεζοδρόμιο και έσπευδαν να τοποθετήσουν τις σιδερένιες πρόσθετες πόρτες που είχαν αγοράσει μετά την τελευταία πλημμύρα. Εγώ έπρεπε να συνοδεύσω μια ομάδα ξένων σε μια ιδιωτική συλλογή έργων τέχνης.
Το οπτικό νεύρο είναι μία συλλογή διηγημάτων, η οποία θα μπορούσε να προσεγγιστεί και ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα, καθώς ναι μεν το κάθε διήγημα μπορεί να σταθεί αναγνωστικά αυτόνομο, όμως, η παρουσία κοινής αφηγήτριας αποτελεί κάτι παραπάνω από έναν απλό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα έντεκα διηγήματα της έκδοσης, μέσα στα οποία εμφανίζονται αντίστοιχα ζωγράφοι όπως ο Ρόθκο, ο Φουχίτα, ο Τουλούζ-Λοτρέκ, ο Ελ Γκρέκο κ.α. Η ύπαρξη κοινής αφηγήτριας είναι κομβικής σημασίας συγγραφική επιλογή ως προς την αναγνωστική πρόσληψη του βιβλίου τελικά, καθώς παράλληλα με την ανάγνωση των ιστοριών σχηματίζεται με ολοένα και περισσότερες πλευρές και γωνίες η αφηγήτρια ως πρόσωπο, προσδίδοντας μια ξεκάθαρη και ισχυρή μυθοπλαστική διάσταση, που απομακρύνει τη συλλογή διηγημάτων μακριά από την ξέρα μιας χλιαρής λογοτεχνίζουσας ακαδημαϊκής συλλογής κειμένων.  

Τα διηγήματα της Γκάινσα διαθέτουν την ίδια αφηγηματική δομή, γεγονός που εντείνει την αίσθηση σύνδεσης ανάμεσα στα διηγήματα. Σε κάθε ένα από αυτά υπάρχουν δύο κανάλια αφήγησης, τα οποία διασταυρώνονται μέσα στο διήγημα. Στο ένα κανάλι εκπέμπεται η ιστορία της αφηγήτριας, ιστορία η οποία αποτελεί τη σύνδεση με τον ζωγράφο, ιστορία η οποία προσφέρει την αφορμή για το πέρασμα στο έτερο κανάλι αφήγησης, εκείνο της ιστορίας του ζωγράφου. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε συνδυασμό με την ακρίβεια των βιογραφικών στοιχείων των καλλιτεχνών εντείνει την αίσθηση στον αναγνώστη πως τα κείμενα είναι αυτοβιογραφικά, πως αφηγήτρια είναι η ίδια η Γκάινσα δηλαδή. Αν και σε αρκετά από τα διηγήματα η σύνδεση αυτών των δύο καναλιών αφήγησης δείχνει χαλαρή και μοιάζει περισσότερο με μία τεχνική πρόφαση, το εύρημα είναι λειτουργικό και δημιουργεί ένα ασφαλές περιβάλλον για την Γκάινσα, μέσα στο οποίο κινείται άνετα ανάμεσα στην ημερολογιακού χαρακτήρα αφήγηση της ζωής της αφηγήτριας και στην ακαδημαϊκή γραφή.

Από πολλές απόψεις ενδιαφέρον μυθιστόρημα -για μένα και μετά την ανάγνωση Το οπτικό νεύρο είναι μυθιστόρημα. Στα συν της έκδοσης ο όμορφος και χρηστικός σελιδοδείκτης.   

Μετάφραση Μαρία Μπεζαντάκου
Εκδόσεις opera


Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Στον ύπνο μου είδα ότι ένας άντρας κέρδισε το λαχείο




Ξύπνησε κάθιδρος από τον ίδιο εφιάλτη· κέρδισε το λαχείο αλλά δεν είχε με ποιον να το μοιραστεί. Ξυπνήσαμε σχεδόν ταυτόχρονα, πρώτα εκείνος από τον εφιάλτη, ύστερα εγώ από το ξυπνητήρι. Όνειρο μέσα σε όνειρο. Το σημείωσα βιαστικά, μαζί και την ημερομηνία, στο σημειωματάριο, που είναι μόνιμα χωμένο στο κομοδίνο, ανάμεσα σε τόσα άσχετα μεταξύ τους πράγματα -αλήθεια πόσα πράγματα μπορεί να χωράνε σε ένα τόσο μικρό έπιπλο; Είναι κάτι, το να σημειώνω τα όνειρά μου, που ξεκίνησα να το κάνω όταν άκουσα κάποιο βράδυ, πάει καιρός, έναν γνωστό ψυχαναλυτή -εγώ πάντως δεν τον γνώριζα- να υμνεί τη σημασία μιας τέτοιας ιεροτελεστίας. Ιεροτελεστία, αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε. Τα περισσότερα πρωινά δεν σημειώνω τίποτα. Πέρασμα από το μπάνιο. Πέρασμα από την κουζίνα. Με την κούπα του καφέ στο χέρι βολεύτηκα στον καναπέ. Σκέπασα τα πόδια μου με το ριχτάρι και άνοιξα το βιβλίο του Μορίς Μπλανσό. Ήταν μία σκέψη που μου ήρθε ξαφνικά ένα βράδυ, από το πουθενά. Είχα μία φράση να με βασανίζει, έγραφε τις ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο, μία φράση απλή που όμως με βασάνιζε, κάνε κάτι μαζί μου, έμοιαζε να απαιτεί. Έγραφε τις ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο, λοιπόν. Η φράση έπαιζε σε λούπα στο μυαλό μου, μια φωτεινή επιγραφή που αναβοσβήνει χωρίς να αποκαλύπτει άλλο από τον εαυτό της στο σκοτάδι. Δοκίμασα να τη σημειώσω. Στον υπολογιστή. Στο ημερολόγιο. Στην απόδειξη του σούπερ μάρκετ. Στη χαρτοπετσέτα του καφέ που σύχναζα. Τίποτα δεν ακολούθησε. Έγραφε τις ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο. Αναζήτησα μετά το κατάλληλο ερώτημα. Κατέληξα: γιατί αποφάσισε κάτι τέτοιο; Κατέγραψα τις πιθανές απαντήσεις: για να αποστασιοποιηθεί/για να κρυφτεί/για να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Τίποτα δεν ακολούθησε. Τότε μου ήρθε η ιδέα να διαβάσω ξανά Μορίς Μπλανσό. Τα πρωινά, πριν τη δουλειά, λίγες σελίδες από το Ο χώρος της λογοτεχνίας. Η ιδέα ήταν συμπαγής, αυστηρή και σωτήρια -κυρίως αυτό, σωτήρια, άλλωστε όταν σου πετάνε ένα σωσίβιο καλό είναι να το πιάνεις σφιχτά στα χέρια σου, αν όλα πάνε καλά και βρεθείς στην ακτή θα έχεις τον χρόνο για ερωτήσεις.

Δεν σκέφτηκα το όνειρο παρά μόνο αργότερα, στη δουλειά, λίγο μετά το υποχρεωτικό διάλειμμα για φαγητό, διάλειμμα στο οποίο εγώ συνήθως πίνω τον τρίτο καφέ της ημέρας. Αυτό δεν είναι καλό για το στομάχι, όμως έχω κόψει εδώ και δύο μήνες το τσιγάρο και γυμνάζομαι συστηματικά. Δεν είναι ότι δεν προσπαθώ. Άνοιξα το εταιρικό πρόγραμμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Το ιδανικό καμουφλάζ για ονειροπόλους εργαζόμενους, σκέφτηκα και γέλασα μόνη μου ρίχνοντας ταυτόχρονα μία αναγνωριστική ματιά στα γύρω γραφεία. Είναι τρομακτικό -τώρα μου κάνει εντύπωση η χρήση αυτού και όχι κάποιου άλλου επιθέτου όπως ενδιαφέρον ή παράξενο- πως στα όνειρα γνωρίζουμε περισσότερα απ' όσα αποκαλύπτει η δράση, για παράδειγμα: ο εφιάλτης, η επανάληψη και το περιεχόμενό του ή τα αίτια της εφίδρωσης. Εγώ απλώς είδα έναν άντρα να ξυπνάει κάθιδρος. Έναν άντρα που δεν γνώριζα, που δεν μου θύμιζε κάποιον, γύρω στα εξήντα, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο πρόσωπο -ίσως κάπως μεγάλη μύτη, τώρα που το σκέφτομαι ξανά-, με γαλάζια πιτζάμα/ζακέτα και άσπρο φανελάκι από μέσα, που κοιμόταν στο πλάι, στραμμένος προς το εσωτερικό του διπλού κρεβατιού. Δεν τον γνωρίζω αλλά ξέρω πως ο άντρας αυτός που ονειρεύτηκα δεν έχει κανέναν. Το τηλέφωνο χτύπησε. Μπορείς να έρθεις μία στιγμή στο γραφείο μου;, ο διευθυντής. Έρχομαι αμέσως, εγώ. Έκλεισα το τηλέφωνο και αποθήκευσα το μήνυμα στα πρόχειρα.

