Ξύπνησε κάθιδρος από τον
ίδιο εφιάλτη·
κέρδισε το λαχείο αλλά δεν είχε με ποιον
να το μοιραστεί. Ξυπνήσαμε σχεδόν
ταυτόχρονα, πρώτα εκείνος από τον
εφιάλτη, ύστερα εγώ από το ξυπνητήρι.
Όνειρο μέσα σε όνειρο. Το σημείωσα
βιαστικά, μαζί και την ημερομηνία, στο
σημειωματάριο, που είναι μόνιμα χωμένο
στο κομοδίνο, ανάμεσα σε τόσα άσχετα
μεταξύ τους πράγματα -αλήθεια πόσα
πράγματα μπορεί να χωράνε σε ένα τόσο
μικρό έπιπλο; Είναι κάτι, το να σημειώνω
τα όνειρά μου, που ξεκίνησα να το κάνω
όταν άκουσα κάποιο βράδυ, πάει καιρός,
έναν γνωστό ψυχαναλυτή -εγώ πάντως δεν
τον γνώριζα- να υμνεί τη σημασία μιας
τέτοιας ιεροτελεστίας. Ιεροτελεστία,
αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε. Τα περισσότερα
πρωινά δεν σημειώνω τίποτα. Πέρασμα από
το μπάνιο. Πέρασμα από την κουζίνα. Με
την κούπα του καφέ στο χέρι βολεύτηκα
στον καναπέ. Σκέπασα τα πόδια μου με το
ριχτάρι και άνοιξα το βιβλίο του Μορίς
Μπλανσό. Ήταν μία σκέψη που μου ήρθε
ξαφνικά ένα βράδυ, από το πουθενά. Είχα
μία φράση να με βασανίζει, έγραφε τις
ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο, μία φράση
απλή που όμως με βασάνιζε, κάνε κάτι
μαζί μου, έμοιαζε να απαιτεί. Έγραφε τις
ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο, λοιπόν.
Η φράση έπαιζε σε λούπα στο μυαλό μου,
μια φωτεινή επιγραφή που αναβοσβήνει
χωρίς να αποκαλύπτει άλλο από τον εαυτό
της στο σκοτάδι. Δοκίμασα να τη σημειώσω.
Στον υπολογιστή. Στο ημερολόγιο. Στην
απόδειξη του σούπερ μάρκετ. Στη
χαρτοπετσέτα του καφέ που σύχναζα.
Τίποτα δεν ακολούθησε. Έγραφε τις
ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο. Αναζήτησα
μετά το κατάλληλο ερώτημα. Κατέληξα:
γιατί αποφάσισε κάτι τέτοιο; Κατέγραψα
τις πιθανές απαντήσεις: για να
αποστασιοποιηθεί/για να κρυφτεί/για να
δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Τίποτα δεν
ακολούθησε. Τότε μου ήρθε η ιδέα να
διαβάσω ξανά Μορίς Μπλανσό. Τα πρωινά,
πριν τη δουλειά, λίγες σελίδες από το Ο
χώρος της λογοτεχνίας. Η ιδέα ήταν
συμπαγής, αυστηρή και σωτήρια -κυρίως
αυτό, σωτήρια, άλλωστε όταν σου πετάνε
ένα σωσίβιο καλό είναι να το πιάνεις
σφιχτά στα χέρια σου, αν όλα πάνε καλά
και βρεθείς στην ακτή θα έχεις τον χρόνο
για ερωτήσεις.
Δεν σκέφτηκα το όνειρο παρά
μόνο αργότερα, στη δουλειά, λίγο μετά
το υποχρεωτικό διάλειμμα για φαγητό,
διάλειμμα στο οποίο εγώ συνήθως πίνω
τον τρίτο καφέ της ημέρας. Αυτό δεν είναι
καλό για το στομάχι, όμως έχω κόψει εδώ
και δύο μήνες το τσιγάρο και γυμνάζομαι
συστηματικά. Δεν είναι ότι δεν προσπαθώ.