Στο σπίτι άνοιξα το μέηλ. Να που έχει και τα καλά του το να έχεις πρόσβαση στη δουλειά από το σπίτι, σκέφτηκα. Είναι κάτι το οποίο συμβαίνει εδώ και κάποιους μήνες, μας ανακοινώθηκε, δεν αντιδράσαμε και έτσι αυτό που ξεκίνησε ως μία στο τόσο, αν συμβεί κάτι έκτακτο, έγινε ρουτίνα και καθημερινότητα. Αντέγραψα την περιγραφή του ονείρου. Αντέγραψα τις σημειώσεις μου. Υπογράμμισα τη φράση Δεν τον γνωρίζω αλλά ξέρω πως ο άντρας αυτός που ονειρεύτηκα δεν έχει κανέναν. Ούτε για να μοιραστεί τα κέρδη του λαχείου, σκέφτηκα, πόσο θλιβερή πρέπει να είναι μια τέτοια επίγνωση. Ίσως όμως αυτή η μοναξιά να μην ήταν της πραγματικότητας αλλά του εφιάλτη, και δίπλα του να κοιμόταν η γυναίκα του (παντρεμένοι εδώ και τριάντα χρόνια, αν και ήταν μαζί από φοιτητές στο πανεπιστήμιο, εκείνη φοιτήτρια στην πόλη της, εκείνος βρέθηκε εκεί για σπουδές/ κανόνισε, του είχε πει η μητέρα του λίγο πριν μπει στο λεωφορείο, να σε ξεμυαλίσει καμία και να μην πάρεις το πτυχίο σου, να πάνε χαμένες οι θυσίες που κάναμε όλα αυτά τα χρόνια/ εκείνος πήρε το πτυχίο του, στα τέσσερα χρόνια ως όφειλε/ στην αποφοίτηση είχαν έρθει και οι γονείς του, ο πατέρας του συγκινήθηκε -πρώτη φορά τον έβλεπε να δακρύζει-, η μητέρα του είχε ραφτεί και είχε πάει κομμωτήριο/ μόλις η τελετή τελείωσε τον φίλησαν, πρώτα εκείνη και μετά εκείνος, και του έδωσαν μία τεράστια ανθοδέσμη, η οποία επέτεινε την αμηχανία που ήδη του προκαλούσε το κουστούμι, κυρίως το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι/ από τις παρελάσεις είχε να νιώσει τέτοια ασφυξία/ θα ακολουθούσε ακόμα μία, τρία χρόνια μετά, στον γάμο τους, αν και τότε πάτησε πόδι και δεν φόρεσε γραβάτα, τι και αν, παρά την υποστήριξη της γυναίκας του, δεν γλίτωσε τις θανατηφόρες ματιές της πεθεράς αλλά και της μάνας του, δεν τον ένοιαζε/ τον χάσαμε τον γιο μας, θα έλεγε μετά το γλέντι στο αυτοκίνητο η μητέρα στον μεθυσμένο άντρα της)

Κοίταξα την ώρα. Δέκα και μισή. Ήταν μία καλή εξήγηση για την κούραση που ξαφνικά ένιωθα. Άφησα τις σημειώσεις στην άκρη. Πέρασμα από την κουζίνα. Πέρασμα από το μπάνιο. Ξάπλωσα. Έσβησα το φως. Δεν είχα διάθεση για διάβασμα. Άργησα να κοιμηθώ.
Έγραφε τις ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο
Το πρωί μία δυσφορία, όχι εκείνη η συνηθισμένη που προκαλεί ο ήχος του ξυπνητηριού -ήχος σκόπιμα ενοχλητικός για χάρη της επιτελεστικότητας-, μία δυσφορία θολή, αρχικά θολή, στη συνέχεια διαυγέστερη, σαν κάτι να περίμενε και αυτό να μην εμφανίστηκε. Πηγαίνοντας προς τον καναπέ, με την κούπα του καφέ στο χέρι, διέκρινε ή νόμισε πως διέκρινε την πηγή της δυσφορίας. Η μη επανάληψη του ονείρου. Κάπου βαθιά μέσα της, εν αγνοία της, είχε γεννηθεί αυτή η προσδοκία επιστροφής. Ξάπλωσε στον καναπέ και σκεπάστηκε με το ριχτάρι, άνοιξε το βιβλίο του Μορίς Μπλανσό/ κεφάλαιο V/ η έμπνευση.

Στις οκτώ ακριβώς έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ασανσέρ. Περπάτημα μέχρι το μετρό. Κυλιόμενες. Αποβάθρα/ σήραγγα/ αποβάθρα/ σήραγγα/ αποβάθρα/ σήραγγα/ αποβάθρα. Κυλιόμενες. Περπάτημα μέχρι το νούμερο δέκα επτά. Ασανσέρ. Καλημέρα.

Μετά τη δουλειά συνάντησε την Α. Μία φορά την εβδομάδα, την ίδια πάντα μέρα, βρίσκονται μετά τη δουλειά. Δεν ήταν οι καλύτερες φίλες από πάντα, με τα χρόνια έγιναν -πίσω από την επιλογή καλά κρυμμένη στέκει η ανάγκη. Πια δεν συζητούν για τη δουλειά, εκτός απροόπτου. Κάποτε η Α. είχε κεράσει, πήρα αύξηση, είχε πει. Χρόνια πριν. Ύστερα συζητούσαν για περικοπές προσωπικού. Ύστερα ούτε γι' αυτό. Σήμερα ήθελε να της μιλήσει για το όνειρο. Είδα ένα όνειρο προχτές, είπε. Και της διηγήθηκε το όνειρο. Στα γρήγορα της είπε και όσα σκέφτηκε μετά. Για τον Μορίς Μπλανσό κουβέντα. Η Α. γέλασε, τι έγινε, ξύπνησε μέσα σου ο φόβος τής μοναξιάς; Δεν ξέρω, μπορεί, αλλά. Έλα, ρε καημένη. Ύστερα η Α. -σε παραλήρημα-: λεφτά/ ταξίδια/ ψώνια/ παραίτηση· με μάτια να λάμπουν.

Δεν ήξερε τι περίμενε να ακούσει από την Α., πάντως όχι κάτι τέτοιο, σίγουρα όχι κάτι τέτοιο, τώρα που το ξανασκέφτεται ενώ περπατάει προς το σπίτι -απόφαση γενναία αν κρίνει κανείς με βάση την απόσταση-, ρίχνοντας κάποιες ματιές στις βιτρίνες, χωρίς πραγματικά να κοιτάζει, αν και αυτή η ώρα είναι η αγαπημένη της για βόλτα στην πόλη, η ώρα που τα μαγαζιά κλείνουν -τα μισοκατεβασμένα ρολά, η βιασύνη των υπαλλήλων, οι πελάτες της τελευταίας στιγμής, η αναδιάρθρωση των εκθεμάτων, τα συνεργεία καθαριότητας του δήμου, η μαζική εγκατάλειψη της αγοράς-, τώρα όμως δεν παρατηρεί τίποτα από όλα αυτά, σκέφτεται την αντίδραση της Α., αντίδραση μάλλον αναμενόμενη, επικεντρωμένη στο εύκολο χρήμα, στο σωτήριο χρήμα, στα όνειρα που το χρήμα γεννά. Δύο είναι οι βασικές εκδοχές με τις οποίες κάποιος αντιδρά όταν μοιράζεσαι μαζί του κάτι που σε απασχολεί, έτσι πιστεύει. Η περίπτωση της Α. ανήκει σαφέστατα στην πρώτη κατηγορία τού “μην κάνεις έτσι, δεν είναι τόσο σημαντικό”, και συνεχίζει κατά αυτόν τον τρόπο καταλήγοντας, αναπόφευκτα μάλλον, στη χρήση κλισέ συμβουλών. Στη δεύτερη κατηγορία, κατηγορία που ολοένα, θαρρείς, μεγαλώνει, ανήκουν εκείνοι που σε ό,τι και αν μοιραστείς μαζί τους έχουν πάντα, μα πάντα, μία απείρως χειρότερη -στα δικά τους μάτια- προσωπική εμπειρία, μια διάθεση ευθέως ανταγωνιστική, που μεταθέτει άμεσα το υποκείμενο της συζήτησης. Γενικά υπάρχει η υποχρέωση της γνώμης και μάλλον εκεί, σκέφτεται εκείνη μπαίνοντας επιτέλους σπίτι, βρίσκεται το λάθος, στην απουσία της σιωπής ως επιλογή αντίδρασης, στη λάθος πρόσληψη της έννοιας του διαλόγου. Το διαμέρισμα είναι κρύο.

Από εκείνο το βράδυ θα περάσουν μήνες. Η ηρωίδα μας θα ξεχάσει το όνειρο. Η φράση θα ξεθωριάσει. Τις σημειώσεις εκείνες θα ακολουθήσουν άλλες. Ο χώρος της λογοτεχνίας θα μείνει στο τραπεζάκι του σαλονιού· μια ή δυο φορές, ξεσκονίζοντας, θα τον πάρει στα χέρια της. Και αυτό είναι όλο.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019

Ξαφνικός θάνατος - Álvaro Enrigue





Ένας αγώνας τένις ανάμεσα στον Καραβάτζο και τον Κεβέδο, μεταξύ τόσων άλλων που λαμβάνουν χώρα στο βιβλίο αυτό, είναι αρκετός για να ιντριγκάρει τον υποψήφιο αναγνώστη, ήδη από το οπισθόφυλλο, ενώ λίγες μόνο σελίδες ανάγνωσης, ακόμα και σε σχεδόν όρθια θέση στο βιβλιοπωλείο, είναι αρκετές για να σημάνουν οριστικά πως αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο. Και δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο βιβλίο, όχι τόσο για τον θεματικό πυρήνα της αντισφαίρισης γύρω από τον οποίο κινείται η αφήγηση, όσο για τον τρόπο με τον οποίο έχει δομήσει το βιβλίο του ο Μεξικανός Άλβαρο Ενρίγκε.   
Δεν ξέρω... Όλον αυτόν τον καιρό που γράφω, δεν ξέρω τι θέλει να πει αυτό το βιβλίο. Τι αφηγείται; Δεν μιλάει απλώς για έναν αγώνα τένις. Ούτε είναι ένα βιβλίο περί της αργής και μυστηριώδους ενσωμάτωσης της αμερικανικής ηπείρου σ' αυτό που αποκαλούμε με σκανδαλώδη έλλειψη προσανατολισμού, "Δυτικό κόσμο" - για τους κατοίκους της αμερικανικής ηπείρου, η Ευρώπη είναι Ανατολή. Ίσως είναι ένα βιβλίο περί του πώς γράφεται αυτό το βιβλίο· ίσως όλα τα βιβλία να κάνουν ακριβώς αυτό το πράγμα. Ένα βιβλίο με συνεχή πέρα δώθε, όπως το μπαλάκι σε ένα παιχνίδι τένις.
Από διάφορα ενδιαφέροντα αποσπάσματα που σημείωσα κατά την ανάγνωση επέλεξα αυτό ως το πλέον αντιπροσωπευτικό τού ύφους και του τρόπου αφήγησης, αν και ο εσωτερικός μονόλογος του συγγραφέα δεν καταλαμβάνει παρά ελάχιστο μέρος του συνολικού κειμένου. Μόνο μετά το τέλος της ανάγνωσης, ενώ ήδη είχα αρχίσει να ψάχνω τις λέξεις γι' αυτό εδώ το κείμενο, φλέρταρα με δεύτερες σκέψεις σχετικά με τις τόσο έντονες και ορατές ραφές σύνθεσης του βιβλίου αυτού -αποφεύγω τη χρήση της λέξης μυθιστόρημα, παρότι σαφέστατα πρόκειται για μυθιστόρημα-, σκέψεις που είχαν να κάνουν με το αν πρόκειται για μαστοριά ενός ικανού ή ευκολία ενός ατάλαντου -ίσως τεμπέλη καλύτερα- συγγραφέα, αν πρόκειται για εύρημα λειτουργικό, πόρτες εισόδου και εξόδου ή για ένα φτηνό τρικ, έντονης μα σύντομης λάμψης εντυπωσιασμού· όμως, τις σκέψεις αυτές τις έκανα μόνο μετά το τέλος της ανάγνωσης, επομένως, ό,τι και αν σκεφτώ τώρα θα έπεται πάντα του δεδομένου πως κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης τα συναισθήματα που κυριάρχησαν ήταν η απόλαυση και η αίσθηση πως ο Ξαφνικός θάνατος δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο. 

Στον Ενρίγκε -ως συγγραφέα/ήρωα του βιβλίου-, η ανάγκη ή το ερέθισμα -δύσκολο συχνά να διακρίνεις αυτά τα δύο- για μυθοπλασία γεννήθηκε στη διάρκεια της έρευνάς του σχετικά με το τένις σε βιβλιοθήκες και μουσεία, αναζητώντας αναφορές σε μυθιστορήματα, ποιήματα, μελέτες, αλλά ακόμα και σε μία αποστροφή του λόγου της επιμελήτριάς του· εργασία διαφορετικά δημιουργική από εκείνη της απόπειρας συγγραφής ενός βιβλίου μυθοπλασίας, παρότι επιχειρεί κατά κάποιον τρόπο να τη φέρει στα μέτρα του ερευνητή, επιμένοντας στον -φαινομενικό- ρεαλισμό ή πλάθοντας ως μύθο την ιστορική πραγματικότητα, όπως για παράδειγμα την παρτίδα τένις ανάμεσα στον Καραβάτζο και τον Κεβέδο. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στην αλήθεια και τον μύθο, με εκατέρωθεν εδαφικές παραβιάσεις, απολαμβάνοντας τις ελευθερίες του μεταμοντέρνου μυθιστορήματος και ζηλεύοντας τη γοητεία του ιστορικού, ο Ενρίγκε παραδίδει ένα ενδιαφέρον, ιδιαίτερο και απολαυστικό βιβλίο, φαινομενικά μόνο χαλαρής συνοχής.

Μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
   

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

Ο δρόμος - Cormac McCarthy





Όποτε ξύπναγε στο δάσος μες στα σκοτάδια και την παγωνιά της νύχτας άπλωνε το χέρι ν' αγγίξει το παιδί που κοιμόταν πλάι του. Νύχτες πιο σκοτεινές κι απ' το σκοτάδι και μέρες πιο γκρίζα η καθεμιά απ' την προηγούμενή της. Σαν την αρχή ενός παγερού γλαυκώματος που 'σβηνε τον κόσμο λίγο λίγο.   

Πατέρας και γιος βαδίζουν προς τη θάλασσα σε μία μεταποκαλυπτική Αμερική, μία χώρα κατεστραμμένη. Οι ελάχιστοι επιζώντες περιπλανιούνται σε αναζήτηση τροφής, είτε σε ομάδες, είτε μεμονωμένα, σε ένα περιβάλλον εχθρικό, σε ένα περιβάλλον επικράτησης του ισχυρότερου.