Άνοιξα το εταιρικό πρόγραμμα ηλεκτρονικής
αλληλογραφίας. Το ιδανικό καμουφλάζ
για ονειροπόλους εργαζόμενους, σκέφτηκα
και γέλασα μόνη μου ρίχνοντας ταυτόχρονα
μία αναγνωριστική ματιά στα γύρω γραφεία.
Είναι τρομακτικό -τώρα μου κάνει εντύπωση
η χρήση αυτού και όχι κάποιου άλλου
επιθέτου όπως ενδιαφέρον ή παράξενο-
πως στα όνειρα γνωρίζουμε περισσότερα
απ' όσα αποκαλύπτει η δράση, για παράδειγμα:
ο εφιάλτης, η επανάληψη και το περιεχόμενό
του ή τα αίτια της εφίδρωσης. Εγώ απλώς
είδα έναν άντρα να ξυπνάει κάθιδρος.
Έναν άντρα που δεν γνώριζα, που δεν μου
θύμιζε κάποιον, γύρω στα εξήντα, χωρίς
κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο
πρόσωπο -ίσως κάπως μεγάλη μύτη, τώρα
που το σκέφτομαι ξανά-, με γαλάζια
πιτζάμα/ζακέτα και άσπρο φανελάκι από
μέσα, που κοιμόταν στο πλάι, στραμμένος
προς το εσωτερικό του διπλού κρεβατιού.
Δεν τον γνωρίζω αλλά ξέρω πως ο άντρας
αυτός που ονειρεύτηκα δεν έχει κανέναν.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Μπορείς να έρθεις
μία στιγμή στο γραφείο μου;, ο διευθυντής.
Έρχομαι αμέσως, εγώ. Έκλεισα το τηλέφωνο
και αποθήκευσα το μήνυμα στα πρόχειρα.
Στο σπίτι άνοιξα το μέηλ.
Να που έχει και τα καλά του το να
έχεις πρόσβαση στη δουλειά από το σπίτι,
σκέφτηκα. Είναι κάτι το οποίο συμβαίνει
εδώ και κάποιους μήνες, μας ανακοινώθηκε,
δεν αντιδράσαμε και έτσι αυτό που
ξεκίνησε ως μία στο τόσο, αν συμβεί κάτι
έκτακτο, έγινε ρουτίνα και καθημερινότητα.
Αντέγραψα την περιγραφή του ονείρου.
Αντέγραψα τις σημειώσεις μου. Υπογράμμισα
τη φράση Δεν τον γνωρίζω αλλά ξέρω πως
ο άντρας αυτός που ονειρεύτηκα δεν έχει
κανέναν. Ούτε για να μοιραστεί τα κέρδη
του λαχείου, σκέφτηκα, πόσο θλιβερή
πρέπει να είναι μια τέτοια επίγνωση.