Ο ΜακΚάρθυ έχει μία δυνατή ιστορία να διηγηθεί, όχι εντυπωσιακά πρωτότυπη, και το κάνει με έναν τρόπο υπέροχης μαστοριάς και συγγραφικής ευφυΐας, χωρίς να παραπλανηθεί από τις δυνατότητες που αφειδώς του προσφέρει η αρχική ιδέα, δυνατότητες προς διάφορες κατευθύνσεις. Ο ΜακΚάρθυ δεν εντυπωσιάζεται από την ίδια του την ιστορία, από την αύρα του σεναριακού ευρήματος.

Αποφεύγει τον φιλοσοφικό, κοινωνικοπολιτικό και συναισθηματικό στοχασμό, επιμένοντας στον αγώνα πατέρα και γιου για την επιβίωση. Αποφεύγει την αχρείαστη δράση και δεν αφήνεται σε μια εξέλιξη της ιστορίας τύπου θρίλερ. Αποφεύγει τα υπέρμετρα φλας μπακ στη ζωή πριν την καταστροφή και την αναφορά στις αιτίες της καταστροφής· οι ήρωές του ζουν στο εδώ και το τώρα, ήρωες ανθρώπινοι σε υπεράνθρωπες συνθήκες. Αποφεύγει τις γλωσσικές υπερβολές -αν και η περιγραφή του μεταποκαλυπτικού τοπίου τού έδινε τη δυνατότητα αυτή. Αποφεύγει να μιλήσει με όρους σωστού-λάθους ή καλού-κακού. Αποφεύγει τη συναισθηματική καθοδήγηση του αναγνώστη.

Τόσο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, όσο και τώρα, λίγες μέρες μετά, μου έρχονται στον νου αρκετά βιβλία αντίστοιχης δυστοπικής και μεταποκαλυπτικής θεματικής, όμως δυσκολεύομαι να τοποθετήσω κάποιο από αυτά δίπλα στο μυθιστόρημα του ΜακΚάρθυ, κυρίως επειδή Ο δρόμος διακρίνεται για μια απλότητα, για μία απέχθεια προς τις διαρκείς ανατροπές και τα ευφάνταστα ευρήματα, που σκοπό έχουν να εντυπωσιάσουν τον αναγνώστη, να τον καθηλώσουν, προσφέροντάς του σασπένς, όμως συχνά δεν αποτελούν τίποτα παραπάνω από συγγραφικές ευκολίες. Και όμως το μυαλό μου επιμένει στη σύνδεση με τον Ροβινσώνα Κρούσο, σύνδεση που αρχικά μου φάνηκε υπερβολική, αλλά σκεφτόμενός την, ξανά και ξανά, μοιάζει άμεση και εύστοχη, όσον αφορά την προσήλωση στη σεναριακή συνθήκη.     

Ο δρόμος του ΜακΚάρθυ είναι ένα δύσκολο βιβλίο, ένα πολύ δύσκολο βιβλίο ως προς τη συναισθηματική διαχείρισή του από τον αναγνώστη. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ανέβαλλα συνεχώς την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, επηρεασμένος και από την κινηματογραφική του μεταφορά. Και όσο προετοιμασμένος και αν νιώθει κανείς, εξακολουθεί να είναι δύσκολη η διαχείριση του ζοφερού κλίματος που δεσπόζει στο βιβλίο.

Ο δρόμος είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, σκληρό αλλά σπουδαίο, και ο ΜακΚάρθυ αποδεικνύει πως για την επιτυχία δεν είναι απαραίτητες οι όλο και πιο σύνθετες πλοκές.


Μετάφραση Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις Καστανιώτη

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Τραμ 83 - Fiston Mwanza Mujila



 
Η μόνιμη, στα όρια της εμμονής, ένστασή μου σχετικά με την αφρικανική -στην προκειμένη περίπτωση- λογοτεχνία σχετίζεται με την ύπαρξη λογοτεχνικού ενδιαφέροντος σε επίπεδο γλωσσικό, τεχνοτροπίας, ύφους ή στυλιζαρίσματος, πέρα, δηλαδή, από το δεδομένο φολκρορικό και εξωτικό περιβάλλον ενός κόσμου ελάχιστα οικείου, που όμως, στην περίπτωσή μου, δεν είναι συνήθως αρκετό ώστε αρχικά να με δελεάσει και εν συνεχεία να μου προσφέρει έντονη αναγνωστική απόλαυση.

Για το Τραμ 83 μου μίλησαν δύο αναγνώστες που εμπιστεύομαι· παρέκαμψα τον πρόλογο και διάβασα τις πρώτες γραμμές:
Στην αρχή ήταν η πέτρα και η πέτρα έφερε την ιδιοκτησία και η ιδιοκτησία τον πυρετό της μεταλλοθηρίας, και η μεταλλοθηρία μια πλημμυρίδα ετερόκλητων ανθρώπων που κατασκεύασαν σιδηροδρομικές γραμμές στο βράχο, έπλασαν μια ζωή από φοινικόκρασσο, επινόησαν ένα σύστημα, ένα κράμα από ορυχεία κι εμπόριο.
Και ένιωσα πως εδώ υπήρχε κάτι διαφορετικό απ' ό,τι περίμενα, κάτι που θα με ενδιέφερε να διαβάσω.

Το Τραμ 83 είναι ένα μπαρ-εστιατόριο με πόρνες, στο κέντρο μιας αφρικανικής πόλης, της Πόλης-Χώρας, η οποία δεν κατονομάζεται και θα μπορούσε να είναι μία οποιαδήποτε μεγαλούπολη της ηπείρου. Στο Τραμ 83 μαζεύονται ετερόκλητες κοινωνικές ομάδες: πρώην παιδιά-στρατιώτες, ανήλικες πόρνες, περιφερόμενοι φοιτητές, ανύπαντρες μητέρες, μαθητευόμενοι μάγοι. Εκεί μαζεύονται και οι τουρίστες-καιροσκόποι, απ' όλα τα σημεία του πλανήτη, οι οποίοι καταφτάνουν στην Πόλη-Χώρα για να εκμεταλλευτούν τον ορυκτό πλούτο, για να ξεδώσουν, να χορέψουν, να πιουν.

Στην Πόλη-Χώρα καταφτάνει και ο Λισιέν, μία Παρασκευή βράδυ, μετά από αρκετές ώρες αναμονής στον Σταθμό του Βορρά. Ο Λισιέν είναι, ή προσπαθεί να είναι, επαγγελματίας συγγραφέας αντιμέτωπος με την ένδεια και τη λογοκρισία, ζει, ή προσπαθεί να ζει, έντιμα, θα μπορούσε άλλωστε γράφοντας ύμνους για τον στρατηγό να ζει πλουσιοπάροχα, εκείνος όμως δεν το θέλει. Ο Λισιέν, λοιπόν, περιδιαβαίνει έναν κόσμο παρακμής και παρανομίας, τον κόσμο της Πόλης-Χώρας. 

Ο Μουζιλά, γεννημένος το 1981 στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, γράφει ένα μυθιστόρημα ποιητικού ρεαλισμού για να διηγηθεί την ιστορία του Λισιέν, και μέσω αυτής, την καθημερινότητα της Πόλης-Χώρας, τις μεγαλύτερες ή μικρότερες ιστορίες των κατοίκων και των τουριστών-καιροσκόπων της. Επιτυγχάνει ένα λογοτεχνικό αποτέλεσμα χωρίς να θυσιάσει την ιδιαιτερότητα του τόπου και των ανθρώπων του, χωρίς να αφήσει έξω από το μυθιστόρημα την πολιτική, αποφεύγοντας όμως τη στράτευση ή τη μιζέρια. Χρησιμοποιεί εντυπωσιακά τη γλώσσα, και μέσω αυτής -και σε συνδυασμό με τη χρήση του λάιτ μοτίβ- δημιουργεί μία αίσθηση αιώρησης πάνω από την πραγματικότητα, χωρίς όμως αυτό -σε καμία περίπτωση- να οδηγεί σε ωραιοποίηση των σκληρών καταστάσεων. Στο πρόσωπο του Λισιέν συγκεντρώνονται οι φόβοι και οι ελπίδες όλων εκείνων που, ανεξαρτήτως τόπου, μάχονται να ζήσουν διαφορετικά, ακολουθώντας έναν προσωπικό κώδικα ηθικών αξιών, και αυτό ακριβώς τον μετατρέπει σε έναν ήρωα οικουμενικό και γνώριμο.

Το Τραμ 83 δεν είναι απλώς αφρικανική λογοτεχνία. Είναι σπουδαία λογοτεχνία.

υγ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, στην περίπτωση του Μουζιλά, παρουσιάζει το γεγονός πως -σύμφωνα με δήλωσή του- δεν γράφει στη γλώσσα της μητέρας του, τα σουαχίλι, αλλά στη γλώσσα του πατέρα του, τα γαλλικά, "μία αποικιοκρατική γλώσσα".


Μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

Η έβδομη λειτουργία της γλώσσας - Laurent Binet





Η ζωή δεν είναι μυθιστόρημα ή, τουλάχιστον, έτσι θέλετε να πιστεύετε. Ο Ρολάν Μπαρτ περπατάει στην ανηφοριά της οδού Μπιέβρ. Ο μεγαλύτερος κριτικός του 20ού αιώνα έχει κάθε λόγο να είναι εξαιρετικά αγχωμένος. Η μητέρα του, με την οποία ο δεσμός του ήταν άκρως προυστικός, έχει πεθάνει. Και η σειρά μαθημάτων του στο Collége de France με τίτλο "Η προετοιμασία του μυθιστορήματος" έχει καταλήξει σε αποτυχία, πράγμα που δύσκολα μπορεί να αρνηθεί: μιλούσε όλη τη χρονιά στους φοιτητές του για τα γιαπωνέζικα χαϊκού, για τη φωτογραφία, για σημαίνοντα και σημαινόμενα, για τα πασκάλια ντιβερτιμέντι, για τα γκαρσόνια στα καφέ, για νυχτικά ή για τις θέσεις στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου -μίλησε για όλα, μα για το μυθιστόρημα δεν μίλησε.
Ο Ρολάν Μπαρτ, ο μεγαλύτερος κριτικός του 20ού αιώνα, περπατάει στην ανηφοριά της οδού Μπιέβρ εξαιρετικά αγχωμένος, με τόσα να του βαραίνουν τον νου, πράγματα δικά του, όπως η απώλεια της μητέρας του, το αδιέξοδο των μαθημάτων και η διαρκής αναβολή να καταβάλει κάποιες λογοτεχνικές απόπειρες· προηγήθηκε το δείπνο στην οικεία του Μιτεράν, είναι 25 Φεβρουαρίου 1980, αργά το απόγευμα, όταν ένα φορτηγάκι θα τον χτυπήσει και θα τον παρατήσει αιμόφυρτο, οι αυτόπτες μάρτυρες θα κρατήσουν την ανάσα τους και θα τρέξουν σε βοήθεια, δεν μπορούν, βέβαια, να ξέρουν τι διακυβεύεται πίσω από ένα φαινομενικά αθώο ατύχημα. Ένα μήνα αργότερα, στις 26 Μαρτίου ο Ρολάν Μπαρτ θα υποκύψει στα τραύματά του. Από τη στιγμή του ατυχήματος η αστυνομία θα κινητοποιηθεί, ο αστυνομικός επιθεωρητής Ζακ Μπαγιάρ θα αναλάβει την έρευνα. Βέβαια, ο Μπαγιάρ δεν έχει ιδέα για το ποιος είναι αυτός ο Μπαρτ. Παντελώς άσχετος με τη γλωσσολογία και την πανεπιστημιακή κοινότητα καθώς είναι, γρήγορα θα βρεθεί σε αδιέξοδο. Απελπισμένος θα στρατολογήσει τον Σιμόν Χέρτσογκ, καθηγητή "Σημειολογίας της εικόνας" στο πανεπιστήμιο του Βενσέν.

Έχουμε, λοιπόν, όλα τα συστατικά ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, χωρίς αυτό σε καμία περίπτωση να σημαίνει πως πρόκειται για ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο Λοράν Μπινέ εκκινώντας από ένα πραγματικό γεγονός, τον θάνατο του Ρολάν Μπαρτ, απόρροια ενός αυτοκινητιστικού ατυχήματος, μετατρέπει το ατύχημα σε δολοφονία με πρόθεση την κλοπή ενός εγγράφου, και κάπως έτσι ξεκινάει ένα γαϊτανάκι αποκαλύψεων και ανατροπών, με την αφρόκρεμα της φιλολογικής και γλωσσολογικής διανόησης να παρελαύνει στις σελίδες του μυθιστορήματος και να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Ο Φουκό, ο Ντελέζ, ο Έκο, ο Ντεριντά, ο Λακάν, ο Σαρτρ είναι μόνο μερικοί από τους διάσημους ήρωες του μυθιστορήματος, που σκαρφίστηκε και υλοποίησε ο Μπινέ. Για την έρευνα το ετερόκλητο ντουέτο των ερευνητών θα ταξιδέψει στη Μπολόνια, στη Νάπολη, στην Ίθακα των Ηνωμένων Πολιτειών, θα παρευρεθεί σε ρητορικές μονομαχίες του Logos Club, σε συνέδρια γλωσσολογίας, θα δεχτεί πολιτικές πιέσεις, θα βρεθεί στο κατόπι των βουλγαρικών μυστικών υπηρεσιών, θα διασταυρωθεί αρκετές φορές με ένα ζευγάρι Ιαπώνων. 

Η φαντασία του Μπινέ είναι ανεξάντλητη και οργιώδης, και όμως αυτό δεν είναι το πλέον εντυπωσιακό στοιχείο του βιβλίου, γιατί εκείνο που πραγματικά αφήνει άφωνο τον αναγνώστη είναι η πολυμάθεια του συγγραφέα και η ικανότητά του στη σύνθεση των θεωρητικών κομματιών της ιστορίας. Σκεφτόμουν πως πρόκειται για ένα campus novel, αλλά και πάλι όχι τυπικό, ή για μια κωμωδία ιδεών, και όχι τόσο καταστάσεων. Σίγουρα πάντως η αναγνωστική απόλαυση είναι ανάλογη της οικειότητας του αναγνώστη με τους διάσημους ήρωες του μυθιστορήματος, τόσο ως προς τις θεωρίες τους όσο και ως προς τα στοιχεία του βιογραφικού τους. Ο Μπινέ επιθυμεί να σατιρίσει και το κάνει, όμως αυτό είναι το πρώτο επίπεδο· με αφορμή την αστυνομική ιστορία ικανοποιεί τη φαντασίωση, δική του αλλά και πολλών άλλων, ενός κόσμου όπου μία σημείωση ενός γλωσσολόγου θα ήταν τόσο σημαντική, ώστε να επηρεάσει σε γεωπολιτικό επίπεδο, και η πρόκληση σε ρητορική μονομαχία θα είχε υψηλό τίμημα για τον χαμένο· στήνει ένα σκηνικό δράσης στο οποίο τοποθετεί τους αγαπημένους του ήρωες, όπως τα παιδιά τοποθετούν τις φιγούρες τους και παίζουν μαζί τους.       

Τρομερά διασκεδαστικό μυθιστόρημα, αλλά και αφορμή για να ανοίξουν λεξικά και να ενεργοποιηθούν μηχανές αναζήτησης!