Ίσως όμως αυτή η μοναξιά να μην ήταν της
πραγματικότητας αλλά του εφιάλτη, και
δίπλα του να κοιμόταν η γυναίκα του
(παντρεμένοι εδώ και τριάντα χρόνια, αν
και ήταν μαζί από φοιτητές στο πανεπιστήμιο,
εκείνη φοιτήτρια στην πόλη της, εκείνος
βρέθηκε εκεί για σπουδές/ κανόνισε, του
είχε πει η μητέρα του λίγο πριν μπει στο
λεωφορείο, να σε ξεμυαλίσει καμία και
να μην πάρεις το πτυχίο σου, να πάνε
χαμένες οι θυσίες που κάναμε όλα αυτά
τα χρόνια/ εκείνος πήρε το πτυχίο του,
στα τέσσερα χρόνια ως όφειλε/ στην
αποφοίτηση είχαν έρθει και οι γονείς
του, ο πατέρας του συγκινήθηκε -πρώτη
φορά τον έβλεπε να δακρύζει-, η μητέρα
του είχε ραφτεί και είχε πάει κομμωτήριο/
μόλις η τελετή τελείωσε τον φίλησαν,
πρώτα εκείνη και μετά εκείνος, και του
έδωσαν μία τεράστια ανθοδέσμη, η οποία
επέτεινε την αμηχανία που ήδη του
προκαλούσε το κουστούμι, κυρίως το
πουκάμισο μέσα από το παντελόνι/ από
τις παρελάσεις είχε να νιώσει τέτοια
ασφυξία/ θα ακολουθούσε ακόμα μία, τρία
χρόνια μετά, στον γάμο τους, αν και τότε
πάτησε πόδι και δεν φόρεσε γραβάτα, τι
και αν, παρά την υποστήριξη της γυναίκας
του, δεν γλίτωσε τις θανατηφόρες ματιές
της πεθεράς αλλά και της μάνας του, δεν
τον ένοιαζε/ τον χάσαμε τον γιο μας, θα
έλεγε μετά το γλέντι στο αυτοκίνητο η
μητέρα στον μεθυσμένο άντρα της)
Κοίταξα την ώρα. Δέκα και μισή. Ήταν
μία καλή εξήγηση για την κούραση που
ξαφνικά ένιωθα. Άφησα τις σημειώσεις
στην άκρη. Πέρασμα από την κουζίνα.
Πέρασμα από το μπάνιο. Ξάπλωσα. Έσβησα
το φως. Δεν είχα διάθεση για διάβασμα.
Άργησα να κοιμηθώ.
Έγραφε τις ιστορίες της
σε τρίτο πρόσωπο
Το πρωί μία δυσφορία, όχι εκείνη η
συνηθισμένη που προκαλεί ο ήχος του
ξυπνητηριού -ήχος σκόπιμα ενοχλητικός
για χάρη της επιτελεστικότητας-, μία
δυσφορία θολή, αρχικά θολή, στη συνέχεια
διαυγέστερη, σαν κάτι να περίμενε και
αυτό να μην εμφανίστηκε. Πηγαίνοντας
προς τον καναπέ, με την κούπα του καφέ
στο χέρι, διέκρινε ή νόμισε πως διέκρινε
την πηγή της δυσφορίας. Η μη επανάληψη
του ονείρου. Κάπου βαθιά μέσα της, εν
αγνοία της, είχε γεννηθεί αυτή η προσδοκία
επιστροφής. Ξάπλωσε στον καναπέ και
σκεπάστηκε με το ριχτάρι, άνοιξε το
βιβλίο του Μορίς Μπλανσό/ κεφάλαιο V/
η έμπνευση.
Στις οκτώ ακριβώς έκλεισε την
πόρτα πίσω της. Ασανσέρ. Περπάτημα μέχρι
το μετρό. Κυλιόμενες. Αποβάθρα/ σήραγγα/
αποβάθρα/ σήραγγα/ αποβάθρα/ σήραγγα/
αποβάθρα. Κυλιόμενες. Περπάτημα μέχρι
το νούμερο δέκα επτά. Ασανσέρ. Καλημέρα.
Μετά τη δουλειά συνάντησε
την Α. Μία φορά την εβδομάδα, την ίδια
πάντα μέρα, βρίσκονται μετά τη δουλειά.
Δεν ήταν οι καλύτερες φίλες από πάντα,
με τα χρόνια έγιναν -πίσω από την επιλογή
καλά κρυμμένη στέκει η ανάγκη. Πια δεν
συζητούν για τη δουλειά, εκτός απροόπτου.
Κάποτε η Α. είχε κεράσει, πήρα αύξηση,
είχε πει. Χρόνια πριν. Ύστερα συζητούσαν
για περικοπές προσωπικού. Ύστερα ούτε
γι' αυτό. Σήμερα ήθελε να της μιλήσει
για το όνειρο. Είδα ένα όνειρο προχτές,
είπε. Και της διηγήθηκε το όνειρο. Στα
γρήγορα της είπε και όσα σκέφτηκε μετά.