Μετάφραση Γιώργος Ξενάριος
Εκδόσεις opera



 

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Δάσος σκοτεινό - Nicole Krauss





Συμβαίνει ενίοτε την ανάγνωση ενός βιβλίου να ακολουθεί η αγωνία για την πορεία και την αποδοχή του από το κοινό, αγωνία που έχει να κάνει με το αν ο εκδοτικός οίκος θα εκδώσει και τα επόμενα βιβλία του συγγραφέα. Τέτοια και η περίπτωση της Νικόλ Κράους, την οποία "αγάπησα" όταν διάβασα το Όταν όλα καταρρέουν, για να ακολουθήσει Η ιστορία ενός έρωτα. Το τελευταίο αυτό βιβλίο της το περίμενα με λαχτάρα, η ανακοίνωση της επικείμενης κυκλοφορίας του με είχε γεμίσει χαρά και προσδοκίες μήνες πριν το πάρω στα χέρια μου.
Η ιδέα ότι βρίσκομαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα με απασχολεί από πολύ παλιά. Με απασχολεί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θα έπρεπε να πω, αφού μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι να παρακολουθώ μια παιδική σειρά στην τηλεόραση και ξαφνικά να εντοπίζω τον εαυτό μου ανάμεσα στο μικρό κοινό στο στούντιο. 
Το Δάσος σκοτεινό είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, αντιπροσωπευτικό γνώρισμα της Κράους, με δύο ιστορίες να εναλλάσσονται: την ιστορία της μυστηριώδους εξαφάνισης του Τζουλς Έπστιν, που χωρίς να ενημερώσει κανέναν επέστρεψε στο Τελ Αβίβ, τον γενέθλιο τόπο του, και την ιστορία μιας συγγραφέως, που εγκαταλείπει την οικογένειά της για να επισκεφθεί το Τελ Αβίβ αναζητώντας έμπνευση για το επόμενο βιβλίο της.  

Η πορεία της συγγραφέως προς τη συγγραφή του βιβλίου της με κεντρικό χαρακτήρα τον Τζουλς Έπστιν, ίσως έτσι θα μπορούσε να διατυπωθεί συνοπτικά η υπόθεση του βιβλίου, όταν δεν ήξερε πως θα έγραφε αυτό το βιβλίο, όταν φοβόταν πως δεν θα κατάφερνε να γράψει, όταν αναζητούσε από κάπου να πιαστεί, όταν η καθημερινότητα έμοιαζε ασφυκτική και η έλλειψη έμπνευσης διόγκωνε τα προβλήματα ή ίσως το αντίθετο, όταν τα προβλήματα επέτειναν την έλλειψη έμπνευσης. Οι παραλληλίες αποτελούν άλλωστε ζητούμενο για την Κράους, ποτέ αυστηρά χρονικές, παραλληλίες στην πορεία και την ψυχοσύνθεση των ηρώων της περισσότερο. 

Κατά την παρουσία της στο Τελ Αβίβ η συγγραφέας θα συναντήσει έναν πρώην καθηγητή λογοτεχνίας, ο οποίος θα προσπαθήσει να την πείσει να ασχοληθεί με κάποια άγνωστα έργα του Κάφκα, που βρίσκονται στο σπίτι μιας ιδιότροπης κληρονόμου του έργου του πλέον γνωστού Εβραίου συγγραφέα. Έτσι η κρυφή ιστορία του Κάφκα θα αποτελέσει έναν τρίτο άξονα περιστροφής στο μυθιστόρημα. Η ανάγκη για επιστροφή στη γενέθλια γη ως έκφανση μίας υπαρξιακής αγωνίας του να ανήκεις κάπου διατρέχει τις σελίδες του μυθιστορήματος, οι πολυπόθητες ρίζες όταν όλα καταρρέουν, αλλά και η ανάγκη για δραπέτευση από το παρελθόν, που βαραίνει και μπερδεύει, η ιδέα να κλείσεις τον εαυτό σου σε ένα κουτί που θα γράφει: παρελθόν· και εσύ να συνεχίσεις την ώρα που οι άλλοι σε θεωρούν νεκρό.

Αρκετά φιλόδοξο ως προς τη σύνθεση, το Δάσος σκοτεινό είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, στο οποίο, ανάμεσα σε τόσα άλλα, θαύμασα την ικανότητα της Κράους να εντάξει το προσωπικό -ή έστω την υπόνοια του προσωπικού- βαθιά μέσα σε ένα κατασκεύασμα φαινομενικά αρκετά εγκεφαλικό.

υγ. Για τά προηγούμενα βιβλία της Κράους: Όταν όλα καταρρέουν και Η Ιστορία ενός έρωτα περισσότερα θα βρείτε εδώ και εδώ.

Μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
 

    

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Ξεφυλλίζοντας το '18

Ακόμα μία χρονιά πέρασε, χρονιά γενναιόδωρη που έφερε αλλαγές, και εγώ, που πολλές φορές έχω αποδειχθεί ανακόλουθος στην τήρηση των δεσμεύσεων στο κατώφλι της νέας χρονιάς, της κάθε νέας χρονιάς, για κακές συνήθειες που θα αφήσω πίσω μου και για υπέροχα νέα πράγματα που δεν θα διστάσω να δοκιμάσω, δοκιμάζω φέτος κάτι διαφορετικό και αναζητώ στα βοηθήματα της ασθενούς μου μνήμης όλα εκείνα που άξιζαν, όλα εκείνα που ήρθαν με κόπο.

Και αφού εδώ για βιβλία κυρίως μιλάμε και η χρονιά που έφυγε μοιάζει να άλλαξε άπαξ και δια παντός τη σχέση μου με αυτά, θα επιχειρήσω να συντάξω μία λίστα με εκείνα που θα ήθελα να παραμείνουν στη βιβλιοθήκη μου, τα βιβλία εκείνα που ξεπερνούν το "μου άρεσε"/"δεν μου άρεσε" και ικανοποιούν το "θα το διάβαζα ξανά αυτό". Δεν είναι εύκολο κάτι τέτοιο, αλλά θα προσπαθήσω.


Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο - Mário de Andrade
Το Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο δεν είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα εξαιτίας της θέσης του στη λογοτεχνική θεωρία και μόνο. Το Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα για πολλούς ακόμα λόγους, τους περισσότερους εκ των οποίων θα ανακαλύψεις ίσως μόνο εσύ, και αυτό είναι το μαγικό, ξέρεις, με τη λογοτεχνία, ο υποκειμενικός της χαρακτήρας, αυτή η αδυναμία να εκφράσεις τα συναισθήματα, τόσο έντονα και παρόντα, που σου γέννησε ένα βιβλίο. Βέβαια, μπορεί καθόλου να μη σου αρέσει, και τότε, ακόμα κάτι μαγικό, θα έχεις σμιλεύσει με ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια την προσωπική σου αισθητική. (περισσότερα εδώ)

Ταίναρον - Leena Krohn
Ένα βιβλίο μαγικό, που φανερώνει ένα πνεύμα με ποικίλα ενδιαφέροντα και μεγάλο εύρος γνώσεων, ένας ξεκάθαρα προσωπικός τρόπος γραφής, που συγγενεύει με άλλες σπουδαίες σύγχρονες συγγραφείς ταυτόχρονα όμως χωρίς να τις θυμίζει. Η Κρουν επιλέγει το λογοτεχνικό περιβάλλον που ταιριάζει καλύτερα στην ιστορία της και το διαμορφώνει με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι λειτουργικό και γόνιμο, για να χωρέσει και να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο εκείνη αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της. (περισσότερα εδώ)

Ένας ζωγράφος του καιρού μας - John Berger
Μυθιστόρημα -και- πολιτικό, με το διαρκές ερώτημα, τι είναι δυνατόν να προσφέρει η τέχνη στην ανθρωπότητα, να βασανίζει τον Λάβιν, που νιώθει προνομιούχος ζώντας σε ένα μέρος όπως το μεταπολεμικό Λονδίνο, ενώ οι περισσότεροι από τους συντρόφους του επέστρεψαν στην Ουγγαρία, επιχειρώντας να υλοποιήσουν το όραμα για μια δικαιότερη κοινωνία, παίρνοντας ρίσκα ακόμα και για την ίδια τους τη ζωή, την ώρα που εκείνος, αν και με διάφορες οικονομικές δυσκολίες, έχει να αναμετρηθεί σχεδόν αποκλειστικά με την ανάγκη του να ζωγραφίζει διαρκώς, την απογοήτευση και την ικανοποίηση που προσφέρει η τέχνη. (περισσότερα εδώ)

Σκοτεινά σαν τον τάφο που ο φίλος μου κείται - Malcolm Lowry
Στην περίπτωση του Λόουρυ ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ψυχαγωγία και διασκέδαση μοιάζει αφελής και παιδιάστικος, παρότι αποτελεί συνήθως ένα καλό εύρημα διαχωρισμού για την επίδραση της τέχνης. Εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό, δυσκολότερα εξηγήσιμο και διαχειρίσιμο. Αναλογίζομαι την εβδομάδα ανάγνωσης, και αντικρίζω ένα κενό. Πρόκειται όμως για κενό με τη συνηθισμένη χρήση της λέξης; Δεν είμαι σίγουρος. Μοιάζει περισσότερο με το κενό της περιόδου ενός σοκ, με ένα κενό καθοριστικό, άμυνα και αδυναμία εκείνου που το υπόκειται. Το σώμα, τότε, βρίσκεται σε πλήρη δράση, από τον εγκέφαλο μέχρι τις άκρες των δακτύλων, ο όγκος των πεπραγμένων είναι τέτοιος που η αίσθηση μοιάζει με ένα τεράστιο κύμα που σε παρασέρνει και, ενώ αδυνατείς να κρατήσεις το κεφάλι πάνω από την επιφάνεια του νερού, μετά σε αγκαλιάζει και σε στροβιλίζει, για να σε ξεβράσει, λίγο αργότερα στην ακτή, αν είσαι τυχερός, με την ανάσα κομμένη. Νομίζεις ότι υπερβάλλω; Δοκίμασε. (περισσότερα εδώ)

4 3 2 1 - Paul Auster
Πέρασα κάτι λιγότερο από έναν μήνα διαβάζοντας το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα του Όστερ. Ξεκινώ το κείμενο με αυτή την πληροφορία, για να δικαιολογήσω την αμηχανία που νιώθω αυτή τη στιγμή μπροστά στη λευκή οθόνη του υπολογιστή. Πώς να χωρέσεις σε ένα κείμενο μια τέτοια εμπειρία άραγε; Συνέβησαν τόσα πράγματα όλον αυτόν τον καιρό, που η καθημερινότητα έμοιαζε -και ήταν- χωρισμένη στα δύο: από τη μία η πραγματική ζωή, από την άλλη η ιστορία του Άρτσιμπαλντ Ισαάκ Φέργκιουσον. Και δεν ήταν μόνο ο όγκος -1200 σελίδες- του βιβλίου αλλά και το εύρημα του Όστερ, με τις διαφορετικές εκδοχές της ζωής του ήρωά του, εύρημα που με διαφορετικό τρόπο χρησιμοποίησε και η Έρπενμπεκ στο μυθιστόρημά της Η συντέλεια του κόσμου, που επέτειναν το συναίσθημα της διχοτόμησης της δικής μου ζωής εν τέλει. (περισσότερα εδώ)

M Train - Patti Smith
Το M Train γράφτηκε για να ικανοποιήσει μια βαθύτερη ανάγκη της Πάτι Σμιθ. Ποια ανάγκη ακριβώς είναι δύσκολο να εντοπιστεί, θυμίζει την ανάγκη ενός ποιητή να ξεφορτωθεί στο χαρτί έναν στίχο ή ενός ζωγράφου να λερώσει τον καμβά του. Ο αποσπασματικός τρόπος με τον οποίο καταγράφει η Σμιθ το χάος μέσα από το οποίο αναδύονται σκέψεις, όνειρα και συμβάντα, έναν τρόπο ήρεμο και χαμηλού προφίλ, χωρίς διάθεση για ήρωες και θύματα, το ελάχιστο που ξεπηδά και δίνει τον ρυθμό, η απουσία διάθεσης να κινήσει από κάπου και να καταλήξει κάπου άλλου, οι κύκλοι που όλο ολοκληρώνονται και όλο μοιάζουν φαύλοι, η ιεροτελεστία της καθημερινότητας που όμως απέχει τόσο από το να χαρακτηριστεί ρουτίνα, αυτά, ανάμεσα σε τόσα άλλα, παρασέρνουν τον αναγνώστη σε έναν τόπο ρεαλιστικό και μαγικό ταυτόχρονα, σε έναν τόπο, όπου πρωταγωνιστεί η αγάπη για το φαινομενικά ελάχιστο, χωρίς να φωνάζει και να αυτοϊκανοποιείται. (περισσότερα εδώ)

Η συνείδηση του Ζήνωνα - Italo Svevo
Ο Ζήνων -ο αξέχαστος Ζήνων- προκαλεί πλήθος αντικρουόμενων συναισθημάτων, και μάλιστα ταυτόχρονα, ο αναγνώστης τον αντιπαθεί αλλά και τον λυπάται, γελάει μαζί του αλλά και εξοργίζεται, τον κατανοεί αλλά και όχι. Αποτελεί, μαζί με τους υπόλοιπους χαρακτήρες της ιστορίας, το όχημα που χρησιμοποιεί ο Σβέβο για να οδηγήσει τον αναγνώστη στην Τεργέστη της εποχής εκείνης, μιας κοινωνίας συντηρητικής, υποκριτικής και αφελούς, παρά τον φαινομενικά κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, σε ένα περιβάλλον πνιγηρό αλλά ταυτόχρονα ενδιαφέρον από κοινωνιολογική και ανθρωπολογική άποψη, σε μία αργά μεταβατική περίοδο εν μέσω σημαντικών ιστορικών και πολιτικών ανακατατάξεων. (περισσότερα εδώ)

Περί φυσικής της μελαγχολίας - Georgi Gospodinov
Μία σύνθεση δεκάδων μικροιστοριών, το Περί φυσικής της μελαγχολίας του Βούλγαρου συγγραφέα Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ μοιάζει να γράφτηκε αποσπασματικά, με μία διαδικασία που θυμίζει κατασκευή κολάζ, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα διαθέτει συνοχή και λογική στην κατασκευή του, αλλά διαθέτει και αίσθημα που απαιτεί την ανάγνωση για να κατανοηθεί, να βιωθεί και εν τέλει να αποθεωθεί από τον εκστασιασμένο αναγνώστη. (περισσότερα εδώ)

Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης - Italo Calvino
Κι ύστερα ο αναγνώστης επιστρέφει σπίτι του, ελαφρώς ιδρωμένος από την ανηφόρα, βγάζει το βιβλίο από την τσάντα και διαβάζει ξανά τις πρώτες γραμμές: Είσαι έτοιμος ν' αρχίσεις να διαβάζεις το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης. Χαλάρωσε. Συγκεντρώσου. Διώξε από πάνω σου κάθε άλλη σκέψη. Άσε τον κόσμο που σε περιβάλλει να διαλυθεί στην ασάφεια. Την πόρτα είναι καλύτερα να την κλείσεις· από την άλλη μεριά, είναι πάντα αναμμένη η τηλεόραση. Πες το αμέσως στους άλλους: "Όχι, δεν θέλω να δω τηλεόραση!" Ύψωσε τη φωνή σου, ειδάλλως δεν θα σε ακούσουν: "Διαβάζω! Δεν θέλω να μ' ενοχλήσει κανείς!" Ίσως δεν σε άκουσαν, με όλη αυτή τη φασαρία· πες το πιο δυνατά, φώναξε: "Αρχίζω να διαβάζω το νέο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο!" (περισσότερα εδώ)

Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου - Ευγένιος Αρανίτσης
Η επιβεβαίωση της μυθολογίας ενός έργου -Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου- αποτελεί την πλήρωσή της. Η μυθολογία άλλωστε δεν εγκλωβίζεται στη μετριότητα ή την αδιαφορία· γεννά την πόλωση, είτε καταρρέει -δυστυχώς συχνά- είτε γιγαντώνεται, και κάπως έτσι δικαιολογείται, συντηρείται και εξαπλώνεται. (περισσότερα εδώ)