Για τον Μορίς Μπλανσό κουβέντα. Η Α.
γέλασε, τι έγινε, ξύπνησε μέσα σου ο
φόβος τής μοναξιάς; Δεν ξέρω, μπορεί,
αλλά. Έλα, ρε καημένη. Ύστερα η Α. -σε
παραλήρημα-: λεφτά/ ταξίδια/ ψώνια/
παραίτηση· με
μάτια να λάμπουν.
Δεν ήξερε τι περίμενε να
ακούσει από την Α., πάντως όχι κάτι
τέτοιο, σίγουρα όχι κάτι τέτοιο, τώρα
που το ξανασκέφτεται ενώ περπατάει προς
το σπίτι -απόφαση γενναία αν κρίνει
κανείς με βάση την απόσταση-, ρίχνοντας
κάποιες ματιές στις βιτρίνες, χωρίς
πραγματικά να κοιτάζει, αν και αυτή η
ώρα είναι η αγαπημένη της για βόλτα στην
πόλη, η ώρα που τα μαγαζιά κλείνουν -τα
μισοκατεβασμένα ρολά, η βιασύνη των
υπαλλήλων, οι πελάτες της τελευταίας
στιγμής, η αναδιάρθρωση των εκθεμάτων,
τα συνεργεία καθαριότητας του δήμου, η
μαζική εγκατάλειψη της αγοράς-, τώρα
όμως δεν παρατηρεί τίποτα από όλα αυτά,
σκέφτεται την αντίδραση της Α., αντίδραση
μάλλον αναμενόμενη, επικεντρωμένη στο
εύκολο χρήμα, στο σωτήριο χρήμα, στα
όνειρα που το χρήμα γεννά. Δύο είναι οι
βασικές εκδοχές με τις οποίες κάποιος
αντιδρά όταν μοιράζεσαι μαζί του κάτι
που σε απασχολεί, έτσι πιστεύει. Η
περίπτωση της Α. ανήκει σαφέστατα στην
πρώτη κατηγορία τού “μην κάνεις έτσι,
δεν είναι τόσο σημαντικό”, και συνεχίζει
κατά αυτόν τον τρόπο καταλήγοντας,
αναπόφευκτα μάλλον, στη χρήση κλισέ
συμβουλών. Στη δεύτερη κατηγορία,
κατηγορία που ολοένα, θαρρείς, μεγαλώνει,
ανήκουν εκείνοι που σε ό,τι και αν
μοιραστείς μαζί τους έχουν πάντα, μα
πάντα, μία απείρως χειρότερη -στα δικά
τους μάτια- προσωπική εμπειρία, μια
διάθεση ευθέως ανταγωνιστική, που
μεταθέτει άμεσα το υποκείμενο της
συζήτησης. Γενικά υπάρχει η υποχρέωση
της γνώμης και μάλλον εκεί, σκέφτεται
εκείνη μπαίνοντας επιτέλους σπίτι,
βρίσκεται το λάθος, στην απουσία της
σιωπής ως επιλογή αντίδρασης, στη λάθος
πρόσληψη της έννοιας του διαλόγου. Το
διαμέρισμα είναι κρύο.
Από εκείνο το βράδυ θα
περάσουν μήνες. Η ηρωίδα μας θα ξεχάσει
το όνειρο. Η φράση θα ξεθωριάσει. Τις
σημειώσεις εκείνες θα ακολουθήσουν
άλλες. Ο χώρος της λογοτεχνίας θα μείνει
στο τραπεζάκι του σαλονιού·
μια ή δυο φορές, ξεσκονίζοντας, θα τον
πάρει στα χέρια της. Και αυτό είναι όλο.