Ο απατεώνας - Javier Cercas
Η αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα, η ιστορία του Μάρκο που ξεπερνά τα πλέον ευφάνταστα μυθιστορήματα και ο στοχασμός του Θέρκας, παρότι κάποιες στιγμές μοιάζει εύκολος και κοινότοπος, συνθέτουν ένα σπουδαίο τελικό αποτέλεσμα, φιλόδοξο, όχι μόνο γιατί η ιστορία του Μάρκο ήταν εν πολλοίς γνωστή, αλλά γιατί η ιστορία αυτή δεν αποτελεί παρά το πρώτο στρώμα αυτού του βιβλίου, για το οποίο δεν κρύβω πως αρχικά, και παρά την ιντριγκαδόρικη περίληψη στο οπισθόφυλλο, διατηρούσα αρκετές επιφυλάξεις για το αν με αφορούσε ως αναγνώστη λογοτεχνίας, επιφυλάξεις που εξανεμίστηκαν στο διάβα της ανάγνωσης. (περισσότερα εδώ)

Το τέλος του δρόμου - John Barth
Για τους περισσότερους μελετητές του έργου του Μπαρθ, Το τέλος του δρόμου και η Πλωτή όπερα αποτελούν την εισαγωγή του υπαρξισμού στην Αμερική της δεκαετίας του '50 μέσα από τη λογοτεχνία. Δεν μπορώ με βεβαιότητα να ισχυριστώ πως τα δύο αυτά έργα αποτελούν τα πρώτα δείγματα υπαρξιστικών μυθιστορημάτων, όμως με σιγουριά μπορώ να πω πως απόλαυσα αυτό το βιβλίο με τον ιδιαίτερο εκείνο τρόπο που απολαμβάνω τα υπαρξιστικά μυθιστορήματα, και επιπρόσθετα είχε ενδιαφέρον η αλλαγή οπτικής γωνίας παρατήρησης λόγω των ερεθισμάτων του Μπαρθ και της αμερικανικής κουλτούρας μέσα στην οποία στήνεται το μυθιστόρημα, δημιουργώντας έτσι δεδομένες διαφορές σε σχέση με το λατινοαμερικάνικο Τούνελ, τον γαλλοαλγερινό  Ξένο ή τον ελβετικό Homo Faber, που για μένα αποτελούν την Αγία Τριάδα του λογοτεχνικού υπαρξισμού, βιβλία στα οποία επιστρέφω ανά τακτά χρονικά διαστήματα. (περισσότερα εδώ)

Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε - Zia Haider Rahman
Ο Ράχμαν πατάει στέρεα στην κλασσική λογοτεχνία, την οποία αγαπάει και στην οποία δεν χάνει ευκαιρία να αναφέρεται. Ο απολογιστικός χαρακτήρας της αφήγησης, ευρισκόμενης μετά το πέρας του τέλους της ιστορίας, οι συνεχείς παρεκβάσεις, τόσο από πλευράς Ζαφάρ κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, όσο και από πλευράς Ράχμαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής, αλλά κυρίως η επιτακτική ανάγκη να ειπωθεί αυτή η ιστορία δημιουργούν ένα αίσθημα αναγνωστικής αγωνίας και βαραίνουν την κάθε λεπτομέρεια, ανεξαρτήτως μεγέθους, που σε συνδυασμό με το εύρος των γνώσεων και των αναφορών του βιβλίου μετατρέπουν το Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε σε ένα σπουδαίο μυθιστόρημα. (περισσότερα εδώ)

Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας - Hans Magnus Enzensberger
"Κανείς συγγραφέας δε θα αποφάσιζε να γράψει την ιστορία της ζωής του. Θα έμοιαζε πάρα πολύ με περιπετειώδες μυθιστόρημα". Σ' αυτό το συμπέρασμα έφτασε ήδη το 1931 ο Ηλία Ερενμπουργκ, όταν γνώρισε τον Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι. Το 1972 ο Εντσενσμπέργκερ θα το επιχειρήσει. Μέσα από συνεντεύξεις και ιστορικές πηγές, διακοπτόμενες από δικά του σχόλια, θα γράψει για τον Ντουρρούτι, τον αγωνιστή σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα στην Ισπανία, και όντως το αποτέλεσμα μοιάζει πάρα πολύ με περιπετειώδες μυθιστόρημα, όμως δεν είναι. Μέσα από την αφήγηση της ζωής του Ντουρρούτι αποτυπώνεται και η εποχή, ο αγώνας ενάντια στον φασισμό, η τελευταία ελπίδα πριν από τα ζοφερά χρόνια που ακολούθησαν. (περισσότερα εδώ)

Οι άγριοι ντετέκτιβ - Roberto Bolaño
Σκέφτομαι τη διάκριση ανάμεσα στην ανάγνωση και την αναγνωστική εμπειρία. Σκέφτομαι κάποια από τα όνειρα που έβλεπα, σπίτια με παραμορφωτικούς καθρέφτες, άνυδρα τοπία, έρημες μεταμεσονύχτιες πόλεις, ατελείωτους δρόμους να απλώνονται, εγκαταλελειμμένα κάμπινγκ, στατικά καρέ να πλημμυρίζουν με αίμα, αμμουδιές να περιμένουν την επιστροφή της παλίρροιας, τη φυγή του Ρεμπό στην Αφρική· δεν τα σημείωνα όμως. Σκέφτομαι τη Μπλάνες, τη μικρή καταλανική παραθαλάσσια πόλη. Σκέφτομαι πως η θέση των Άγριων ντετέκτιβ στη βιβλιοθήκη είναι ανάμεσα στο Φυλαχτό και το 2666, δεξιά και αριστερά αυτών τα υπόλοιπα, σε τυχαία σειρά. Σκέφτομαι πως ένα βιβλίο του Μπολάνιο μπορεί να αποδειχτεί σωτήριο. (περισσότερα εδώ)

Τα κατά Α.Γ. πάθη - Clarise Lispector
Η προκλητικότητα της πρωτοπορίας· η Λισπέκτορ βρίσκεται στην αιχμή του βραζιλιάνικου μεταμοντερνισμού, ενοχλείται από τα λιμνάζοντα ύδατα, από τα στερεότυπα, από τον τρόπο αντιμετώπισης του λαϊκού στοιχείου. Δεν θέλει απλώς να προκαλέσει, να γκρεμίσει θέλει. Γι' αυτό κινείται πάνω σε γνώριμα και οικεία μοτίβα, σενάρια απλοϊκά, επιχειρώντας να απαγάγει γλωσσικά τον αναγνώστη από τον κόσμο της ιστορίας στον κόσμο των ιδεών και των λέξεων. (περισσότερα εδώ)

Αλλόκοτος ελληνισμός - Νικήτας Σινιόσογλου
Το βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου Αλλόκοτος Ελληνισμός, με τον πολλά υποσχόμενο υπότιτλο: Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών· συζητήθηκε αρκετά, πραγματοποίησε τρεις εκδόσεις μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και -το σημαντικότερο ίσως όλων- διαβάστηκε από ένα ετερόκλητο ως προς τις προτιμήσεις του αναγνωστικό κοινό. (περισσότερα εδώ)

Το τανγκό του Σατανά - László Krasznahorkai
Όπως σε κάθε σπουδαίο μυθιστόρημα -και Το τανγκό του Σατανά είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα- η ιστορία αυτή καθεαυτήν στέκει σε δεύτερο επίπεδο σπουδαιότητας. Εδώ κυριαρχεί ο τρόπος με τον οποίο ο Κρασναχορκάι τοποθετεί τη μία λέξη μετά την άλλη, ο ευφυής τρόπος με τον οποίο συνθέτει την πλοκή και χτίζει τους χαρακτήρες, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο ταυτόχρονα προκαλεί ετερόκλητα συναισθήματα στον αναγνώστη -με χαρακτηριστικότερα όλων παραδείγματα το γέλιο και τον τρόμο. (περισσότερα εδώ)